Φροντίδα για τους νεκρούς

Ιούλ 200916

 

Σ’ ένα ηρωικό (πολεμικό) έπος είναι φυσικό οι νεκροί να είναι πολλοί. Στη συντριπτική τους πλειοψηφία είναι άνθρωποι που έχασαν τη ζωή τους στο πεδίο της μάχης. Εξαίρεση παρουσιάζει το πλήθος των νεκρών Αχαιών που είναι θύματα του λοιμού που ρίχνει στο στρατόπεδό τους ο Απόλλωνας ως τιμωρία για την προσβολή του ιερέα του Χρύση. Σπανιότερη είναι η περίπτωση του φυσιολογικού θανάτου, που αναφέρεται μόνο στα πλαίσια αφήγησης γεγονότων του παρελθόντος.

 Οι πρώτοι νεκροί του πολέμου προκύπτουν  μετά την πρώτη μέρα μάχης (Δ – Η 293, 22η μέρα της Ιλιάδας). Η επόμενη μέρα (23η) είναι στο μεγαλύτερο μέρος της αφιερωμένη  στην περισυλλογή και στο κάψιμο των νεκρών, που αξιοσημείωτο είναι ότι πραγματοποιείται στο πλαίσιο ανακωχής που αποφασίζεται και από τις δυο μεριές των αντιπάλων, Αχαιούς και Τρώες, πράγμα που δηλώνει τη σημασία και το σεβασμό που αποδίδουν στους νεκρούς.

 

Μεγάλη προσβολή για ένα νεκρό είναι να μείνει άταφος ή να πάρουν το πτώμα του οι εχθροί, να το σκυλεύσουν (να του αφαιρέσουν την πανοπλία), να το ακρωτηριάσουν  και ακόμα χειρότερα να το ρίξουν στα σκυλιά. Το σώμα του Έκτορα είναι εκείνο που επισύρει τις μεγαλύτερες και περισσότερες προσβολές μέσα στο έπος. Παραμένει αρκετές μέρες άταφο, πράγμα που αγγίζει τα όρια της ιεροσυλίας, ώστε  εξεγείρει την αγανάκτηση ακόμα και των θεών και τη μεσολάβησή τους. Ο Αχιλλέας απειλεί ότι θα δώσει στα σκυλιά το πτώμα του, απειλή που τελικά δεν πραγματοποιείται. Εξίσου προσβλητικό όμως είναι και αυτό που κάνει: να το σέρνει κατ’ επανάληψη δεμένο στο άρμα του γύρω από την Τροία και αργότερα καθημερινά για 11 μέρες γύρω από τον τάφο του Πατρόκλου. Δικαιολογημένα ο Έκτορας πεθαίνοντας μόνη του έγνοια είχε όχι το θάνατο καθαυτό, αλλά  την  προσπάθεια  να εξασφαλίσει την αξιοπρεπή  κατάσταση του σώματός του. Όταν λοιπόν μονομαχεί με τον Αχιλλέα, προσπαθεί, μάταια, να τον πείσει να παραδώσει το πτώμα του στους δικούς του με αντίτιμο λύτρα. Και τελικά ξεψυχά πικραμένος, χωρίς καμιά ελπίδα ότι το σώμα του θα παραδοθεί, μια και ο Αχιλλέας παραμένει ανένδοτος και μάλιστα δηλώνει ότι και του βάρους του χρυσάφι να του πρόσφεραν δε θα δεχόταν.

 Από την άλλη εκείνος  που προσβάλλει το σώμα ενός νεκρού κερδίζει δόξα προσβάλλοντας τη φήμη και  την αξιοπρέπεια  του νεκρού. Αυτή είναι η συνήθης τακτική στον πόλεμο. Λίγες είναι οι περιπτώσεις και αποτελούν εξαίρεση μέσα στην κτηνωδία του ομηρικού πολέμου που ο νικητής σέβεται το νεκρό, όπως ο Αχιλλέας, τότε που δεν ήταν τυφλωμένος από το πάθος της εκδίκησης, σεβάστηκε τον πατέρα της Ανδρομάχης Ηετίωνα, τον οποίο έθαψε με την πανοπλία του και μάλιστα του ύψωσε τύμβο.

 Αποτρόπαιες προσπάθειες κακοποίησης, ακρωτηριασμού, που τελικά  δεν εκτελούνται ¾ίσως  γιατί είναι ανάρμοστες σε μεγάλους ήρωες και γιατί ξεπερνούν τα όρια της αγριότητας¾ είναι όταν ο Έκτορας επιχειρεί να κόψει το κεφάλι του Πατρόκλου, ενώ ο Αχιλλέας υπόσχεται να προσφέρει, μαζί με την πανοπλία, το κεφάλι του Έκτορα στη νεκρική πυρά του Πατρόκλου.

Γύρω από κάθε νεκρό διεξάγονται σκληρές μάχες για να καταφέρουν οι δικοί του ν’ αποσπάσουν το πτώμα του από τους εχθρούς και να γλιτώσουν πιθανή κακοποίηση, καθώς η μη διάσωση του πτώματος επιφέρει ντροπή και καταφρόνια. Ο ετοιμοθάνατος Σαρπηδόνας ζητά από το φίλο του Γλαύκο να φροντίσει να διασφαλίσει την αξιοπρέπεια του πτώματός του και εκείνος νιώθοντας να βαραίνει  πάνω του  η παράκληση και απειλή αυτή, καθώς μάλιστα ο ίδιος είναι πληγωμένος στο χέρι και ανήμπορος να εκτελέσει το χρέος του, προσεύχεται στον Απόλλωνα να τον ενδυναμώσει  για να μπορέσει να ανταποκριθεί στο καθήκον του.

 

Ύψιστη τιμή που αποδίδει ο Δίας στο γιο του Σαρπηδόνα, αφού δεν κατάφερε να απομακρύνει απ’ αυτόν το θάνατο, είναι να ρίξει προκαταβολικά ματωμένες ψιχάλες από τον ουρανό για να τον τιμήσει. Έπειτα, όταν σκοτώνεται, στέλνει τον Απόλλωνα να περιποιηθεί το σώμα του (να του σκουπίσει τα αίματα, να τον πλύνει στο ρέμα του ποταμού, να τον αλείψει με θεϊκό λάδι και να του φορέσει θεϊκό χιτώνα)  και  τον παραδίδει στον Ύπνο και στο Θάνατο να μεταφέρουν το πτώμα στην πατρίδα του, όπου στήνουν μνημείο και τοποθετούν αναμνηστική στήλη.

