Γνωριμία με τον Σκιαθίτη Δημιουργό

ΑλέξανδροςΠαπαδιαμάντης

Βιογραφικά – Εργογραφικά Στοιχεία

 Οι κάτοικοι της Σκιάθου,  μετά την επανάσταση του  1821 εγκατέλειψαν το χωριό τους στον άγριο και αφιλόξενο βράχο του  Κάστρου, στο Βόρειο μέρος του νησιού, όπου έβρισκαν προστασία από τους  πειρατές κι έχουν μεταφερθεί στο σημερινό χωριό. Η Σκιάθος την εποχή αυτή παρήγαγε άφθονο και άριστης ποιότητας κρασί και λάδι, καθώς και ξερά σύκα. Η οικονομία της, ωστόσο στηριζόταν κατά κύριο λόγο στη ναυτιλία της. Τα πλούσια δάση παρέχουν ξυλεία για τα ονομαστά ανά την Ελλάδα ναυπηγεία της, όπου οι καραβομαραγκοί χτίζουν μεγάλα και μικρά σκαριά και για τους Σκιαθίτες  καπεταναίους. Κάθε άνοιξη τα περήφανα ιστιοφόρα ανοίγουν τα πανιά τους και οι Σκιαθίτες ναυτικοί ταξιδεύουν ως το Βόσπορο, ως την Αίγυπτο κι ως τη Μασσαλία, εξάγοντας τα προϊόντα του νησιού τους.

   Κατά τ’ άλλα, η κοινωνία της Σκιάθου ήταν μια τυπική μικρή, κλειστή κι απομονωμένη λόγω θάλασσας κοινωνία. Οι άνθρωποι της απλοί, φτωχοί, εργατικοί, άνθρωποι του μόχθου απολάμβαναν την ομορφιά του καταπράσινου ειδυλλιακού νησιού τους. Πολλές φορές βέβαια η άγνοια, οι προκαταλήψεις, η εκμετάλλευση των δανειστών, η έλλειψη υποδομών δημιουργούσαν πολύ σοβαρά προβλήματα. 

     Την εποχή αυτή η Σκιάθος γεννά ένα από τα πιο προικισμένα τέκνα της που μέσα στο έργο του μας διασώζει ακέραιες και εκτεταμένες απεικονίσεις της εποχής αυτής. Στις 4 Μαρτίου 1851 γεννήθηκε ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης. Ο πατέρας του ήταν ιερέας και η μητέρα του ήταν γόνος παλιάς αριστοκρατικής οικογένειας. Ο Αλέξανδρος είχε έναν ακόμη αδερφό, τον Γεώργιο και τέσσερις αδερφές, την Ουρανία, τη Σοφούλα, την Κυρατσούλα και την Χαρίκλεια.

     Ο Αλ. Παπαδιαμάντης φοίτησε στο Δημοτικό Σχολείο του νησιού του, αλλά για να τελειώσει την επόμενη βαθμίδα, το Σχολαρχείο, χρειάστηκε να πάει στη Σκόπελο. Επειδή, όμως, η οικογένειά του αντιμετώπιζε οικονομικές δυσχέρειες, ο Αλέξανδρος αναγκάστηκε να διακόψει τη φοίτησή του για τρία χρόνια. Αυτό επαναλήφθηκε και κατά τη διάρκεια των γυμνασιακών του σπουδών. Πάλι με πολλά εμπόδια και συνεχείς διακοπές κατάφερε να τελειώσει το Γυμνάσιο, φοιτώντας δύο χρόνια σε Γυμνάσιο της Χαλκίδας και δύο στο Βαρβάκειο Γυμνάσιο του Πειραιά. Κατάφερε, δηλαδή , μόλις στα 23 του χρόνια να πάρει το απολυτήριο του Γυμνασίου.

    Το 1874 εγγράφηκε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Παρακολούθησε τα δυο πρώτα χρόνια και μετά εγκατέλειψε τις σπουδές του. Μελέτησε ωστόσο μόνος του κι έμαθε άπταιστα την αγγλική και γαλλική γλώσσα.

