Βιβλίο 2, κεφάλαιο 1, παράγραφοι 16-27
Οι Αθηναίοι, έχοντας ως ορμητήριό τους τη Σάμο, άρχισαν να λεηλατούν τη χώρα του βασιλιά και έπλεαν εναντίον της Χίου και της Εφέσου και άρχισαν να προετοιμάζονται για ναυμαχία. Εξέλεξαν στρατηγούς, επιπλέον σ’ αυτούς που υπήρχαν, το Μένανδρο, τον Τυδέα, (και) τον Κηφισόδοτο. Ο Λύσανδρος αναχωρεί από τη Ρόδο παραπλέοντας την Ιωνία προς τον Ελλήσποντο, για να εμποδίσει την αναχώρηση των πλοίων και ενάντια στις πόλεις που είχαν αποστατήσει απ’ αυτούς. Έβγαιναν και οι Αθηναίοι από τη Χίο στην ανοιχτή θάλασσα, γιατί η Ασία ήταν εχθρική σ’ αυτούς. Ο Λύσανδρος έπλεε παραλιακά από την Άβυδο στη Λάμψακο, η οποία ήταν σύμμαχος των Αθηναίων. Οι κάτοικοι της Αβύδου και οι άλλοι ακολουθούσαν πεζοί (από τη στεριά). Αρχηγός τους ήταν ο Θώρακας ο Λακεδαιμόνιος. Αφού έκαναν επίθεση στην πόλη, την κυριεύουν με έφοδο και τη λεηλάτησαν οι στρατιώτες, αφού ήταν πλούσια και γεμάτη από κρασί και σιτηρά και όλα τα άλλα εφόδια. Τους πολίτες τους άφησε όλους ελεύθερους ο Λύσανδρος.
Οι Αθηναίοι πλέοντας από κοντά αγκυροβόλησαν στον Ελαιούντα της Χερρονήσου με εκατόν ογδόντα πλοία. Εκεί λοιπόν όταν (προ)γευμάτιζαν, φτάνει σ’ αυτούς η είδηση σχετικά με τη Λάμψακο και αμέσως ανοίχτηκαν στη Σηστό. Από εκεί, αφού εφοδιάστηκαν με τρόφιμα, έπλευσαν προς τους Αιγός Ποταμούς. Απείχε ο Ελλήσποντος από εκεί περίπου δεκαπέντε στάδια. Εκεί λοιπόν άρχισαν να δειπνούν.
Ο Λύσανδρος την επόμενη νύχτα, όταν ήταν όρθρος, έδωσε εντολή, αφού προγευματίσουν, να επιβιβαστούν στα πλοία, και αφού έκανε όλες τις προετοιμασίες σα να επρόκειτο για ναυμαχία και αφού τοποθέτησε τα παραπετάσματα, προειδοποίησε να μην κινηθεί κανείς από τη θέση του ούτε να βγει ανοιχτά στη θάλασσα. Οι Αθηναίοι με την ανατολή του ήλιου παρατάχτηκαν μπροστά στο λιμάνι σε μέτωπο σα (να επρόκειτο) για ναυμαχία. Επειδή όμως ο Λύσανδρος δεν έβγαλε τα καράβια του να τους αντιμετωπίσει και η μέρα είχε προχωρήσει, αναχώρησαν πίσω στους Αιγός Ποταμούς. Ο Λύσανδρος τότε διέταξε τα γρηγορότερα από τα καράβια του να ακολουθούν τους Αθηναίους, και αφού παρατηρήσουν τι κάνουν όταν αποβιβαστούν, να επιστρέψουν και να του το αναφέρουν. Και δεν αποβίβασε (τους ναύτες) από τα καράβια, παρά αφού αυτά γύρισαν. Αυτά τα έκανε για τέσσερις μέρες. Και οι Αθηναίοι ανοίγονταν στο πέλαγος εναντίον του.