Για τους Αχαιούς «κοινούς θνητούς» όμως που πολεμούν μακριά από την πατρίδα τους και εφόσον ο πόλεμος συνεχίζεται μια τέτοια τιμή δεν είναι εφικτή· θα πρέπει να περιοριστούν σε ομαδική περισυλλογή και κάψιμο, σε ομαδικό τάφο και μνημείο, μια βιαστική και επικίνδυνη συχνά διαδικασία μέσα στο πλαίσιο του πολέμου, ενώ η μεταφορά των οστών τους στην πατρίδα τους θα γίνει στο τέλος του πολέμου.

 Οι μεγάλοι ήρωες  μόνο τυχαίνουν λαμπρότερες τιμές. Ο Έκτορας και ο Πάτροκλος είναι οι δυο μεγάλοι νεκροί της Ιλιάδας, ένας από κάθε αντίπαλο στρατόπεδο, ξεχωριστοί και οι δυο τους και πολυαγαπημένοι, ώστε η απώλειά τους να επιτρέψει στον ποιητή να παρουσιάσει τα νεκρικά έθιμα σε όλη τους τη μεγαλοπρέπεια.

 

Περιποίηση του σώματος του νεκρού.

Από τους θεούς. Η Θέτιδα σταλάζει νέκταρ και αμβροσία στα ρουθούνια του νεκρού Πατρόκλου, για να μην επέλθει σήψη, έως ότου ο Αχιλλέας ¾ αφού πάρει την εκδίκησή του σκοτώνοντας τον Έκτορα, όπως ορκίστηκε¾  τού προσφέρει τις νεκρικές τιμές. Ανάλογη φροντίδα είναι του Έκτορα από την Αφροδίτη, που διώχνει τους σκύλους μακριά και τον αλείφει με αμβροσία, και από τον Απόλλωνα, που τον καλύπτει με σύννεφο, για να μην ξεραθεί το δέρμα από τον ήλιο. Η Εκάβη στο θρήνο της αναφέρει ότι είναι περήφανη που το παιδί της και νεκρό το φρόντισαν οι θεοί.

 Από τους ανθρώπους. Το πλύσιμο του νεκρού. Αμέσως μετά τον πρώτο θρήνο για τον Πάτροκλο ο Αχιλλέας δίνει εντολή να πλύνουν το πτώμα για να το καθαρίσουν από τα αίματα. Με ζεστό νερό οι σύντροφοι τον λούζουν, τον αλείφουν με μυρωμένο λάδι και καλύπτουν με εννιάχρονη αλοιφή τις πληγές. Στη συνέχεια τον ξαπλώνουν σε στρώμα , όπου  σκεπάζουν το  σώμα του με λεπτό σεντόνι και από πάνω μ’ ένα μάλλινο χοντρό κλινοσκέπασμα. Αντίστοιχα ο  Αχιλλέας ξεχωρίζει από τα λύτρα που έφερε ο Πρίαμος «ένα καλόφαντο πανί και δυο κιλίμια» για να σκεπάσουν το νεκρό, αφού προηγουμένως κατ’ εντολή του οι δούλες τον έλουσαν και τον άλειψαν με  μύρα για να μην τον δει σε άθλια κατάσταση ο γέρος πατέρας του, ενώ ο ίδιος ο Αχιλλέας τον τοποθετεί στο στρώμα.

 

Θρήνος – πένθος για το νεκρό. Το κλάμα είναι συνώνυμο του θανάτου: όταν ο Έκτορας μπαίνει στην Τροία, οι Τρωαδίτισσες τρέχουν ολόγυρά του να μάθουν νέα για τους δικούς τους. Αντί άλλης περιγραφής ο ποιητής αναφέρει ότι οι περισσότερες είχαν δικούς να κλάψουν. Το κλάμα είναι μια ικανοποίηση για τους συγγενείς και φίλους ότι πρόσφεραν στο νεκρό τους αυτά που έπρεπε και μια εκτόνωση στον πόνο τους.

 Για τους μεγάλους νεκρούς της Ιλιάδας Πάτροκλο και Έκτορα  ο θρήνος είναι βαρύς. Θρηνούν τα πολύ στενά πρόσωπα του οικογενειακού περιβάλλοντος (γονείς, σύζυγος και Ελένη για τον Έκτορα, για τον Πάτροκλο ο στενός του φίλος Αχιλλέας) και οι φίλοι εκείνων ως συμπαράσταση ξενυχτούν (οι Ατρείδες, ο Φοίνικας, ο Ιδομενέας, ο Οδυσσέας κ.λ.π.). Για τον Πάτροκλο, επειδή ήταν πολύ αγαπητός θρηνούν όλοι: ο στρατός, οι δούλες, ανάμεσά τους και η Βρισηίδα. Ακόμα και τα αθάνατα άλογα του Αχιλλέα κλαίνε για το θάνατο του Πατρόκλου, ακουμπώντας τις χαίτες τους στη γη, μη εννοώντας να κουνήσουν από τη θέση τους. Για τον Έκτορα όλοι οι Τρώες, γιατί σ’ αυτόν είχαν στηρίξει την ελπίδα σωτηρίας τους.

Ο θρήνος για τον Πάτροκλο ξεσπά μόλις ανακοινώνεται η είδηση του θανάτου του. Είναι τόσο δυνατός που φτάνει ως τα βάθη της θάλασσας, όπου η Θέτιδα  τον συνεχίζει με τις αδελφές της. Εκεί θρηνεί για το θάνατο του δικού της γιου, ενώ είναι ακόμα ζωντανός, μια και τα γεγονότα έχουν πάρει πια το δρόμο τους. Ζωντανό κλαίνε και τον Έκτορα η Ανδρομάχη με τις δούλες.

 

 Ο Αχιλλέας, όταν μαθαίνει την είδηση του θανάτου του Πατρόκλου ρίχνει στάχτες στο κεφάλι και στα ρούχα του, ο ίδιος κυλιέται στις σκόνες και τραβά τα μαλλιά του. Κοντά του ο Αντίλοχος, ο άνθρωπος που αργότερα θα πάρει την πρώτη θέση στην καρδιά του, προσέχει να μη θέσει τέλος στη ζωή του και γύρω του οι σκλάβες χτυπούν με τα χέρια τα στήθη τους. Όσο ο Πάτροκλος μένει ανεκδίκητος,  αρνείται να λουστεί, να φάει και να κοιμηθεί. Και ο Πρίαμος κυλιέται στις λάσπες καλύπτοντας το κεφάλι του σφιχτά με κάπα, βουτηγμένος στα δάκρυα, και γύρω του οι γιοι του βουτηγμένοι κι εκείνοι στα δάκρυα, ενώ κόρες και νύφες στις κάμαρές τους θρηνούν αναθυμούμενες τους άλλους δικούς τους νεκρούς. Ο πικραμένος πατέρας δεν έχει κοιμηθεί όσον καιρό ο Αχιλλέας κακοποιεί το πτώμα του Έκτορα και αρνείται να δεχτεί τροφή, πείθεται όμως να φάει  από τον Αχιλλέα, ο οποίος τού αναφέρει το παράδειγμα της Νιόβης, η οποία τελικά δέχτηκε τροφή μετά το θάνατο των παιδιών της. Ο γέρος βασιλιάς της Τροίας προκειμένου να μη μείνει ατίμητος ο γιος του αναλαμβάνει μάλιστα την επικίνδυνη επιχείρηση να πάει ο ίδιος να παρακαλέσει, ακόμα και να φιλήσει τα χέρια εκείνου που του σκότωσαν το παιδί του, για να πάρει το πτώμα.

