ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΑΚΟΥΡΤΗ

Αναρτήσεις φιλολογικών εργασιών

ΜΟΡΦΟΣΥΝΤΑΚΤΙΚΑ ΦΑΙΝΟΜΕΝΑ

Κάτω από: Α' Λυκείου | ΚΟΥΡΤΗ ΣΤΥΛΙΑΝΗ
Κυριακή, 31 Οκτωβρίου 2021 6:35 μμ |
  1. Ρηματικά πρόσωπα

Το πρώτο (α’) ενικό:

  • Προσδίδει αμεσότητα, ζωντάνια, ζωηρότητα, ενδιαφέρον στο λόγο, αφού η αφήγηση εμπεριέχει το στοιχείο της προσωπικής μαρτυρίας.
  • Οι σκέψεις προβάλλονται εντονότερα και εναργέστερα στον αναγνώστη.
  • Ο λόγος εκφράζει προσωπικές εκτιμήσεις, αφού τα πράγματα προσεγγίζονται μέσα από μια εσωτερική οπτική γωνία και λειτουργεί το προσωπικό φίλτρο του πομπού.
  • Προσδίδει στο κείμενο προσωπικό εξομολογητικό τόνο.
  • Προκαλεί συγκινησιακή φόρτιση στο δέκτη, αφού παρακολουθεί και βιώνει προσωπικά βιώματα του πομπού.
  • Τονίζεται το «εγώ» του πομπού και ενδεχομένως υποδηλώνει ή δηλώνει με σαφήνεια-όταν γίνεται συνεχής χρήση- εγωκεντρισμό και εγωπάθεια, πιθανόν και στα όρια της αλαζονείας,

Το δεύτερο (β’) ενικό:

  • Προσδίδει αμεσότητα και οικειότητα στο λόγο, αφού ο πομπός δημιουργεί έναν τεχνητό αγωγό επικοινωνίας με τον ή τους δέκτες του. Απευθύνεται άμεσα σ’ αυτούς, είναι σαν να συνομιλεί μαζί τους και έτσι πετυχαίνει να τους καταστήσει συμμέτοχους στην προβληματική που αναπτύσσει, περνώντας τους με τον πιο άμεσο τρόπο το μήνυμα του.
  • Προσδίδει διαλογικό χαρακτήρα στο λόγο,
  • Ο τόνος γίνεται συνομιλητικός-φιλικός.

Το τρίτο (γ’) ενικό:

  • Προσδίδει αντικειμενικότητα, αμεροληψία, ουδετερότητα, αφού οι επισημάνσεις του πομπού φαίνονται αναμφισβήτητες και γενικώς αποδεκτές.
  • Αποστασιοποι­εί το συγγραφέα από τη συμμετοχή και τον καθιστά αντικειμενικό παρατηρητή.
  • Καθιστά το μήνυμα γενικόλογο και του προσδίδει καθολικό κύρος για αυτό χρησιμοποιείται για γενίκευση σκεπτικού, προκειμένου να προκύψουν συμπεράσματα με ευρύτερη ισχύ και αποδοχή.
  • Αποφεύγει την άμεση αναφορά, καθιστώντας το μήνυμα υπαινικτικό.

Το πρώτο (α’) πληθυντικό:

  • Ο συγγραφέας συμμετέχει, αφού μοιράζεται με τον αναγνώστη την ίδια οπτική γωνία.
  • Δημιουργείται μια αίσθηση οικειότητας (αμεσότητα) ανάμεσα στον πομπό και στο δέκτη, αφού εντάσσει τον εαυτό του μέσα σε ένα ευρύτερο σύνολο ατόμων, π.χ. στους ακροατές του, γίνεται «ένα με αυτούς», μιλάει «μαζί με αυτούς και γι’ αυτούς».
  • Η χρήση του αποπνέει συλλογικότητα, ενώ ο λόγος αποκτά αμεσότητα και έτσι πετυχαίνει να τους ευαισθητοποιήσει κατά τον καλύτερο και πιο αποτελεσματικό τρόπο.
  • Αποδίδει συλλογική ευθύνη / τονίζεται η ανάγκη για δραστηριοποίηση των αρμόδιων φορέων.
  • Μπορεί να τους πείσει πιο εύκολα, αφού εντάσσει και τον εαυτό του στα μέτρα-προτάσεις που παρουσιάζει.

Το δεύτερο (β’) πληθυντικό:

  • Προσδίδει αμεσότητα και οικειότητα στο λόγο, αφού ο πομπός δημιουργεί έναν τεχνητό αγωγό επικοινωνίας με τον ή τους δέκτες του. Απευθύνεται άμεσα σ’ αυτούς, είναι σαν να συνομιλεί μαζί τους και έτσι πετυχαίνει να τους καταστήσει συμμέτοχους στην προβληματική που αναπτύσσει, περνώντας τους με τον πιο άμεσο τρόπο το μήνυμα του.
  • Προσδίδει διαλογικό χαρακτήρα στο λόγο, Ο τόνος γίνεται συνομιλητικός-φιλικός.
  • Το ύφος και ο λόγος αποκτούν θεατρικότητα, παραστατικότητα, ενδεχομένως και δραματικότητα.
  • Προσδίδει ζωντάνια στο λόγο / συναισθηματική προσέγγιση.

Το τρίτο (γ’) πληθυντικό:

  • Προσδίδει αντικειμενικότητα, αμεροληψία, ουδετερότητα, αφού οι επισημάνσεις του πομπού φαίνονται αναμφισβήτητες και γενικώς αποδεκτές.
  • Αποστασιοποι­εί το συγγραφέα από τη συμμετοχή και τον καθιστά αντικειμενικό παρατηρητή.
  • Καθιστά το μήνυμα γενικόλογο και του προσδίδει καθολικό κύρος για αυτό χρησιμοποιείται για γενίκευση σκεπτικού, προκειμένου να προκύψουν συμπεράσματα με ευρύτερη ισχύ και αποδοχή.
  • Αποφεύγει την άμεση αναφορά, καθιστώντας το μήνυμα υπαινικτικό.
  1. ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ-ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΣΥΝΤΑΞΗ
ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΣΥΝΤΑΞΗ ΠΑΘΗΤΙΚΗ ΣΥΝΤΑΞΗ
Τονίζεται το υποκείμενο του μεταβατικού ρήματος, με άλλα λόγια το πρόσωπο ή το πράγμα που δρα. Το ύφος είναι οικείο. Τονίζεται η δράση που προέρχεται από το ποιητικό αίτιο, το οποίο είτε διατηρείται είτε παραλείπεται. Το ύφος είναι επίσημο.

