Ο ΦΟΡΟΣ ΤΗΣ ΔΟΞΑΣ

Π. Σ. ΔΕΛΤΑ (διήγημα)

Σωριασμένα χάμω, εμπρός στο άγιο εικόνισμα της Παναγιάς, προσευχόταν και παρακαλούσε. Γιατί στα βουνά, εκεί πέρα, μακριά, το κανόνι βοούσε, το τουφέκι έπεφτε πυκνό και ο αδελφός της είχε φύγει ντυμένος στο χακί, με το τουφέκι στον ώμο για να ξεπλύνει αυτή τη φορά την ντροπή του άλλου πολέμου (1897).

«Παναγιά μου, λυπήσου…Μην πάθει τίποτα ο αδερφός μου! Είναι τόσο όμορφος και τόσο παλικάρι…»

Από τους πρώτους είχε φύγει πριν ακόμα τον φωνάξουν και τώρα τον ήξερε εκεί πάνω, κει που βοούσε το κανόνι και που έπεφτε πυκνό το τουφέκι. Και ήλθε ο Χάρος μπροστά της μαυροντυμένος, στο μαύρο του άλογο, με το μαύρο του τόξο στο χέρι.

_ Λυπήθηκα τα δάκρυά σου, της είπε, και ήρθα να σου πω να διαλέξεις ποιον να σαϊτέψω στη θέση του αδερφού σου.

_ Ποιον; έκανε εκείνη, που δεν πίστευε στ ΄αυτιά της. Αχ, Χάρο μου, όποιον θέλεις πάρε, μα λυπήσου τον αδερφό μου!

_ Δεν έχει όποιον θέλεις, λέγε ποιον να θανατώσω;

Η κόρη έτρεμε.

_ Μα είναι ανάγκη να πάρεις και καλά κάποιον;

_ Αμέ, πώς αλλιώς;

_ Ε, πάρε όποιον θέλεις! Μη με ρωτάς εμένα!

_ Αν πάρω όποιον θέλω θα πάρω τον αδερφό σου, γιατί είναι να πέσει σήμερα από βόλι. Μα τόσο κλάμα έκανες και τόσα παρακάλια, που σε σπλαχνίστηκα και πέρασα από εδώ να σου το πω. Λέγε γρήγορα τώρα, ποιον να σαϊτέψω στη θέση του;

_ Πάρε…πάρε…έκανε η κόρη και τα χείλη της έτρεμαν, πάρε κανέναν Τούρκο…

Ο Χάρος γέλασε και η εκκλησία όλη εβόησε κι αντήχησε  το νεκρικό του γέλιο.

Η κόρη ανατρίχιασε κι έκρυψε το πρόσωπό της.

_ Δόξα δε θέλησε ο αδερφός σου; Η δόξα με αίμα αγοράζεται.

_ Πάρε αίμα τούρκικο όσο θέλεις…

_ Δεν πληρώνεται με αίμα εχθρικό.

_ Αχ, Θεέ μου! έκανε η κόρη. Διάλεξε, λοιπόν, εσύ!

_ Καλά, είπε ο Χάρος. Κοίταξε εδώ.

Εμπρός στα μάτια της έβαλε ένα καθρεφτάκι και μέσα είδε η κόρη μια μάχη, τουφέκια χιλιάδες που φλόγιζαν και σπαθιά που γυάλιζαν και άλογα αφρισμένα που  έσερναν τα μαύρα κανόνια και δεξιά ένα σωρό άντρες που έτρεχαν μπροστά. Ήταν όλοι ντυμένοι στο χακί, με το στέμμα στο πηλήκιο και το τουφέκι στο χέρι, και ανάμεσά τους αναγνώρισε τον αδερφό της.

Έβγαλε μια φωνή και σκέπασε πάλι τα μάτια της, μα ο Χάρος επέμενε.

_ Κοίταξε καλά, είπε, είναι γραφτό όλους αυτούς όσους βλέπεις να τους θερίσω μεμιάς. Μα σα θέλεις διάλεξε τους άλλους που είναι αριστερά και τους θερίζω αυτούς αντί τους πρώτους. Θέλεις; Υπόγραψε!

Και μπροστά της άπλωσε ένα κίτρινο χαρτί και της έδωσε ένα καλάμι αιματοβαμμένο.

Η κόρη δεν μπόρεσε να γράψει.

_ Και αυτοί…αυτοί οι άλλοι, αριστερά δεν έχουν αδερφές;

_ Βέβαια, έχουν και αδερφές και μάνες. Και ο ένας, βλέπεις; -αυτός ο ξανθός με τα μαύρα μάτια; Έχει γυναίκα νέα κι όμορφη, που τη στεφανώθηκε μια μέρα πριν φύγει και είναι δεμένες μαζί οι μοίρες τους.

_ Πώς μαζί;

_ Με την ίδια σαΐτα που θα θανατώσω εκείνον θα ρίξω κι εκείνη στον τάφο.

_ Αχ, μην το κάνεις!

_ Είναι γραφτό.

_ Μην τον σκοτώσεις, λοιπόν! Άφησέ τον να ζήσει!

