Ο θάνατος

Ιούλ 200916

ΟΜΗΡΙΚΑ ΟΠΛΑ

  Τα όπλα που αναφέρει ο Όμηρος αρχικά διακρίνονται σε αγχέμαχα (=αυτά με τα οποία αγωνίζεται κάποιος από κοντά, όπως το ξίφος) και σε τηλεβόλα (= αυτά με τα οποία αγωνίζεται κάποιος από μακριά, όπως το ακόντιο και  το τόξο). Έπειτα διακρίνουμε τα επιθετικά  (ακόντιο ή κοντάρι ή δόρυ, ξίφος ή σπαθί και τόξο) και τα αμυντικά (θώρακας, περικεφαλαία ή κράνος, κνημίδες ή περικνημίδες και ασπίδα),ανάλογα με το σκοπό της χρήσης τους :να εξουδετερώσουν τον εχθρό ή να προστατέψουν το σώμα του πολεμιστή από τις εχθρικές επιθέσεις.

  Τα ομηρικά όπλα είναι πρωτόγονα σε σχέση με τα σύγχρονα, όμως αυτό πρέπει να το στοιχίσουμε στα πλεονεκτήματα μάλλον, γιατί οι περιορισμένες τους δυνατότητες μεταφράζονται σε περιορισμένο αριθμό θανάτων.

  Η περιγραφή του οπλισμού (= πανοπλίας)  από τον ποιητή είναι ιδιαίτερα αναλυτική όταν επίκειται η αριστεία ενός πολεμιστή. Ιδιαίτερη περιγραφή κάνει ο ποιητής της πανοπλίας του Αχιλλέα. Ιδιαίτερη αναφορά κάνει ο ποιητής και στον τρόπο που ένας πολεμιστής χειρίζεται τα όπλα του.

 

 

Φονικό όργανο

 

Λ 373-7 την ώρα που ο Διομήδης επιχειρεί να γδύσει τον Αγάστροφο ο Πάρης καταφέρνει να τον χτυπήσει με τη σαΐτα του στο πόδι.

 

Μ 378-86 Ο Τελαμώνιος Αίας σφεντονίζοντας από το τείχος μια πέτρα που Δε θα τη σήκωνε κανείς θνητός χτυπά το σύντροφο του Σαρπηδόνα Επικλή και του θρυμματίζει τα κόκαλα της κεφαλής. Εκείνος καθώς σκαρφάλωνε στο τείχος πέφτει Σα βουτηχτής από τον πύργο.

Π 571-80 ο Επειγέας , ο οποίος είχε  σκοτώσει έναν ξάδερφό του στην πατρίδα του έφτασε στη Θέτιδα και στον Πηλέα και τους παρακάλεσε να   τον κρατήσουν ,κι εκείνοι τον έστειλαν στην Τροία με τον Αχιλλέα. Αυτός τώρα σκοτώθηκε από τον Έκτορα που του έριξε μια πέτρα στο κεφάλι και χύθηκε γύρω του ο θάνατος ο ψυχοκαταλύτης.

Π 411-4 ο Πάτροκλος, καθώς του ορμούσε ο Ευρύαλος, του έριξε κοτρόνα στην κεφαλή και τον έριξε μπρούμυτα στη γη.

Π 571-80 ο Επειγέας , ο οποίος είχε  σκοτώσει έναν ξάδερφό του στην πατρίδα του έφτασε στη Θέτιδα και στον Πηλέα και τους παρακάλεσε να   τον κρατήσουν ,κι εκείνοι τον έστειλαν στην Τροία με τον Αχιλλέα. Αυτός τώρα σκοτώθηκε από τον Έκτορα που του έριξε μια πέτρα στο κεφάλι και χύθηκε γύρω του ο θάνατος ο ψυχοκαταλύτης.

Π 581-7 Ο Πάτροκλος πικραμένος για το θάνατο του Επειγέα χύνεται μανιασμένος πάνω στους Τρώες και τους Λυκιώτες και με μια πέτρα χτυπά στο σβέρκο και σκοτώνει το Σθενέλαο.

Π 733-43 ο Πάτροκλος αρπάζει και πετά μια πέτρα, που την δέχτηκε ο ηνίοχος του Έκτορα, ο Κεβριόνης, στο μέτωπο: έσπασαν τα κόκαλα, πετάχτηκαν τα μάτια του στο χώμα στα πόδια του μπροστά και ο ίδιος έπεσε στο χώμα.

 

Σ 22-34 όταν ο Αχιλλέας επιβεβαιώνει τα κακά του προαισθήματα, τον ζώνει σα μαύρο σύννεφο ο πόνος: με τα δυο του χέρια πιάνει αθαλόσκονη και τη ρίχνει στο κεφάλι του ασχημίζοντας την ωραία όψη του, κυλιέται φαρδύς πλατύς στη σκόνη και με τα χέρια του μαδούσε τα μαλλιά του. Οι σκλάβες, που αυτός και ο Πάτροκλος είχαν πάρει, έσυραν δυνατή φωνή από τον πόνο που ένιωσαν, βγήκαν έξω από τις πόρτες κοντά στον Αχιλλέα και με τα χέρια τους στηθοκοπιόνταν και λύθηκαν τα γόνατά τους. Από την άλλη ο Αντίλοχος πνιγμένος στο κλάμα πρόσεχε τον Αχιλλέα μη θερίσει με μαχαίρι το λαιμό του.

Υ 455-62 ο Αχιλλέας χτυπά το Δρύοπα στο σβέρκο πάνω. Αυτός σωριάζεται στα πόδια του, αλλά τον παρατά και καρφώνει στο γόνατο το Δημούχο και, καθώς του κόβει τη φόρα, του δίνει μια με το θεόρατο σπαθί και τον σκοτώνει. Στη συνέχεια ρίχνει από το αμάξι τους δυο αδέρφια, το Λαογόνο και το Δάρδανο,  τον ένα με το κοντάρι και τον άλλο με το σπαθί.

Χ 317-30 γυάλιζε σαν τον Αποσπερίτη το σπαθί του Αχιλλέα που κουνούσε  στο χέρι του μελετώντας το θάνατο του Έκτορα και κοίταζε πού ήταν προτιμότερο να χτυπήσει. Τελικά αποφάσισε να τον χτυπήσει στην κλείδωση που ενώνει το λαιμό με τους ώμους, που ήταν απροστάτευτο από την πανοπλία, εκεί που ο θάνατος πλακώνει μονοστιγμίς. Εκεί χτύπησε και βγήκε ο χαλός από τον τρυφερό του λαιμό, αλλά το λαρύγγι δεν κόπηκε  από το κοντάρι, για να μπορεί να απαντήσει, όταν θα του μιλούσε εκείνος, και σωριάστηκε στη γη.

Δ 530 Θάνατος με κοφτερό σπαθί

 

 

 

Σημείο του σώματος

 

Ν 434-4 Ο Αλκάθος δαμάζεται στα χέρια του Ιδομενέα από τον Ποσειδώνα, ο οποίος του δένει τα γόνατα, του γητεύει τα μάτια, ώστε δεν μπορεί πια να φύγει να γλιτώσει και έτσι τον βρίσκει κατάστηθα το κοντάρι του Ιδομενέα και σπαρταρά, ώσπου να πεθάνει.

Ν 541-4 ο Αινείας σκοτώνει χτυπώντας στο λαιμό τον Καλήτορα.

Ν 560-75 Ο Αδάμαντας, γιος του Άσιου, προσπαθεί να σκοτώσει τον Αντίλοχο, δεν τα καταφέρνει όμως και χώνεται μέσα στο πλήθος να γλιτώσει. Τον παίρνει από πίσω ο Μηριόνης και τον χτυπά ανάμεσα στον αφαλό και στα αχαμνά, εκεί που είναι αφόρητος ο πόνος για τους ανθρώπους.  Αυτός σπαρτάριζε από τους πόνους, ωσότου ο Μηριόνης έβγαλε το κοντάρι και επήλθε ο θάνατος

Ν 576-7 ο Έλενος χτυπά και σκοτώνει το Δήπυρο στα μελίγγια με το σπαθί.