 

Τη μεγαλοπρεπή κηδεία του Πατρόκλου, στον οποίο αποδίδονται τιμές αρχηγού, συνοδεύει πάνω στα άρματα σύσσωμο το σώμα των Μυρμιδόνων οπλισμένο. Ο Αχιλλέας και οι σύντροφοί του κόβουν τα μαλλιά τους σε ένδειξη πένθους και τα προσφέρουν στο νεκρό καλύπτοντας το σώμα του. Ο Αχιλλέας μάλιστα, ενώ τα είχε υποσχεθεί στον ποταμό Σπερχειό, για να γυρίσει ζωντανός στην πατρική του γη, εφόσον  γνωρίζει ότι δεν πρόκειται να επιστρέψει, τα τοποθετεί στα χέρια του Πατρόκλου.  Από τους πιο στενούς φίλους ετοιμάζεται η πυρά με συγκέντρωση ξύλων από το βουνό  περίπου εκατό πόδια, πάνω στα οποία τοποθετείται ο νεκρός. Ο νεκρός καλύπτεται από τα πόδια ως το κεφάλι με το λίπος σφαγμένων βοδιών και αρνιών, για να καεί ευκολότερα, ενώ οι σάρκες των ζώων τοποθετούνται γύρω από το νεκρό. Στην πυρά ρίχνονται ακόμα τέσσερα άλογα και δυο σκυλιά. Εκτός από τα ζώα θυσιάζονται τα  12 Τρωόπουλα, η υπόσχεση του Αχιλλέα στον Πάτροκλο. Ζώα και άνθρωποι κατά τις ομηρικές αντιλήψεις θα είναι οι υπηρέτες του νεκρού στον άλλο κόσμο. Ολόγυρα τοποθετούνται σταμνιά με μέλι και άλειμμα. Ανάβει φωτιά και ο Αχιλλέας όλη τη νύχτα μουσκεύει το χώμα με κρασί και καλεί πολλές φορές την ψυχή του Πατρόκλου. Το πρωί που υποχωρεί η φλόγα  σβήνουν τη θράκα με φλογόμαυρο κρασί, μαζεύουν τα κόκαλα καλυμμένα με διπλό ξίγκι, τα βάζουν τυλιγμένα με αγανό πανί σε ολόχρυσο σταμνί και αμέσως τα τοποθετούν σε ανοιγμένο λάκκο, τον οποίο στρώνουν με πέτρες. Προκηρύσσονται επιτάφιοι αγώνες προς τιμήν του νεκρού με πλούσια έπαθλα. Κι αυτοί που δεν μπορούν να πάρουν μέρος στους αγώνες, όπως για παράδειγμα ο γέρος Νέστορας, παίρνουν κάποιο αντικείμενο ως αναμνηστικό από το ξόδι.

 

Εξίσου μεγαλοπρεπής είναι και η κηδεία του Έκτορα. Όταν ο Πρίαμος φέρνει τη σορό του, σύθρηνο ξεσπά από τις γυναίκες του παλατιού που όλες συγκεντρώνονται γύρω στο κάρο εμποδίζοντάς το να περάσει κρατώντας το κεφάλι του νεκρού. Όταν ο νεκρός μπαίνει στο σπίτι του, έχει την ευκαιρία να δεχτεί όλες τις τιμές: να τοποθετηθεί σε νεκροκρέβατο και να τον μοιρολογήσουν τραγουδιστάδες, ενώ τα λόγια τους αναδιπλώνουν γυναίκες μοιρολογίστρες. Υμνείται η παλικαριά και τα κατορθώματα του νεκρού και διεκτραγωδείται η πίκρα από το χαμό του. Εννιά μέρες συγκεντρώνονται ξύλα για τη νεκρική πυρά. Τη δέκατη τοποθετείται πάνω τους ο νεκρός, ενώ την ενδέκατη όλοι συγκεντρώνονται γύρω από τη σβησμένη πια φωτιά και σβήνουν τη θράκα με φλογόμαυρο κρασί. Στη συνέχεια  τα αδέλφια και οι στενοί φίλοι μαζεύουν τα άσπρα κόκαλα και τα τοποθετούν σε κατάχρυση θήκη σκεπάζοντάς τα με βυσσινί σκουτί και τα βάζουν σε ανοιγμένο λάκκο, τον οποίο στρώνουν με πέτρες, ενώ πάνω του υψώνουν τύμβο.

 

Ταφή. Ενώ για το Σαρπηδόνα ο Ύπνος και ο Θάνατος κατασκευάζουν τάφο, σύμφωνα με τις νεκρικές συνήθειες της μυκηναϊκής εποχής, στην οποία ανήκει θεματικά το έπος, εντούτοις για άλλους νεκρούς αναφέρεται η καύση, έθιμο της εποχής κατά την οποία έζησε ο Όμηρος, της γεωμετρικής. Ο τάφος του Πατρόκλου στήνεται μεγαλοπρεπής και σε κοινό τάφο, μέσα στο ίδιο χρυσό σταμνί, θα τοποθετηθούν τα οστά του μαζί με του Αχιλλέα, που θα ανοιχτεί μεγαλύτερος, όταν πεθάνει και αυτός.

 

Ανησυχία νεκρού που δεν του έχουν προσφερθεί οι νενομισμένες τιμές. Ο Πάτροκλος παρουσιάζεται σε όραμα στον Αχιλλέα για να ζητήσει να του προσφερθούν τα καθιερωμένα έθιμα, γιατί οι ψυχές των άλλων νεκρών τον αποδιώχνουν και τριγυρνά στον Άδη χωρίς να μπορεί να μπει μέσα, και για  να κλείσει εκκρεμότητες: τον αποχαιρετισμό που δεν πρόλαβε.