 

Το ποιητικό αίτιο παραλείπεται όταν: α) εννοείται εύκολα, β) είναι άγνωστο, γ) δεν θέλουμε να το δηλώσουμε.

3.ΕΠΙΛΟΓΗ ΡΗΜΑΤΙΚΩΝ ΧΡΟΝΩΝ

Οι ρηματικοί χρόνοι φανερώνουν τη χρονική βαθμίδα (παρελθόν, παρόν, μέλλον) καθώς και τον τρόποενέργειας (εξακολουθητικά, συνοπτικά, συντελεσμένα). Συγκεκριμένα:

  • Ο ενεστώταςχρησιμοποιείται για να δηλώσει:

o        κάτι που γίνεται στο παρόν και βρίσκεται σε εξέλιξη,

o        κάτι που συμβαίνει διαχρονικά (γνωμικός ενεστώτας),

o        κάτι που αναμφισβήτητα θα συμβεί (τίθεται αντί του μέλλοντα),

o        ζωντάνια στην αφήγηση (ιστορικός ενεστώτας αντί αορίστου),

παραστατικότητα (αντί παρατατικού).

  • Ο παρατατικός φανερώνει ότι κάτι γινόταν στο παρελθόν εξακολουθητικά, με διακοπή ή χωρίς.
  • Ο στιγμιαίος μέλλοντας δηλώνει ότι κάτι θα γίνει στο μέλλον και παρουσιάζεται συνοπτικά.
  • Ο εξακολουθητικός μέλλοντας γνωστοποιεί ότι κάτι θα γίνεται στο μέλλον με διακοπή ή χωρίς.
  • Ο συντελεσμένος μέλλοντας διευκρινίζει ότι κάτι θα γίνει πριν από μια χρονική στιγμή του μέλλοντος.
  • Ο αόριστος χρησιμοποιείται για να δηλώσει: κάτι που έγινε στο παρελθόν και παρουσιάζεται συνοπτικά, ανεξάρτητα με το αν κράτησε πολύ ή λίγο, κάτι που συμβαίνει συνήθως (γνωμικός αόριστος),
  • κάτι  τόσο  βέβαιο,  ώστε  ο  πομπός  θεωρεί  ότι  έχει  ήδη  συμβεί  (αντί  για μέλλοντα).
  • Ο παρακείμενος δηλώνει ότι κάτι έχει γίνει στο παρελθόν, εξακολουθεί όμως να υπάρχει συντελεσμένο και στο παρόν.
  • Ο υπερσυντέλικος καταδεικνύει ότι κάτι ήταν συντελεσμένο πριν από μια χρονική στιγμή του παρελθόντος.
    1. ΕΠΙΛΟΓΗ ΡΗΜΑΤΙΚΩΝ ΕΓΚΛΙΣΕΩΝ
Οριστική Υποτακτική Προστακτική
Φανερώνει το πραγματικό, το βέβαιο καθώς και το δυνατό, το πιθανό, ευχή, παράκληση. Συνοδεύεται από τα μόρια να, ας και τους συνδέσμους αν, όταν, πριν, μόλις, να μη, μήπως

 

και φανερώνει κάτι ενδεχόμενο ή επιθυμητόκαθώς και προτροπή, παραχώρηση, ευχή, το δυνατό, το πιθανό, απορία, προσταγή ή απαγόρευση.

Φανερώνει την επιθυμία ως προσταγή, αλλά μπορεί να διατυπωθεί και ως προτροπή, απαγόρευση, παράκληση, ευχή.
  1. Η σημασία της αλλαγής της κανονικής σειράς των λέξεων ή των συνόλων
  2. Ρ – Υ – Α: έμφαση στην ενέργεια / πράξη
  3. Α – Ρ – Υ: έμφαση στο δέκτη της ενέργειας, στο αποτέλεσμα
  4. Κ – Ρ – Υ: έμφαση στην ιδιότητα του υποκειμένου
  5. Η ΣΥΝΔΕΣΗ ΤΩΝ ΠΡΟΤΑΣΕΩΝ
Παρατακτική σύνδεση Υποτακτική σύνδεση
Συνδέονται ισοδύναμες προτάσεις (Κ+Κ,

Δ+Δ όμοιες) με τη χρήση παρατακτικών συνδέσμων:

 

συμπλεκτικών (και, ούτε, μήτε..), αντιθετικών (αλλάόμωςπαρ΄..), διαζευκτικών (ή, είτε – είτε), συμπερασματικών (λοιπόνεπομένως…).

Συνδέονται ανόμοιες προτάσεις (Κ+Δ, Δ+Δ

ανόμοιες) με υποτακτικούς συνδέσμους,

αντωνυμίες ή επιρρήματα (ότι, μήπως, ποιος, πότε, επειδή, για να, ώστε, όταν, αν, εάν, και, όπως…).

Ο παρατακτικός λόγος καταρχήν είναι λιτόςαπλόςγοργός και κοφτός, ωστόσο, συχνά, δυσχεραίνει το δέκτη να συλλάβει σε βάθος ένα μήνυμα.

 

Η υπόταξη είναι πυκνός λόγος, καθιστά το ύφος σύνθετο και αποτελεί δείγμα υψηλού πνευματικού επιπέδου, ενώ προσδίδει πειστικότητα στις απόψεις μας. Ωστόσο, μερικές φορές το ύφος του κειμένου γίνεται δυσνόητο ενώ ενδέχεται να μαρτυρεί και μια τάση επιδειξιομανίας εκ μέρους του πομπού.

