Αλλάζει εκ βάθρων το βαθμολόγιο των δημοσίων υπαλλήλων, από το οποίο θα εξαρτάται η μισθολογική εξέλιξή τους. Κατά την επεξεργασία του επικρατεί το σενάριο για πέντε βαθμούς και τρεις θέσεις ευθύνης.
Οι δημόσιοι υπάλληλοι πανεπιστημιακής και τεχνολογικής εκπαίδευσης στον στενό δημόσιο τομέα αντιστοιχούν στο 48% των εργαζομένων
Οι δημόσιοι υπάλληλοι πανεπιστημιακής και τεχνολογικής εκπαίδευσης στον στενό δημόσιο τομέα αντιστοιχούν στο 48% των εργαζομένων
Τα πάνω κάτω φέρνει στο Δημόσιο το νέο βαθμολόγιο που επεξεργάζεται το υπουργείο Διοικητικής Μεταρρύθμισης, προκειμένου να δημιουργηθεί το νέο Γενικό Μισθολόγιο των δημοσίων υπαλλήλων. Το επικρατέστερο σενάριο για το βαθμολόγιο περιλαμβάνει 8 βαθμούς τους πέντε που ισχύουν και σήμερα (Α-Ε) και 3 βαθμούς για θέσεις ευθύνης με σημαντικές διαφορές σε σχέση με το υπάρχον καθεστώς.
Δημιουργούνται τρεις βαθμοί – δεξαμενές στελεχών υψηλών προσόντων που θα έχουν τον Α’ Βαθμό και θα μπορούν να διεκδικήσουν θέσεις προϊσταμένων (Α1 για τη θέση γενικού διευθυντή – Α2 για τη θέση διευθυντή – Α3 για τη θέση τμηματάρχη), στις οποίες θα ξεκινούν από καλύτερη αφετηρία οι υπάλληλοι με μεταπτυχιακά, διδακτορικά και οι απόφοιτοι της Εθνικής Σχολής Δημόσιας Διοίκησης. Με τη νέα αρχιτεκτονική του βαθμολογίου συνδέεται η μισθολογική ωρίμανση με τον βαθμό και αποδίδονται στους υπαλλήλους έπειτα από αξιολόγηση.
Επιμηκύνεται για όλους τους δημοσίους υπάλληλους ο χρόνος που θα αξιολογούνται για την απόκτηση νέου βαθμού και διαμορφώνονται μεγαλύτερες διαφορές στην εξέλιξη μεταξύ των κατηγοριών υποχρεωτικής – δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης (ΥΕ και ΔΕ) και τεχνολογικής – πανεπιστημιακής μόρφωσης (ΤΕ και ΠΕ).
Η εξέλιξη των υπαλλήλων με υψηλά προσόντα θα είναι ταχύτερη από τους συναδέλφους τους των κατηγοριών υποχρεωτικής και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης που αριθμούν 325.673 εργαζόμενους (43% των υπαλλήλων στον στενό δημόσιο τομέα), αλλά θα γίνει δυσκολότερη, αφού θα πρέπει να δίνουν γραπτές εξετάσεις και προφορική συνέντευξη υπό την εποπτεία του Ειδικού Συμβουλίου Επιλογής Προϊσταμένων που έχει συσταθεί, αρχής γενομένης από το 2012.