ιστορικά


Θηραμένης 2, 2, 16-23

Ιούλ 201021
Ο Θηραμένης είναι μια σημαντική πολιτική μορφή της Αθήνας που πρωταγωνιστεί στην Αθήνα μετά την ήττα της στους Αιγός Ποταμούς, κατά τη διάρκεια του διαστήματος της διαμόρφωσης των όρων της ειρήνης.
Πετυχαίνει με τις ρητορικές του ικανότητες να πείσει τον αθηναϊκό λαό να τον στείλουν στο Λύσανδρο

για να ξεκαθαρίσει τις διαθέσεις των Σπαρτιατών στο θέμα των τειχών,

ένα θέμα που αφορούσε ιδιαίτερα τους Αθηναίους, αφού η διατήρησή τους εγγυόταν την πολιτική ύπαρξη της πόλης.
Οι Αθηναίοι μη έχοντας πολλές επιλογές και, καθώς έχουν επικρατήσει οι ολιγαρχικοί μετά την ήττα της δημοκρατικής παράταξης, τον εμπιστεύονται, αλλά αυτός προδίδει με τον πιο αναίσχυντο τρόπο την εμπιστοσύνη τους,  ροκανίζοντας σκόπιμα το χρόνο που οδηγεί μέρα με τη μέρα όλο και πιο κοντά τους συμπολίτες του στο θάνατο. Άπονος και αδιάφορος στην αγωνία ανθρώπων που αργοπεθαίνουν, άνθρωποι με τους οποίους γεννήθηκε και ανατράφηκε, τους οδηγεί σε ένα αργό και βασανιστικό θάνατο – το χειρότερο ίσως- από λιμοκτονία. Δείχνει ικανός με αυτή του την πράξη να χρησιμοποιήσει οποιοδήποτε μέσο προκειμένου να πετύχει το σκοπό του, που δεν είναι άλλος παρά μια θέση εξουσίας στην αναμενόμενη ολιγαρχική κυβερνώσα τάξη. Ένας στόχος ατομικός που έρχεται σε σύγκρουση με τα συμφέροντα της πόλης που δε διστάζει να προδώσει εκμεταλλευόμενος την αδυναμία της για να αναδειχτεί στον πολιτικό στίβο. Είναι λογικό ότι το ψέμα στην καθυστέρηση είναι μια αναμενόμενη δικαιολογία για να καλύψει την απάτη του, πετυχαίνοντας όχι βέβαια με τη δύναμη της ψυχής του, αλλά με τα ρητορικά του τεχνάσματα και να πείσει τους συμπατριώτες του να του αναθέσουν μια τιμητική θέση στην επίσημη αντιπροσωπεία στη Σπάρτη για τη διαμόρφωση των όρων της ειρήνης.

Εκεί δεν κάνει τίποτε άλλο παρά να σιωπά, αφού δε θέλει οι απόψεις του να έρθουν σε σύγκρουση με την ολιγαρχική Σπάρτη, η οποία θα συμβάλλει στην πολιτική του ανάδειξη. Εξάλλου το κλίμα της συνέλευσης, ακόμα και να ήθελε, δε θα επέτρεπε οποιαδήποτε αντίδραση, αφού οι ισχυροί σύμμαχοι της Σπάρτης μελετούν την ολοκληρωτική καταστροφή της Αθήνας. Ενώ εκεί διατηρεί παθητική και άβουλη στάση, όταν επιστρέφει στην Αθήνα,

δραστηριοποιείται στην εκκλησία του δήμου προκειμένου να πείσει τους Αθηναίους να αποδεχτούν τους ταπεινωτικούς και εξευτελιστικούς όρους της ειρήνης, προϊόν της διπλωματικής του δράσης. Προτιμά να κυβερνά πάνω σε ένα πολιτικό ερείπιο, αυτό που αποτελεί πια η Αθήνα, αρκεί να είναι αρχηγός, αντί να αγωνιστεί να διασώσει την πολιτική της ύπαρξη.
Και, όπως φαίνεται, οι συνθήκες είναι κατάλληλες για να κερδίσει ο Θηραμένης, ένα άτομο χωρίς πολιτικές αξίες, την πολιτική θεσούλα, στην οποία επιθυμεί να ανεβεί, για να αναδείξει το χαμηλό πολιτικό του ανάστημα.

κάτω από: ιστορικά | | 2 Σχόλια »

Επιτάφιος

Ιούλ 201021

Στον Κεραμικό, λοιπόν, την ώρα που αποχαιρετάς τους αγαπημένους σου ανθρώπους, αυτούς που δικαίωσαν τις αρχές και τις αξίες που επιτρέπουν στην πόλη να επιβιώσει, καλείται ο Αθηναίος πολίτης να δει τη ζωή του μέσα από το πρίσμα του θανάτου, να τη θαυμάσει, να δει το μεγαλείο της, τη λάμψη της, να διαβάσει τη δικαίωση στα μάτια αυτών που έρχονται για εμπορικούς ή άλλους λόγους χωρίς να μπορούν να κρύψουν πάντοτε τη ζήλια τους, να την κρίνει και να τη συγκρίνει, για να μπορέσει να συνεχίσει τη ζωή του.

Από τη μια το ανεξερεύνητο κενό του θανάτου που χάσκει κάτω σου, που οι Έλληνες δεν κατάφεραν να το δουν ποτέ χωρίς αποστροφή, και από την άλλη η λάμψη της ζωής που υψώνεται πάνω σου προσωποποιημένη στα λαμπρά ανθρώπινα έργα αφιερωμένα στους θεούς με την ψευδαίσθηση ότι έχεις εξασφαλίσει τη βοήθεια και τη συμπαράστασή τους κλείνει προκλητικά και δελεαστικά το μάτι.

Bιώνοντας το αίσθημα της απώλειας των αγαπημένων του προσώπων πρέπει να βρει δύναμη να συνεχίσει τη ζωή του και τον πόλεμο που μόλις άρχισε και, που όπως φαίνεται θα είναι μακρύς και σκληρός, καθώς μεταφράζεται ως αντιπαράθεση των δυο διαφορετικών μορφών του αρχαίου κόσμου, των δυο διαφορετικών τρόπων σκέψης της , όπως εντοπίζονται στη διαφορά των πολιτευμάτων: της ολιγαρχίας και της δημοκρατίας.