 

Ασύνδετο σχήμα

Αναφορικά με τη χρήση του ασύνδετου σχήματος, ο συγγραφέας αποσκοπεί στο να δώσει ένταση,  έμφαση στο λόγο και ίσως να χρωματίσει συναισθηματικά το κείμενό του. παράλληλα, διαπιστώνουμε ότι το ασύνδετο σχήμα συμβάλλει στη ζωντάνια και την παραστατικότητα ενός κειμένου, ενώ συνάμα πυκνώνει το λόγο.

Απλή και διαδοχική υπόταξη

  1. Στην απλή υποτακτική σύνδεση, μια δευτερεύουσα πρόταση (ΔΠ) «υποτάσσεται»-εξαρτάται από μια κύρια (ΚΠ). Οι δύο προτάσεις (η κύρια και η δευτερεύουσα) δεν βέβαια ούτε ομοειδείς ούτε ισοδύναμες.

    2. Όταν μια δευτερεύουσα πρόταση εξαρτάται από μια άλλη δευτερεύουσα και αυτή με τη σειρά της από μια τρίτη κ.ο.κ., έχουμε διαδοχική υπόταξη. Όταν κάτι τέτοιο εμφανίζεται σε υπερβολικό βαθμό, ο δέκτης αδυνατεί να εμβαθύνει στα νοήματα και να τα συσχετίσει, ειδικά όταν υπάρχει προφορική επικοινωνία. Αυτό είναι πιθανό να οφείλεται στην πρόθεση του πομπού να περιπλέξει τις έννοιες, ώστε να εξαπατήσει το δέκτη.

Οι αναφορικές προτάσεις γενικά διακρίνονται στις ονοματικές και στις επιρρηματικές.

 

Ονοματικές αναφορικές προτάσεις

Α) ονοματικές ελεύθερες αναφορικές προτάσεις εισάγονται με τις αναφορικές αντωνυμίες όποιος, -α, -ο, όσος, -η, -ο, ό,τι, οποιοσδήποτε κτλ. και δεν έχουν θέση προσδιορισμού,

Β) οι επιθετικές εισάγονται με τις αντωνυμίες:  που, ο οποίος.

α) προσδιοριστικές : δεν χωρίζονται με κόμμα, γιατί είναι αναγκαίες για το νόημα, β) παραθετικές: χωρίζονται με κόμμα, γιατί δεν είναι αναγκαίες για το νόημα.

Επιρρηματικές αναφορικές προτάσεις είναι όσες εισάγονται με αναφορικά επιρρήματα ή με άλλους αναφορικούς επιρρηματικούς προσδιορισμούς και λειτουργούν ως επιρρήματα.

  1. ΜΑΚΡΟΠΕΡΙΟΔΟΣ Η ΜΙΚΡΟΠΕΡΙΟΔΟΣ ΛΟΓΟΣ

Βραχυπερίοδος ή μικροπερίοδος λόγος είναι ο λόγος που αποτελείται από σύντομες περιόδους. Ο συγγραφέας επιδιώκει να εκφράσει τις απόψεις του με τρόπο σαφή, λιτό, απέριττο. Ο βραχυπερίοδος, τέλος, λόγος πέρα από την καθαρότητα και την αρμονία, προσδίδει στη φράση γοργότερο ρυθμό, παραστατικότητα και ζωντάνια, ενώ ο μακροπερίοδος της δίνει βραδύτητα, ασάφεια και καταστρέφει την ευλυγισία της. Ο βραχυπερίοδος λόγος είναι απλός και πυκνός, ενώ σε ορισμένες περιπτώσεις μπορεί να  είναι ασθματικόςαγχώδης και να επιδιώκει τη μετάδοση αντίστοιχων συναισθημάτων που βιώνει ο πομπός προς το δέκτη. Γενικότερα, ο μικροπερίοδος λόγος και το ασύνδετο σχήμα προσδίδουν στο ύφος και τον τόνο χαρακτήρα λιτό, γοργό, κοφτό (ελλειπτικός λόγος).

Μακροπερίοδος λόγος είναι ο λόγος που αποτελείται από σχοινοτενείς και εκτεταμένες περιόδους, αποτελούμενες από πολλές κύριες και δευτερεύουσες προτάσεις. Κύρια συντακτική υποδομή είναι η διαδοχική υπόταξη. Ο συγγραφέας εκφράζει σύνθετες και πολύπλοκες σκέψεις. Με τον τρόπο αυτό επιζητεί να παρουσιάσει αναλυτικά τη συλλογιστική του πορεία, την επιχειρηματολογία του, για να την καταστήσει πειστική. Ειδικότερα, ο μακροπερίοδος λόγος:

  • όταν οργανώνεται κατάλληλα, αποτελεί δείγμα υψηλού επιπέδου  του πομπού, ενώ ταυτόχρονα βοηθά το δέκτη να αντιληφθεί τις διαπλοκές των εννοιών (σύνθετο ύφος),
  • προσδίδει  έμφαση, ένταση στο λόγο, με αποτέλεσμα το κείμενο να αποκτά δυναμικόκαι γοργό ρυθμό,
  • ενδέχεται να λειτουργεί παραπειστικά, όταν υπάρχει χαλάρωση από πλευράς λογικών σχέσεων, καθιστώντας ασαφή τα νοήματα.
  1. ΑΝΑΦΟΡΙΚΗ ΚΑΙ ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ

Αναφορική λειτουργία:  Συνώνυμες λέξεις: αναφορική, κυριολεκτική, δηλωτική σημασία

Ποιητική λειτουργία:  Συνώνυμες λέξεις: ποιητική, μεταφορική, συνυποδηλωτική σημασία

Αιτιολόγηση αναφορικής ή ποιητικής λειτουργίας της γλώσσας

Αναφορική γλώσσα Ποιητική γλώσσα
Στην αναφορική ή κυριολεκτική, δηλωτική, λογική, πληροφοριακή χρήση της γλώσσας:

 

·         Η γλώσσα λειτουργεί με λογικό τρόπο και το μήνυμα σχετίζεται με την κοινή αντίληψη που έχουμε για

τον κόσμο.

 

·         Σκοπός του πομπού είναι η πληροφόρηση.