    Τα παιδικά χρόνια του Παπαδιαμάντη μπορεί να σκιάστηκαν από το φάσμα της φτώχειας, ήταν όμως ευτυχισμένα χρόνια. Ο ίδιος ήταν παιδί κλειστό, που του άρεσε να μελετά πολλές ώρες, να γράφει στίχους και να ζωγραφίζει αγίους, ενώ η υπερπροστατευτική μητέρα του τον απομάκρυνε από τις ζωηρές παιδικές συναναστροφές. Όμως έχει να θυμάται από εκείνα τα χρόνια, τη ζεστή κι ανθρώπινη επικοινωνία στη μικρή κοινότητα, τις εκδρομές στη φύση, την κατανυκτική ατμόσφαιρα στα εξωκλήσια που λειτουργούσε ο πατέρας του. Γι’ αυτό, στα κατοπινά χρόνια ανακαλεί συχνά αυτές τις μνήμες με βαθιά νοσταλγία.

     Κι απ’ αυτά τα χρόνια αποκτά τη συνήθεια να παρατηρεί από κοντά τους ανθρώπους και να μετουσιώνει αργότερα τη χαρά και τον πόνο τους στα διηγήματά του. Βλέπει τη θεια Σοφούλα να θρηνεί για την τελευταία βαπτιστική της που πνίγηκε  από ατύχημα στο πηγάδι. Ακούει θρύλους για τη θεία Χαδούλα τη Φραγκογιαννού που έπνιγε η ίδια τα κορίτσια για να τα λυτρώσει από τη σκληρή μοίρα που τα περίμενε, όταν θα γίνονταν γυναίκες. Και τα γραΐδια της γειτονιάς του είπαν για τη Σεραϊνώ την Καραχμέταινα που ευωδίασαν τα κόκαλα της από την άπειρη καλοσύνη που έδειξε όσο ζούσε. Παρακολούθησε από κοντά τον θρήνο των συγγενών όταν έμαθαν για το ναυάγιο του αγαπημένο τους, αλλά έζησε και από κοντά τον καπετάνιο που γυρνούσε το φθινόπωρο και γεμάτος χαρά κερνούσε τους θαμώνες του παραλιακού καφενείου. Και σε κάτι ώρες μαγικές, έφηβος μες στις πιο γλυκές στιγμές της ανοιξιάτικης σκιαθίτικης φύσης, τον αξίωσε ο Θεός να απολαύσουν τα μάτια του τη θεσπέσια ομορφιά της Μοσχούλας που κολυμπούσε σαν όνειρο μέσα στο κύμα ή της Πολύμνιας που έκανε βόλτα με την κόκκινη ομπρέλα της ολόγυρα στη λίμνη.

Όσο όμως και αν αγαπούσε και νοσταλγούσε το νησί του, έζησε μεγάλα διαστήματα στην Αθήνα, γιατί εκεί μπορούσε να ασχοληθεί επαγγελματικά με τη συγγραφή που τόσο αγαπούσε. Έτσι εργάστηκε σε διάφορες εφημερίδες της εποχής. Εργάστηκε ώρες πολλές, ώσπου πόνεσαν τα δάχτυλά του και η μέση του για ένα πενιχρό μεροκάματο. Έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον να μελετήσει κανείς την αλληλογραφία του με τους συνεργάτες του και με μέλη της οικογένειάς του για να γνωρίσει από κοντά τις δυσκολίες που αντιμετώπισε και τον αγώνα που έκανε.

     Έγραφε, λοιπόν, ο Παπαδιαμάντης και μας άφησε ένα μεγάλο σε έκταση και ποικιλία συγγραφικό έργο που περιλάμβανε:

  • άρθρα και χρονογραφήματα
  • ιστορικά μυθιστορήματα (όπως οι «Έμποροι των εθνών», «Η Μετανάστις», «Η Γυφτοπούλα»)
  • ποιήματα, κυρίως, θρησκευτικής πνοής
  • και περίπου 180 διηγήματα (όπως τα αριστουργηματικά «Ο Ξεπεσμένος Δερβίσης», «Έρωτας στα χιόνια», «Η Νοσταλγός», «Το μοιρολόγι της φώκιας» και τόσα άλλα)

 

     Εκτός βέβαια από το πρωτότυπο έργο του, πολλές και πολύ αξιόλογες είναι και οι μεταφράσεις που έκανε σε ξένα λογοτεχνικά έργα και σε μελέτες. Δεν γνωρίζουμε με ακρίβεια όλο το μεταφραστικό του έργο, γιατί πολλές από τις μεταφράσεις του στις εφημερίδες ο Παπαδιαμάντης τις παρέδιδε ανυπόγραφες.