Ως κατάρα παρουσιάζεται να μην τύχει κάποιος του καθιερωμένου θρήνου, για παράδειγμα η  κατάρα του Αγαμέμνονα που δείχνει το μίσος του για τους Τρώες  να πεθάνουν άκλαυτοι. Επίσης να τον ξεσχίσουν οι σκύλοι και τα όρνια εύχεται ο Πρίαμος για τον Αχιλλέα, όταν βλέπει τον Έκτορα έξω από τα τείχη της Τροίας να θέλει να μονομαχήσει μαζί του. Μέσα στην απελπισία του, αν σκοτωθεί ο Έκτορας,  οραματίζεται τους σκύλους που ο ίδιος ανέθρεψε να τον κατασπαράζουν ωμό. Και δεν μπορεί να φανταστεί χειρότερη ντροπή από το να ασχημίζουν τα σκυλιά ένα γέρικο πτώμα. Δεν είναι δύσκολο να μαντέψει κανείς την προσβολή του νεκρού όταν ξέρει το φονιά και τους λόγους της μανίας του. Έτσι η Εκάβη παρακαλεί με τη σειρά της τον Έκτορα, γιατί η οργή του Αχιλλέα δεν του αφήνει περιθώρια συμπόνιας.

 

 

Τιμή να πεθάνει ο Σαρπηδόνας στο κάστρο της Τροίας και όχι να γίνει κούρσος των Αχαιών, εφόσον δεν μπορεί να γυρίσει στην πατρίδα του

. Π 440-57 η ‘Ήρα είναι αρνητική στην παραπάνω σκέψη του Δία, αφού η Μοίρα έχει γράψει για το Σαρπηδόνα να σκοτωθεί. Εξάλλου και οι άλλοι θεοί έχουν διαφορετική γνώμη απ’ αυτόν, εφόσον θα θέλουν στο εξής να σώζουν κι εκείνοι τα παιδιά τους. Του προτείνει λοιπόν να τον αφήσει να πεθάνει από τα χέρια του Πατρόκλου και, όταν ξεψυχήσει, να στείλει τον Ύπνο και το Θάνατο να τον πάρουν στα χέρια και να τον πάνε στη Λυκία, όπου οι δικοί του και οι φίλοι θα του σηκώσουν μνήμα με μια κολόνα επάνω, μιας και αυτή είναι η μόνη χάρη για τους νεκρούς.

Π 666-82 ο Δίας παραγγέλλει στον Απόλλωνα να βγάλει από τη μάχη το Σαρπηδόνα, να του σκουπίσει τα αίματα, να τον κουβαλήσουν μακριά στο ρέμα του ποταμού, να τον αλείψει με Θεϊκό λάδι, να του φορέσει θεϊκό χιτώνα και να τον δώσει στα δίδυμα αδέρφια, τον Ύπνο και το Θάνατο , να τον μεταφέρουν στη Λυκία, όπου οι δικοί του θα του σηκώσουν μνημείο με μια κολόνα επάνω, αφού για τους νεκρούς δεν υπάρχει άλλη χάρη. Όλα εκτελούνται σύμφωνα με τις εντολές του Δία.

Σ 232-6 οι Αχαιοί επιτέλους καταφέρνουν να σύρουν τον Πάτροκλο και τον ξαπλώνουν σε νεκροκρέβατο. Οι φίλοι του τον περιτριγυρίζουν κλαίγοντας. Ο Αχιλλέας ακολουθεί χύνοντας μαύρα δάκρυα βλέποντας το στενό του φίλο να κείτεται κονταροσπαραγμένος σε νεκροκρέβατο.

Σ 343-55 ο Αχιλλέας δίνει εντολή να στήσουν οι σύντροφοι μεγάλο λέβητα να πλύνουν το νεκρό από το ματωμένο λύθρο. Αφού ζεστάθηκε το νερό,  τον έλουσαν, τον άλειψαν με μυρωμένο λάδι και γέμισαν τις πληγές του  με εννιάχρονη αλοιφή. Στη  συνέχεια τον ξάπλωσαν σε στρώμα, έριξαν λεπτό σεντόνι και τον σκέπασαν από κορφής και έριξαν πάνω του μια κουβέρτα. Όλη τη νύχτα οι Μυρμιδόνες γύρω στον Αχιλλέα θρηνούν το νεκρό.

Τ 23-7 ο Αχιλλέας δέχεται να φορέσει την καινούρια του πανοπλία, ανησυχεί όμως μήπως χωθούν οι μύγες από τις πληγές στο σώμα του Πατρόκλου γεννώντας σκουλήκια και χαλάσουν την όψη του, αφού τέλειωσε η ζωή του, και σαπίσει.

Τ 29-39 η Θέτιδα καθησυχάζοντας τον Αχιλλέα αναλαμβάνει να φροντίσει το νεκρό: να διώξει τα κοπάδια τις μύγες που τρώνε τους νεκρούς στον πόλεμο κι έτσι και ένα χρόνο να μείνει άταφος η σάρκα του δε θα πειραχτεί, αλλά θα είναι και πιο δροσερή ακόμη. Στη συνέχεια σταλάζει αθάνατο, μοσκάτο κρασί και μόσκο στα ρουθούνια του νεκρού, για να μείνει απείραχτο το κορμί του.

Τ 20314 ο Αχιλλέας λέει ότι δε γίνεται να στρώσουν τραπέζι, όπως είπε ο Οδυσσέας, αφού οι δικοί τους κείτονται στο χώμα σπαραγμένοι από τον Έκτορα. Ο λαιμός του δεν μπορεί να κατεβάσει φαγητό ή ποτό, αφού σκοτώθηκε ο σύντροφός του και σπαραγμένος κείτεται στην καλύβα του κοιτώντας κατά την εξώπορτα, ενώ γύρω του οι σύντροφοι θρηνούν. Εκείνος λοιπόν δε νοιάζεται γι’ αυτά που λένε. Τον ενδιαφέρει μόνο το αίμα, η σφαγή και οι γόοι των σκοτωμένων.

Φ 316-23 ο Σκάμανδρος λέει στο Σιμόεντα  για τον Αχιλλέα ότι δε θα τον γλιτώσουν ούτε η ομορφιά ούτε η δύναμη ούτε τα άρματα που θα βρεθούν να κείτονται κάτω από τα νερά του στη λάσπη. Θα τον τυλίξει με την άμμο του στοιβάζοντας πάνω του χαλίκια και τα κόκαλά του δε θα τα βρουν οι Αχαιοί να τα μαζέψουν. Τόση λάσπη θα ρίξει πάνω του. Αυτό θα είναι το μνήμα του και δε θα χρειαστεί να ρίξουν άλλο χώμα πάνω του.

*Χ 250-9 ο Έκτορας δηλώνει ότι δε φοβάται πια τον Αχιλλέα, όπως  πριν που πήρε δρόμο, αλλά τώρα είναι έτοιμος να αναμετρηθούν και όποιον πάρει ο Χάρος. Του ζητά όμως να καλέσουν τους θεούς μάρτυρες για να κάνουν συμφωνία ότι  αυτός δε θα ντροπιάσει το κορμί του σκληρόψυχα, αν καταφέρει να τον σκοτώσει, αλλά αφού πάρει τα άρματά του θα δώσει το κορμί του να το θάψουν οι Αχαιοί, και ζητά από εκείνον να κάνει το ίδιο.