Στην ποιητική ή μεταφορική, συνυποδηλωτική, συγκινησιακή χρήση της γλώσσας:

 

·         Το μήνυμα έχει συνειρμική σημασία και συναισθηματικές αποχρώσεις (έκφραση συναισθημάτων).

 

·         Σκοπός του πομπού είναι να προσελκύσει το δέκτη· ενδιαφέρει κυρίως η μορφή του μηνύματος και λιγότερο η πληροφορία που φέρει το μήνυμα.

 

·         Δίνει ζωντάνια, παραστατικότητα.

 

  1. ΥΦΟΣ

Στο χαρακτηρισμό του ύφους/τόνου ενός κειμένου πρέπει να λαμβάνονται υπόψη τα εξής: το κειμενικό είδος, η πρόθεση του συντάκτη, ο δέκτης, το κοινό.

ΥΦΟΣ ΠΩΣ ΕΠΙΒΕΒΑΙΩΝΕΤΑΙ;
Λιτό Έλλειψη περίτεχνων εκφραστικών σχημάτων και συντακτικής περιπλοκής, κυριαρχία παρατακτικής σύνδεσης, ή ασύνδετου σχήματος.
Οικείο Χρήση καθημερινού λεξιλογίου, α’ και β’ προσώπου, παράταξης και ασύνδετου σχήματος.
Ζωντανό Χρήση παραδειγμάτων, διαλόγου, ευθέος λόγου, ρητορικών ερωτήσεων, μεταφορών, εικόνων, παρομοιώσεων, ενεργητικής σύνταξης, κ.τ.λ.
Λυρικό Ποιητική λειτουργία του λόγου, συνυποδηλώσεις, επίκληση στο συναίσθημα.
Εξεζητημένο

/επιτηδευμένο

Βαρύγδουπες λέξεις, ρητορισμός, διαδοχική υπόταξη, λεκτικός πληθωρισμός.
Εναργές[1] Ακρίβεια, σαφήνεια, πλούτος λεξιλογίου, χρήση της υπόταξης με μέτρο.
Επίσημο Σπάνιες λέξεις (ή και ειδική ορολογία), τριτοπρόσωπος λόγος, παθητική σύνταξη, κυριαρχία της επίκλησης στη λογική.
Χαλαρό Λίγες σχετικά σκέψεις, συνειρμικά συνδεδεμένες, παρεκβάσεις, επαναλήψεις.
Πυκνό Προσπάθεια να εκφραστούν οι σκέψεις με τη μέγιστη οικονομία λέξεων.
Φροντισμένο Αυστηρή οργάνωση των σκέψεων κατά ενότητες, προσεκτική χρήση διαρθρωτικών λέξεων, έλλειψη πλατειασμών ή παρεκβάσεων.
Χιουμοριστικό

/παιγνιώδες

Χαριτόλογος διάθεση, ψυχαγωγικός χαρακτήρας.
Σαρκαστικό Έντονη χρήση ειρωνείας.
Εξομολογητικό Παρελθοντικοί χρόνοι, χρήση α’ προσώπου.
Διδακτικό παροχή πληροφορικών.
Προτρεπτικό Παρότρυνση σε μια ιδεατή στάση ζωής, προσπάθεια νουθεσίας του δέκτη.

 

  1. ΤΑ ΣΗΜΕΙΑ ΣΤΙΞΗΣ
  2. Άνω τελεία (·) : Για να διακρίνει στο εσωτερικό της περιόδου μία πρόταση, η οποία αποτελεί επεξήγηση – συμπλήρωση των προηγουμένων ή αντίθεση προς τα προηγούμενα (στις περιπτώσεις αυτές συνήθως λείπει ο επεξηγηματικός ή αντιθετικός σύνδεσμος).
  • Μετά από δύο τελείες, για να χωρίσει μεταξύ τους ημιπεριόδους, οι οποίες αποτελούν επιμερισμένες επεξηγήσεις των προηγουμένων.

Τέλος, καθιστά το ύφος κοφτό, προσωπικό κι δίνει έμφαση στο λόγο.

Σε τι αποσκοπεί ο συγγραφέας με τη χρήση της άνω τελείας και της τελείας;

Η άνω τελεία χρησιμοποιείται, για να σημειώνουμε μικρότερη διακοπή από την τελεία και μεγαλύτερη από το κόμμα. Ειδικότερα, η άνω τελεία χρησιμοποιείται στο εσωτερικό μιας περιόδου στις εξής περιπτώσεις:

  • Για να διακρίνει στο εσωτερικό της περιόδου μία πρόταση, η οποία αποτελεί επεξήγηση (διευκρίνιση) – συμπλήρωση των προηγουμένων ή αντίθεση προς τα προηγούμενα ( στις περιπτώσεις αυτές συνήθως λείπει ο επεξηγηματικός ή αντιθετικός σύνδεσμος ).
  • Μετά από δύο τελείες, για να χωρίσει μεταξύ τους ημιπεριόδους, οι οποίες αποτελούν επιμερισμένες επεξηγήσεις των προηγουμένων.
  • Καθιστά το ύφος κοφτό, προσωπικό και δίνει έμφαση στο λόγο.
  • Όταν υπάρχει απαρίθμηση στοιχείων.
  • Πολλές φορές χρησιμοποιείται από το συγγραφέα ( όταν διαθέτει ποιητική ιδιοσυγκρασία ), για να προσδώσει μια στοχαστική ατμόσφαιρα, αφήνοντας χρονικά περιθώρια στον αναγνώστη να προβληματιστεί.