Ν 616-7 ο Μενέλαος χτυπά τον Πείσανδρο στη ρίζα της μύτης

Ν 660-72 Ο Πάρης για εκδίκηση χτυπά το γιο του μάντη Πολύιδου, τον Ευχήνορα, από την Κόρινθο, που του έλεγε συχνά ο πατέρας του ότι θα πεθάνει ή από κακιά αρρώστια στ’ αρχοντικό του ή από πικρή σαΐτα στην Τροία, εκείνος όμως είχε αψηφήσει τα λόγια αυτά, γιατί προτιμούσε να πεθάνει στη μάχη παρά να τυραννιέται από βασανιστική αρρώστια. Το θανατηφόρο χτύπημα τον βρήκε κάτω από το αυτί και το σαγόνι του.

Ξ 449-57 ο Πολυδάμας χτυπά τον Προθήνορα στον ώμο και καμαρώνει για την πράξη του, αν και δεν ξέρει ποιος είναι αυτός που σκότωσε.

Ξ 458-68 πιο πολύ ο θάνατος του Προθήνορα στεναχώρησε τον Αίαντα, γιατί έπεσε δίπλα του νεκρός. Προσπάθησε να σκοτώσει τον Πολυδάμαντα χωρίς όμως να το καταφέρει και πέτυχε κατά λάθος έναν άλλο, Τρώα, γιατί αυτόν σκέφτονταν οι θεοί να σκοτώσουν, τον Αρχέλοχο, γιο του Αντήνορα. Το θανάσιμο χτύπημα τον βρήκε στα δυο νεύρα που ενώνουν το σώμα με το κεφάλι, του τα έκοψε και το κεφάλι έπεσε στη γη πριν από το σώμα.

Ξ 487-505 ο θάνατος του Πρόμαχου στεναχώρησε όλους τους Αχαιούς, κυρίως όμως τον Πηνέλαο , ο οποίος πάει να σκοτώσει τον Ακάμαντα, εκείνος του ξεφεύγει και βρίσκει τον Ιλιονέα κάτω από το φρύδι, στο μάτι. Το κοντάρι μπήχτηκε μέσα στο μάτι και βγήκε από την άλλη άκρη, αλλά αυτό δεν του ήταν αρκετό. Με το σπαθί έκοψε το κεφάλι και πιάνοντας το κοντάρι το σήκωσε σαν παπαρούνα. Καυχήθηκε στη συνέχεια στέλνοντας μήνυμα στη μητέρα και τη γυναίκα του ν’ αρχίσουν το κλάμα, αφού και η γυναίκα του Πρόμαχου δε θα χαρεί τον ερχομό του άνδρα της.

Ξ 516-9 ο Μενέλαος σκοτώνει τον Υπερήνορα στα σπλάχνα και από την ανοιχτή πληγή φεύγει η ψυχή και σκεπάζει τα μάτια του θολό σκοτάδι.

Ο 429-5 ο Έκτορας σημαδεύει τον Αίαντα, αντί γι’ αυτόν όμως πετυχαίνει το Λυκόφρονα — σύντροφο που ο Αίαντας είχε κρατήσει κοντά του, όταν είχε σκοτώσει κάποιον στα Κύθηρα και αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την πατρίδα του—στο κεφάλι στο αυτί και έπεσε από την πρύμνη του πλοίου, όπου είχε ανεβεί.

Ο 445-51 ο Τεύκρος χτυπά τον Πεισήνορα με τη σαίτα του στο σβέρκο και πέφτει από το άρμα του.

Ο 520-44 ο Μέγης σημαδεύει τον Πολυδάμα, αλλά ο Απόλλωνας δεν άφησε να σκοτωθεί και έτσι πετυχαίνει τον Κροίσμο. Καθώς σκύβει να τον γδύσει σημαδεύεται από το Δόλοπα χωρίς επιτυχία, αλλά και αυτός δεν πετυχαίνει το στόχο του, έως ότου έρχεται ο Μενέλαος και τον χτυπά πισώπλατα και του παίρνουν τα όπλα.

Ο 573-90  Αντίλοχος σκοτώνει το Μελάνιππο χτυπώντας τον στο βυζί και ορμά πάνω  του να του πάρει τα άρματα, όμως στη θέα του Έκτορα το `βαλε στα πόδια.

Π 306-10 όταν σκορπίζουν οι γραμμές της μάχης ο Πάτροκλος σκοτώνει τον Αρήλυκο χτυπώντας τον στη ράχη με το κοντάρι.

Π 311-2 ο Μενέλαος σκοτώνει χτυπώντας στο στήθος το Θόα , καθώς έμεινε γυμνός από την ασπίδα.

Π 313-6  ο Μέγης χτυπά τον Άμφικλο στο μερί, εκεί που είναι πιο σαρκωμένος, του κόβει τα νεύρα και πεθαίνει.

Π 317-22 ο Αντίλοχος χτυπά τον Ατύμνιο στα λαγόνια και τον σκοτώνει

Π 335-41 ο Πηνέλεος και ο Λύκων έριχναν με τα κοντάρια τους ο ένας στον άλλο, χωρίς να πετυχαίνουν το στόχο τους, ωσότου πλησίασαν με τα σπαθιά και ο Πηνέλεος τον χτυπά κάτω από τα’ αυτί και το κεφάλι του κρέμασε, καθώς κρατούσε μόνο το δέρμα

Π 342-4  ο Μηριόνης χτυπά τον Ακάμαντα στο δεξιό ώμο, καθώς εκείνος πηδούσε στο αμάξι του, και τον έριξε στο έδαφος.

Π 345-50 ο Ιδομενέας χτυπά με το κοντάρι στο στόμα τον Ερύμα και ο χαλκός πέρασε από τη ρίζα του μυαλού και βγήκε απέναντι συντρίβοντας τα κόκαλα.  Τα μάτια του γέμισαν αίμα και ξερνούσε αίμα από το ανοιχτό στόμα και τα ρουθούνια.

Π 401-10 ο Πάτροκλος χτυπά το Θέστορα στη δεξιά μασέλα με το κοντάρι, το οποίο πέρασε τα δόντια ως πέρα, και έτσι κρατώντας τον με το κοντάρι τον τράβηξε από το αμάξι, όπου είχε κουλουριαστεί σαστισμένος και του έφυγαν τα λουριά από τα χέρια, και βρήκε έτσι την ευκαιρία να τον χτυπήσει ο Πάτροκλος

Π 411-4 ο Πάτροκλος, καθώς του ορμούσε ο Ευρύαλος, του έριξε κοτρόνα στην κεφαλή και τον έριξε μπρούμυτα στη γη.

Π 463-5 ο Πάτροκλος χτυπά στο κατωκοίλι και σκοτώνει το Θρασύμηλο, ηνίοχο του Σαρπηδόνα.

Π 479-86 ο Πάτροκλος, μετά την αποτυχημένη επίθεση του Σαρπηδόνα, τον χτυπά εκεί που βρίσκεται η καρδιά ζωσμένη απ’ τα άλλα σπλάχνα κι εκείνος πέφτει σα μεγάλο δέντρο μπροστά στ’ αμάξι και τ’ άλογα ξύνοντας με τα νύχια τη γη.

Π 571-80 ο Επειγέας , ο οποίος είχε  σκοτώσει έναν ξάδερφό του στην πατρίδα του έφτασε στη Θέτιδα και στον Πηλέα και τους παρακάλεσε να   τον κρατήσουν ,κι εκείνοι τον έστειλαν στην Τροία με τον Αχιλλέα. Αυτός τώρα σκοτώθηκε από τον Έκτορα που του έριξε μια πέτρα στο κεφάλι και χύθηκε γύρω του ο θάνατος ο ψυχοκαταλύτης.