Ήταν οι πολίτες του κόσμου μέσα από τα χρώματα και τους στραφταλισμούς των μαρμάρων που υψώνονται στο πιο ψηλό σημείο της πόλης τους, εκεί που οι θεοί τους προστατεύουν, όταν το λιμάνι, οι δρόμοι και η αγορά γεμίζουν από ξένους που φέρνουν τα χρήματά τους, όταν στα διαλείμματα της άθλησης, στα νυχτερινά συμπόσια, όπου το νερωμένο κρασί μπόρεσε να απελευθερώσει τη σκέψη και να αποκρύψει τις πιο μύχιες ελπίδες, φόβους και ανησυχίες…

Εκεί που διασταυρώνονται οι απόψεις που συγκρούονται όχι πάντα με ηρεμία και ανεκτικότητα, όταν οι δίκες γραφής δημιουργούν μια υψηλή στοίβα φακέλων, όταν η άλλη άποψη εκδιώκεται (Αναξαγόρας) …

Όταν η σφαιρική γνώση μέσα από την αντιπαράθεση των δυο πλευρών ερμηνεύεται ως προσπάθεια χρηματισμού σε μια Αθήνα που έχει αφαιρέσει και το δέρμα των συμμάχων της και όχι μόνο τα πορτοφόλια τους…

Όταν δε θα αργήσει να έρθει η μέρα που ο άνθρωπος σύμβολο της ελεύθερης σκέψης έκφρασης και αναζήτησης θα φορτωθεί ως εξιλαστήριο θύμα τα λάθη όλων ως άλλος Χριστός, χωρίς να φέρει όμως την ανάσταση, όταν οι πολιτικές δολοπλοκίες ερμηνεύονται εύκολα μέσω του DNA που φτάνει ως τις μέρες μας, αφήνοντας τις πόλεις άδειες και στέλνοντάς τους στα πέρατα του κόσμου να επιβιώσουν…

Όταν οι δυνατοί ιμπεριαλιστές σφάζουν, πουλούν, κλέβουν πώς ακούγεται στα αυτιά του αθηναίου πολίτη ο λόγος του Περικλή; Η λάμψη του μεγαλείου έχει καθησυχάσει τις ένοχες φωνές της συνείδησής τους, έχει κρύψει τα σκοτάδια της βαρβαρότητας;

Η εκμετάλλευση των δούλων επιτρέπει να πατήσουν το πόδι τους περήφανα πάνω στο πτώμα που δημιούργησαν για να μπορέσουν να επιβιώσουν όταν μόνο αδύναμες φωνές έχουν μιλήσει γι αυτούς που back stage έχουν θέσει τις βάσεις αυτού του μεγαλείου, χωρίς τους οποίους οι Αθηναίοι θα ήταν υποχρεωμένοι να αναλώνονται στις βιοτικές μέριμνες που δε θα τους άφηναν χρόνο και ψυχική δύναμη να πετάξουν τόσο ψηλά , αλλά θα τους είχαν προσδεμένους στα γρανάζια της πεζής επιβίωσης .

Όταν το άτομο δεν έχει συνειδητοποιήσει τους όρους και τα όρια της ζωής του, αλλά αγωνίζεται σε ένα μοναχικό δρόμο που στοχεύει στην προσωπική του ανάδειξη χωρίς να καταφέρνει να ισορροπεί παρά μόνο με το σθεναρό διπλωματικό χειρισμό ενός φωτισμένου ανθρώπου, που μόλις έλλειψε φάνηκαν αμέσως τα σημάδια της απουσίας του…

Η ελευθερία που θα επιτρέψει στο άτομο να φτάσει ψηλά προϋποθέτει μια ώριμη προσέγγιση της ζωής με αποδοχή των ορίων της ευθύνης, σεβασμό των άλλων, συνεργασία και συμπόρευση.

Όταν το εγώ κινημένο από το θράσος της προσωπικής ανύψωσης και όχι ανάτασης έφτασε πολύ ψηλά χάνοντας την επαφή του με τη βάση, αναγκαστικά βρέθηκε μετέωρο σε άγνωστους ουρανούς, χωρίς το σκοινί που θα το κρατούσε στέρεα προσδεμένο στο έδαφος.

Στους αντίποδες η Σπάρτη, όπου το άτομο έχει εξαφανιστεί μέσα στο σύνολο, αλλά το σύνολο αυτό μπορεί να προχωρεί ενωμένο, καθώς έχει διαμορφώσει και αναπτύξει τους συνεκτικούς αρμούς ανάμεσα στα μέλη της που μπορούν να τους επιτρέπουν να κινούνται κρύβοντας και ελέγχοντας το φόβο του θανάτου, πράγμα που τους επιτρέπει στη συνέχεια να βλέπουν και να ρυθμίζουν τα της ζωής ισορροπώντας ανάμεσά τους.

Τελικά καλείσαι να επιλέξεις ανάμεσα στη στέρηση της προσωπικής ελευθερίας προς χάριν του συνόλου που θα σου επιτρέψει να ζήσεις ισορροπημένα εντός αυτού ή ελευθερία χωρίς όρια που εξαρθρώνει τη σχέση σου με τους άλλους αφήνοντας το άτομο έκθετο και απροστάτευτο, ώστε σε λίγο η κατάρρευση της πόλης θα το παρασύρει στη ροή της. Πού βρίσκεται η χρυσή τομή ανάμεσα στους δυο αυτούς διαφορετικούς τρόπους ζωής από την ακραία στέρηση της ελευθερία ως την ακραία χωρίς φραγμούς ελευθερία; Και βέβαια χρυσή τομή δε σημαίνει ακριβώς το κέντρο , ίσο μοίρασμα, σημαίνει ότι το ένα από τα δυο τμήματα πλεονεκτεί και υπερτερεί ελάχιστα μεν, ώστε να μη γίνεται έντονα αντιληπτή η διαφορά. Αν είναι έτσι, το προβάδισμα, την ισορροπία και την αρμονία θα πρέπει να το δώσουμε στο εγώ ή στο εμείς, στο άτομο ή στο σύνολο; Φαντάζομαι ότι κρίνοντας και μόνο εκ του αποτελέσματος η απάντηση έχει δοθεί, διαβάζοντας τα λάθη της δημαγωγίας και των πολιτικών φιλοδοξιών

Αλλά αυτό λέει η θεωρία… Στην πράξη, όμως, πόσο διατεθειμένος είναι κανείς να εφαρμόσει αυτή τη χρυσή τομή στη ζωή του, όταν ζει στην 3η χιλιετία μ.Χ. , όταν το ενδιαφέρον μας για τη δημοκρατία αναλώνεται στους τύπους και όχι στην ουσία της, όταν τη θυμόμαστε μόνο όταν πρόκειται με την παραβίαση των αρχών της να τονίσουμε το δικό μας ρόλο;

Σίγουρα θα πρέπει να ένιωθε πάρα πολύ περήφανος ο Αθηναίος πολίτης που άκουγε αυτό το εγκώμιο της πόλης του και που πιθανόν στα αυτιά του μεταφραζόταν ως εγκώμιο του εαυτού του με την προσωπική συμμετοχή που ενέχει η δημοκρατία. Έτσι ο λόγος από επιτάφιος ουσιαστικά μετατρέπεται σε προσωπικό εγκώμιο του Αθηναίου πολίτη. Τι ώθησε άραγε τον Περικλή και μάλιστα αυτή τη δεδομένη στιγμή να πλάσει το εγκώμιο μιας πόλης που στο μεγαλύτερο μέρος είναι δημιούργημα δικό του; Με την οξύνοια και τη διορατικότητα που τον διακατείχε είχε διαβλέψει ότι αυτή η λάμψη δε θα διαρκούσε πολύ και ήθελε ως κύκνειο άσμα στον εαυτό του και στην πολιτεία να το αφήσει πίσω του.

