Ντεκάρτ: βασικές απόψεις (κείμενο πανελλαδικών εξετάσεων 2000)

Οκτ 200911

“Εξετάζοντας με προσοχή τι ήμουν, είδα ότι μπορούσα να υποθέσω πως δεν είχα σώμα και πως ούτε κόσμος υπήρχε, ούτε τόπος όπου να βρίσκομαι, αλλά πως δεν μπορούσα γι’ αυτό να υποθέσω πως ούτε κι εγώ υπήρχα. Απεναντίας, ακριβώς από το ότι σκεπτόμουν ν’ αμφιβάλλω για την αλήθεια των άλλων πραγμάτων, έβγαινε ολοφάνερα και πολύ σίγουρα πως εγώ υπήρχα. Ενώ, αν είχα μονάχα πάψει να σκέπτομαι, δεν είχα κανένα λόγο να πιστέψω πως υπήρχα, έστω κι αν ήταν αληθινά όλα τα υπόλοιπα που είχα φανταστεί. Απ’ αυτό κατάλαβα πως ήμουν μια υπόσταση που ολόκληρη η ουσία ή η φύση της δεν είναι παρά το να σκέπτεται και δεν έχει ανάγκη, για να υπάρχει, από κανένα τόπο κι ούτε εξαρτιέται από τίποτα το υλικό. Έτσι που, αυτό το εγώ, δηλαδή η ψυχή, χάρη στην οποία είμαι ό,τι είμαι, είναι εντελώς ξέχωρη από το σώμα, κι είναι μάλιστα ευκολότερο να γνωρίσει κανένας αυτήν παρά εκείνο. κι αν ακόμα το σώμα δεν υπήρχε διόλου, πάλι η ψυχή δεν θα έπαυε να είναι ό,τι είναι”.

Ρενέ Ντεκάρτ, Λόγος περί της μεθόδου IV, § 37.

Στο απόσπασμα  που σας δίνεται να  εντοπίσετε βασικές θέσεις; της φιλοσοφίας του Ντεκάρτ και να τις αναλύσετε.

 

 

Στο απόσπασμα αυτό μπορούμε να διακρίνουμε βασικές θέσεις του ορθολογιστή Ντεκάρτ, οι οποίες αφορούν την προσπάθειά του να αποδείξει την ύπαρξη του ανθρώπου, του πρώτου και σημαντικότερου γι΄ αυτόν πεδίου της πραγματικότητας.

Η μέθοδος που ακολουθεί (ο τίτλος του έργου από το οποίο ανθολογείται το συγκεκριμένο απόσπασμα είναι Λόγος περί της μεθόδου) είναι η μέθοδος της αμφιβολίας, της καθολικής αμφιβολίας, η οποία του χρησιμεύει όχι να αναιρέσει στο σύνολό της την πραγματικότητα και τη γνώση της, αλλά αντίθετα στο να αποδείξει με απόλυτη σιγουριά τη βεβαιότητά του για την ύπαρξή της.

 

 

Στο πλαίσιο λοιπόν αυτής της φιλοσοφικής του αναζήτησης με πυξίδα του τον ορθό λόγο υποθέτει ότι μπορεί να αμφιβάλλει για το σώμα του, η αμφιβολία του όμως αυτή (για το σώμα του) δεν του επιτρέπει να καταλήξει στη βεβαιότητα για την ύπαρξή του, αλλά αντίθετα η ίδια η αμφιβολία του του επιτρέπει να αποδείξει την ύπαρξή του, γιατί αν είχε σταματήσει να σκέπτεται (=αμφιβάλλει), κι αν ακόμα ήταν αληθινά όλα τα πράγματα που είχε φανταστεί αυτό δε θα αποδείκνυε τη δική του την ύπαρξη.

 

Αυτός ο συλλογισμός τον έκανε να πιστεύει ότι είχε διπλή υπόσταση, ότι αποτελούνταν δηλαδή από δύο εντελώς διαφορετικές μεταξύ τους υποστάσεις: α) από το υλικό εκτατό σώμα του, το οποίο αποτελεί μέρος του μηχανιστικού συστήματος του σύμπαντος, επομένως είναι αυτόματο, αυτο-κινούμενο και ανεξάρτητο από τον έλεγχό του και β) από την άυλη μη εκτατή ψυχή του, που χαρακτηρίζεται από συνείδηση, και μάλιστα από άμεση συνείδηση, και ότι επίσης ήταν πιο κοντά στην ψυχική του υπόσταση, ότι ταύτιζε τον εαυτό του με αυτήν.

 

Έτσι η αμφιβολία ως ψυχικό γεγονός , που συντελείται με τη συνείδηση (για την οποία δεν μπορεί να αμφιβάλλει, αφού χαρακτηρίζεται από αμεσότητα, για την οποία δηλαδή είναι απολύτως βέβαιος), του επιτρέπει να αποδείξει την ύπαρξη του εαυτού του, εφόσον η ψυχή μπορεί να διατηρεί τα χαρακτηριστικά της ανεξάρτητα από εκείνα του σώματος, και εφόσον ταυτίζει τον εαυτό του με την ψυχή του.

Καταλήγει λοιπόν σε μια θέση , η οποία κατέχει θεμελιακή θέση στη φιλοσοφία του και αποτελεί την βάση και την πρώτη αρχή, για να μπορέσει στη συνέχεια να αποδδείξει τα δύο άλλα επίπεδα της πραγματικότητας, το Σκέπτομαι, άρα υπάρχω (cogito, ergo sum).

 

Έτσι ο Ντεκάρτ ακολουθώντας διαφορετική πορεία από εκείνη των σκεπτικιστών, χρησιμοποίησε δημιουργικά (μεθοδολογικά) το σκεπτικισμό και μάλιστα στην πιο ακραία μορφή του, αλλά δεν οδηγήθηκε όπως εκείνοι στην απόλυτη άρνηση της πραγματικότητας και της γνώσης της, αλλά αντίθετα στην απόλυτη βεβαιότητά του γι΄ αυτήν.

Αφήστε μια απάντηση



Αλλαγή μεγέθους γραμματοσειράς
Αντίθεση
Μετάβαση σε γραμμή εργαλείων