Π 581-7 Ο Πάτροκλος πικραμένος για το θάνατο του Επειγέα χύνεται μανιασμένος πάνω στους Τρώες και τους Λυκιώτες και με μια πέτρα χτυπά στο σβέρκο και σκοτώνει το Σθενέλαο.

Π 603-4 ο Μηριόνης γύρω από το πτώμα του Βαθυκλή σκοτώνει το Λαογόνο , έναν ιερέα χτυπώντας τον κάτω από τ’ αυτί και το σαγόνι του.

Π 733-43 ο Πάτροκλος αρπάζει και πετά μια πέτρα, που την δέχτηκε ο ηνίοχος του Έκτορα, ο Κεβριόνης, στο μέτωπο: έσπασαν τα κόκαλα, πετάχτηκαν τα μάτια του στο χώμα στα πόδια του μπροστά και ο ίδιος έπεσε στο χώμα.

Ρ 46-52 ο Μενέλαος προσεύχεται στο Δία και χτυπά τον Εύφορβο στο λαρύγγι. Το κοντάρι βγήκε από το λαιμό του και το αίμα λέρωσε τα όμορφα μαλλιά του.

Ρ 304-10 ο Έκτορας σημαδεύει τον Αίαντα, αλλά εκείνος γλιτώνει παρά τρίχα και πετυχαίνει το Σχέδιο στο κλειδοκόκαλο και η μύτη του κονταριού βγήκε από την πλάτη.

Ρ 311-5 ο Αίας σκοτώνει το Φόρκη που στάθηκε μπροστά στον Ιππόθοο. Τον πετυχαίνει στα έντερα κι αυτός σωριάστηκε στη γη και έσφιγγε το χώμα με τις παλάμες.

Ρ  517-20 ο Αυτομέδοντας χτύπησε τον Άρητο και το κοντάρι σκίζοντας τη ζώνη χώθηκε στο κατωκοίλι και πήρε την ορμή του.

Ρ 608-19 ο Έκτορας σημαδεύει τον Ιδομενέα, αλλά σφάλλει η βολή και πετυχαίνει τον ηνίοχο του Μηριόνη, τον Κοίρανο. Το κοντάρι τον βρήκε κάτω από το αυτί και βγήκε από το σαγόνι του ο χαλός του πετά έξω τα δόντια και του έκοψε στη μέση τη γλώσσα και πέφτουν από τα χέρια του τα χαλινάρια.

Υ 381-418 ανδροκτασίες από τον Αχιλλέα, ο οποίος σκοτώνει:

1.  τον Ιφιτίωνα με το κοντάρι στη μέση της κεφαλής, που χωρίζεται στα δύο, και καμαρώνει για το κατόρθωμά του. Εκείνου σκεπάζει τα μάτια η νύχτα, ενώ τα άλογα των Αχαιών τον ξέσκιζαν στις πρώτες γραμμές της μάχης με τις ρόδες τους.

2.  το Δημολέοντα χτυπώντας τον στο κράνος με το κοντάρι, του οποίου η μύτη συντρίβει το κόκαλο του κεφαλιού και γίνονται λιώμα τα μυαλά του

3.  τον Ιπποδάμα, ο οποίος πήδηξε από το αμάξι του να φύγει, τον χτύπησε στην πλάτη κι εκείνος ξεψυχώντας μούγκρισε σαν ταύρος, όταν η ψυχή παράτησε τα κόκαλά του

4.  τον Πολύδωρο, γιο του Πρίαμου, τον οποίο δεν τον άφηνε ο πατέρας του να βγει στη μάχη, καθώς ήταν το τελευταίο παιδί του. Όμως εκείνος ο ανέμυαλος ορμούσε μέσα στους πρώτους, ώσπου τον βρήκε ο Χάρος από το κοντάρι του Αχιλλέα, ο οποίος τον χτύπησε πίσω στη μέση, εκεί που τα χρυσά θηλύκια σφίγγουν τη ζώνη και διπλώνει ο θώρακας σταυρώνοντας. Η μύτη του κονταριού πρόβαλε δίπλα στον αφαλό του, πέφτει στα γόνατα βογκώντας, τον σκεπάζει νέφος θολό και όπως σωριάστηκε κρατούσε τα άντερά του.

Υ 463-72 ο Τρώας πηγαίνει κοντά στον Αχιλλέα, μήπως και του χάριζε τη ζωή, ο άμυαλος, αφού δε σκέφτηκε ότι δεν μπορεί να του αλλάξει το μυαλό, γιατί δεν είχε μπροστά του έναν καλόγνωμο ή  ψυχόπονο άνθρωπο, αλλά ένα θεριό. Όπως του έσφιγγε τα γόνα τα μες στα χέρια του, εκείνος του κάρφωσε το σπαθί στο συκώτι. Το ολόμαυρο αίμα πλημμύριζε τον κόρφο του και νύχτα πυκνή σκέπασε τα δυο του μάτια , καθώς του έφευγε η ζωή.

Υ 472-89  ανδροκτασίες

1.  στη συνέχεια πλησιάζει το Μούλιο, τον οποίο χτυπά με το κοντάρι στο αυτί και η μύτη βγαίνει από την άλλη άκρη.

2.   έπειτα τον Έχεκλο χτυπά με το σπαθί στο κεφάλι. Το σπαθί κοκκινίζει από το αίμα κι εκείνου τα μάτια σφαλίζει η Μοίρα η τρανοδύναμη και ο κόκκινος ο Χάρος

3.  έπειτα το Δευκαλίωνα χτυπά εκεί που σμίγουν τα νεύρα στον αγκώνα και όπως βάρυνε το χέρι του και απόμεινε θωρώντας το Χάρο εμπρός του, εκείνος τον χτύπησε με το σπαθί στο σβέρκο. Η κεφαλή του πετάχτηκε πέρα, το μυαλό του πετάχτηκε από τα σφοντύλια κι αυτός ξαπλώθηκε στη γη.

4.  έπειτα το Ρίγμο τον χτύπησε στην κοιλιά και σωριάστηκε από το αμάξι του

5.  το σύντροφό του προηγούμενου, τον Αρήθοο, που γυρνούσε τα άλογα τον χτυπά στην πλάτη και τον πετά από το αμάξι.

Φ 114-35 μετά αυτά τα λόγια του Αχιλλέα λύθηκαν τα γόνατα και η καρδιά του Λυκάονα. Παράτησε αμέσως τα γόνατα και το κοντάρι, άπλωσε τα χέρια του και κάθισε. Ο Αχιλλέας γυμνώνοντας το σπαθί του τον χτυπά στο κλειδοκόκαλο, πλάι στο σβέρκο και χώθηκε το σπαθί όλο μέσα του. Αυτός ξαπλώθηκε στο χώμα μπρούμυτα και το αίμα του μούσκευε τη γη. Ο Αχιλλέας τον πιάνει από το πόδι κα τον ρίχνει στο ποτάμι να συντροφέψει τα ψάρια που θα γλείψουν άσπλαχνα τις πληγές του. Η μητέρα του δε θα τον ξαπλώσει σε στρώμα να τον κλάψει, αλλά το ρέμα του Σκάμανδρου θα τον σύρει στη θάλασσα, όπου κάποιο ψάρι θα του φάει το άσπρο ξίγκι. Εύχεται να χαθούν όλοι οι Τρώες, ώσπου να πάρουν το κάστρο της Τροίας αυτοί μπροστά και πίσω αυτός αφανίζοντάς τους. Όσες θυσίες κι αν κάνουν στον ποταμό, δεν πρόκειται να γλιτώσει κανείς, ώσπου να πληρώσουν όλοι βαριά το θάνατο του Πατρόκλου, το θρήνο των Αχαιών, που μόλις έλειψε εκείνος τον σκότωσαν μπροστά στα καράβια.

Φ 177-83 ο Αστεροπαίος, αφού για τρεις φορές απέτυχε να σκοτώσει τον Αχιλλέα, προσπαθεί και για τέταρτη φορά, αλλά τότε εκείνος τον πετυχαίνει στην κοιλιά, κοντά στον αφαλό, χύθηκαν τα σπλάχνα του στη γη και σκέπασε τα μάτια του σκοτάδι, καθώς ξεψυχούσε.