Ένας Περικλής, όμως, που «άστραφτε και βροντούσε» και δε δίσταζε να πει τα σύκα σύκα και τη σκάφη σκάφη, πώς αναλώνεται σε μια άνευ όρων κολακεία της πόλης και των πολιτών; Θα πρέπει βέβαια να ανιχνεύσουμε πίσω από την κολακεία την αίσθηση αδυναμίας ως κίνητρο και να υποθέσουμε ότι ο Περικλής είχε οσμιστεί το τέλος που δε θέλησε να πει με ωμά λόγια, γατί ήξερε ότι οι συμπολίτες του δεν ήταν ακόμα προετοιμασμένοι ν’ ακούσουν και ν’ αντέξουν ή που έλπιζε ότι δε θα έφτανε τόσο γρήγορα και που είχε την ευτυχία να μην προλάβει, καθώς το δικό του τέλος προηγήθηκε της πόλης του.

Όταν πολύ λίγα χρόνια αργότερα και μετά το θάνατο του Περικλή, ο Αριστοφάνης, εκφραστής του μέσου Αθηναίου πολίτη, αηδιασμένος από την αποφορά της δημαγωγίας και του ατομικισμού, θέλησε να πάρει όχι απλώς τα βουνά, αλλά να αφήσει κάθε στέρεη βάση πίσω του που δε θα του θύμιζε τίποτα πια από αυτό το μεγαλείο διεκδικώντας μια θέση κι αυτός στην πολιτεία των πουλιών με τους Όρνιθες 414 π.Χ., καθώς φαίνεται, η σήψη είχε ήδη προχωρήσει, η μυρουδιά είχε αρχίσει να εξαπλώνεται και τα λόγια του Περικλή για τον υποψιασμένο Αθηναίο πολίτη ακούγονται ως όχι «κοιτάξτε τι έχετε» , αλλά «κοιτάξτε τι θα χάσετε».

Δεν πέρασαν πολλές δεκαετίες και η καλλιτεχνική φυγή του Αριστοφάνη επαναλήφθηκε σε μια νέα μορφή της με σοβαρότερο ένδυμα που ταυτίζεται με το πολιτικό: η πολιτική φιλοσοφία του Πλάτωνα δεν είναι παρά η επίσημη φυγή από την πολιτική πραγματικότητα της Αθήνας που διαπιστώνοντας τα λάθη της δεν την κρίνει βιώσιμη πια, χωρίς βέβαια να καταφέρνει στα ερείπια της γκρεμισμένης δημοκρατίας να οικοδομήσει μια υλοποιήσιμη νέα πολιτική τάξη, έστω κι αν με τη λάμψη της σκέψης του κατάφερε στο πέρασμα πολλών αιώνων ομολογουμένως ο Πλάτωνας να πείσει πολλούς, ίσως ακόμα και σήμερα, ότι μια τέτοια πολιτεία θα ήταν βιώσιμη.

Μα το θέμα δεν είναι η απογείωση του Αριστοφάνη και η φυγή του Πλάτωνα στους αρκετά εύθραυστους ουρανούς της φαντασίας. Το ερώτημα είναι πώς παραμένεις στη γη καταφέρνοντας να ζεις μέσα στα πράγματα, να τα βλέπεις, να μην τα αποδέχεσαι και να τα αλλάζεις, πώς είναι άραγε υλοποιήσιμη η σύζευξη του ρεαλισμού με τον ιδεαλισμό. Όσο κι αν ο Πλάτωνας επεδίωξε την πιο αντικειμενική εκδοχή του ιδεαλισμού, οι σκέψεις του δεν είναι τίποτε άλλο παρά λόγια του αέρα, και αν έχουν κάποια αξία, είναι στο ότι μας επιτρέπουν να προβληματιζόμαστε όχι πώς θα φύγουμε μακριά πηγαίνοντας σε ένα ανύπαρκτο ιδανικό τόπο όπου όλα είναι τέλεια , αλλά πώς θα μπορέσουμε να εφαρμόσουμε τις εξιδανικευμένες λύσεις της εδώ και τώρα.

Φαίνεται, αν κρίνουμε από τους κυματισμούς που άφησε πίσω του η σκέψη του Πλάτωνα, ότι η ανάγκη της φυγής του ανθρώπου από την ασφυκτική του πραγματικότητα, δυνάμωνε στο πέρασμα των αιώνων παρά τη φιλότιμη συνδρομή της επιστήμης. Όμως η επιστροφή σ’ αυτόν δεν ήταν παρά μια παιδική παρόρμηση να ακούσουμε ένα ωραίο παραμύθι πριν μας πάρει λυτρωτικά ο ύπνος απομακρύνοντάς μας από αυτά που μας πονούν και μας βασανίζουν, αντί να ανοίξουμε διάπλατα τα μάτια μας, όσο κι αν μας τσούζει το δυνατό φως, όσο κι αν αυτά που βλέπουμε μας γεμίζουν φρίκη.

Πριν κυριαρχήσει το αίσθημα του πανικού και αν καταφέρουμε να το αποφύγουμε, αν βρούμε τη δύναμη να αντέξουμε, πριν νιώσουμε ότι η αναπνοή μας τελειώνει και οι δυνάμεις λιγοστεύουν το ζητούμενο είναι να μπορέσουμε με δυνατές ανάσες οξυγόνου που θα ζωογονήσουν το σώμα και το μυαλό μας να προλάβουμε να αρπάξουμε το χέρι του διπλανού μας, να αντλήσουμε και να δώσουμε, να ανταλλάξουμε τις λιγοστές μας δυνάμεις, που με την πρόσθεση θα πολλαπλασιαστούν, και να μείνουμε εδώ κοιτώντας κατάματα την πραγματικότητα, έτσι όπως τη φτιάξαμε ή όπως την έφτιαξαν άλλοι για μας, αγωνιζόμενοι μέχρι τέλους, μη έχοντας εξάλλου άλλη επιλογή απ’ αυτή.

>Κυάμων απέχεσθε

Ιούλ 201021

>

Αναρωτιέμαι γιατί η άμεση δημοκρατία δεν εφαρμόζεται πια. Και μη μου πείτε ότι είναι πρόβλημα πληθυσμιακό, αφού η τεχνολογία προσφέρει τη δυνατότητα στους ανθρώπους να έρθουν τόσο κοντά, όσο ποτέ άλλοτε στην ιστορική διαδρομή του. Ρωτώ και απαντώ η ίδια. Εσείς θα απαντήσετε καθένας στον εαυτό σας. Γιατί ΔΕ ΘΕΛΟΥΜΕ. ΔΕ ΜΑΣ ΕΝΔΙΑΦΕΡΕΙ. ΑΠΕΧΟΥΜΕ.