Ο Αλκιβιάδης, όταν παρατήρησε πάνω από τα τείχη από τη μια μεριά τους Αθηναίους να έχουν αγκυροβολήσει σε ανοιχτή παραλία όχι κοντά σε κάποια πόλη και να αναζητούν τροφή από τη Σηστό, ενώ τους εχθρούς μέσα σε λιμάνι κοντά σε πόλη να έχουν τα πάντα, είπε ότι αυτοί δεν έχουν αγκυροβολήσει σε καλό μέρος, και τους συμβούλευε να μετακινηθούν σε άλλο αγκυροβόλιο στη Σηστό μέσα σε λιμάνι και κοντά σε πόλη. Αν είστε εκεί, θα ναυμαχήσετε, είπε, όταν θέλετε. Οι στρατηγοί όμως, και κυρίως ο Τυδέας και ο Μένανδρος, τον διέταξαν να απομακρυνθεί, γιατί αυτοί τώρα ήταν στρατηγοί και όχι εκείνος. Και αυτός έφυγε.
Ο Λύσανδρος, όταν ήταν η πέμπτη μέρα που οι Αθηναίοι έπλεαν εναντίον τους, είπε σ’ αυτούς που τους ακολουθούσαν με διαταγή του, όταν τους παρατηρήσουν να έχουν αποβιβαστεί και διασκορπιστεί στη Χερσόνησο (πράγμα που έκαναν πολύ περισσότερο κάθε μέρα και γιατί αγόραζαν τα τρόφιμα από μακριά και γιατί περιφρονούσαν πια το Λύσανδρο, επειδή δεν έβγαζε τα καράβια του εναντίον τους), αφού αποπλεύσουν πίσω σε αυτόν να σηκώσουν ψηλά μια ασπίδα στη μέση της διαδρομής. Αυτοί έκαναν αυτά, όπως τους διέταξε.
Βιβλίο 2, κεφάλαιο 1, παράγραφοι 28-29
Ο Λύσανδρος τότε αμέσως έδωσε σύνθημα να πλεύσουν όσο πιο γρήγορα μπορούσαν, και πήγαινε μαζί και ο Θώρακας με το πεζικό. Ο Κόνωνας, όταν είδε την επίθεση, έδωσε σήμα να τρέξουν αμέσως στα πλοία με όλες τους τις δυνάμεις. Καθώς όμως οι άνθρωποι ήταν διασκορπισμένοι, άλλα πλοία βρέθηκαν με δυο σειρές κωπηλάτες, άλλα με μια σειρά και άλλα ήταν εντελώς άδεια. Το πλοίο του Κόνωνα και άλλα επτά γύρω απ’ αυτό με όλο το πλήρωμά τους και η Πάραλος ανοίχτηκαν στο πέλαγος όλα μαζί, ενώ όλα τα άλλα τα κυρίευσε ο Λύσανδρος κοντά στην ακτή. Τους περισσότερους άνδρες τους συνέλαβε στη στεριά, μερικοί όμως κατέφυγαν στα μικρά οχυρά. Ο Κόνωνας φεύγοντας με τα εννέα πλοία, όταν αντιλήφθηκε ότι οι Αθηναίοι είχαν καταστραφεί, αφού προσορμίστηκε στην Αβαρνίδα, το ακρωτήριο της Λαμψάκου, πήρε από εκεί τα μεγάλα πανιά των καραβιών του Λυσάνδρου, και ο ίδιος με τα οκτώ πλοία αναχώρησε για την Κύπρο στον Ευαγόρα, ενώ η Πάραλος προς την Αθήνα για να αναγγείλει τα γεγονότα.
Βιβλίο 2, κεφάλαιο 1, παράγραφοι 30-32
Ο Λύσανδρος στη συνέχεια οδήγησε στη Λάμψακο και τα πλοία και τους αιχμαλώτους και όλα τα άλλα, και από τους στρατηγούς συνέλαβε και άλλους και το Φιλοκλή και τον Αδείμαντο. Τη μέρα που τα έκανε αυτά, έστειλε το Θεόπομπο από τη Μίλητο, τον πειρατή, στη Λακεδαίμονα για να αναγγείλει τα γεγονότα, ο οποίος, αφού έφτασε την τρίτη μέρα, τα ανακοίνωσε.