Χ 317-30 γυάλιζε σαν τον Αποσπερίτη το σπαθί του Αχιλλέα που κουνούσε  στο χέρι του μελετώντας το θάνατο του Έκτορα και κοίταζε πού ήταν προτιμότερο να χτυπήσει. Τελικά αποφάσισε να τον χτυπήσει στην κλείδωση που ενώνει το λαιμό με τους ώμους, που ήταν απροστάτευτο από την πανοπλία, εκεί που ο θάνατος πλακώνει μονοστιγμίς. Εκεί χτύπησε και βγήκε ο χαλός από τον τρυφερό του λαιμό, αλλά το λαρύγγι δεν κόπηκε  από το κοντάρι, για να μπορεί να απαντήσει, όταν θα του μιλούσε εκείνος, και σωριάστηκε στη γη.

 

 

 

στην κλείδωση που ενώνει το λαιμό με τους ώμους

στο λαιμό

στον ώμο

στα δυο νεύρα που ενώνουν το σώμα με το κεφάλι

 

στο μάτι και βγήκε από την άλλη άκρη

έκοψε το κεφάλι

στο κεφάλι

 στην κεφαλή

στη δεξιά μασέλα

στη ρίζα της μύτης

στα μελίγγια

στο στόμα

κάτω από τ’ αυτί και το σαγόνι του.

κάτω από το αυτί και το σαγόνι του.

στο μέτωπο κάτω από το αυτί

στο κεφάλι στο αυτί

στο αυτί

κάτω από τα’ αυτί

στη μέση της κεφαλής

στο κεφάλι

στο κράνος

 

στο δεξιό ώμο

πισώπλατα

στο βυζί

στη ράχη

στο στήθος

στην πλάτη

στην πλάτη

Κατάστηθα

 

 

στο σβέρκο

στο σβέρκο

στο σβέρκο

στο λαρύγγι

στο κλειδοκόκαλο

στο κλειδοκόκαλο, πλάι στο σβέρκο

 

 

στο συκώτι.

στο μερί, εκεί που είναι πιο σαρκωμένος

στα λαγόνια

στο κατωκοίλι

εκεί που βρίσκεται η καρδιά ζωσμένη απ’ τα άλλα σπλάχνα

στα έντερα

κατωκοίλι

στα σπλάχνα

εκεί που τα χρυσά θηλύκια σφίγγουν τη ζώνη και διπλώνει ο θώρακας σταυρώνοντας

στην κοιλιά

στην κοιλιά, κοντά στον αφαλό

ανάμεσα στον αφαλό και στα αχαμνά

 

Ο φόβος του θανάτου

Π 278-3 όταν οι Τρώες αντιλαμβάνονται την παρουσία του Πατρόκλου στη μάχη, καταλαμβάνονται από τρομάρα, διαλύουν τους λόχους και προσπαθούν με κάθε τρόπο να ξεφύγουν από το Χάρο.

Ρ 238-44 ο Αίαντας βλέποντας τους Τρώες να πλησιάζουν λέει ότι δε φοβάται πια τόσο για το σώμα του Πατρόκλου (είναι σίγουρος ότι θα το πάρουν οι Τρώες και θα το ρίξουν στα σκυλιά), αλλά για το δικό του το κεφάλι, γι’ αυτό ζητά από το Μενέλαο να καλέσουν και άλλους να τους βοηθήσουν.

Φ 27-33 ο Αχιλλέας όταν κουράστηκε να σκοτώνει διάλεξε απ’ όσους ζούσαν 12 νέους στο ποτάμι για να τους σφάξει ως εκδίκηση για το θάνατο του Πάτροκλου. Τους τράβηξε σαστισμένους σαν ελαφόπουλα στην όχθη και έδεσε πίσω τα χέρια τους  και τους έδωσε στους συντρόφους του να τους πάνε στα καράβια, ενώ ο ίδιος ρίχτηκε πάλι στους Τρώες λαχταρώντας το φόνο.

Φ 34-63 το γιο του Πρίαμου Λυκάονα, που τον είχε πιάσει παλιότερα και τον είχε πουλήσει στη Λήμνο, αλλά αυτή ήταν η δωδέκατη μέρα που είχε επιστρέψει, κάποιος θεός τον ξανάριξε στα χέρια του και ήρθε η στιγμή που εκείνος θα τον έστελνε με το ζόρι στον Άδη. Όταν ο Αχιλλέας τον είδε γυμνό να τρέχει, γιατί είχε πετάξει τα όπλα του, για να μπορεί να τρέχει ευκολότερα  και ο ιδρώτας τον έπνιγε και η κούραση του λύγιζε τα γόνατα, έμεινε έκθαμβος, δεν πίστευε στα μάτια του και θύμωσε, αφού αυτοί που μέχρι τώρα είχε σκοτώσει ανασταίνονταν, να ξαναβγούν από τον Κάτω Κόσμο. Αποφασίζει λοιπόν να τον σκοτώσει, για να διαπιστώσει αν ξανάρθει από εκεί κάτω ή η ζωοδότρα γη τον κρατήσει στα σπλάχνα της, που και τον πιο αντρειωμένο μέσα της κρατά και δεν τοναφήνει.

Φ 64-96 ο Αχιλλέας περιμένει το Λυκάονα κι εκείνος σαστισμένος πλησιάζει να πιάσει τα γόνατά του ποθώντας πάνω απ’ όλα να γλιτώσει το μαύρο θάνατο και την παντέρμη μοίρα. Όπως ο Αχιλλέας σήκωσε το κοντάρι να τον χτυπήσει, εκείνος έτρεξε και αρπάζει τα γόνατά του σκυφτός κι έτσι το κοντάρι έπεσε στη γη, κι ας λαχτάριζε να χορτάσει με σάρκα. Τότε ο ικέτης με το ένα χέρι του έπιασε τα γόνατα  και με το άλλο το κοντάρι και αξίωσε να τον σπλαχνιστεί, επειδή τον παρακαλούσε ως ικέτης. Συνειδητοποιεί ότι θα τον εχθρεύεται ο Δίας, για να τον ξαναρίξει, αφού έχει περάσει τόσα, για δεύτερη φορά στα χέρια του Αχιλλέα. Είναι γιος του Πριάμου από τη Λαοθόη. Τον άλλο γιο της και αδερφό του ο Λυκάονας ξέρει (;) ότι τον σκότωσε ο Αχιλλέας και ανάλογη μοίρα περιμένει και τον ίδιο, αφού δεν ελπίζει, αφού η μοίρα τον έριξε  στα χέρια του, ότι θα γλιτώσει. Ως τελευταίο επιχείρημα σκέφτεται ότι δε βγήκε από την ίδια κοιλιά με τον Έκτορα που του σκότωσε τον αγαπημένο του σύντροφο.

Χ 123-30 ο Έκτορας αναρωτιέται γιατί να σκέφτεται τη λύση των διαπραγματεύσεων φοβούμενος μήπως πηγαίνοντας εκείνος δε νιώσει σπλαχνιά και τον ξεκάνει ξαρμάτωτο, όπως θα είναι, χωρίς τα άρματά του σα μια γυναίκα. Δεν είναι  όμως καιρός να στήνουν κουβέντα σα νεαρός με κοπέλα. Είναι καλύτερα ν’ αρχίσουν τη μονομαχία, για να δουν σε ποιον θα χαρίσει τη νίκη ο Δίας.

Χ 239-46 η Αθηνά με τη μορφή του Δηίφοβου λέει στον Έκτορα ότι βγήκε να πολεμήσει μαζί του με τον Αχιλλέα για να δουν αν θα σκοτώσει τους δυο τους και θα φέρει τα αιματωμένα άρματά τους στα καράβια ή θα πέσει πρώτος από το κοντάρι του, αν και έπεσαν στα γόνατά του ο πατέρας, η μητέρα τους και οι σύντροφοί του κλαίγοντας  στα γόνατά του να τον εμποδίσουν, επειδή τους είχε πιάσει ανείπωτος τρόμος.