Η τελεία σηματοδοτεί την ολοκλήρωση ενός πλήρους νοήματος. Το τμήμα του λόγου που μεσολαβεί από τελεία σε τελεία ονομάζεται περίοδος, (παράδειγμα: Θα βγούμε το Σάββατο)

 

  1. Κόμμα (,) χωρίζουμε με κόμμα:
  2. Όμοιους μεταξύ τους όρους, όταν τους παραθέτουμε ασύνδετους.
  3. Την παράθεση και την επεξήγηση.
  4. Τη μετοχική πρόταση, όταν μπαίνει ως επεξήγηση ή όταν είναι μεγάλη.
  5. Τις επιρρηματικές φράσεις, όταν είναι μεγάλες ή όταν θέλουμε να τις απομονώσουμε, για να τονίσουμε την ιδιαίτερη σημασία τους.
  6. Την κλητική προσφώνηση.
  7. Ένα μόριο ή ένα βεβαιωτικό (ή αρνητικό) επίρρημα στην αρχή της περιόδου, που χρησιμεύει για να τη συνδέσει με τα προηγούμενα.
  8. Τις ισοδύναμες προτάσεις, κύριες ή δευτερεύουσες, όταν είναι ασύνδετες.
  9. Τις δευτερεύουσες επιρρηματικές προτάσεις: αιτιολογικές, τελικές (αν δεν εισάγονται με το να), υποθετικές, χρονικές, εναντιωματικές και όσες εισάγονται με το χωρίς να.
  10. Τις προσθετικές (ή παραθετικές) αναφορικές προτάσεις. Οι προτάσεις αυτές στον προφορικό λόγο διακρίνονται από το χαμήλωμα του τόνου της φωνής, τον επιτονισμό.
  11. Τις δευτερεύουσες ονοματικές (ειδικές, βουλητικές, ενδοιαστικές, πλάγιες ερωτηματικές), όταν είναι επεξήγηση.
  12. Τις παρένθετες προτάσεις.
  13. Τις προτάσεις που συνδέονται αντιθετικά.

Δε χωρίζουμε με κόμμα:

  1. Το ρήμα από τους κύριους όρους (υποκείμενο, κατηγορούμενο, αντικείμενο).
  2. Τους όρους μιας επαυξημένης πρότασης, επειδή το κόμμα θα διασπούσε την ενότητα του νοήματος.
  3. Το τελευταίο από δύο ή περισσότερα επίθετα, όταν αποτελεί με το ουσιαστικό έννοια που την προσδιορίζουν το προηγούμενο ή τα προηγούμενα επίθετα.
  4. Τη μετοχική πρόταση, όταν δεν είναι μεγάλη ή δεν μπαίνει ως επεξήγηση.
  5. Τις προτάσεις που συνδέονται με τους συμπλεκτικούς συνδέσμους: και, ούτε, μήτε, μηδέ και τους διαχωριστικούς ή, είτε.
  6. Τις δευτερεύουσες ονοματικές προτάσεις, όταν είναι υποκείμενο, αντικείμενο ή κατηγορούμενο.
  7. Πολλές από τις δευτερεύουσες επιρρηματικές προτάσεις, όταν είναι σύντομες και μπορούν να συμπτυχθούν σε επιρρηματική έκφραση, σε ουσιαστικό ή σε επίθετο.
  8. Τις αναφορικές προτάσεις, που αποτελούν αναγκαίο συμπλήρωμα του όρου στον οποίο αναφέρονται.
  9. Την πρόταση που εισάγεται με το παρά ως δεύτερος όρος σύγκρισης.
  10. Διπλή τελεία(:)
  • πριν από λεγόμενα που καταγράφονται αυτούσια (ενδέχεται να κλείνονται σε εισαγωγικά),
  • πριν από απαρίθμηση,
  • όταν ακολουθεί η ερμηνεία ή το αποτέλεσμα μιας ενέργειας,
  • έπειτα από πρόταση που αναφέρει γνωμικό, παροιμία.

– για να παραθέσουμε ένα σύνολο-κατάλογο στοιχείων (Αγόρασα: βιβλία, μολύβια και κόλλες αναφοράς.),

 για να συνδέσουμε δύο προτάσεις, από τις οποίες η δεύτερη επεξηγεί ή είναι αποτέλεσμα της πρώτης

  1. Η παρένθεση ή διπλή παύλα [( )] (–) Επεξηγεί ή συμπληρώνει όσα προηγήθηκαν. Όμως, ενώ ότι περικλείεται στην παρένθεση είναι συνήθως επιπρόσθετο, ό,τι περικλείεται σε διπλή παύλα είναι συνήθως απαραίτητη παρεμβολή στη συνέχεια του λόγου.
  2. Η ΠΑΡΕΝΘΕΣΗ

 

Παρένθεση (( )) (κυρίως σχολιαστικό σημείο στίξης) βάζουμε κυρίως για να περικλείσουμε, 1)  κάποιο δευτερεύον, πρόσθετο στοιχείο που θα μπορούσε να παραληφθεί, π.χ. Χθες το βράδυ (γύρω στις 11:00) εμφανίστηκε ξαφνικά ο θείος μου στο σπίτι.,

2) κάποια στοιχεία που επεξηγούν ή συμπληρώνουν τα λεγόμενα  και είναι απαραίτητα για να κατανοήσει ο δέκτης αυτά που λέμε, π.χ.: Στη Λήμνο μπορείτε να δοκιμάσετε φλομάρια (χυλοπίτες δηλαδή) με κόκορα, τσουρέκια (δεν είναι γλυκό, αλλά στριφτές πίτες με τυρίκαι άλλα πολλά.,

3) παραπομπές, είτε σε συγγραφείς είτε σε συγγράμματα, π,χ, «Το γράμμα αποκτείνει, το δε πνεύμα ζωοποιεί», είπε ο Παύλος (Προς Κορινθίους Β’ 3.6),

4) κάποιο παράδειγμα

5) προσωπική μας άποψη-θέση πάνω σε κάτι ή προσωπικά σχόλια, τα οποία μπορεί να δηλώνουν π.χ. ειρωνεία, αμφισβήτηση, αγανάκτηση κ.λπ.

Σε τι αποσκοπεί ο συγγραφέας με τη χρήση παρενθέσεων [ ( ) ] ή διπλής παύλας [ – – ] ;

Όταν χρησιμοποιείται παρένθεση ή διπλή παύλα, εμπεριέχεται μια φράση που λειτουργεί ως εξής:

  • Επεξηγεί όσα προηγήθηκαν, (παράδειγμα: Ο Οδυσσέας Ελύτης (φιλολογικό ψευδώνυμο του Οδυσσέα Αλεπουδέλη) έχει βραβευθεί με το νόμπελ Λογοτεχνίας)
  • συμπληρώνει όσα προηγήθηκαν, (παράδειγμα: Αρνήθηκε να τη συνοδεύσει (κάτι που ήταν και δική της επιθυμία).