Χ 330-6 ο Αχιλλέας πάνω από τον ετοιμοθάνατο Έκτορα καυχιέται για το κατόρθωμά του: τον κοροϊδεύει που νόμιζε ότι θα γλίτωνε  και δηλώνει ότι θα τον σύρουν άσπλαχνα σκυλιά και γύπες, ενώ τον Πάτροκλο θα τον θάψουν τιμημένα οι θεοί.

Χ 338-43 ο Έκτορας τον εξορκίζει στη ζωή, στα νιάτα και στους γονιούς του να μην τον αφήσει να τον σπαράξουν οι σκύλοι στ’ αργίτικα καράβια, αλλά  να δεχτεί χαλκό και χρυσάφι ως λύτρα από τους γονείς του και να γυρίσει το σώμα του στο σπίτι του, να βάλουν οι Τρώες με τις γυναίκες τους φωτιά και να τον κάψουν.

Χ 346-54 ο Αχιλλέας λέει ότι όσο τον σπρώχνει η λύσσα του να κόψει και να φάει ωμές τις σάρκες του για αυτά που του έχει κάνει, άλλο τόσο είναι αλήθεια ότι κανείς δε θα διώξει  από το κεφάλι του τους σκύλους, κι αν ακόμα του έφερναν την ξαγορά του σε λύτρα  δέκα ή είκοσι φορές και να του έταζαν κι άλλα. Κι αν ακόμα του έλεγε ο πατέρας του να του δώσει χρυσάφι του βάρους του, και πάλι η μάνα του δε θα τον βάλει στο στρώμα του να τον μοιρολογήσει, αλλά θα τον φάνε ολάκερο οι σκύλοι και οι γύπες.

Χ 386-90 ο Αχιλλέας λέει ότι δε θα προχωρήσει στη μάχη, αφού ο Πάτροκλος περιμένει νεκρός στα πλοία άκλαυτος και άθαφτος,  που αυτός δεν πρόκειται να τον ξεχάσει όσο θεωρείται ζωντανός και τον βαστούν τα γόνατά του (έχει τις δυνάμεις του). Αλλά  και αν όσοι βρίσκονται στον Άδη ξεχνούν τους πεθαμένους, αυτός κι εκεί ακόμα θα τον συλλογίζεται.

Χ 415-20 ο Πρίαμος θέλει να τον αφήσουν να πάει στα αργίτικα καράβια να προσπέσει στον Αχιλλέα για το πτώμα του γιου του.

Χ 423-7 ο Πρίαμος λέει ότι ο Αχιλλέας τού σκότωσε τόσους τρανούς γιους πάνω στον ανθό της νιότης, όμως αν και για όλους πόνεσε βαριά, δε χτυπιέται τόσο γι’ αυτούς, όσο για τον ένα, που η λαχτάρα του θα τον σύρει στον Άδη. Εύχεται μάταια να έσβηνε στα χέρια του και τότε θα χορταίνανε και βογκητά και θρήνο και αυτός και η μητέρα του.

Χ 509 η Ανδρομάχη λέει στο νεκρό Έκτορα ότι θα τον φάνε σκουλήκια, μακριά από τους δικούς του, αφού πρώτα χορτάσει τους σκύλους. Κι όμως υπάρχουν τόσα ρούχα που θα μπορούσαν να γίνουν το σάβανό του, τώρα όμως θα τα κάψει και το μοναδικό κέρδος του θα είναι ο έπαινος των Τρώων.

Ψ 8-11   ο Αχιλλέας ζητά από τους Μυρμιδόνες να μην ξεζέψουν τα άλογα από τα άρματα, αλλά να θρηνήσουν προηγουμένως  τον Πάτροκλο, μια και αυτή είναι η μοναδική χάρη για τους νεκρούς.

Ψ 11-6  ο Αχιλλέας αρχίζει το θρήνο και ακολουθούν οι άλλοι, ενώ τα άλογα κάνουν τρεις κύκλους το νεκρό με βογκητά και η Θέτιδα συδαύλιζε τη λαχτάρα του θρήνου. Η άμμος και οι πανοπλίες των ανδρών πλημμύριζαν από  τα δάκρυα γιατί είχαν χάσει τέτοιο αρχηγό.

Ψ 17-23 ο Αχιλλέας απλώνοντας τα χέρια του στα στήθη του Πατρόκλου θρηνεί αναφέροντάς του την εκπλήρωση  της υπόσχεσής του: ότι του έφερε τα 12 Τρωόπουλα να τα θυσιάσει στη νεκρική του πυρά και ότι θα ρίξει το πτώμα του Έκτορα στα σκυλιά.

Ψ 25-6 ο Αχιλλέας ξαπλώνει το πτώμα του Έκτορα δίπλα στη νεκρική κλίνη του Πατρόκλου μπρούμυτα

Ψ 29, 34 βρύση χύνεται το αίμα από τα ζώα  που σφάζει ο Αχιλλέας και ψήνει για να κάνει τη μακαρία του  συντρόφου του.

Ψ 40-7 οι άρχοντες παίρνουν τον Αχιλλέα με το ζόρι να τον πάνε στου Αγαμέμνονα, μήπως πειστεί να λουστεί, αλλά εκείνος αρνιόταν επίμονα και ορκίστηκε ότι δεν πρόκειται να πλυθεί πριν  βάλει στην πυρά τον Πάτροκλο και του υψώσει μνήμα.

Ψ 49-53 ο Αχιλλέας δίνει εντολή να φέρουν ό,τι χρειάζεται για να βάλουν στο νεκρό να το έχει μαζί του καθώς θα κατεβαίνει στα ανήλιαγα σκοτάδια.

Ψ 65-79 όταν ο Αχιλλέας πηγαίνει στην ακρογιαλιά και τον παίρνει ο ύπνος έρχεται η ψυχή του Πάτροκλου να τον ανταμώσει με τη μορφή του ίδιου σε  όλα και μάλιστα φορούσε και τα ρούχα του. Του ζητά να θάψει το κορμί  ου γρήγορα, γιατί τον διώχνουν οι ψυχές και δεν τον αφήνουν να μπει στον Κάτω Κόσμο περνώντας το ποτάμι, κι έτσι τριγυρίζει έξω από τον πλατύπορτο Άδη. Του ζητά να του δώσει το χέρι του, γιατί από τη στιγμή που θα βάλουν φωτιά και θα τον κάψουν δεν πρόκειται να ξαναγυρίσει στον απάνω κόσμο.