Χ 365-6 ο Αχιλλέας αδιαφορεί για την προφητεία του Έκτορα: ας πεθάνει εκείνος και ο δικός του ο θάνατος καλώς να  έρθει να τον ανταμώσει, όταν του ορίσει ο Δίας και οι άλλοι αθάνατοι θεοί..

Ω 352-7 ο κήρυκας βλέποντας το μεταμορφωμένο σε νέο, Ερμή φοβάται ότι θα τους κάνει κομμάτια και προτείνει στον Πρίαμο να καβαλήσουν τα άλογα και να τραπούν σε φυγή ή να του πιάσουν τα γόνατα, μήπως τους λυπηθεί.

Ω 380-5 ο μεταμορφωμένος Ερμής ρωτά τον Πρίαμο αν βγάζει έξω από τη χώρα την περιουσία του να τη γλιτώσει από τον πόλεμο ή  φεύγουν και οι ίδιοι από φόβο που έχασαν τον πιο ανδρειωμένο του γιο, που δεν τον ξεπερνούσε κανένας Αχαιός στην ανδρεία.

 

Η φρίκη του θανάτου

Θ 64-5 εικόνα της φρίκης του πολέμου: καυχησιές από τη μια και γόοι από τη άλλη αυτών που έσφαζαν και αυτών που σφάζονταν και πλημμύριζε η γη με αίμα.

Κ 198-201 οι Αχαιοί πηγαίνουν και κάθονται πέρα από το χαντάκι σε μέρος ανοιχτό, όπου δεν υπάρχουν κουφάρια νεκρών τη νύχτα που κρυφά από τους Τρώες κάνουν συνέλευση

Κ 469 Διομήδης και Οδυσσέας προχωρούν να φτάσουν στο στρατόπεδο των Θρακών μέσα από άρματα και μαύρα αίματα.

Η 423-36 με τις πρώτες ακτίνες του ήλιου Αχαιοί και Τρώες συναντιούνται στον κάμπο. Δεν ήταν όμως εύκολο να ξεχωρίσουν ο Τρώες τους νεκρούς, γι’ αυτό τους πλένουν προηγουμένως με νερό να φύγουν τα πηγμένα αίματα και στη συνέχεια τους φορτώνουν στα αμάξια χύνοντας μαύρα δάκρυα, αλλά ο Πρίαμος δεν τους αφήνει να κλαίνε και εκείνοι συνεχίζουν το θλιβερό τους καθήκον σιωπηλοί. Τους καίνε και επιστρέφουν στην Τροία.

 Οι Αχαιοί πάλι σωριάζουν τους νεκρούς στην πυρά και επιστρέφουν στα πλοία. Την επομένη μόλις χάραζε η μέρα διαλεγμένοι Αχαιοί υψώνουν γύρω από την πυρά κοινό μνημείο για όλους μαζί συγκεντρώνοντας χώμα από τον κάμπο.

Κ 483-4 με τη δύναμη της θεάς Αθηνάς ο Διομήδης  σφάζει 12 Θράκες με το σπαθί του και η γη κοκκινίζει από το αίμα. Στη συνέχεια ο Οδυσσέας μυαλωμένος σέρνει έναν έναν νεκρό από το πόδι και τον τραβά πέρα, για να κάνει χώρο να περάσουν τα άλογα που σκοπεύουν να κλέψουν σε λίγο από τους Θράκες.

Λ 533-6 το άρμα του Έκτορα, καθώς περνά μέσα από τους νεκρούς, τους πατά, ενώ οι κύκλοι του αμαξιού βάφονται από το αίμα, από τις στάλες που ξεπέταγαν τα νύχια των αλόγων και οι ρόδες.

Μ 430-2 η μάχη στο τείχος είναι σκληρή και το αίμα και των Αχαιών και των Τρώων ραντίζει τους πύργους και τα μπροστήθια.

Ξ 458-68 πιο πολύ ο θάνατος του Προθήνορα στεναχώρησε τον Αίαντα, γιατί έπεσε δίπλα του νεκρός. Προσπάθησε να σκοτώσει τον Πολυδάμαντα χωρίς όμως να το καταφέρει και πέτυχε κατά λάθος έναν άλλο, Τρώα, γιατί αυτόν σκέφτονταν οι θεοί να σκοτώσουν, τον Αρχέλοχο, γιο του Αντήνορα. Το θανάσιμο χτύπημα τον βρήκε στα δυο νεύρα που ενώνουν ο σώμα με το κεφάλι, του τα έκοψε και το κεφάλι έπεσε στη γη πριν από το σώμα.

Ξ 487-505 ο θάνατος του Πρόμαχου στεναχώρησε όλους τους Αχαιούς, κυρίως όμως τον Πηνέλαο, ο οποίος πάει να σκοτώσει τον Ακάμαντα, εκείνος του ξεφεύγει και βρίσκει τον Ιλιονέα κάτω από το φρύδι, στο μάτι. Το κοντάρι μπήχτηκε μέσα στο μάτι και βγήκε από την άλλη άκρη, αλλά αυτό δεν του ήταν αρκετό. Με το σπαθί έκοψε το κεφάλι και πιάνοντας το κοντάρι το σήκωσε σαν παπαρούνα.

Π 330-4  ο Αίας του Οϊλέα, καθώς σκοντάφτει και πέφτει μπρούμυτα ο Κλεόβουλος, βρίσκει την ευκαιρία να  τον χτυπήσει με το σπαθί στο σβέρκο, το σπαθί κοκκινίζει από το αίμα, και εκείνου τα μάτια του τα σφαλίζει η Μοίρα η παντοδύναμη και ο κόκκινος ο Χάρος.

Π 335-41 ο Πηνέλεος και ο Λύκων έριχναν με τα κοντάρια τους ο ένας στον άλλο, χωρίς να πετυχαίνουν το στόχο τους, ωσότου πλησίασαν με τα σπαθιά και ο Πηνέλεος τον χτυπά κάτω από τα’ αυτί και το κεφάλι του κρέμασε, καθώς κρατούσε μόνο το δέρμα

Π 345-50 ο Ιδομενέας χτυπά με το κοντάρι στο στόμα τον Ερύμα και ο χαλκός πέρασε από τη ρίζα του μυαλού και βγήκε απέναντι συντρίβοντας τα κόκαλα.  Τα μάτια του γέμισαν αίμα και ξερνούσε αίμα από το ανοιχτό στόμα και τα ρουθούνια.

Π 401-10 ο Πάτροκλος χτυπά το Θέστορα στη δεξιά μασέλα με το κοντάρι, το οποίο πέρασε τα δόντια ως πέρα, και έτσι κρατώντας τον με το κοντάρι τον τράβηξε από το αμάξι, όπου είχε κουλουριαστεί σαστισμένος και του έφυγαν τα λουριά από τα χέρια, και βρήκε έτσι την ευκαιρία να τον χτυπήσει ο Πάτροκλος

Π 502-5 ο Πάτροκλος  πατώντας το στήθος του Σαρπηδόνα τραβά το κοντάρι και ξεχύνονται τα σπλάχνα του και ξεριζώνει την ψυχή του.

Π 638-41 Κανείς απ’ όσους γνώριζαν το Σαρπηδόνα δε θα μπορούσε να τον γνωρίσει, καθώς τον σκέπαζαν από την κορφή ως τα ακρόποδα αίματα και σκόνες και κοντάρια και γύρω στο πτώμα του πύκνωναν σαν τις μύγες.

Π 733-43 ο Πάτροκλος αρπάζει και πετά μια πέτρα, που την δέχτηκε ο ηνίοχος του Έκτορα, ο Κεβριόνης, στο μέτωπο: έσπασαν τα κόκαλα, πετάχτηκαν τα μάτια του στο χώμα στα πόδια του μπροστά και ο ίδιος έπεσε στο χώμα.