     Από τα πιο γνωστά έργα που κυκλοφόρησαν στα ελληνικά από μετάφραση του Παπαδιαμάντη είναι «Το Έγκλημα και η Τιμωρία» του Ντοστογιέφσκι, «Ο Ιατρός του Ραμώ» του Ζωρζ Ονέ, «Το βιβλίο της Ζούγκλας» του Ράντγιαρντ Κίπλινγκ, η «Ιστορία του Ελληνικής Επανάστασης» του Thomas Gοrdon και η ομότιτλη ιστορία του George Finlay.

     Η πληρέστερη μορφή του πρωτότυπου έργου του περιλαμβάνεται σήμερα στην πεντάτομη σειρά των Απάντων του, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Δόμος» με την εξαιρετική επιμέλεια του Νίκου Τριανταφυλλόπουλου. Βέβαια, ο ίδιος ο Παπαδιαμάντης δεν ευτύχησε ποτέ να κρατήσει στα χέρια του ένα βιβλίο με τα δικά του διηγήματα παρόλο, που είχε προσπαθήσει πολύ να εκδώσει μια συλλογή του με τον τίτλο «Θαλασσινά Ειδύλλια». Σήμερα, κυκλοφορούν και σε ωραίες φροντισμένες εκδόσεις και αρκετές από τις μεταφράσεις του.

     Μια τυπική διάκριση που γίνεται συνήθως από τους φιλολόγους στα διηγήματα του Παπαδιαμάντη αφορά το φόντο όπου διαδραματίζεται η υπόθεσή τους. Έτσι έχουμε τα αθηναϊκά και τα σκιαθίτικα διηγήματα. Πολλοί κριτικοί συμφωνούν ότι τα σκιαθίτικα διηγήματα του Παπαδιαμάντη είναι πιο γοητευτικά από τα αθηναϊκά.

     Η θεματολογία των διηγημάτων του τον κατατάσσει στο ηθογραφικό ή και στο νατουραλιστικό ρεύμα. Τα ηθογραφικά κείμενα έχουν ως βασικό τους στόχο την όσο το δυνατό πιο πιστή παρουσίαση της ζωής στην ελληνική ύπαιθρο και στο ελληνικό χωριό, με τις τοπικές παραδόσεις, τα ήθη και τα έθιμα, καθώς και τις συνήθειες, το χαρακτήρα και τη νοοτροπία του απλού ελληνικού λαού. Πράγματι μέσα στα διηγήματα του Παπαδιαμάντη βρίσκουμε άφθονες εικόνες από τη ζωή της Σκιάθου με συχνές αναφορές στα ήθη και στα έθιμα του τόπου. Δεν επιμένει στην ψυχογράφηση των ηρώων, με εξαίρεση τη «Φόνισσα» που παρουσιάζει ξεχωριστό ενδιαφέρον μέσα στο  έργο του.

    Στην Αθήνα ο Παπαδιαμάντης σύχναζε στο μπακάλικο του Καχριμάνη στου Ψυρρή και στο καφενεδάκι της Δεξαμενής, που έχουμε μια από τις σπάνιες φωτογραφήσεις του. Του άρεσε επίσης να επισκέπτεται το εκκλησάκι του Αγίου Ελισσαίου και να ψέλνει εκεί. Είχε μια παρέα από καλούς φίλους, όπως τον συντοπίτη και εξάδελφό του Αλέξανδρο Μωραϊτίδη ,τον Μιλτιάδη Μαλακάση, τον Γιάννη Βλαχογιάννη. Γενικά όμως ήταν άνθρωπος κλειστός και απόφευγε τις πολλές και ανούσιες συναναστροφές. Μας παραδίδεται από διάφορες πηγές η εικόνα του ως ενός ανθρώπου μποέμ που συνήθιζε να συχνάζει σε ταβερνεία και εκεί πίνοντας το κρασάκι του να κρατά σημειώσεις ή να γράφει κάποιοι λένε τα διηγήματά του.