Επισήμανση:  Ενώ ό,τι περικλείεται στην παρένθεση είναι συνήθως επιπρόσθετο, ό,τι περικλείεται σε διπλή παύλα είναι συνήθως απαραίτητη παρεμβολή στη συνέχεια του λόγου.

 

  1. Θαυμαστικό (!) Σχολιαστικό σημείο στίξης (π.χ. για να δηλώσει συναίσθημα):
  • μετά από επιφωνήματα,
  • μετά από φράση που εκφράζει θαυμασμό, έκπληξη ή έντονο συναίσθημα (χαρά, φόβο, πόνο κ.ά.),
  • για να δηλωθεί η υπερβολή σε ενέργεια,
  • για να υποδηλωθεί η ανησυχία του συντάκτη σχετικά με όσα διαπιστώνει,
  • για να εκφραστεί έμμεσα ο σαρκασμός του πομπού (ειδικά μέσα σε παρένθεση).

Σε τι αποσκοπεί ο συγγραφέας με τη χρήση του θαυμαστικού [ ! ] ;

Η χρήση του θαυμαστικού προσδίδει οικειότητα, ζωντάνια, αμεσότητα και παραστατικότητα. Σχολιαστικό σημείο στίξης ( π.χ. για να δηλώσει συναίσθημα ). Χρησιμοποιείται στις παρακάτω περιπτώσεις:

  • Μετά από επιφωνήματα
  • Μετά από φράση που εκφράζει θαυμασμό, έκπληξη ή έντονο συναίσθημα ( χαρά, φόβο, πόνο κ.ά. )
  • Για να δηλωθεί η υπερβολή σε μια ενέργεια ή σε μια αντίληψη, (παράδειγμα: Ο υπουργός κατηγόρησε τους διανοούμενους!)
  • Για να υποδηλωθεί η ανησυχία του συντάκτη σχετικά με όσα διαπιστώνει, (παράδειγμα: Στις σύγχρονες μεγαλουπόλεις κυριαρχεί η ανωνυμία, η εσωστρέφεια, η μοναξιά και η αλλοτρίωση!)
  • Για να εκφραστεί έμμεσα ο σαρκασμός του πομπού ( ειδικά μέσα σε παρένθεση ), (παράδειγμα: Δήλωσε ότι θα καταστείλει το οργανωμένο έγκλημα (!)
  • Για να αισθητοποιηθεί η προσταγή ή η απορία του ομιλούντος, (παράδειγμα: Σου είπα να κλείσεις το τηλέφωνο!)

 

  1. Ερωτηματικό (σχολιαστικό) (;) Το ερωτηματικό σημειώνεται:
  • για να εκφραστεί ο προβληματισμός για το τι πρέπει να γίνει,
  • για να εκφράσει ο πομπός την επιθυμία να πληροφορηθεί κάτι που δεν γνωρίζει
  • για να εκφράσει εντονότερα μια προτροπή ή μια παράκληση, με αποτέλεσμα να γίνεται το ύφος ποιο ζωηρό ή να διατυπώνεται πιο ευγενικά,
  • για έμφαση στις ρητορικές ερωτήσεις,
  • για πρόκληση συναισθημάτων (λ.χ. αφύπνιση), για να προκαλέσει το ενδιαφέρον,
  • για παραστατικότητα.

 Σε τι αποσκοπεί ο συγγραφέας με τη χρήση του ερωτηματικού [ ; ] ;

Το ερωτηματικό σημειώνεται :

  • Για να εκφραστεί ο προβληματισμός για το τι πρέπει να γίνει με αμεσότητα, ζωντάνια, παραστατικότητα, προσδίδοντας διαλογικό χαρακτήρα στο κείμενο (παράδειγμα: Ποιες θα μπορούσαν να είναι οι επιπτώσεις σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο;)
  • Για να εκφράσει ο πομπός την απορία του (παράδειγμα: Τώρα, τι κάνουμε;)
  • Για να εκφράσει ο πομπός την επιθυμία να πληροφορηθεί κάτι που γνωρίζει
  • Για να εκφράσει εντονότερα μια προτροπή ή μια παράκληση, με αποτέλεσμα να γίνεται το ύφος πιο ζωηρό ή να διατυπώνεται πιο ευγενικά
  • Για έμφαση στις ρητορικές ερωτήσεις
  • Για πρόκληση συναισθημάτων
  • Για να προκαλέσει το ενδιαφέρον
  • Για παραστατικότητα
  • Σε προτάσεις που λειτουργούν μεταβατικά, διευκολύνοντας τον αναγνώστη να παρακολουθήσει ευκολότερα τη συλλογιστική πορεία του συγγραφέα (παράδειγμα: Ποιους τρόπους αντιμετώπισης θα μπορούσαμε να σκεφτούμε, ώστε να ανατραπεί αυτή η δυσάρεστη πραγματικότητα;
  • Μέσα σε μια πρόταση, μετά το τέλος μιας λέξης και εντός παρένθεσης (;), με σκοπό να δηλωθεί ειρωνεία ή αμφιβολία για την αξιοπιστία όσων έχουν προηγηθεί (παράδειγμα: Ο δημοκρατικός (;) ηγέτης της Κίνας ανέλυσε την πολιτική της χώρας του απέναντι στο Θιβέτ) 

 

  1. Εισαγωγικά (« ») Τα εισαγωγικά δηλώνουν:

α) για να παραθέσουμε επακριβώς κάτι που έχει πει κάποιος άλλος σε ευθύ λόγο («Θα σε βοηθήσω» μου είπε ο φίλος μου, όμως μετά εξαφανίστηκε.),

β) για να δηλώσουμε ότι μια λέξη που χρησιμοποιούμε έχει μεταφορική σημασία, της προσδίδουμε δηλαδή μια ιδιαίτερη σημασία ή απόχρωση νοήματος (Μόλις ο Χρήστος τελείωσε το ανέκδοτα, έγινε «σεισμός» από τα γέλια μέσα στην τάξη),

γ) για να επισημάνουμε και να δώσουμε έμφαση σε μια λέξη (Βαρέθηκα να κάνω τον «βλάκα», θα του απαντήσω όπως του ταιριάζει) και

δ) για να δείξουμε πως αποστασιοποιούμαστε από κάτι (Η διάκριση των μαθητών σε «καλούς και κακούς» είναι απαράδεκτη).