Π 862-5 ο Έκτορας πατά το πτώμα του Πατρόκλου για να τραβήξει το κοντάρι του και τον σπρώχνει ανάσκελα.

Ρ 46-52 ο Μενέλαος προσεύχεται στο Δία και χτυπά τον Εύφορβο στο λαρύγγι. Το κοντάρι βγήκε από το λαιμό του και το αίμα λέρωσε τα όμορφα μαλλιά του.

Ρ 125-31 όταν φτάνουν ο Μενέλαος με τον Αίαντα κοντά στο νεκρό, ο Έκτορας σέρνει το νεκρό να κόψει το κεφάλι του και να πετάξει το σώμα του στα σκυλιά, με την εμφάνισή τους όμως δεν προλαβαίνει και τρέπεται σε φυγή.

Ρ 289-303 ο Ιππόθοος σέρνει με λουρί από τους αστραγάλους τον Πάτροκλο, αλλά τον χτυπά με το κοντάρι ο Αίας του Τελαμώνα στο κεφάλι και πετάγονται τα μυαλά του στη δέση του κονταριού, παρατά τον Πάτροκλο και ο ίδιος σωριάζεται δίπλα στο νεκρό.

Ρ 540-2 μετά το γδύσιμο ο Αυτομέδοντας ανεβάζει στ’ αμάξι τα ματωμένα κούρσα και ανεβαίνει και ο ίδιος γεμάτος αίματα στα χέρια και στα πόδια.

Ρ 608-19 ο Έκτορας σημαδεύει τον Ιδομενέα, αλλά σφάλλει η βολή και πετυχαίνει τον ηνίοχο του Μηριόνη, τον Κοίρανο. Το κοντάρι τον βρήκε κάτω από το αυτί και βγήκε από το σαγόνι του ο χαλός του πετά έξω τα δόντια και του έκοψε στη μέση τη γλώσσα και πέφτουν από τα χέρια του τα χαλινάρια.

Υ 381-418 ανδροκτασίες από τον Αχιλλέα, ο οποίος σκοτώνει:

1.  τον Ιφιτίωνα με το κοντάρι στη μέση της κεφαλής, που χωρίζεται στα δύο, και καμαρώνει για το κατόρθωμά του. Εκείνου σκεπάζει τα μάτια η νύχτα, ενώ τα άλογα των Αχαιών τον ξέσκιζαν στις πρώτες γραμμές της μάχης με τις ρόδες τους.

2.  το Δημολέοντα χτυπώντας τον στο κράνος με το κοντάρι, του οποίου η μύτη συντρίβει το κόκαλο του κεφαλιού και γίνονται λιώμα τα μυαλά του

3.  τον Ιπποδάμα, ο οποίος πήδηξε από το αμάξι του να φύγει, τον χτύπησε στην πλάτη κι εκείνος ξεψυχώντας μούγκρισε σαν ταύρος, όταν η ψυχή παράτησε τα κόκαλά του

4.  τον Πολύδωρο, γιο του Πρίαμου, τον οποίο τον βρήκε ο Χάρος από το κοντάρι του Αχιλλέα, ο οποίος τον χτύπησε πίσω στη μέση, εκεί που τα χρυσά θηλύκια σφίγγουν τη ζώνη και διπλώνει ο θώρακας σταυρώνοντας. Η μύτη του κονταριού πρόβαλε δίπλα στον αφαλό του, πέφτει στα γόνατα βογκώντας, τον σκεπάζει νέφος θολό και όπως σωριάστηκε κρατούσε τα άντερά του.

Υ 472-89  ανδροκτασίες

1.  στη συνέχεια πλησιάζει το Μούλιο, τον οποίο χτυπά με το κοντάρι στο αυτί και η μύτη βγαίνει από την άλλη άκρη.

2.   έπειτα τον Έχεκλο χτυπά με το σπαθί στο κεφάλι. Το σπαθί κοκκινίζει από το αίμα κι εκείνου τα μάτια σφαλίζει η Μοίρα η τρανοδύναμη και ο κόκκινος ο Χάρος

3.  έπειτα το Δευκαλίωνα χτυπά εκεί που σμίγουν τα νεύρα στον αγκώνα και όπως βάρυνε το χέρι του και απόμεινε θωρώντας το Χάρο εμπρός του, εκείνος τον χτύπησε με το σπαθί στο σβέρκο. Η κεφαλή του πετάχτηκε πέρα, το μυαλό του πετάχτηκε από τα σφοντύλια κι αυτός ξαπλώθηκε στη γη.

4.  έπειτα το Ρίγμο τον χτύπησε στην κοιλιά και σωριάστηκε από το αμάξι του

5.  το σύντροφό του προηγούμενου, τον Αρήθοο, που γυρνούσε τα άλογα τον χτυπά στην πλάτη και τον πετά από το αμάξι.

Υ 493-4 ο Αχιλλέας σα θεός χιμούσε πατώντας στα κουφάρια και έπλεε η γη στο αίμα.

Υ 498-503 τα άλογα του Αχιλλέα πατούσαν ασπίδες και νεκρούς  και από κάτω ο άξονας βαφόταν από το αίμα και οι γύροι του αμαξιού από τις στάλες που πετούσαν τα νύχια των αλόγων και οι ρόδες. Όμως ο Αχιλλέας αδιάκοπα διψούσε για άλλη τρανή δόξα και ο λύθρος μόλυνε τα χέρια του.

Φ 20-1 ο Αχιλλέας χτυπούσε δεξιά αριστερά και έσκουζαν εκείνοι όπως το σπαθί του έπεφτε πάνω τους και βαφόταν το ποτάμι από το αίμα.

Φ 114-35 μετά αυτά τα λόγια του Αχιλλέα λύθηκαν τα γόνατα και η καρδιά του Λυκάονα. Παράτησε αμέσως τα γόνατα και το κοντάρι, άπλωσε τα χέρια του και κάθισε. Ο Αχιλλέας γυμνώνοντας το σπαθί του τον χτυπά στο κλειδοκόκαλο, πλάι στο σβέρκο και χώθηκε το σπαθί όλο μέσα του. Αυτός ξαπλώθηκε στο χώμα μπρούμυτα και το αίμα του μούσκευε τη γη. Ο Αχιλλέας τον πιάνει από το πόδι και τον ρίχνει στο ποτάμι να συντροφέψει τα ψάρια που θα γλείψουν άσπλαχνα τις πληγές του

Φ 200-4 ο Αχιλλέας παρατά τον Αστεροπαίο νεκρό ξαπλωμένο στην άμμο, ενώ τα ψάρια τον γυρόφερναν για να φάνε το ξίγκι του δίπλα στα νεφρά.

Φ 209-21 ο Αχιλλέας σκοτώνει 7 στη σειρά (αναφέρονται μόνο τα ονόματά τους) και θα σκότωνε και άλλους, αν δεν του έλεγε  ο ποταμός να σταματήσει, γιατί είχε σαστίσει, ή να πάει μακριά στον κάμπο να διώξει τους Τρώες και να τους σκοτώνει, αν ο Δίας του επέτρεψε να τους σκοτώσει όλους, γιατί τα κουφάρια τού φράζουν το ρέμα του και δεν μπορεί να χύσει στη θάλασσα τα νερά του.

Φ 233-6 ο Αχιλλέας μπαίνει στον ποταμό κι εκείνος ορμά πάνω του με λύσσα αναταράζοντας τα νερά του και σπρώχνει τους νεκρούς που αμέτρητοι στοιβάζονται στο ρέμα.

Φ 301-2 από τα πτώματα που υπήρχαν ήταν γεμάτος ο κάμπος και ο Αχιλλέας αναγκαζόταν να πηδά πάνω στα πτώματα.

Φ343-4 από τη φωτιά που ανάβει ο Ήφαιστος στον κάμπο καίγονται οι νεκροί που είχε σκοτώσει ο Αχιλλέας.