Όπως στην ελληνιστική εποχή, στην παγκοσμιοποιημένη αυτοκρατορία του Αλεξάνδρου, ο άνθρωπος έχασε την ταυτότητά του κι ένιωσε μηδαμινός κι ασήμαντος μπροστά σ’ όλα αυτά που γίνονταν χωρίς να τον ρωτούν. Αδύναμος ν’ αντιδράσει, προτίμησε τη φυγή δια της εποχής = αποχής. Όλοι, νομίζω, γνωρίζουμε τη φράση «κυάμων απέχεσθε», που σημαίνει μακριά από την πολιτική ζωή, που αργότερα επεκτάθηκε σε αποχή και παραίτηση σε όλα τα επίπεδα της ζωής. Μια αναβίωση αυτής της πολιτικής και πολιτιστικής στάσης έχουμε στην παγκοσμιοποιημένη εποχή μας, γιατί έχουμε χάσει την ελπίδα ότι θα μπορέσουμε ποτέ να διαδραματίσουμε πρωταγωνιστικό ρόλο στις ζωές μας.

Τα αφήνουμε όλα στους άλλους. Οι άλλοι να τρέξουν, οι άλλοι να φωνάξουν…. Μέχρι τότε όλα συμβαίνουν ερήμην μας. Κι έτσι τελικά όλη η ζωή μας κυλά ερήμην μας.

Ερώτηση κρίσεως προς όλους (και εμένα βεβαίως. Αν είχα βρει απάντηση, θα σας την έλεγα, θα σας έπειθα, κι όλα θα άλλαζαν. Επειδή όμως «ζητώ» μαζί σας λύση), αναρωτιέμαι γιατί το χέρι μας έχει πολλά δάχτυλα κι όχι μόνο ένα. Και καθώς ομιλία (λόγος ) και κίνηση ελέγχονται , σύμφωνα με την επιστήμη, από την ίδια περιοχή του εγκεφάλου, μάλλον πρέπει να δούμε το μήνυμα που μας στέλνουν τα χέρια μας. Πώς τα χρησιμοποιούμε μόνα τους ή σε συνδυασμό με το λόγο.

«Έργω και λόγω» είναι το δίπτυχο του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού ήδη από την ομηρική εποχή, αυτό που διαμόρφωσε τον πολιτισμό της Ευρώπης σε δυο κρίσιμες φάσεις της, όταν έφτασε σε αδιέξοδο σε όλους τους τομείς: στην Αναγέννηση και στο Διαφωτισμό. Γύρισε πίσω, η Ευρώπη, για να πάρει μαθήματα από μας. Εμείς όμως δεν παίρνουμε. Ή τα ξέρουμε όλα ή αδιαφορούμε ή απαξιούμε…(συμπληρώστε τις απαντήσεις) πάντως τα χάλια μας τα βλέπουμε.

Θέλω να καταλήξω: δεν είμαστε υπεύθυνοι για το τι κάνουν οι άλλοι. Είμαστε υπεύθυνοι γι’ αυτό που τους επιτρέπουμε εμείς να κάνουν πριν το κάνουν και μένουμε παθητικά αδιάφοροι μετά που θα το κάνουν. Ο έχων νόον νοείτω.

>Η ναυμαχία στους Αιγός ποταμούς: Η προδοσία (;) του Αδείμαντου και το τέλος του πελοποννησιακού πολέμου