ε) για να αναφέρομε λέξεις ή φράσεις που δεν ανήκουν στην κοινή γλώσσα (π.χ. Η «ύβρις» σύμφωνα με την αρχαιοελληνική φιλοσοφία ήταν…)

στ) για να εστιάσουμε στον όρο-σημασία-περιεχόμενο μιας λέξης ή φράσης (π.χ. Με τη λέξη «εξανδραποδισμός» ενοοούμε…)

ζ) για να εντάξουμε στο λόγο μας μια ξένη λέξη (π.χ. Το  «bullying» …)

η) για να αποδώσουμε τίτλους βιβλίων, θεατρικών και κινηματογραφικών έργων, εφημερίδων, ομάδων… ή επιγραφές, επικεφαλίδες κ.λπ. (π.χ. «Τα σταφύλια της οργής» του Στάινμπεκ …)

θ) για τους διαλόγους, όταν δεν γίνεται χρήση της παύλας (για να διακρίνονται τα πρόσωπα)

ι)  ειρωνεία του πομπού (σχολιαστικό)

Σε τι αποσκοπεί ο συγγραφέας με τη χρήση των εισαγωγικών [« »] ;

Τα εισαγωγικά δηλώνουν :

  • Επανάληψη εκφράσεων που διατυπώθηκαν από άλλο πρόσωπο με τα ίδια λόγια (παράδειγμα: Με ρώτησε «τι χαμπάρια;» σαν να μην είχε συμβεί τίποτε μεταξύ μας)
  • Ειρωνεία του πομπού (σχολιαστικό) ή απαξίωση μιας έννοιας (παράδειγμα: Η «φιλαλήθειά» σου είναι παροιμιώδης)
  • Μεταφορική χρήση μιας έννοιας (παράδειγμα: Στον πολιτικό «στίβο» αναπτύσσονται οξύτατοι ανταγωνισμοί)
  • Ειδική ορολογία, τίτλο βιβλίων – εφημερίδων … (παράδειγμα: Όταν διάβασα τα «Μαύρα Φεγγάρια του Έρωτα», θεώρησα αποτυχημένη την κινηματογραφική μεταφορά του βιβλίου)
  • Έμφαση (παράδειγμα: Όταν τα παιδιά βλέπουν την τηλεόραση, απομακρύνονται από το «εδώ» και το «τώρα»)
  • Μεταφορά με ακρίβεια των λεγομένων κάποιου
  • Λέξεις – φράσεις που ανήκουν σ’ ένα ειδικό λεξιλόγιο
  • Λέξεις που ανήκουν σ’ ένα γλωσσικό ιδίωμα
  • Παροιμιώδεις ρήσεις (παράδειγμα: Ο σύγχρονος άνθρωπος έχει απομακρυνθεί από το «μηδέν άγαν» των αρχαίων)

 

  1. ΤΑ ΑΠΟΣΙΩΠΗΤΙΚΑ

 

Αποσιωπητικά (…) [παυστικό (σταμάτημα της φωνής, παύση σχετικά μεγάλη) και κυρίως σχολιαστικό σημείο στίξης] βάζουμε: 

α) για να δηλώσουμε πως κάτι το αποσιωπούμε σκόπιμα, πως δεν θέλουμε να το αναφέρουμε (εύκολα, βέβαια, εννοείται), ή είναι κάτι που δε λέγεται εύκολα

β) για να δηλώσουμε κάποιο συναίσθημα ή/και σχόλιο, π.χ. θαυμασμό, ειρωνεία, συγκίνηση, φόβο, δισταγμό, ντροπή, περιφρόνηση, απειλή κτλ., για όσα θα σημειωθούν αμέσων κατόπιν, π.χ.: «Μην το ξαναπείς, γιατί…»

γγια να υπονοήσουμε ή να δηλώσουμε πως ακολουθούν και άλλα παρόμοια στοιχεία, τα οποία για συντομία δεν τα αναφέρουμε (λειτουργεί, τότε, όπως το «κ.λπ.»), π.χ. « Ήταν όλοι εκεί, ο Γιώργος, ο Βασίλης, η Αρετή…, όλοι οι παλιόφιλοι.»

δ) για να δηλώσουμε κάποιο υπονοούμενο (Είχαμε πάει όλοι, η Άννα όμως απουσίαζε)

ε) πριν από μια λέξη για να κάνουμε μια μικρή παύση της ομιλίας και να δώσουμε έμφαση σε αυτή

στ) για να δηλώσουμε πως ένα τμήμα από αυτό που παραθέτουμε παραλείπεται (στις περιπτώσεις αυτές τα αποσιωπητικά τοποθετούνται μέσα σε αγκύλες), π.χ.: «Τα πράγματα […]είναι αδύνατον.».

ζ) σ’ ορισμένες περιπτώσεις, και μετά από θαυμαστικό ή ερωτηματικό, για να δείξουμε ένα σταμάτημα στην ομιλία

η) και στην περίπτωση της δισταχτικής ομιλίας, χωρίς ν’ αποσιωπούμε τίποτα, προκειμένου να τονίσουμε όσα θα ακολουθήσουν.

ι)  για να δηλωθεί ειρωνεία ή αμφισβήτηση (ελλειπτικότητα),

  1. ΤΟ ΕΝΩΤΙΚΟ – Η ΠΑΥΛΑ Ενωτικό (-) (παυστικό σημείο στίξης) βάζουμε:

α) για να δηλώσουμε την ένωση στοιχείων (άνεμοι δυτικοίβορειοδυτικοί έπνεαν σήμερα),

β) για να δηλώσουμε διάζευξη («ή») (Άκουσα τρίατέσσερα τραγούδια),

γ) για να συνδέσουμε δύο ονόματα (Υπογραμμίστε τις λέξειςκλειδιά του κειμένου),

δ) για να ενώσουμε στοιχεία της ίδιας κατηγορίας (Θα τα πω ορθάκοφτά.),

ε) για να δηλώσουμε το χρονικό διάστημα (ΔευτέραΠαρασκευή δουλεύω μέχρι το βράδυ) κ.λπ.