Φ 609-11 οι Τρώες επωφελούμενοι από το κυνηγητό που κάνει ο Αχιλλέας του Απόλλωνα-Αγήνορα τρέχουν να μπουν στο κάστρο, χωρίς να περιμένουν να δουν ποιος γλίτωσε και ποιος χάθηκε στον πόλεμο, παρά βιαστικά  έμπαιναν μέσα στο κάστρο, όσους γλίτωναν τα γόνατα και τα γοργά τους πόδια.

Χ 317-30 γυάλιζε σαν τον Αποσπερίτη το σπαθί του Αχιλλέα που κουνούσε  στο χέρι του μελετώντας το θάνατο του Έκτορα και κοίταζε πού ήταν προτιμότερο να χτυπήσει. Τελικά αποφάσισε να τον χτυπήσει στην κλείδωση που ενώνει το λαιμό με τους ώμους, που ήταν απροστάτευτο από την πανοπλία, εκεί που ο θάνατος πλακώνει μονοστιγμίς. Εκεί χτύπησε και βγήκε ο χαλός από τον τρυφερό του λαιμό, αλλά το λαρύγγι δεν κόπηκε  από το κοντάρι, για να μπορεί να απαντήσει, όταν θα του μιλούσε εκείνος, και σωριάστηκε στη γη.

Χ 346-54 ο Αχιλλέας λέει ότι όσο τον σπρώχνει η λύσσα του να κόψει και να φάει ωμές τις σάρκες του για αυτά που του έχει κάνει, άλλο τόσο είναι αλήθεια ότι κανείς δε θα διώξει  από το κεφάλι του τους σκύλους, κι αν ακόμα του έφερναν την ξαγορά του σε λύτρα  δέκα ή είκοσι φορές και να του έταζαν κι άλλα. Κι αν ακόμα του έλεγε ο πατέρας του να του δώσει χρυσάφι του βάρους του, και πάλι η μάνα του δε θα τον βάλει στο στρώμα του να τον μοιρολογήσει, αλλά θα τον φάνε ολάκερο οι σκύλοι και οι γύπες.

Χ 395-404 ο Αχιλλέας κάνει ανάρμοστα πράγματα: τρυπά τα νεύρα των ποδιών του Έκτορα  από τις φτέρνες ως τους αστράγαλους, πέρασε από μέσα λουριά βοδιού και τα έδεσε στ’ αμάξι αφήνοντας να σέρνεται η κεφαλή του. Στη συνέχεια ανεβαίνει στο αμάξι, φορτώνει τ’ άρματα και δίνει βιτσιά στ’ άλογα, που ξεκινούν πρόθυμα. Η σκόνη φουντώνει, καθώς σέρνεται ο Πάτροκλος, τα μαλλιά του σκόρπισαν, το κεφάλι του βουλούσε στον κουρνιαχτό, που τώρα ο Δίας άφησε να το ντροπιάσουν άπρεπα στο γονικό του χώμα.

 

 

 

Προτίμηση θανάτου αντί άλλου

Ο θάνατος είναι προτιμότερος :

για την ομορφιά μιας γυναίκας

Γ156-7 ο Πρίαμος βλέποντας την Ελένη στον πύργο της Τροίας, απ’ όπου πρόκειται να παρακολουθήσουν τη μονομαχία Πάρη-Μενέλαου  εκτιμώντας την ομορφιά της λέει ότι δεν είναι κρίμα αν βασανίζονται για μια τέτοια γυναίκα καιρούς και χρόνους οι Τρώες με τους Αχαιούς.

 

από τη στέρηση της συζυγικής αγάπης

Ζ 407-13 η Ανδρομάχη λέει στον Έκτορα:

«Απ’ την ορμή την ίδια σου, άμοιρε, θα βρεις το θάνατό σου,

και το μωρό σου δε σπλαχνίζεσαι κι ουδέ τη μαύρη εμένα,

που γρήγορα θα μείνω χήρα σου τι ευθύς οι Αργίτες όλοι

θα σε σκοτώσουνε χιμίζοντας. Μ’ αν είναι να σε χάσω,

ν’ ανοίξει η γη να μπω καλύτερα χίλιες φορές, τι πια άλλη

δε θα `χω ζεστασιά, αν μου πέθαινες, τρανούς μονάχα θα `χω

καημούς κι ουδέ καν ζουν ο κύρης μου κι η σεβαστή μου μάνα

 

για τους φίλους

Σ 128-9 η Θέτιδα δεν κάνει καμιά προσπάθεια να τον εμποδίσει λέγοντας ότι είναι καλό να γλιτώσεις τους φίλους σου που απόκαμαν, από το μαύρο χαμό, και προσφέρεται να ζητήσει καινούρια πανοπλία από το Δία.

 

για εκδίκηση

Σ 79-93 ο Αχιλλέας απαντά στη μητέρα του ότι αν και ο Δίας έχει ικανοποιήσει το θέλημά του, αυτό δεν έχει καμιά αξία πια, αφού σκοτώθηκε  ο πιο στενός του φίλος, ο Πάτροκλος από τον Έκτορα, ο οποίος μάλιστα πήρε τα όπλα του. Αυτό θα προσθέσει καημό και σε εκείνη που δε θα δεχτεί το γιο της στο πατρικό του να τον καλωσορίσει, αφού δε θα `θελε να ζει στον κόσμο, αν δεν σκοτώσει τον Έκτορα, για να εκδικηθεί το θάνατο του Πατρόκλου.

Σ 98-104  ο Αχιλλέας αδιαφορεί για την αποκάλυψη της μητέρας του: να τον βρει αμέσως ο θάνατος, αφού δεν μπόρεσε να γλιτώσει το φίλο του και δεν ήταν κοντά να τον βοηθήσει όταν τον χρειαζόταν ούτε και τους άλλους Αχαιούς που σκοτώθηκαν πολλοί από τον Έκτορα. Νιώθει τον εαυτό του άχρηστο, φόρτωμα της γης.

Σ 114-25 δηλώνει αποφασιστικά ότι θα πάει να βρει τον Έκτορα που του σκότωσε το πιο ακριβό κεφάλι. Κι όσο για το θάνατο καλώς να `ρθει την ώρα που θα ορίσει ο Δίας και ο άλλοι αθάνατοι θεοί. Ούτως ή άλλως κανείς δεν μπορεί να ξεφύγει του Χάρου, ούτε ο Ηρακλής που τον αγάπησε ιδιαίτερα ο Δίας. Έτσι κι εκείνος είναι πρόθυμος να υποταχθεί στη μοίρα του. Πιο πριν όμως θα κάνει τις γυναίκες της Τροίας να στήσουν πικρό μοιρολόγι σκουπίζοντας διπλοπάλαμα τα κλάματα από τα απαλά τους μάγουλα. Γι αυτό ζητά από τη μητέρα του να μην προσπαθήσει να τον εμποδίσει.

Τ 420-3 ο Αχιλλέας απαντώντας στ’ άλογα λέει ότι γνωρίζει ότι θα πεθάνει στην Τροία μακριά από τον πατέρα και τη μητέρα του, ωστόσο δε σταματά τη μάχη αν δε χορτάσει στριμώχνοντας τους Τρώες στον πόλεμο.

Ο 113-8 ο Άρης, όταν μαθαίνει το θάνατο του γιου του, χτυπά με τα χέρια του τα μεριά του και δηλώνει ότι θα παραβεί την εντολή του Δία, προκειμένου να εκδικηθεί το θάνατο του γιου του, κι ας τον χτυπήσει με αστροπελέκι ο Δίας.

.

Για  τη διάσωση του νεκρού

Ρ 415-9 η μάχη συνεχίζεται αδιάκοπα, γιατί οι Αχαιοί θεωρούν ντροπή τους ν’ αφήσουν το νεκρό να τον τραβήξουν στην Τροία οι Τρώες και προτιμούν καλύτερα χίλιες φορές ν’ άνοιγε η γη και να τους κατάπινε. 