_ Ποιον άλλο να πάρω στη θέση του; Να, αυτός εκεί, ο χλωμός; Έχει φάει τα παιδικά του χρόνια στη μελέτη και στη δουλειά, με τη χήρα μάνα του παιδεύτηκε και πείνασε ώσπου να τον μεγαλώσει. Και τώρα θα βγάλει μια ανακάλυψη που θα τους φέρει πλούτη, τιμή και δόξα!…

_ Μην τον κόψεις, για το Θεό , κι αυτόν! Όχι! Άφησέ τους να ζήσουν!

_ Λοιπόν, τους άλλους προτιμάς, εκεί πέρα στο βάθος;

_ Έχουν κι αυτοί αδερφές και μάνες;

_ Βέβαια, έχουν. Κι ο ένας εκεί μπροστά που ρίχνεται σα  λιοντάρι, βλέπεις, με το σπαθί στο χέρι; Έχει δίκαιο ν΄αψηφά τα βόλια, δεν ήταν γραφτό του να πάει σήμερα. Μα σα θέλεις πάλι, μεμιάς τον παίρνει ένα βόλι στην καρδιά, να εκεί ίσα ίσα που βλέπεις ένα τετραγωνάκι μικρό. Ξέρεις τι είναι; Είναι η εικόνα του παιδιού του, ένα ξανθόμαλλο κοριτσάκι που δε γνώρισε μάνα, γιατί του την πήρα σα γεννήθηκε.

_ Αχ, μη! φώναξε η κόρη κλαίγοντας , μην τον πάρεις από το παιδί του! Ποιος θα το αγαπά σαν σκοτώσεις και τον πατέρα;

_ Πάντα κάποιος θα κλάψει. Έλα, λοιπόν, διάλεξε ,ποιον θες να πάρω; Βιάζομαι.

_ Πάρε έναν περιττό…

_ Ξέρεις κανέναν; Πες μου τον.

_ Δεν ξέρω, μα αν είναι κανένας έρημος…

_ Θέρισα κι έρημους, μα είναι λίγοι. Όλοι αυτοί που βλέπεις, έχουν μάνα, γυναίκα ή παιδί. Έλα, κόρη, αποφάσισε, ποιους να πάρω;

_ Πάρε με εμένα και λυπήσου τους αυτούς!

_ Εσένα; Τι να σε κάνω εσένα; Αυτούς θέλω που τη Δόξα κυνηγούν, έτσι που τους βλέπεις να τρέχουν.

Γιατί ο φόρος της Δόξας είναι αίμα, αίμα και δάκρυα που χύνονται ποτάμι. Στον άλλο πόλεμο, το ίδιο δεν έκλαψαν μανάδες, σαν που κλαις εσύ τώρα; Και το ίδιο δε λυπήθηκαν, και τα παιδιά τους τα έστειλα όλα πίσω, γερά και αδόξαστα; Θέλεις το ίδιο να κάνω και τώρα; Να, φτάνει να γυρίσω τον καθρέφτη και θα το βάλουν όλοι στα πόδια…

Και άπλωσε ο Χάρος το χέρι.

Μεμιάς πετάχτηκε απάνω η κόρη.

_ Όχι! Μη μας λυπηθείς! Και πάρε όποιους θέλεις!

_ Λέγε ,κόρη, γρήγορα, βιάζομαι να φύγω. Ποιους θέλεις να θερίσω; Τους αριστερούς με το νιόπαντρο ή τους άλλους εκεί στο βάθος;

_ Να κλάψουν μάνες, χήρες κι ορφανά; Όχι! πάλι εγώ καλύτερα, αφού ήτανε  γραφτό μου…

Δεν πρόφτασε  ν’ αποπεί το λόγο της και ο μαύρος καβαλάρης αδράχνοντας τις σαΐτες του πετάχτηκε σαν αστραπή και χάθηκε στον κάμπο.

Χάμω είχε μείνει το καθρεφτάκι και η κόρη έσκυψε και το κοίταξε με την καρδιά παγωμένη από το πέρασμα του Χάρου.

Μα δεν είδε πια μάχη, ούτε τουφέκια, ούτε κανόνια. Χιόνια μόνο πολλά σκέπαζαν τη γη και ήταν νύχτα και κάπου κάπου λεκέδες μαυριδεροί απλώνονταν στην απέραντη ασπρίλα.

Έσκυψε πιο κοντά και ξεχώρισε τους λεκέδες. Ήταν κορμιά ντυμένα με χακί. Κι εκεί δεξιά, όπου είχε πρωτοδεί τον αδερφό της, σωροί ήταν πεσμένα παλικάρια, σαν τα στάχυα που τα θέρισε η κόσα. Και πάνω τους φτερούγιζε κάτι άσπρο, κάτασπρο, πιο άσπρο και από τα χιόνια, γιατί ήταν πιο φεγγερό! Και χαμήλωσε  και ακούμπησε στα τρυπημένα κορμιά ένα κλαδί από δάφνη.

Και η κόρη πνιγμένη στους λυγμούς, αναγνώρισε τη Δόξα και ανάμεσα στα πεθαμένα παλικάρια ξεχώρισε τ’ αχνό πρόσωπο του αδερφού της.