Απρ 20107

>

Η εργασία που έχετε μπροστά σας είναι προϊόν προβληματισμού που προέκυψε και μας απασχόλησε κατά τη διάρκεια της χρονιάς στην τάξη που έδωσε αφορμή να διατυπωθούν διαφορετικές απόψεις που διεύρυναν την ιστορική ματιά μας. 
Οι παρακάτω σκέψεις έχουν διατυπωθεί με αφορμή τη φράση ᾐτιάθη μέντοι ὑπό τινων προδοῡναι τὰς ναῡς, που αναφέρεται στον Αδείμαντο.
Αρχικά σχηματίζουμε την εντύπωση ότι ο Ξενοφώντας προσπερνά βιαστικά το όνομα του Αδείμαντου, χωρίς να διατυπώσει κανένα σχόλιο. Η αοριστία όσον αφορά τους κατηγόρους και το χρόνο της κατηγορίας κάνει το ύφος του ιστορικού σιβυλλικό και αόριστο.
Ας ανακεφαλαιώσουμε τα ιστορικά γεγονότα μέχρι την αναφορά του Ξενοφώντα στον Αδείμαντο. 
Η ναυμαχία στους Αιγός ποταμούς έχει τελειώσει με τη συντριπτική ήττα των Αθηναίων, οι οποίοι έχασαν τα 171 από τα 180 πλοία τους. 
Ο Λύσανδρος συσκέπτεται με τους συμμάχους για την τύχη των αιχμαλώτων. Ακούγονται οι σκληρές κατηγορίες που βαραίνουν τους Αθηναίους και, αφού έχει εκδοθεί το αποτέλεσμα που βάσει της οπτικής του Ξενοφώντα επιρρίπτει την ευθύνη στους Αθηναίους, ο ιστορικός αφήνει αιωρούμενη την εκδοχή της προδοσίας του Αδείμαντου χωρίς κανένα σχόλιο, πράγμα που μας αναγκάζει να ξαναδιαβάσουμε τα γεγονότα, προκειμένου να εκδώσουμε ως αναγνώστες την ετυμηγορία μας για τους υπεύθυνους . Γιατί, αν αληθεύει αυτή η άποψη, τότε θα πρέπει να δούμε διαφορετικά και την προσωπικότητα του Λυσάνδρου, όπως παρουσιάζεται στο κείμενο, και την ευθύνη των Αθηναίων στρατηγών για τους οποίους ο ιστορικός τηρεί μια απαξιωτική στάση.
Θα πρέπει να ξεκινήσουμε από τον ιστορικό, 
μιας κι αυτός είναι ο σύνδεσμός του αναγνώστη με τα πρόσωπα και τα γεγονότα του κειμένου. Στο χρόνο των γεγονότων ο Ξενοφών, περίπου 22 χρόνων, βρίσκεται στην Αθήνα και συμπεραίνουμε ότι δεν πήρε μέρος στη ναυμαχία, γιατί αλλιώς θα είχε θανατωθεί από το Λύσανδρο μαζί με όλους τους άλλους Αθηναίους. Έζησε την καταστροφή της Αθήνας στην Αθήνα. Έγραψε για την καταστροφή αυτή όμως μετά από πολλές περιπέτειες που συνέβησαν στην πολιτική και προσωπική του ζωή σε έδαφος φίλα διακείμενο προς τους Σπαρτιάτες στο Σκιλλούντα της Ηλείας με την εύνοια που δείχνει στο πρόσωπό του ο Σπαρτιάτης βασιλιάς Αγησίλαος,
για χάρη του οποίου ο ίδιος πρόδωσε την πατρίδα του το 495 στη μάχη της Κορώνειας, ώστε να του έχουν τιμητικά παραχωρήσει το κτήμα αυτό, όπου και επιδίδεται με όλη την ησυχία του στη συγγραφή. Έχει αποχωρήσει από την Αθήνα πολύ νωρίτερα παίρνοντας μέρος στην εκστρατεία εναντίον του Αρταξέρξη, ίσως και λόγω της αμφισβητούμενης δράσης του, ολιγαρχικός ων, κατά τη διάρκεια της οκτάμηνης διακυβέρνησης των Τριάκοντα που αποτέλεσε μια από τις πιο σκοτεινές σελίδες στην ιστορία της Αθήνας και του ίδιου. Η λέξη προδοσία είναι μια λέξη που ο ίδιος έχει βιώσει προσωπικά,καθώς έχει (αυτό)εξοριστεί από την πατρίδα του, μια λέξη που επικυρώθηκε με την ερήμην καταδίκη του. Για τον Ξενοφώντα η λέξη προδοσία είναι μια λέξη με ιδιαίτερη σημασιολογική βαρύτητα: «στο σπίτι του κρεμασμένου δε μιλάνε για σκοινί»…
Το γεγονός της ήττας στους Αιγός Ποταμούς το έζησε από την αθηναϊκή σκοπιά, το συνέγραψε υπό φιλολακωνική σκοπιά και στα χρόνια που πέρασαν μέχρι τον αδιευκρίνιστο χρόνο της συγγραφής είχε την ευκαιρία να διαμορφώσει την προσωπική του άποψη για τα γεγονότα.
Ανεξάρτητα από την άποψη που υποστηρίζει το σχολικό βιβλίο για την αντικειμενικότητα του Ξενοφώντα στην παρουσίαση των ιστορικών γεγονότων ο ιστορικός αναγνώστης οφείλει να κάνει τη δική του έρευνα.
Ας διαβάσουμε την ιστορία όπως την παρουσιάζει ο Ξενοφώντας 2,1,16-32 χωρίς να λάβουμε υπ’ όψιν μας τη φράση ᾐτιάθη μέντοι ὑπό τινων προδοῡναι τὰς ναῡς.
Ο Λύσανδρος ανηφορίζει από το νότιο Αιγαίο προς τον Ελλήσποντο με συγκεκριμένους και προδιαγραμμένους σκοπούς έχοντας επιλέξει το έδαφος στο οποίο θα ξεκαθαρίσει τελειωτικά τους λογαριασμούς του με τους Αθηναίους.
Έχοντας το γνώθι σ’ αυτόν του εαυτού του, των συμμαχικών του δυνάμεων, καθώς και των δυνάμεων των αντιπάλων, πιο σωστά αναγνωρίζοντας την ναυτική υπεροχή του εχθρού, έχει τη σύνεση να μην αναμετρηθεί μαζί τους ακόμα, αν και έχει δημιουργήσει πολυάριθμο στόλο χάρη και στις προσωπικές του σχέσεις με τον τότε πρίγκιπα Κύρο, που είναι διατεθειμένος να κομματιάσει το θρόνο του για να του δώσει χρήματα. Αναγνωρίζει την πολυετή πείρα των Αθηναίων στο θαλάσσιο χώρο, καθώς η στρατιωτική ικανότητα των Σπαρτιατών περιορίζεται στο χερσαίο, όπου βέβαια κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει την υπεροχή τους , αλλά και τα χρήματα που έχει καταφέρει να πάρει παρά την παρελκυστική πολιτική του Αλκιβιάδη, που αυτό τον καιρό δρα εις βάρος της Σπάρτης έχει καταφέρει να αποκτήσει τους πιο ακριβοπληρωμένους και επομένως ικανούς κωπηλάτες. Θα πρέπει βέβαια να υποθέσουμε ότι και οι Αθηναίοι με τον ίδιο τρόπο είχαν αποκτήσει τα πληρώματα των 180 πλοίων τους, που πρέπει να ανέρχονται σε έναν αριθμό πάνω από 30.000 που δεν μπορεί να συμπληρώσει η Αθήνα ούτε από τους ελεύθερους πολίτες της ούτε από τους μέτοικους. Εκτιμώντας ρεαλιστικά και χωρίς παρωπίδες ή εξωραϊσμούς την κατάσταση κρίνει άστοχη μια αναμέτρηση με τον αθηναϊκό στόλο στο ανοιχτό πέλαγος ή δεν τολμά να αντιμετωπίσει όλες τις δυνάμεις του. Είναι σοφία να βλέπεις τις αδυναμίες σου και ανοησία, όπως αποδείχτηκε, το αντίθετο για τους Αθηναίους.