Ψ 82-92 η τελευταία επιθυμία του Πατρόκλου είναι να μην τους θάψουν χωριστά , αλλά όπως έζησαν μαζί τότε που ο πατέρας του ο Μενοίτιος τον πήρε από τον Οπούντα ,όπου είχε σκοτώσει το αγόρι του Αμφιδάμα χωρίς να το θέλει εκεί που έπαιζαν αστραγάλους, και τον έφερε στο σπίτι του Πηλέα, ‘έτσι να είναι και μετά το θάνατο μαζί, και να βάλουν τα κόκαλά τους στο ίδιο χρυσό σταμνί που του έδωσε η μητέρα του.

Ψ 10814 ο Αχιλλέας με το θρήνο του τους ξεσηκώνει όλους και κλαίνε με το νεκρό στη μέση, ώσπου έφτασε η Αυγή, οπότε ο Αγαμέμνονας δίνει εντολή να πάνε να φέρουν ξύλα για τη νεκρική πυρά και μαζί τους πηγαίνει και ο Μηριόνης.

Ψ 125-6 τα ξύλα που φέρνουν από το δάσος τα ξεφορτώνουν εκεί που ο Αχιλλέας σκοπεύει να υψώσει τρανό μνημείο για τον Πάτροκλο και δικό του.

Ψ 129-39 ο Αχιλλέας δίνει εντολή να ζέψουν οι Μυρμιδόνες τα άλογα και να φορέσουν τα άρματά τους. Πηγαίνουν μπροστά τα άρματα και πίσω ακολουθούν οι πεζοί, ενώ οι σύντροφοι σηκώνουν στη μέση τον Πάτροκλο σκεπασμένο εντελώς από τα μαλλιά που έκοβαν και του έριχναν. Από πίσω ο Αχιλλέας κρατούσε το κεφάλι του νεκρού θλιμμένος, γιατί ξεπροβόδιζε στον Άδη το σύντροφό του. Όταν φτάνουν στο ορισμένο μέρος, ακουμπούν το νεκρό στο χώμα και αρχίζουν βιαστικά να στοιβάζουν τα ξύλα.

Ψ 141-53 ο Αχιλλέας αποτραβιέται παράμερα και κόβει τα ξανθά του μαλλιά που τα φύλαγε στη χάρη του Σπερχειού για να γυρίσει ζωντανός στην πατρίδα του. Τώρα όμως που αυτό δεν πρόκειται να συμβεί τα προσφέρει να τα πάρει μαζί του ο Πάτροκλος, και τα τοποθέτησε στα χέρια του νεκρού.

Ψ 158-60 ο Αχιλλέας λέει στον Αγαμέμνονα να δώσει εντολή στο στρατό να αποχωρήσει και να νοιαστεί για το γεύμα και να μείνουν μόνο αυτοί που αγαπούν το νεκρό και αν θέλουν και οι βασιλείς.

Ψ 164-83 τα ξύλα της πυράς μάκρος και φάρδος ήταν ως εκατό πόδια. Ο νεκρός τοποθετείται στην κορυφή. Σφάζουν αρνιά και βόδια και με το λίπος τους ο Αχιλλέας σκεπάζει το νεκρό από το κεφάλι ως τα πόδια, ενώ τριγύρω του στοιβάζει τα κορμιά τους. Δίπλα στο νεκροκρέβατο τοποθετεί ακόμα σταμνιά με μέλι και άλειμμα . Στην πυρά ρίχνει και 4 άλογα και 2 από τα 9 σκυλιά του. Στο τέλος και τα 12 Τρωόπουλα αφού τα έσφαξε. Αφού έβαλε φωτιά δίνει τον τελευταίο χαιρετισμό στο φίλο του και την ικανοποίησή του ότι έκανε ό,τι του υποσχέθηκε, εκτός από τον Έκτορα, που θα τον φάνε οι σκύλοι.

Ψ 184-91 οι σκύλοι όμως δεν πλησιάζουν, γιατί τους διώχνει η Αφροδίτη, η οποία  μάλιστα φροντίζει να τον αλείφει καθημερινά με αθάνατο ροδόλαδο, για να μην ξεγδαρθεί, καθώς θα σέρνεται στο έδαφος. Και ο Απόλλωνας κρεμά από τον ουρανό ένα βαθύ γαλάζιο σύννεφο που ισκιώνει όλο τον τόπο που κρατούσε ο νεκρός για να μην ξεράνει η δύναμη του ήλιου το δέρμα γύρω από τα νεύρα και τις σάρκες του.

Ψ 192-18 Δε φούντωνε η φλόγα στην πυρά του Πατρόκλου, οπότε ο Αχιλλέας αναγκάστηκε να προσευχηθεί στους ανέμους Βοριά και Ζέφυρο. Την προσευχή του άκουσε η Ίριδα που πήγε να βρει τους Ανέμους που ήταν στο σπίτι του Ζέφυρου. Ήρθαν και φυσούσαν όλη  τη νύχτα λαμπαδιάζοντας τη φλόγα.

Ψ 218 20 όλη τη νύχτα ο Αχιλλέας με κούπα έπαιρνε από χρυσό κρατήρα κρασί και έσταζε στη γη και καλούσε την ψυχή του φίλου του.

Ψ 226-32 όταν πρόβαλε το αστέρι της αυγής τότε μαράθηκε η φωτιά κα οι άνεμοι σταμάτησαν. Τότε σταμάτησε και ο Αχιλλέας και τον πήρε ο ύπνος.

Ψ 235-48 Όταν έρχονται οι Αχαιοί ξυπνά και δίνει εντολή στον Αγαμέμνονα και στους άλλους να σβήσουν με φλογόμαυρο κρασί τη θράκα ως εκεί που έφτασε η φωτιά και στη συνέχεια να μαζέψουν τα κόκαλα (δεν είναι δύσκολο να τα ξεχωρίσουν, αφού ο νεκρός κειτόταν στη μέση, ενώ οι άλλοι καίγονταν στις άκρες) και να τοποθετήσουν μέσα σε ολόχρυσο σταμνί τυλιγμένα με ξίγκι, ώσπου να `ρθει κι η δική του η σειρά να κατεβεί στον Άδη. Το μνήμα να το σηκώσουν όσο ταιριάζει σε ένα νεκρό και, όταν πεθάνει κι εκείνος, να το φαρδύνουν και να το ψηλώσουν εκείνοι που θα μείνουν.

Ψ 250-6 όπως έδωσε εντολή ο Αχιλλέας, κάνουν τα παραπάνω  και τυλίγουν τα άσπρα κόκαλα με αγανό πανί και τα έβαλαν στην καλύβα. Έπειτα χάραξαν το μνήμα και έστησαν τα θεμέλια γύρω από την πυρά και σώριασαν το χώμα με βιασύνη.