στ) για αλλαγή του συνομιλητή σ’ ένα γραπτό κείμενο διαλόγου όταν δεν χρησιμοποιούνται εισαγωγικά.

ζ) για να φανεί μεγαλύτερη η αντίθεση των προηγούμενων με τ’ ακόλουθα, π.χ.: Ξεκίνησαν – μα δε θα φτάσουν ποτέ!

Η παύλα είναι δυνατό να χρησιμοποιηθεί στο τέλος μιας παραγράφου, αμέσως μετά την τελεία, δηλώνοντας ότι έχει ολοκληρωθεί ένα θέμα, μια νοηματική ενότητα. (Σημείωση: Από εδώ βγήκε και η φράση: «τελεία και παύλα», δηλαδή τελεί

  1. Ειδική γραμμή (/) δίνει έμφαση, διευρύνει την έννοια (π.χ. εμπορικό / οικονομικό).

 

Σε τι αποσκοπεί ο συγγραφέας με τη χρήση παραδειγμάτων;

Τα παραδείγματα, συνήθως, δίνουν ζωντάνια στο λόγο του συγγραφέα και διευκολύνουν τον αναγνώστη να κατανοήσει πλήρως τις απόψεις του που έχουν αποδοθεί θεωρητικά. Καθιστούν το κείμενο πιο οικείο, πιο προσιτό στον αναγνώστη. Αρκεί, βέβαια, να είναι εύστοχα, να μη διακόπτουν την πορεία της σκέψης του και να μην πλεονάζουν.

  1. Σε τι αποσκοπεί ο συγγραφέας με τη χρήση της διπλής τελείας ( : ) ;

Η διπλή (άνω και κάτω) τελεία σημειώνεται :

  • Πριν από λεγόμενα που καταγράφονται αυτούσια ( ενδέχεται να κλείνονται σε εισαγωγικά ), (παράδειγμα: Ο Αρχιμήδης είπε: «Εύρηκα»).
  • Πριν από απαρίθμηση, (παράδειγμα: Υποβιβάστηκαν στη Β΄ Εθνική τρεις ομάδες: Καλαμαριά, Βέροια και Ατρόμητος).
  • Όταν ακολουθεί η ερμηνεία ή το αποτέλεσμα μιας ενέργειας, (παράδειγμα: Προσπάθησε πολύ και το αποτέλεσμα τον δικαίωσε: πέρασε πρώτος στη σχολή που επιθυμούσε)
  • Έπειτα από πρόταση που αναφέρει γνωμικό , παροιμία.
  • Όταν όσα ακολουθούν επεξηγούν αυτά που προηγήθηκαν, (παράδειγμα: Θα γίνουν όλα όπως τα σχεδιάσαμε: θα πάμε διακοπές και θα περάσουμε υπέροχα)

Σημείωση: η λέξη ύστερα από τη διπλή τελεία γράφεται με κεφαλαίο γράμμα, όταν η διπλή τελεία έχει τη θέση τελείας.

Σε τι αποσκοπεί ο συγγραφέας με τη χρήση παρομοιώσεων ;

Ο λόγος γίνεται πιο παραστατικός, πιο ζωντανός, εν τέλει πιο πειστικός. Η θέση του συγγραφέα καθίσταται εύληπτη και κατανοητή. ( Πρέπει να γράψουμε πρώτα τι παρομοιάζεται με τι , με ποιο σκοπό όσον αφορά στο νόημα του κειμένου και, στη συνέχεια, να αναφερθούμε στη λειτουργία των παρομοιώσεων στον αναγνώστη ).

Σε τι αποσκοπεί ο συγγραφέας με τη χρήση των αποσιωπητικών – σχολιαστικών [ … ] ;

Τα αποσιωπητικά τίθενται :

  • Για να εκφραστεί ο προβληματισμός του πομπού (παράδειγμα: Πολύ δυσάρεστη η εξέλιξη αυτή…)
  • Για να δηλωθεί ειρωνεία ή αμφισβήτηση (ελλειπτικότητα), (παράδειγμα: Φαντάζομαι ότι συγκινήθηκες…)
  • Όταν ο πομπός δεν επιθυμεί να ολοκληρώσει τη φράση του ή επειδή διακόπηκε ή επειδή, λόγω συγκίνησης, δεν μπορεί να συνεχίσει ( παράλειψη ), (παράδειγμα: Θα ήθελα … Δεν ξέρω πώς να το πω…)
  • Για να εκφραστεί υπαινιγμός για όσα μέχρι εκείνη τη στιγμή διατυπώθηκαν (παράδειγμα: Ο πρόεδρος των ΗΠΑ δήλωσε ότι οι εκπομπές CO2 δεν επιβαρύνουν το οικοσύστημα…
  • Και παραπέμπουν σε ελλειπτικότητα ή φανερώνουν παράλειψη
  • Όταν δηλώνεται ότι αυτό που ακολουθεί είναι κάτι απροσδόκητο (παράδειγμα: Με χαστούκισε κι έπειτα υποστήριξε ότι … με αγαπάει)
  • Για να εκφραστεί περιφρόνηση ή απειλή (παράδειγμα: Μπορείς να καταλάβεις ποιες θα είναι οι κυρώσεις την επόμενη φορά…)

Σε τι αποσκοπεί ο συγγραφέας με τη χρήση στατιστικών στοιχείων/ ερευνών ;

Προσδίδουν αποδεικτική ισχύ κι εγκυρότητα στο λόγο, αφού αποτελούν ισχυρά τεκμήρια που συνήθως καθηλώνουν τον αναγνώστη, ο οποίος δύσκολα μπορεί να τα αμφισβητήσει.



Δεν υπάρχουν σχόλια

Χωρίς σχόλια ακόμα.

RSS κανάλι για τα σχόλια του άρθρου.