Μετά από αυτά ο Λύσανδρος, αφού συγκέντρωσε τους συμμάχους, έδωσε εντολή να συσκεφτούν για τους αιχμαλώτους. Τότε λοιπόν διατυπώνονταν πολλές κατηγορίες για τους Αθηναίους, και για τις παρανομίες που είχαν ήδη διαπράξει και για αυτά που είχαν αποφασίσει να κάμουν, αν νικούσαν στη ναυμαχία, να κόψουν δηλαδή το δεξί χέρι όσων θα συλλαμβάνονταν ζωντανοί και επειδή, όταν κυρίεψαν δυο τριήρεις, μία από την Άνδρο και μία από την Κόρινθο, πέταξαν από αυτές στη θάλασσα όλους τους άνδρες. Ο Φιλοκλής ήταν ο στρατηγός των Αθηναίων, ο οποίος τους θανάτωσε. Λέγονταν και άλλα πολλά και τελικά αποφάσισαν να θανατώσουν από τους αιχμαλώτους όσους ήταν Αθηναίοι εκτός από τον Αδείμαντο, επειδή αυτός μόνο στην εκκλησία του δήμου είχε αντίθετη άποψη στο ψήφισμα για το κόψιμο των χεριών. Κατηγορήθηκε όμως από κάποιους ότι πρόδωσε τα πλοία. Ο Λύσανδρος, αφού ρώτησε πρώτα το Φιλοκλή, ο οποίος πέταξε στη θάλασσα τους Ανδριώτες και τους Κορινθίους, τι άξιζε να πάθει, αφού αυτός άρχισε να παρανομεί στους Έλληνες, τον έσφαξε.
Βιβλίο 2, κεφάλαιο 2, παράγραφοι 1-2
Αφού τακτοποίησε τα πράγματα στη Λάμψακο, έπλεε ενάντια στο Βυζάντιο και στην Καλχηδόνα. Οι κάτοικοι τον υποδέχονταν, αφού άφησαν ελεύθερους σύμφωνα με συνθήκες τους φρουρούς των Αθηναίων. Εκείνοι οι οποίοι πρόδωσαν στον Αλκιβιάδη το Βυζάντιο κατέφυγαν τότε στον Πόντο και αργότερα στην Αθήνα και έγιναν Αθηναίοι. Ο Λύσανδρος και τους φρουρούς των Αθηναίων και, αν κάπου έβλεπε κάποιον άλλο Αθηναίο, έστελνε (άφηνε ελεύθερο να φύγει) στην Αθήνα, προσφέροντας ασφάλεια μόνο σ’ εκείνους που έπλεαν προς τα κει και όχι προς άλλο μέρος, γνωρίζοντας ότι όσο περισσότεροι συγκεντρώνονταν στην πόλη και στον Πειραιά, γρηγορότερα θα τελείωναν τα απαραίτητα (τρόφιμα). Αφού άφησε αρμοστή στο Βυζάντιο και στην Καλχηδόνα το Σθενέλαο, που ήταν Λάκωνας, ο ίδιος αναχώρησε στη Λάμψακο και επισκεύαζε τα πλοία.
Βιβλίο 2, κεφάλαιο 2, παράγραφοι 3-4
Στην Αθήνα, όταν έφτασε η Πάραλος τη νύχτα, διαδιδόταν η συμφορά, και θρήνος από τον Πειραιά μέσα από τα Μακρά Τείχη μεταδιδόταν στην πόλη, καθώς ο ένας το ανακοίνωνε στον άλλο. Ώστε εκείνη τη νύχτα δεν κοιμήθηκε κανείς, γιατί πενθούσαν όχι μόνο τους νεκρούς, αλλά πολύ περισσότερο ακόμα οι ίδιοι τους εαυτούς τους , επειδή πίστευαν ότι θα πάθουν όσα έκαναν στους κατοίκους της Μήλου, οι οποίοι ήταν άποικοι των Λακεδαιμονίων, όταν τους νίκησαν σε πολιορκία, και στους κατοίκους της Ιστιαίας και της Σκιώνης και της Τορώνης και της Αίγινας και σε πολλούς άλλους Έλληνες. Την επομένη όμως συγκάλεσαν συνέλευση του λαού, στην οποία αποφάσισαν να επιχωματίσουν τα λιμάνια εκτός από ένα και να επισκευάζουν τα τείχη και να τοποθετούν φρουρούς και ως προς όλα τα άλλα να προετοιμάζουν την πόλη σα να επρόκειτο για πολιορκία.