Ακόμα κι αν υπήρξε προδοσία, αυτή δεν αναιρεί τα εγκληματικά στρατηγικά λάθη της αθηναϊκής ηγεσίας ως προς την επιλογή του χώρου, τις δυνατότητες ανεφοδιασμού, την απουσία κατασκοπείας και αντικατασκοπείας, την ανοχή απειθαρχίας και χαλάρωσης των πληρωμάτων που απομακρύνονται από τα καράβια τους. Όλα αυτά τα λάθη βέβαια, η αμέλεια, μπορούν να δικαιολογηθούν και να καλυφθούν πίσω από μια προδοσία. 
Αν οι Αθηναίοι είχαν αγκυροβολήσει στη Σηστό και όχι τόσο κοντά στον εχθρό σε απόσταση 10 έως 20 λεπτών το πολύ, αν υπολογίσουμε τη μέγιστη ταχύτητα που μπορούν να αναπτύξουν οι τριήρεις (γύρω στους 10 κόμβους για να καλύψει απόσταση μικτότερη από 3 χιλιόμετρα, όπως επισημαίνει ο Αλκιβιάδης του Πλουτάρχου, θα μπορούσε ο Λύσανδρος να εφαρμόσει την αιφνιδιαστική του επίθεση. Κατ’ αρχήν δε θα υπήρχε λόγος να απομακρύνονται από το πλάι τους, οπότε ο Λύσανδρος δε θα τα έβρισκε ποτέ αφύλακτα, οπότε δεν υπήρχε ποτέ η περίπτωση να τους επιτεθεί αναγνωρίζοντας την ανωτερότητά τους. 
Ο Αλκιβιάδης που έχε πληρώσει με άσχημο τρόπο, την απομάκρυνση του από τη στρατιωτική και πολιτική σκηνή τη Αθήνας για δεύτερη φορά, 
μετά την αιφνιδιαστική επίθεση του Λύσανδρου στο Νότιο, όπου ξεγέλασε τον Αντίοχο που είχε αφήσει στη θέση του, ξέρει ότι ο Λύσανδρος είναι ένας άνθρωπος ικανός για όλα, απρόβλεπτος, που πρέπει ανά πάσα στιγμή και με κάθε τρόπο να φυλάγεσαι απ’ αυτόν και όχι να του προσφέρεσαι εντελώς απροστάτευτος. Οι Αθηναίοι ήταν εντελώς ανίκανοι ή ήταν χαλαροί εξαιτίας μιας προαποφασισμένης προδοτικής συμπεριφοράς; Η υποτίμηση του αντιπάλου είναι ικανή να δικαιολογήσει τα αδικαιολόγητα λάθη τους ή πρέπει να αποδεχτούμε την εκδοχή της προδοσίας;
Το ερώτημα είναι: μια ενδεχόμενη προδοσία του Αδείμαντου μειώνει πόντους από τη βαθμολογία μας στα ηγετικά προσόντα του Λύσανδρου και αθωώνει τους Αθηναίους στρατηγούς για την ήττα τους;
Η ιστορία στα χρόνια που έφτασαν ως τις μέρες μας δε συνδέει το τέλος του πελοποννησιακού πολέμου με μια προδοσία, όπως έγινε για παράδειγμα με τη μάχη των Θερμοπυλών. Διαφορετικός πόλεμος θα μου πείτε. Εθνικοαπελευθερωτικός ο ένας, εμφύλιος ο άλλος με το μοναδικό ιστορικό Ξενοφώντα να βρίσκεται στη μέση σε ένα πολύ ευαίσθητο ρόλο, αν κρίνουμε μάλιστα και από την επιστροφή του κατά το τέλος της ζωής του στην Αθήνα.
Ο Λύσανδρος είχε ανάγκη από ένα προδότη να νικήσει τον ισχυρότερο στα ναυτικά αντίπαλο του , καθώς κάτι τέτοιο θα μείωνε τις στρατιωτικές του ικανότητες ή απλώς θα διευκόλυνε το έργο του; Ή ούτως ή άλλως ο Λύσανδρος θα τα κατάφερνε και χωρίς εξωτερική βοήθεια; Το ερώτημα που παραμένει προς απάντηση είναι : όταν ο Λύσανδρος ανηφορίζει το Αιγαίο κατευθυνόμενος προς τον Ελλήσποντο, 
παρασύρει τον αντίπαλο του σε μια θανάσιμη παγίδα γνωρίζοντας τις αδυναμίες του, έχοντας φροντίσει να αγκυροβολήσει σε ένα απόλυτα ασφαλές μέρος για όσο χρόνο χρειαστεί, καθώς ο ανεφοδιασμός από τη βάση ήταν αδύνατος. Το γεγονός όμως ότι οι Αθηναίοι αγκυροβολούν 15 στάδια μόλις μακριά του και όχι στη Σηστό που θα τους επέτρεπε να έχουν την ίδια ασφάλεια μ’ εκείνον δεν είναι θέμα δικής του ευφυΐας, αλλά εσφαλμένης πολιτικής της αθηναϊκής πολιτικής ηγεσίας .
Το γεγονός ότι ο Ξενοφών δεν αναφέρει το όνομα του Κόνωνα παρά μόνο στην παρ 28, όταν αρχίζει η επίθεση και αναφέρεται στους Αθηναίους γενικά, ενώ τους Σπαρτιάτες τους αντιπροσωπεύει επάξια το όνομα του Λυσάνδρου, επιλογή ίσως ανάλογη του πολιτεύματός τους, δείχνει μια απαξιωτική ή τουλάχιστον υποτιμητική στάση προς τους συμπατριώτες του. Και τον ίδιο το Λύσανδρο όμως δεν αντιμετωπίζει χωρίς χρωματιστά γυαλιά, αν λάβουμε υπόψη μας τις προσωπικές σχέσεις του με τον Αγησίλαο και τις μεταβληθείσες σχέσεις του Αγησίλαου με το Λύσανδρο εξαιτίας των πολιτικών φιλοδοξών του τελευταίου. Όταν γράφει ο Ξενοφώντας, ο Λύσανδρος έχει σκοτωθεί και ο Ξενοφών δε θέλει να στεναχωρήσει το φίλο και προστάτη του Αγησίλαο, του οποίου οι σχέσεις είχαν ψυχρανθεί με το Λύσανδρο.
Μια υποψία προδοσίας θα στερούσε πόντους εκτίμησης στις στρατηγικές ικανότητες του Λυσάνδρου. Όμως ο Λύσανδρος ήταν ένας άνδρας ικανός για όλα, και το απέδειξε και η μετέπειτα πολιτική δράση του, η προώθηση στο θρόνο του κατά τα άλλα ακατάλληλου βάσει των θεσμών της Σπάρτης Αγησίλαου και η προσπάθεια να τροποποιήσει τους ίδιους τους πολιτικούς θεσμούς της Σπάρτης μεταβάλλοντας το βασιλικό αξίωμα από κληρονομικό σε αιρετό, στο οποίο είχε βλέψεις ο ίδιος αποκλειόμενος από τους θεσμούς λόγω καταγωγής, δείχνουν ότι μπορούσε να κάνει τα πάντα.
