Τρυγητής
Μέσα στ’ αμπέλια
χαρές και γέλια
έφτασε πάλι ο Τρυγητής
και στα ζεμπίλια
σωρούς σταφύλια
βάζει ο κεφάτος δουλευτής.
Με τα βιβλία
μες τα σχολεία
βουερό μελίσσι τα παιδιά
και στ’ ακρογιάλι
ήσυχη πάλι
κι έρημη απόμεινε η αμμουδιά.
Στα χλωμά φύλλα
μια ανατριχίλα.
Οι πρώτες άδειασαν φωλιές
κι οι πρώτες στάλες
διώχνουνε γι’ ‘άλλες
τα χελιδόνια ακρογιαλιές.
Το τσιριτρό
Ζαχαρίας Παπαντωνίου
Σε μια ρώγα από σταφύλι
έπεσαν οχτώ σπουργίτες
και τρωγόπιναν οι φίλοι.
Τσίρι-τίρι, τσιρι-τρο.
Τσιριτρί, τσίρι-τρο!
Χτυπούσανε τις μύτες
και κουνούσαν τις ουρές
κι είχαν γέλια και χαρές.
Τσίρι-τίρι, τσίρι-τρο,
Τσιριτρί, τσιρι-τρό!
Πόπο, πόπο σε μια ρώγα
φαγοπότι και φωνή!
Την αφήσαν αδειανή!
Τσίρι-τίρι, τσιριτρό,
Τσιριτρί, τσιριτρό!
Και μεθύσαν κι όλη μέρα
Πάνε δώθε, πάνε πέρα
τραγουδώντας στον αέρα:
«Τσίρι-τίρι, τσιριτρό,
τσιριτρί, τσιριτρό».
Ψιχαλίζει
Ιωσ. Κυπριανός
Ψιχαλίζει, ψιχαλίζει
στη μικρή μας την αυλή…
Το φθινόπωρο αρχίζει,
τ’ αγαπώ πολύ πολύ.
Το ‘χω μέσα στην καρδιά μου
και πετάω απ’ τη χαρά
να μαζεύω στην ποδιά μου
φύλλα κίτρινα, ξερά.
Ψιχαλίζει, ψιχαλίζει
στο δρομάκι το ΄στενό
κι ένα σύννεφο μαυρίζει
κει ψηλά στον ουρανό.
Και στον τσίγκο μας απάνω
έγινε καλή αρχή!
Ήρθε να μας πάιξει πιάνο
αχ, η δεσποινίς βροχή!
Ψιχαλίζει, ψιχαλίζει.
Ένα σπουργιτάκι εδώ
μες στην μπόρα τουρτουρίζει
δεν προφταίνω να το δω.
Θε μου, όταν πιάνει μπόρα,
τα παιδάκια τα φτωχά
και τα σπουργιτάκια τωρα,
μην τ’ αφήνεις μοναχά…
Κι έτσι, όταν ψιχαλίζει
στη μικρή μας την αυλή,
το φθινόπωρο που αρχίζει
θα μ’αρέσει πιο πολύ!