Μετάφραση 2,2, 16-23
Ο Λύσανδρος έστειλε στους εφόρους ανάμεσα σε άλλους Λακεδαιμονίους τον Αριστοτέλη, ο οποίος ήταν Αθηναίος πολιτικός εξόριστος, για να ανακοινώσει ότι αποκρίθηκε στο Θηραμένη ότι εκείνοι είναι αρμόδιοι σε θέματα ειρήνης και πολέμου. Ο Θηραμένης και οι άλλοι πρέσβεις, όταν ήταν στη Σελλασία και ρωτήθηκαν για ποιο λόγο είχαν έρθει, είπαν ότι (είχαν έρθει) με απόλυτη εξουσία για το θέμα της ειρήνης και μετά από αυτά οι έφοροι διέταξαν να τους καλέσουν. Όταν ήρθαν, συγκάλεσαν συνέλευση, στην οποία εξέφραζαν αντιρρήσεις οι Κορίνθιοι και οι Θηβαίοι κυρίως, αλλά και πολλοί άλλοι Έλληνες, να μη συνθηκολογούν με τους Αθηναίους, αλλά να τους καταστρέφουν.
Οι Λακεδαιμόνιοι όμως αρνήθηκαν να υποδουλώσουν μια πόλη ελληνική που είχε προσφέρει μεγάλες υπηρεσίες στους πολύ σοβαρούς κινδύνους που είχαν προκύψει στην Ελλάδα, αλλά δέχονταν να συνάψουν ειρήνη με τον όρο, αφού γκρεμίσουν τα Μακρά Τείχη και τα τείχη του Πειραιά και αφού παραδώσουν τα πλοία εκτός από δώδεκα και αφού δεχτούν την επιστροφή των πολιτικών εξόριστων, θεωρώντας τους ίδιους εχθρούς και φίλους με τους Λακεδαιμονίους, να τους ακολουθούν σε στεριά και θάλασσα, όπου τυχόν τους οδηγούν. Ο Θηραμένης και οι πρέσβεις που ήταν μαζί του έφεραν πίσω στην Αθήνα αυτούς τους όρους.
Καθώς αυτοί έμπαιναν στην πόλη, άρχισε να τους περικυκλώνει μεγάλο πλήθος, επειδή φοβούνταν μήπως είχαν γυρίσει άπρακτοι, γιατί δεν υπήρχε πια περιθώριο να καθυστερούν, εξαιτίας του πλήθους των νεκρών από την πείνα. Την επομένη ανάγγελναν οι πρέσβεις με ποιους όρους δέχονταν οι Λακεδαιμόνιοι να συνάψουν ειρήνη. Μιλούσε εξ ονόματος αυτών ο Θηραμένης υποστηρίζοντας ότι πρέπει να πείθονται στους Λακεδαιμόνιους και να γκρεμίζουν τα τείχη. Καθώς λίγοι του έφεραν αντιρρήσεις, ενώ πολύ περισσότεροι συμφώνησαν, αποφάσισαν να δεχτούν την ειρήνη. Μετά από αυτά και ο Λύσανδρος κατέπλευσε στον Πειραιά και οι πολιτικοί εξόριστοι επέστρεψαν και τα τείχη άρχισαν να γκρεμίζουν με μεγάλη προθυμία με τη συνοδεία μουσικής αυλητρίδων, επειδή πίστευαν ότι εκείνη την ημέρα άρχιζε η ελευθερία στην Ελλάδα.