Ο Λύσανδρος παρουσιάζεται νομοταγής: αμέσως μετά τη νίκη κάνει την αναφορά του στη Σπάρτη μέσω ενός πειρατή. Στο διπλωματικό του οπλοστάσιο του βρίσκονται κάθε είδους άνθρωποι που μπορεί να του φανούν χρήσιμοι: ο Μιλήσιος πειρατής Θεόπομπος, ο Αθηναίος πολιτικός εξόριστος Αριστοτέλης. Ξέρει ποιον πρέπει να χρησιμοποιήσει και πού. Σε θέσεις εξουσίας βέβαια δεν εμπιστεύεται παρά μόνο Σπαρτιάτες ( στην ηγεσία του πεζικού το Θώρακα το Λακεδαιμόνιο, καθώς και αρμοστές στο Βυζάντιο και στη Χαλκηδόνα). Σε οποιαδήποτε άλλη θέση μπορεί να χρησιμοποιήσει οποιονδήποτε. Ένας τέτοιος άνθρωπος υποτιμάται ή όχι όταν χρησιμοποιεί έναν ακόμα προδότη στο έργο του;
Ομολογουμένως ο Ξενοφώντας αφήνει αδιευκρίνιστο το κρίσιμο για την ερμηνεία των γεγονότων σημείο : η αποστολή κατασκοπευτικών πλοίων πίσω από τους Αθηναίους επί πέντε ημέρες συνεχώς έγινε για να γνωρίσει τις κινήσεις των Αθηναίων ή απλώς για να επιβεβαιώσει τις υποψίες του ότι οι Αθηναίοι διασκορπίζονταν αναζητώντας τρόφιμα στη Χερσόνησο; Κι αν πρόκειται για επιβεβαίωση, είναι μια προσωπική του υποψία που στηρίχτηκε στις άριστες γνώσεις γεωμορφολογίας ή στις πληροφορίες ενός προδότη;
Εκεί που δεν ταιριάζει το δέρμα του λιονταριού πρέπει να χρησιμοποιούμε το δέρμα της αλεπούς.
Οι άριστες ηγετικές ικανότητες του Λύσανδρου είτε έτσι είτε αλλιώς δε μειώνονται ακόμα κι αν ο Ξενοφώντας τσιγκουνεύεται μια καλή κουβέντα για τον τεράστιο άθλο που επιτέλεσε: να τελειώσει ένα πόλεμο 27 χρόνων μέσα σε μια ώρα, όπως γράφει ο Πλούταρχος στο βίο του Λύσανδρου. Και ο Πλούταρχος δε φείδεται επαινετικών σχολίων για τον Σπαρτιάτη. Στα χρόνια που πέρασαν ως την εποχή του ο χρόνος λειτούργησε πολλαπλασιαστικά στη φήμη του Λύσανδρου, έχοντας αρχίσει βέβαια ενώ ήταν ακόμα εν ζωή: είναι ο μόνος εν ζωή που στήθηκε άγαλμα προς τιμήν του και τα Ηραία στη Σάμο μετονομάστηκαν σε Λυσάνδρεια. Άλλος ο σκοπός, τα πρόσωπα, η εποχή, το γραμματειακό είδος.
Το ερώτημα είναι: ανεξάρτητα από τα χρώματα με τα οποία ήθελε να σκιαγραφήσει ο Ξενοφώντας το Λύσανδρο, εκτός κι αν έχει αφομοιωθεί προς το λακωνικό πνεύμα της εκφραστικής συντομίας, πώς παρουσιάζονται οι Αθηναίοι; Ο Ξενοφώντας τους έχει απογυμνώσει εντελώς, έχει καταδείξει όλα τα λάθη τους κι αυτά βήμα προς βήμα, σταδιακά.
Έχει «αδειάσει» τον Κόνωνα, με την απαξιωτική του σιωπή, η οποία βέβαια κρύβει και μια κατά μέτωπον επίθεση κατηγοριών. Εκεί που το μένος του ξεσπά ανελέητο είναι στην παρουσίαση των νεοεκλεγέντων στρατηγών που η παρουσίασή τους στην αρχή της εξιστόρησης γεμίζει τον αναγνώστη με προσδοκίες που σταδιακά διαψεύδονται. Δημιουργεί βέβαια ένα κλίμα ανησυχίας, καθώς μας υποψιάζει ή για την ανεπάρκεια των υπαρχόντων ή για την κρισιμότητα της περίστασης ή και για τα δυο. Αποφεύγει βέβαια ή αποσιωπά να μας πει ότι ο Τυδεύς είναι γιος του Λάμαχου, ενός από τους τρεις Αθηναίους στρατηγούς στη Σικελική εκστρατεία, που έχασε τη ζωή του, και να δικαιολογήσει έτσι τη θρασύτατη λεκτική επίθεσή του στον Αλκιβιάδη. Δεν τους προστατεύει αναφέροντας στοιχεία που βρίσκουμε σε άλλες πηγές ότι ο Αλκιβιάδης πραγματικά ήθελε να τους κλέψει τη δόξα της νίκης και να δημιουργήσει κατάλληλες συνθήκες για την επανάκλησή του στην Αθήνα, προσφέροντας στην υπηρεσία τους δέκα χιλιάδες Θράκες που ήταν πρόθυμοι να ακολουθήσουν τις διαταγές του. Ένας ακόμα προδότης με πολύπλευρο ρόλο στο πλαίσιο του πολέμου που ο Ξενοφών σκιαγραφεί με πολύ αδρές γραμμές και στη συγκεκριμένη περίπτωση παρουσιάζει με φωτεινά χρώματα για να αναδείξει τα λάθη των άλλων.
Ο Πλούταρχος στη βιογραφία του Αλκιβιάδη προστατεύει τον βιογραφούμενό του με την υποψία ότι η αποχώρηση του Αλκιβιάδη παρά τις απεγνωσμένες προσπάθειες να μεταπείσει τους ξεροκέφαλους αρχηγούς ήταν αποτέλεσμα της διαπίστωσης ενός αιωρούμενου κλίματος προδοσίας.
Ο Ξενοφώντας παρουσιάζει το Λύσανδρο ως ένα ικανότατο αρχηγό που στηρίχτηκε σε τρεις παράγοντες ταυτόχρονα: την αξιοποίηση των ηγετικών του προσόντων, την άψογη συνεργασία του με τα πληρώματα του σπαρτιατικού στόλου που είχαν εκπαιδευτεί βάσει της σπαρτιατικής αγωγής να πειθαρχούν τυφλά στις εντολές των ανωτέρων και στην εκμετάλλευση των αδυναμιών του αντιπάλου. Ο Πλούταρχος προσθέτει σ’ αυτά και μια ανθρώπινη πλευρά του Λυσάνδρου, που συνεννοείται συνεχώς με τους τριήραρχους και το Θώρακα και άλλοτε απειλεί και άλλοτε εμψυχώνει πριν από κρίσιμες στιγμές: όταν οι Αθηναίοι στέκονται έξω από το λιμάνι της Λαμψάκου και προκαλούν σε ναυμαχία ή πριν την κρίσιμη αιφνιδιαστική επίθεση. Ο Ξενοφώντας τον έχει απογυμνώσει σε μια στρατιωτική μηχανή που διατάζει και απειλεί, χωρίς να λαμβάνει υπόψη του ότι πάνω απ’ όλα έχει να κάνει με ανθρώπους. Ίσως ο Ξενοφώντας ζώντας από κοντά τη σκληρή σπαρτιατική εκπαίδευση της αγωγής θεωρεί δεδομένο και για τον αναγνώστη ότι η σπαρτιατική πειθαρχία είναι μια δεδομένη κατάσταση. Δε λαμβάνει όμως υπόψη του ότι τη στιγμή αυτή στα πλοία βρίσκονται και μισθοφόροι, ακριβοπληρωμένοι με τη βοήθεια των περσικών χρημάτων, που όμως δεν έχουν λάβει τη σπαρτιατική αγωγή να θυσιάζουν τη ζωή τους υπέρ πατρίδος, αλλά να μισθώνουν το σώμα τους.