     Και στην Αθήνα ο Παπαδιαμάντης έζησε σε δύσκολες συνθήκες και η πενία τον συντρόφευε σε όλη τη ζωή του. Γι’ αυτό άλλωστε ένιωθε και πολλές ενοχές που δεν μπορούσε να βοηθήσει οικονομικά την οικογένειά του και αντίθετα, στην αρχή πολλές φορές βρέθηκε στη δυσάρεστη θέση να ζητά χρήματα από τον πατέρα του. Άσχημα ένιωθε επίσης που δεν μπορούσε να αποκαταστήσει και τις αγαπημένες του αδελφές κι αυτός ήταν ένας κρυφός καημός που τον έκαιγε πάντα.

     Η διάψευση των ονείρων του και των προσδοκιών του, η φτώχια και η κακοπληρωμένη δουλειά τον οδήγησαν σε καταχρήσεις. Κάπνιζε μανιωδώς κι από ένα σημείο και πέρα άρχισε και να πίνει αρκετά. Οι στερήσεις και οι δύσκολες συνθήκες ζωής σιγά σιγά υπονόμευσαν την υγεία του και του δημιούργησαν μια έντονα απαισιόδοξη διάθεση για τη ζωή, ιδιαίτερα προς το τέλος της ζωής του. Τότε, όμως, έγραψε και αρκετά από τα αριστουργήματά του, όπως τη Φόνισσα, το Μοιρολόγι της Φώκιας, Το όνειρο στο κύμα κ.α. Έτσι επαληθεύεται για άλλη μια φορά ότι ο πόνος παράγει τέχνη. Κουρασμένος και απογοητευμένος ο Αλέξανδρος γύρισε οριστικά στο νησί του το Μάρτη του 1908. Εργάστηκε αρκετά και εδώ μέχρι το Νοέμβριο του 1910, όποτε και αρρώστησε από πνευμονία. Πέθανε στις 2 Ιανουαρίου 1911, αφού λίγο πιο πριν του απονεμήθηκε το παράσημο του Αργυρού Σταυρού του Σωτήρος.

          Για το έργο του Παπαδιαμάντη έχουν γραφτεί άπειρες κριτικές, άλλες με θετικό και άλλες με αρνητικό σχολιασμό. Οι επικριτές του μιλούν για χαλαρή δομή στα διηγήματά του, για έλλειψη ποικιλίας στους ήρωές του, για απουσία ψυχογραφικού βάθους, για έλλειψη φανερής εξελικτικής πορείας. Από την άλλη πλευρά οι φίλοι του είναι φανατικοί θαυμαστές του και φτάνουν να μιλούν για τη μαγεία του Παπαδιαμάντη, φράση  κλεμμένη από τον Ελύτη.

   Στην πρώτη δεκαετία του 21ου αιώνα, εποχή πολύ διαφορετική από αυτήν του Παπαδιαμάντη ο Σκιαθίτης συγγραφέας εξακολουθεί να ασκεί γοητεία σε πολλούς αναγνώστες, όπως άλλωστε το αποδεικνύουν οι συνεχείς νέες εκδόσεις των έργων του, καθώς και οι συχνές μεταφράσεις τους σε πολλές ξένες γλώσσες και οι μεταφορές τους στον κινηματογράφο και το θέατρο. Πώς εξηγείται η διαχρονικότητά του

     Πρώτα πρώτα, το έργο του Παπαδιαμάντη δεν είναι κοινωνικά αδιάφορο. Ο συγγραφέας με διεισδυτικό πνεύμα, με ευφυές χιούμορ και με λεπτή ειρωνεία στέκεται με κριτική διάθεση απέναντι στην πραγματικότητα που τον περιβάλλει, χωρίς να ωραιοποιεί πρόσωπα και καταστάσεις. Παίρνει θέση απέναντι στα κοινωνικά ζητήματα επικρίνοντας τις κοινωνικές ανισότητες, τις δεισιδαιμονίες και τις προλήψεις, τη δεινή θέση της γυναίκας. Δε διστάζει ακόμα και να καυτηριάσει τον τυχοδιωκτισμό των πολιτικάντηδων ή την ανεπάρκεια του κρατικού μηχανισμού.