Στη συνέχεια προκηρύσσονται επιτάφιοι αγώνες με πλούσια έπαθλα για εκείνους που παίρνουν μέρος

Ψ 272-84  ο Αχιλλέας δηλώνει ότι αν οι αγώνες γίνονταν προς τιμήν άλλου νεκρού είναι σίγουρος ότι αυτός θα έπαιρνε το πρώτο βραβείο, αφού τα άλογα του που είναι αθάνατα θα έρχονταν πρώτα. Τώρα όμως είναι αμετακίνητα από τη θέση τους και κλαίνε, ενώ οι χαίτες τους ακουμπούν στη γη που έχασαν τέτοιο αμαξηλάτη.

Ψ 330-1 το σημάδι καμπής στην αρματοδρομία είναι  κάτι που προεξέχει:  είτε το μνήμα κάποιου που πέθανε σε περασμένα χρόνια είτε παλιό σημάδι

Ψ 618-9 ο Αχιλλέας προσφέρει και στο Νέστορα μια κούπα ως αναμνηστικό από το ξόδι του Πατρόκλου, αν και δεν πήρε μέρος σε κανένα αγώνισμα εξαιτίας των γηρατειών του.

Ψ 673-5 ο Επειός προκαλώντας κάποιον για μονομαχία στην πυγμαχία απειλεί ότι θα του τσακίσει τα κόκαλα, θα σκίσει το κορμί του πέρα για πέρα και καλεί να μείνουν κοντά μόνο οι δικοί του για να τον κουβαλήσουν, όταν θα έχει σκοτωθεί από τα  χέρια του.

Ψ 798-800 ο Αχιλλέας προσφέρει ως έπαθλο για το αγώνισμα της κονταρομαχίας το κοντάρι που πήρε ο Πάτροκλος σκοτώνοντας το Σαρπηδόνα.

Ψ 884-90 ο Αχιλλέας χαρίζει στον Αγαμέμνονα ένα πλουμιστό λεβέτι αγκίνιαστο, ως απόδειξη της υπεροχής του.

Ω 18-21 όμως ο Απόλλωνας δεν άφηνε να πάθει τίποτα το πτώμα του Έκτορα, αλλά τον σκέπαζε με την ασπίδα του να μην ξεγδαρθεί.

Ω 22-5 οι θεοί λυπούνταν βλέποντας την κακοποίηση του πτώματος του Έκτορα και σκέφτονταν να βάλουν τον Αργοφονιά να τον κλέψουν, αλλά δεν άφηναν  Ποσειδώνας και η Ήρα.

Ω 35-9 ο Απόλλωνας κατηγορεί τους θεούς που δεν άντεξε η καρδιά τους να τον γλιτώσουν από τη μανία του Αχιλλέα και να τον δει η γυναίκα του, οι γονείς του, το παιδί του και ο Τρώες και θα τον έκαιγαν και θα του έκαναν τιμημένο ξόδι.

Ω 83-6 η Ίριδα σταλμένη από το Δία βρίσκει τη Θέτιδα στη βαθιά σπηλιά της θάλασσας ανάμεσα στις αδερφές της να κλαίει το γιο της που η μοίρα του έγραψε να πεθάνει στην Τροία μακριά από την πατρίδα του.

Ω 104-19 ο Δίας λέει στη Θέτιδα ότι, αν και οι θεοί τσακώνονταν μεταξύ τους και ήθελαν να κλέψουν το πτώμα του Έκτορα, αυτός κράτησε την τιμή αυτή για τον Αχιλλέα, και την παρακαλεί να πάει η ίδια να πείσει το γιο της να παραδώσει το πτώμα, ενώ αυτός θα στείλει την Ίριδα να πει στον Πρίαμο να πάει να ζητήσει το πτώμα του γιου του.

Ω 129-37 η Θέτιδα μαλώνει το γιο της που Δε θέλει ούτε να φάει ούτε ν σμίξει με γυναίκα, ενώ του έχει μείνει λίγος καιρός να ζήσει, αφού δίπλα του κιόλας στέκουν η Μοίρα η τρανοδύναμη και ο Χάρος.  Του μεταφέρει την οργή των θεών και του ζητά να δώσει το πτώμα του Έκτορα αποδεχόμενος την ξαγορά.

Ω 150-8 ο Δίας δίνει εντολή στην Ίριδα να πει στον Πρίαμο να πάει να ζητήσει από τον Αχιλλέα το πτώμα του Έκτορα και να μη φοβηθεί, γιατί θα τον συνοδέψει ο Ερμής, αλλά και ο Αχιλλέας δε θα τον πειράξει, αλλά θα τον σεβαστεί ως ικέτη.

Ω194-99 όταν ο Πρίαμος ρωτά τη γνώμη της Εκάβης για το μήνυμα της Ίριδας, εκείνη (στ. Ω 201-16) εκπλήσσεται από την τόλμη του να πάει μόνος του να αντικρίσει τον άνθρωπο που του σκότωσε πολλούς γενναίους γιους. Θα πρέπει να έχει καρδιά από σίδερο. Φοβάται ότι ο Αχιλλέας δε θα τον λυπηθεί, αλλά θα τον σκοτώσει, γι’ αυτό είναι προτιμότερο να τον κλαίνε από μακριά, καθούμενοι στο σπίτι τους, αφού η σκληρή του Μοίρα τού έκλωσε από τη μέρα που γεννήθηκε να τον φάνε άσπλαχνα σκυλιά μακριά από τους γονείς του έξω από την πόρτα άσπλαχνου άνδρα. Εκφράζει την ευχή να μπορούσε να του φάει το συκώτι, για να μπορέσει τουλάχιστον να πάρει το αίμα του πίσω, που δε φοβήθηκε την ώρα του χαμού του, αλλά στάθηκε μπροστά να υπερασπίσει τους Τρώες και τις Τρωαδίτισσες, χωρίς να σκεφτεί καθόλου να τραπεί σε φυγή για να γλιτώσει.

Ω 223-7 ο Πρίαμος δεν κάμπτεται από τα λόγια της Εκάβης, αφού θεός τού παράγγειλε να πάει στον Αχιλλέα. Αλλά κι έτσι να μην ήταν, αυτός θα προτιμούσε  να σκοτωθεί, φτάνει να έπαιρνε το γιο του στην αγκαλιά του, και την ίδια στιγμή ας τον σκότωνε ο Αχιλλέας, αφού θα χόρταινε το θρήνο.

Ω 334-8 ο Δίας στέλνει τον Ερμή να συνοδέψει τον Πρίαμο, ώστε να μην τον καταλάβει κανείς Αχαιός, ώσπου να φτάσει στου Αχιλλέα.

*Ω 408-9 ο Πρίαμος, όταν ο Ερμής τού παρουσιάζεται ως σύντροφος του Αχιλλέα, ζητά να μάθει αν ο γιος του βρίσκεται ακόμα στα καράβια ή ο Αχιλλέας  τον πέταξε στους σκύλους κάνοντάς τον κομμάτια.