Πληροφορίες για την προδοσία του Αδείμαντου θα βρούμε σε πολλά κείμενα στους αιώνες που ακολούθησαν. Τα πιο κοντινά στα γεγονότα κείμενα είναι τα Ελληνικά του Ξενοφώντα και ο λόγος του Λυσία Κατά Αλκιβιάδου. Ο γνωστός ρήτορας Λυσίας πήρε μέρος στη ναυμαχία στους Αιγός ποταμούς ως τριήραρχος ενός από τα πλοία που σώθηκαν. Δεν ξεχνάμε βέβαια ότι ήταν μέτοικος, δηλαδή άνθρωπος με περιορισμένα πολιτικά δικαιώματα, αλλά με όλες τις υποχρεώσεις ενός Αθηναίου πολίτη, που πολύ εύκολα θα μπορούσε να ξεσπάσει πάνω του η οργή των Αθηναίων καθότι πήρε μέρος στη ναυμαχία. Τι πιο λογικό να θελήσει να κάνει από το να αποσείσει από πάνω του κάθε σκιά ενδεχόμενης κατηγορίας ρίπτοντας τα βάρη σε ένα ήδη βεβαρημένο πρόσωπο, τον Αλκιβιάδη;
Το γεγονός ότι ο Αδείμαντος ήταν ο μοναδικός που γλίτωσε τη ζωή του από το πλήθος των αθηναίων αιχμαλώτων και μάλιστα των στρατηγών που κατηγορούνταν για προδοσία προσφέρει ίσως το οφθαλμοφανές επιχείρημα μιας αδιάσειστης προδοσίας. Το γεγονός ότι ήταν ο μόνος που στην Αθήνα έδωσε αρνητική ψήφο στο θέμα της αποκοπής των χειρών δεν πρέπει να μας ξαφνιάζει για ανθρώπους που τολμούν μόνοι αυτοί να εναντιώνονται στο κοινωνικό σύνολο υποστηρίζοντας τις απόψεις τους. Το παράδειγμα του Σωκράτη κατά τη δίκη των στρατηγών μετά τη ναυμαχία στις Αργινούσες είναι αρκετό να μας πείσει. Το γεγονός όμως ότι ένας ηθικά ακέραιος άνθρωπος όπως αυτός, αν δεχτούμε αυτή την εκδοχή, στη συνέχεια βρέθηκε υπό τις εντολές του Λυσάνδρου πραγματικά μπορεί να μας ξαφνιάσει. Μα τι μπορούσε να κάνει ένας άνθρωπος που όλη η ευθύνη ενός πολέμου έχει πέσει πάνω του και καλείται ως εξιλαστήριο θύμα να πληρώσει τα λάθη άλλων; Να επιστρέψει στην Αθήνα και να αντιμετωπίσει την μήνιν των Αθηναίων, ενώ και ο ίδιος ο Κόνων λογικά σκεπτόμενος διέφυγε στην Κύπρο; Μήπως ήταν εξάλλου ο μόνος που αναζήτησε αλλού πολιτική στέγη κινούμενος από το ένστικτο της αυτοσυντήρησης; Αλκιβιάδης (από τους Θουρίους, όταν κλήθηκε για απολογία στην Αθήνα), Δημάρατος, Ιππίας, Θεμιστοκλής είναι μερικά χαρακτηριστικά ονόματα που δείχνουν το ευμετάβλητο της ανθρώπινης συμπεριφοράς που καθορίζεται από τα ταπεινά ένστικτα και όχι ανώτερα κίνητρα, τη λογική ή την ηθική. Ο Σωκράτης δεν έχει επιδείξει ακόμα το ηθικό του ανάστημα στο χρόνο των γεγονότων, και εξάλλου αποτελεί τη φωτεινή εξαίρεση που επιβεβαιώνει τον κανόνα. Ο Ξενοφών αν και το έχει υπόψη του κατά το χρόνο της συγγραφής, το αφήνει ασχολίαστο.
Ας σκεφτούμε μερικές ακόμη παραμέτρους. Ο Ξενοφών δε θα μπορούσε να ελπίσει ποτέ σε μιαν ανάκληση της εξορίας του και ίσως ίσως να μην το επιθυμούσε κιόλας. Έγραψε το έργο του για να διαβαστεί στη Σπάρτη. Μετά τη μάχη της Μαντίνειας τον βλέπουμε πιθανόν στην Αθήνα, όπου τα έργα του αναγνώστηκαν δημόσια. Πιθανόν να έκανε τροποποιήσεις στο έργο του για να μπορέσει να γίνει δεκτό κι εκεί. Μήπως η φράση αυτή ήταν μια μεταγενέστερη προσθήκη του για να απαλύνει το κλίμα της επιστροφής του, τώρα πια που Αθήνα και Σπάρτη δεν ήταν δυο εχθροί, αλλά δυο ενωμένες πόλεις εναντίον ενός τρίτου εχθρού, της Θήβας, δυο πόλεις εξίσου αποδυναμωμένες, όπου δε φαίνεται να έχει σημασία ποιος φταίει για το αποτέλεσμα, όταν το σημαντικό είναι το ίδιο το γεγονός;
Η άλλοτε μεγάλη, ισχυρή ιμπεριαλιστική Αθήνα που θρηνεί όταν φτάνει ξαφνικά, εκεί που δεν το περίμενε, η είδηση της καταστροφής και οι επαπειλούμενες συνέπειες της ασύνετης πολιτικής τους παρά τα τόσα λάθη τους αδυνατούν να τα αναγνωρίσουν, απόδειξη ότι τα επαναλαμβάνουν είναι αναμενόμενη πράξη πολιτικής ανωριμότητας να θέλουν να τα επιρρίψουν σε κάποιον άλλο. Το προφανές, το πρόχειρο θύμα, ο Αδείμαντος, είναι αυτό από το οποίο αρπάζονται εκείνη τη στιγμή. Πέντε χρόνια αργότερα δεν έχουν ηρεμήσει, καθώς δεν τολμούν να αποδεχτούν και να αναγνωρίσουν τα λάθη τους, να δουν τον εχθρό στον καθρέπτη, και δεν ησυχάζουν μέχρι να βρουν ένα εξιλαστήριο θύμα μεγαλύτερου κύρους και ευρύτερου βεληνεκούς στο πρόσωπο του Σωκράτη.
Το τι διέσωσε η ιστορία των αιώνων που ακολούθησαν είναι αυτό: ότι δε θα μπορούσε μια τόσο ισχυρή δύναμη να ηττηθεί παρά μόνο με προδοσία. Όταν προσπαθείς να κρυφτείς πίσω από το δάχτυλό σου και οι πηγές είναι μόνο Αθηναϊκές μπορούμε να βρούμε μια λογική απάντηση. Η ιδιάζουσα σχέση του Ξενοφώντα που είναι η κύρια και σημαντικότερη πηγή μας με τον ιδιότυπο ρόλο του με πρόσωπα και πράγματα δεν ξεκαθαρίζει με ακρίβεια την αλήθεια των γεγονότων. Πιθανές πηγές που χάθηκαν τυχαία ή σκόπιμα, πληροφορίες που διαστρεβλώθηκαν, σε μια εποχή τόσο μακρινή από αυτή στην οποία αναφερόμαστε κρατούν την αλήθεια στο σκοτάδι. Συμπάθειες και προτιμήσεις των ιστορικών, αλλά και του αναγνώστη του ίδιου δεν μπορούν ποτέ να αποκλειστούν. Η αλήθεια μένει πάντα μακριά μας όσο και σε τόσα άλλα θέματα. Θα ήμουν ευχαριστημένη προβληματισμός μας προκαλούσε ένα εποικοδομητικό διάλογο που αποκάλυπτε και άλλες οπτικές.


Αλλαγή μεγέθους γραμματοσειράς
Αντίθεση
Μετάβαση σε γραμμή εργαλείων