Τα παιδιά της Α γυμνασίου της Περιβαλλοντικής ομάδας “Η καθημερινή ζωή στο λιμάνι του Λαυρίου” εμπνευσμένα από την ζωή των ψαράδων έγραψαν δύο θαλασσινές ιστορίες.
«TO ΠΕΡΑΣΜΑ ΤΗΣ ΕΡΥΘΡΑΣ ΘΑΛΑΣΣΑΣ»
Είναι αργά τα μεσάνυχτα στο καζίνο της περιοχής. Γύρω-γύρω μεθυσμένοι. Ο πιο νέος ψαράς βάζει στοίχημα 20.000 λίρες, με το μεγάλο του αντίπαλο, πως θα περάσει την Ερυθρά θάλασσα και θα επιστρέψει ζωντανός.
Η περιοχή αυτή ήταν πολύ επικίνδυνη λόγω των ληστρικών επιθέσεων, στα διερχόμενα πλοία, από τους πειρατές και κανένας ψαράς δεν τολμούσε να πάει εκεί να ψαρέψει. Εμείς φυσικά μιλάμε για τον ξακουστό Jacob Malley. Μπορεί εσείς να μην ξέρετε πολλά για αυτόν, αλλά … θα μάθετε σε λίγο.
Ο Jacob, μια μέρα, νωρίς το πρωί, ετοίμασε τη βάρκα του, πήρε όλα τα απαραίτητα και ξεκίνησε για το μεγάλο ταξίδι, στο οποίο δεν πέρασε και λίγα (και μεταξύ μας, αν δεν είχε κάποιες ιδιαίτερες ικανότητες δε θα τα κάταφερνε).
Έπλεε ήρεμα μέχρι τα μέσα της διαδρομής του και ήταν σίγουρος πως είχε κερδίσει το στοίχημα. Ένα γεγονός όμως, τον έκανε να δυσανασχετήσει. Ενώ κοιμόταν, άκουσε γλέντια κοντά του και ανοιγοκλείνοντας τα μάτια του διέκρινε φλόγες να πετάγονται στον ουρανό, σαν πυροτεχνήματα. Κατάλαβε πως ήταν ένα πλοίο και πίστεψε πως αυτό θα μπορούσε να τον οδηγήσει στον προορισμό του ακόμα πιο γρήγορα. Έτσι προσπάθησε να του αποσπάσει την προσοχή. Έπειτα από λίγη ώρα κατάλαβε ότι επρόκειτο για πειρατές. Προσπάθησε να τους αποφύγει με κάθε δυνατό τρόπο. Όμως ήταν πλέον αργά, γιατί εκείνοι τον είδαν και γρήγορα τον πήραν στο πλοίο τους. Τον ρώτησαν από ποιο πλοίο ήταν, που βρισκόταν αυτό το πλοίο και τι εμπόρευμα μετέφερε. Ο Jacob, όμως, αρνήθηκε να μιλήσει. Εξ’ άλλου δεν είχε και τίποτα να τους πει. Έτσι αυτοί του είπαν πως θα τον πάρουν μαζί τους για δούλο.
Μετά τα λόγια τους αυτά, οι πειρατές αποφάσισαν να τον δέσουν για να μην ξεφύγει. Έτσι κι έγινε. Τον έδεσαν σε μια πανύψηλη κολώνα και έβαλαν ένα φύλακα να τον προσέχει. Ο Jacob περίμενε να κοιμηθούν όλοι κι ύστερα με τα μαγικά του χέρια κατάφερε να λύσει τον περίπλοκο κόμπο, να γλυστρίσει αθόρυβα πάνω στην κολώνα και να κλέψει το σπαθί του κοιμισμένου φύλακα.
Η ιστορία θα τελείωνε λίγο μονότονα αν γινόταν ότι φαντάζεστε, δηλ. ότι ο Jacob κατάφερε να ξεφύγει. Αρκούσε, όμως, ένας μικρός ήχος, ένα τρίξιμο στο ξύλινο κατάστρωμα για να τους ξυπνήσει και αυτό έγινε. Ο καπετάνιος του πλοίου άκουσε τον θόρυβο και μονομιάς πετάχτηκε έξω. Η μάχη ξεκίνησε. Ξύπνησε όλο το πλήρωμα και τα σπαθιά πήραν φωτιά. Ήταν σίγουρο πως θα νικούσαν γιατί ήταν 100 εναντίον ενός. Τελικά, όμως, δεν ακούστηκε ένα μπουμ στη θάλασσα αλλά 100! Ο μικρός Jacob, με τις μαγικές του ικανότητες, όπως όλοι ξέρουμε οι μάγοι όλους τους νικούν, είχε καταφέρει να τους νικήσει και ήταν πια σίγουρος ότι μπορούσε να κερδίσει το στοίχημα και όχι μόνο αυτό, γύρισε πίσω με ένα τεράστιο πλοίο, το οποίο έκρυψε … αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία.