Ω 411-23 ο μεταμορφωμένος Ερμής (δια)βεβαιώνει τον Πρίαμο ότι τώρα 12 μέρες που κείτεται ο Έκτορας το κορμί του δε σάπισε ούτε τα σκουλήκια, που τρώνε όσους σκοτώνονται στον πόλεμο, τον έχουν φάει. Αν και ο Αχιλλέας τον σέρνει άσπλαχνα κάθε πρωί γύρω από το μνήμα  του Πατρόκλου, κι ο ίδιος, όταν θα πάει, θα απορήσει που μένει ολόδροσος και απείραχτος και έφυγαν τα αίματα και έκλεισαν οι πληγές, που τόσες του άνοιξαν με τα όπλα. Έτσι νοιάστηκαν γι’ αυτόν οι θεοί που τον αγάπησαν κατάκαρδα.

Ω 425-31 ο Πρίαμος αποδίδει την αγάπη και τη φροντίδα των θεών στο νεκρό γιο του στα δώρα που τους πρόσφερε όσο ζούσε. Ζητά από το μεταμορφωμένο Ερμή να δεχτεί ως δώρο την κούπα που έφερνε μαζί του, για να τον βοηθήσει να φτάσει απείραχτος στην καλύβα του Αχιλλέα.

Ω 460-7 ο Ερμής αποκαλύπτει τη θεϊκή του ταυτότητα στον Πρίαμο και τον συμβουλεύει να πιάσει τα γόνατα του Αχιλλέα και να τον εξορκίσει στον πατέρα κα τη μητέρα του.

Ω 477-9 ο Πρίαμος μπαίνοντας στην καλύβα του Αχιλλέα, χωρίς να τον καταλάβει εκείνος, του πιάνει τα αντροφόνα χέρια που του είχαν σκοτώσει πολλούς γιους.

Ω 579-80 ο Αχιλλέας με τον Άλκιμο και τον Αυτομέδοντα ξεφορτώνουν τα λύτρα που έφερε ο Πρίαμος, αφήνουν όμως ένα καλόφαντο πανί και δυο κιλίμια, για να σκεπάσουν το νεκρό, όταν θα τον πάρουν.

Ω 581- 90 Ο Αχιλλέας δίνει εντολή στις δούλες να πάρουν μακριά το νεκρό και να τον λούσουν και να τον αλείψουν μύρα, γιατί αν τον έβλεπε έτσι ο πατέρας του ίσως να άφηνε την πίκρα του να ξεσπάσει και τότε ο Αχιλλέας μπορούσε να θυμώσει και να πατήσει την υπόσχεση που έδωσε στο Δία. Ο ίδιος ο Αχιλλέας τον τοποθετεί στο στρώμα και οι σύντροφοι στο καρότσι.

Ω 592-5 ο Αχιλλέας ζητά από τον Πάτροκλο να μην του θυμώσει που έδωσε τον Έκτορα για ταφή και όχι στα σκυλιά, όπως του είχε υποσχεθεί, αφού τα λύτρα δεν είναι ανάξια λόγου. Εξάλλου θα έχει κι εκείνος το μερτικό του.

Ω 656-7 ο Αχιλλέας ρωτά τον Πρίαμο πόσες μέρες θέλει να κρατήσει ανακωχή για να κλάψει τον Έκτορα.

Ω 660-7 ο Πρίαμος χρωστά χάρη στον Αχιλλέα για τη χάρη που του κάνει. Θα ήθελε 9 μέρες για να μαζέψουν ξύλα από το βουνό που είναι μακριά, τη δέκατη θα τον θάψουν και θα κάνουν τη μακαρία και την επομένη θα υψώσουν μνημείο.

Ω 719-22 όταν έβαλαν τον Έκτορα στο σπίτι του, τον τοποθέτησαν πάνω σε κρεβάτι και δίπλα του έβαλαν τραγουδιστές, οι οποίοι άρχισαν το θλιβερό σκοπό τους, ενώ αποκρίνονταν με κλάματα οι γυναίκες.

Ω 748-59  το μοιρολόγι της Εκάβης. Εκφράζει την ξεχωριστή αγάπη που του είχε σε σχέση με τα άλλα παιδιά της. Είναι περήφανη που οι θεοί τον νοιάστηκαν ακόμα και πεθαμένο, ώστε κείτεται ολόδροσος σα να τον είχε σκοτώσει  απαλά με τις σαίτες του που δεν πονούν ο Απόλλωνας. Τους άλλους γιους της που σκότωσε ο Αχιλλέας τους πουλούσε μακριά από την Τροία. Μόνο αυτόν σκότωσε  και τον έσερνε γύρω από το μνήμα του συντρόφου που είχε σκοτώσει ο Έκτορας. Παρ’ όλα αυτά δεν κατάφερε να τον αναστήσει.

Ω 778-81 ο Πρίαμος στέλνει τους Τρώες στο βουνό να μαζέψουν ξύλα για τη νεκρική πυρά και τους διαβεβαιώνει, αναφέροντάς τους την υπόσχεση του Αχιλλέα, ότι δεν πρόκειται να τους πειράξει κανείς Αχαιός, πριν περάσουν 12 μέρες.

Ω 784-803 9 μέρες οι Τρώες σωριάζουν αμέτρητα φορτία ξύλων. Όταν ξημέρωσε η δέκατη, τοποθετούν τον Έκτορα πάνω στα ξύλα με θρήνους και έβαλαν φωτιά. Την αυγή της ενδέκατης μέρας μαζεύτηκαν όλοι οι Τρώες και έσβησαν πρώτα με φλογόμαυρο κρασί τη θράκα από τη μια άκρη ως την άλλη, όπου έφτασε η λύσσα της πυρκαγιάς. Έπειτα μάζεψαν τα άσπρα κόκαλα τα αδέρφια και οι σύντροφοι θρηνώντας και έτρεχαν στα μάγουλά τους βρύση τα δάκρυα. Όταν τα μάζεψαν, τα έβαλαν σε κατάχρυση θήκη σκεπάζοντάς τα με βυσσινί απαλό σκουτί και τα έχωσαν με βιασύνη σε ανοιγμένο λάκκο. Από πάνω τον έστρωσαν πέρα ως πέρα με κλειδωτές πέτρες και σώριασαν το χώμα έχοντας βάρδιες, μήπως και τους επιτεθούν οι Αχαιοί. Ακολουθεί τραπέζι (η μακαρία) στο παλάτι του Πριάμου.

 

Αφήστε μια απάντηση



Αλλαγή μεγέθους γραμματοσειράς
Αντίθεση
Μετάβαση σε γραμμή εργαλείων