Ρ421-2 αλλά και οι Τρώες φωνάζουν να μείνουν γύρω από το νεκρό να πολεμήσουν, ακόμα κι αν είναι γραφτό τους να σκοτωθούν.

Ω 223-7 ο Πρίαμος δεν κάμπτεται από τα λόγια της Εκάβης, αφού θεός τού παράγγειλε να πάει στον Αχιλλέα. Αλλά κι έτσι να μην ήταν, αυτός θα προτιμούσε  να σκοτωθεί, φτάνει να έπαιρνε το γιο του στην αγκαλιά του, και την ίδια στιγμή ας τον σκότωνε ο Αχιλλέας, αφού θα χόρταινε το θρήνο.

 

Από ντροπή και συναίσθηση ευθύνης – αναγνώριση του λάθους

Z 344-8  Η Ελένη εύχεται να την είχε σηκώσει ανεμορούφουλας τη μέρα που γεννήθηκε παρά να συμβούν όσα συνέβησαν.

Χ 104-10 ο Έκτορας αναγνωρίζει ότι χάλασε πολύ στρατό με το φταίξιμό του και φοβάται ότι κάτι τέτοιο θα πουν οι Τρώες και οι Τρωαδίτισσες. Θα προτιμούσε, για να μην ακούσει κάτι τέτοιο, ή να σκοτώσει τον Αχιλλέα ή και να πέσει από τα χέρια του σαν άντρας μπρος στο κάστρο

 

για την πατρίδα

Ο 495-99 ο Έκτορας προτρέπει τους Τρώες να πολεμούν με ανδρεία κι ας πέσουν νεκροί , γιατί αξίζει να πεθάνει κανείς για το πατρικό του χώμα, κι όταν φύγουν οι Αχαιοί θα έχει μείνει απείραχτη η περιουσία και η οικογένειά του.

 

για να μη δει την καταστροφή της πατρίδας

 Ω 244-6 ο Πρίαμος εύχεται να βρίσκεται στον Άδη, παρά να δει το κάστρο να κουρσεύεται και να πατιέται απ’ άκρη σ’ άκρη.

 

Προτίμηση του θανάτου του ανάξιου και όχι του άξιου

Ω 248-64 ο Πρίαμος φωνάζει 9 γιους του και τους βρίζει που δεν πιάνουν να φορτώσουν τα λύτρα στο κάρο για να ξεκινήσουν επιτέλους.. Θα προτιμούσε να είχαν σκοτωθεί αυτοί αντί τον Έκτορα, αφού νοιάζονται μόνο για χορούς, ψευτιές και κλεψιές. Θρηνολογεί τη μοίρα του που είχε τους πιο ανδρειωμένους γιους μέσα στην Τροία και δεν του απόμεινε ένας, παρά αυτοί οι ανεπρόκοποι.

 

Μπροστά στο μάταιο αγώνα

Ο 511-3 κι ο Αίας με τη σειρά του προτρέποντας τους Αχαιούς λέει πως είναι προτιμότερο μια και έξω να διαλέξουν ζωή ή θάνατο παρά να βασανίζονται χρόνια πολλά κοντά στα καράβια από ασθενέστερούς τους.

Ο 553-8 ο Έκτορας προσπαθεί να φιλοτιμήσει το Μελάνιππο να πολεμήσει γενναία και από κοντά τους Αχαιούς που σκότωσαν τον ξάδερφό τους και του πήραν τα άρματα, αφού  δεν είναι ανεχτό πια να πολεμούν από μακριά: ή να τους σφάξουν ή εκείνοι να γκρεμίσουν την Τροία και να σφάξουν το λαό της.

Ο 561-4 ο Αίας προσπαθώντας κι αυτός να φιλοτιμήσει τους Αχαιούς τους  προτρέπει να έχουν ντροπή μεταξύ τους για να συναγωνίζονται στην ανδρεία , κι αυτοί είναι τελικά που γλιτώνουν ενώ όσοι δειλιάζουν ούτε δοξάζονται και γλιτωμό Δε βρίσκουν.

 

 

Ο θάνατος μακριά από την πατρίδα

Β161 οι Αργίτες χάθηκαν πολλοί μακριά από τον τόπο τους

Ε 685-88 ο Σαρπηδόνας παρακαλεί τον Έκτορα που ξαφνικά βλέπει μπροστά του να τον βοηθήσει να τον πάει ως το κάστρο της Τροίας, και δεν τον νοιάζει πια εκεί να πεθάνει, αφού δεν του ήταν γραφτό να γυρίσει στην πατρίδα του, φτάνει να μην κείτεται εκεί κούρσος στους Αργίτες

Θ 465-7 η Ήρα ανησυχεί για μια ακόμα φορά για τους Αχαιούς που θα χαθούν μακριά από την πατρίδα τους.

Π 495-500 ο Σαρπηδόνας ξεψυχώντας ζητά από το Γλαύκο να ξεσηκώσει όλους τους Λυκιώτες να έρθουν να πολεμήσουν γύρω από το πτώμα του, και κυρίως ο Γλαύκος, διαφορετικά θα του γίνει καθημερινή ντροπή και καταφρόνια, αν αφήσει να τον γδύσουν οι Αχαιοί, αφού είχε την ατυχία να πέσει κοντά στα καράβια.

Ρ 289-303 ο Ιππόθοος σέρνει με λουρί από τους αστραγάλους τον Πάτροκλο, αλλά τον χτυπά με το κοντάρι ο Αίας του Τελαμώνα στο κεφάλι και πετάγονται τα μυαλά του στη δέση του κονταριού, παρατά τον Πάτροκλο και ο ίδιος σωριάζεται δίπλα στο νεκρό. Δεν ήταν γραφτό του να γυρίσει στην πατρίδα του, τη Λάρισα, και να δει τους γονείς του στα γηρατειά τους, αλλά έγινε λιγόχρονος εξαιτίας του Αίαντα.

Σ 328-40 ο Αχιλλέας θρηνώντας τον Πάτροκλο λέει ότι είναι γραφτό να βάψουν κόκκινη τη γη στην Τροία και οι δυο τους  και δεν του μέλλεται να γυρίσει πίσω στο σπίτι τους και να τον δεχτεί ο Πηλέας και η Θέτιδα, αλλά τον περιμένει εκεί ο θάνατος. Αφού είναι όμως γραφτό να μπει στη γη μετά τον Πάτροκλο, δε θα τον θάψει πριν του φέρει τα άρματα και το κεφάλι του Έκτορα και ακόμη 12 Τρωόπουλα για τη νεκρική πυρά του, αφού τόσο του έχει φρενιάσει τα σπλάχνα ο χαμός του Στο μεταξύ γύρω από τον Πάτροκλο θα κλαίνε γυναίκες της τρωάδας και της Δαρδανίας μουσκεμένες στα κλάματα νύχτα μέρα, αυτές που αιχμαλώτισαν οι δυο τους.

Σ 440-1 η Θέτιδα λέει στον Ήφαιστο ότι γέννησε και ανάστησε τον Αχιλλέα, όμως δε θα τον δει να γυρίσει στο πατρικό του σπίτι να τον καλωσορίσει.

Τ 420-3 ο Αχιλλέας απαντώντας στ’ άλογα λέει ότι γνωρίζει ότι θα πεθάνει στην Τροία μακριά από τον πατέρα και τη μητέρα του, ωστόσο δε σταματά τη μάχη αν δε χορτάσει στριμώχνοντας τους Τρώες στον πόλεμο.

Ω 83-6 η Ίριδα σταλμένη από το Δία βρίσκει τη Θέτιδα στη βαθιά σπηλιά της θάλασσας ανάμεσα στις αδερφές της να κλαίει το γιο της που η μοίρα του έγραψε να πεθάνει στην Τροία μακριά από την πατρίδα του.

 

 

Αφήστε μια απάντηση



Αλλαγή μεγέθους γραμματοσειράς
Αντίθεση
Μετάβαση σε γραμμή εργαλείων