2,4, 39-43
Αφού ολοκληρώθηκαν αυτά, ο Παυσανίας διέλυσε το στράτευμα, ενώ η ομάδα του Πειραιά (οι δημοκρατικοί) ανέβηκαν ένοπλοι στην ακρόπολη και έκαναν θυσία στην Αθηνά. Αφού κατέβηκαν, οι στρατηγοί συγκάλεσαν συνέλευση του λαού, όπου ο Θρασύβουλος είπε:
Εγώ σας συμβουλεύω, είπε, άνδρες της πόλεως (ολιγαρχικοί) να γνωρίσετε τους εαυτούς σας. Και θα τους γνωρίσετε πάρα πολύ καλά, αν αναλογιστείτε για ποιο λόγο εσείς πρέπει να καυχιέστε, ώστε να επιχειρείτε να μας εξουσιάζετε. Για ποιο λόγο είστε πιο δίκαιοι; Αλλά ο λαός, αν και ήταν φτωχότερος από σας, δε διέπραξε ποτέ ως τώρα καμιά αδικία ενώπιόν σας για τα χρήματα. Εσείς όμως, αν και είστε πλουσιότεροι απ’ όλους, έχετε διαπράξει πολλές αισχρές πράξεις για το κέρδος. Αφού όμως δεν έχετε καμιά σχέση με τη δικαιοσύνη, εξετάστε αν άραγε πρέπει να καυχιέστε για την ανδρεία σας. Και ποια κρίση γι’ αυτό μπορεί να είναι καλύτερη, παρά το πώς πολεμήσαμε μεταξύ μας; Αλλά θα μπορούσατε να ισχυριστείτε ότι υπερέχετε σε εξυπνάδα, (εσείς) οι οποίοι αν και είχατε και τείχος και όπλα και χρήματα και τους Πελοποννήσιους (ως) συμμάχους έχετε νικηθεί από εκείνους που δεν είχαν τίποτε απ’ αυτά; Αλλά νομίζετε ότι πρέπει να καυχιέστε για τη σχέση σας με τους Λακεδαιμονίους; Πώς, οι οποίοι βέβαια όπως παραδίδουν τα σκυλιά που δαγκώνουν, αφού τα δέσουν με θηλιά, έτσι και εκείνοι, αφού σας παρέδωσαν στον αδικημένο αυτό λαό, έφυγαν βιαστικά;
Δεν έχω βέβαια εγώ καμιά αξίωση, άνδρες, να παραβείτε εσείς τίποτα από αυτά που ορκιστήκατε, αλλά και αυτό κοντά στα άλλα χαρίσματά σας να επιδείξετε, ότι και τους όρκους σας τηρείτε και όσιοι είστε.
Αφού είπε αυτά και άλλα παρόμοια και ότι δεν πρέπει να προκαλούν καμιά ταραχή, αλλά να τηρούν τους πατροπαράδοτους νόμους, διέλυσε τη συνέλευση.
Και τότε αφού όρισαν άρχοντες περνούσαν (ήσυχα) την πολιτική τους ζωή. Αργότερα όμως, όταν άκουσαν ότι οι (τριάντα) από την Ελευσίνα στρατολογούν ξένους μισθοφόρους, εκστράτευσαν εναντίον τους με όλες τους τις δυνάμεις και τους στρατηγούς τους, όταν ήρθαν σε διαπραγματεύσεις, τους σκότωσαν, ενώ τους άλλους, αφού έστειλαν (σ’ αυτούς) τους φίλους και συγγενείς, τους έπεισαν να συμφιλιωθούν. Και αφού έδωσαν όρκους ότι αληθινά δε θα μνησικακήσουν, ακόμα και τώρα ζουν αρμονικά ως πολίτες και ο λαός μένει πιστός στους όρκους.
Αφήστε μια απάντηση
Για να σχολιάσετε πρέπει να συνδεθείτε.