Ο Jacob διηγήθηκε στους φίλους του τις περιπέτειές του και εκτός από το στοίχημα κέρδισε και τον θαυμασμό τους για την τόλμη που έδειξε. Τα χρήματα δεν τα πήρε από τον αντίπαλό του, έγιναν οι δυο τους οι καλύτεροι συνεργάτες και ζήσαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα!!!
«Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΕΝΟΣ ΨΑΡΑ»
Η ιστορία μας αναφέρεται στις δύσκολες και απογοητευτικές στιγμές ενός δύσμοιρου νεαρού ψαρά, ο οποίος σε σχέση με τους άλλους συναδέλφους του έχει λιγότερη πείρα αλλά και … τύχη. Τα γεγονότα αυτά διαδραματίζονται, ένα απρόβλεπτο φθινόπωρο, το Νοέμβρη του 1973.
Ο νεαρός ψαράς μας δεν είναι ικανοποιημένος από τα αποτελέσματα της ψαριάς του. Ο μεγάλος ανταγωνισμός και η απειρία του τον οδηγούν στην απελπισία. Μια μέρα, λοιπόν, που ο ψαράς καθισμένος στην προβλήτα, σκεφτόταν τρόπους για να τα βγάλει πέρα οικονομικά, εμφανίζεται ένας πιτσιρίκος, ο οποίος έμελε να γίνει στήριγμά του, αλλά και η αιτία να ξεπεράσει τα θέματα που τον απασχολούσαν.
– Εε φιλαράκο, σε βλέπω τόση ώρα που στέκεσαι εδωπέρα. Τι συμβαίνει;
– Άσε με και συ στον καημό μου.
– Μήπως η ψαριά σου είναι το πρόβλημα που σε απασχολεί;
– Όντως, αυτό είναι αλλά τι μπορεί να κάνεις εσύ γι’ αυτό;
– Άκουσε ξαδερφάκι, εγώ είμαι ντόπιος εδώ και ξέρω τα κατατόπια σαν την παλάμη του χεριού μου, ακολούθησέ με και το καΐκι σου θα ξεχειλίσει από ψάρια.
Εκείνος τον ακολούθησε μην έχοντας άλλη εναλλακτική λύση. Ο μικρός τον οδήγησε σε ένα απόμερο μέρος που υπήρχαν πολλά ψάρια.
– Λοιπόν, εδώ είμαστε. Ρίξε τα δίχτυα σου και θα εκπλαγείς.
Ο ψαράς ρίχνει τα δίχτυα και περιμένει. Η ώρα περνά και δε φαίνεται τίποτα. Αρχίζει να υποψιάζεται πως ο μικρός τον έχει κοροϊδέψει.
– Το καλό που σου θέλω να μη μου λες ψέματα.
– Τις αμφιβολίες σου τις λύνει αυτό που ανεβαίνει.
Ο νεαρός δεν πιστεύει στα μάτια του. Ένας τεράστιος αριθμός σπάρων, χάνων και κεφαλόπουλων είναι αγκιστρωμένος στα παραγάδια του.
– Μπράβο σπόρε, τελικά είχες δίκιο!
– Αδελφέ, να ξέρεις από δω και πέρα να μη με υποτιμάς ποτέ.
Από εκείνη τη μέρα ο νεαρός ψαράς ψάρευε κάθε πρωί σε εκείνο το σημείο. Η λαιμαργία του όμως όλο και μεγάλωνε, ήθελε όλο και περισσότερα ώσπου μια μέρα με πολύ αέρα, η λαιμαργία και η επιπολαιότητά του, τον οδήγησαν να πάει εκεί για ψάρεμα. Η φουρτουνιασμένη θάλασσα φυλούσε γι’ αυτόν τα χειρότερα. Τα τεράστια κύματα αναποδογύρισαν τη βάρκα του και τον παρέσυραν, με αποτέλεσμα να βρει τραγικό τέλος. Ψαράδες τον βρήκαν, την άλλη μέρα, όταν είχαν πάει για ψάρεμα.
Στην κηδεία του ήταν όλοι παρόντες και πρώτος πρώτος ο απαρηγόρητος φίλος του, ο οποίος δεν μπορούσε να το πιστέψει. Βλέπετε η επιπολαιότητα και η απληστία, πολλές φορές, οδηγούν τον άνθρωπο στην καταστροφή.