     Πέρα από την κοινωνική διάσταση του έργου του, ο Παπαδιαμάντης γοητεύει ακόμη γιατί είναι ένας ποιητής, ένας ποιητής με τον πεζό λόγο, όπως είπε και ο Παλαμάς. Από πού προκύπτει η ποιητικότητα μέσα στην πεζογραφία; Ο Παπαδιαμάντης είναι άφθαστος τεχνίτης της περιγραφής και της αφήγησης, ένας πραγματικός μάγος, ένας δάσκαλος. Τα διηγήματά του είναι ατμοσφαιρικά, δηλαδή καταφέρνει να μεταφέρει τον αναγνώστη στο παρόν της αφήγησης και τον οδηγεί αριστοτεχνικά στη μέθεξη. Όλα αυτά τα πετυχαίνει με τη μοναδικότητα της γλώσσας του. Ο Παπαδιαμάντης την εποχή που μαινόταν γύρω του το γλωσσικό ζήτημα, η διαμάχη ανάμεσα  στους δημοτικιστές και καθαρευουσιάνους, αποφάσισε να εργαστεί λογοτεχνικά με μια γλώσσα που φέρει αρώματα απ’ όλες τις φάσεις της εξέλιξής της. Χρησιμοποίησε καθαρεύουσα στην περιγραφή και στην αφήγηση και τη σκιαθίτικη ντοπιολαλιά στους διάλογους των ηρώων του. Με αυτόν τον τρόπο συνέθεσε παγανιστικά και χριστιανικά στοιχεία, μπέρδεψε Νηρηίδες και τρίτωνες με νεράιδες και αγίους, για να το αισθητοποιήσω, και κατάφερε ένα μοναδικό καλλιτεχνικό αποτέλεσμα. Είχε άλλωστε τόσο πλούτο στη διάθεσή του και δεν δίστασε να τον χρησιμοποιήσει. Έτσι ζωντάνευε την παγερή καθαρεύουσα αλλού με ένα ομηρικό επίθετο και αλλού με ρήματα από τους ψαλμούς. Η έμπνευσή του αυτή ενθουσίασε όχι μόνο τους αναγνώστες και τους κριτικούς, αλλά και πολλούς άλλους ποιητές και πεζογράφους, ακόμη και αυτούς που ακολούθησαν  λογοτεχνικά ρεύματα που ήρθαν σε άμεση ρήξη με τα παραδοσιακά σχήματα. Ο Εγγονόπουλος για παράδειγμα τον θεωρεί δάσκαλό του.

     Τέλος, ο Παπαδιαμάντης γοητεύει διαχρονικά το κοινό του, γιατί το έργο του είναι βαθύτατα ανθρωπιστικό. Η φυσιολατρία που διακρίνουμε έντονα στα διηγήματά του μας αποκαλύπτει ένα βαθύτατο σεβασμό για τη φύση που είναι δημιούργημα του Θεού. Με απίστευτο σεβασμό βέβαια στέκεται κι απέναντι στο άλλο δημιούργημα του Θεού, τον άνθρωπο. Η ματιά του αντικρίζει με απίστευτη τρυφερότητα και κατανόηση τον συνάνθρωπό του και ιδιαίτερα αυτόν που πονά. Κι όπως λέει σε ένα ποίημα του ο Αντώνης Πρόκος, ο Παπαδιαμάντης πονάει και το θύμα και το θύτη. Η βαθιά θρησκευτικότητα που χαρακτηρίζει τα διηγήματά του δεν είναι αποτέλεσμα θρησκοληψίας, όπως τον κατηγόρησαν, αλλά απόσταγμα τηw χριστιανικής φιλοσοφίας που επικεντρώνει το ενδιαφέρον της στον άνθρωπο και τα προβλήματά του.Είναι ακριβώς αυτό που γράφει στους στίχους του ο φίλος του ο Μαλακάσης:

             Ο κάθε στοχασμός σου ασμάτων άσμα

             στον κόσμο το δικό σου κόσμος το κάθε πλάσμα.  

  Μαλαμώ Σταμέλου, Φιλόλογος

Υπεύθυνη Σχολικής Βιβλιοθήκης ΓΕΛ Σκιάθου

Κατηγορίες: 100 ΧΡΟΝΙΑ ΜΕΤΑ, Η ζωή και το έργο του Παπαδιαμάντη. Προσθήκη στους σελιδοδείκτες.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *