Γραφείον Ευρέσεως Εργασίας

Μένης Κουμανταρέας

Ο Μένης Κουμανταρέας (17 Μαΐου 1931 – 5 Δεκεμβρίου 2014) ήταν Έλληνας συγγραφέας και μεταφραστής.

Μένης Κουμανταρέας (1931 – 2014)

Στις 30 Δεκεμβρίου 2008, κατα την ετήσια τελετή της Ακαδημίας Αθηνών για την απονομή των ετήσιων βραβείων, ο Μένης Κουμανταρέας τιμήθηκε για σύνολο του έργου με το βραβείο του Ιδρύματος Κώστας και Ελένης Ουράνη, το οποίο εποπτεύεται απο την Ακαδημία Αθηνών. Κατα τη βράβευση του δήλωσε, «…θα έπρεπε να τα παίρνουμε νέοι, να μας δίνουν αυτοπεποίθηση, λεφτά και κουράγιο. Θυμάμαι όμως, μολονότι βραβευμένο το δεύτερο βιβλίο μου, ‘Το αρμένισμα’, δικάστηκε επί χούντας τέσσερις φορές και παραλίγο να καεί. Το τελευταίο, ‘Το σόου είναι των Ελλήνων’, σκεπάζεται τώρα από τους καπνούς των δακρυγόνων και τα δάκρυα για τον χαμό ενός νέου ανθρώπου αλλά και από τον φριχτό πόλεμο στη Μέση Ανατολή. Οπωσδήποτε είναι μελαγχολικό να σε βραβεύουν για το σύνολο του έργου σου. Σημαίνει ότι όπου να ‘ναι σημαίνουν κι οι καμπάνες…”.[22]

Μένης Κουμανταρέας
Όνομα στη
μητρική γλώσσα
Μένης Κουμανταρέας (Ελληνικά)
Γέννηση 4  Ιανουαρίου 1931[1][2][3]
Αθήνα
Θάνατος 5 Δεκεμβρίου 2014 (83 ετών)
Αθήνα[4]
Συνθήκες θανάτου ανθρωποκτονία
Τόπος ταφής Πρώτο Νεκροταφείο Αθηνών
Εθνικότητα Έλληνες
Χώρα πολιτογράφησης Ελλάδα
Σπουδές Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών
Ιδιότητα μεταφραστής και συγγραφέας
Καλλιτεχνικά ρεύματα Νεοελληνική πεζογραφία, δοκίμιο
Σημαντικά έργα Το αρμένισμαΗ μυρωδιά τους με κάνει να κλαίωΒιοτεχνία υαλικών
Βραβεύσεις Κρατικά Λογοτεχνικά Βραβεία
Υπογραφή
Menis-koumandareas-signature.svg

 

Βιογραφικά στοιχεία

Ο Μένης (Αριστομένης) Κουμανταρέας γεννήθηκε (1931) και μεγάλωσε στην Αθήνα. Το 1948 έζησε για έξι μήνες κοντά στο θείο του στο Λονδίνο, όπου και ήρθε σε επαφή με την εκεί πολιτιστική κίνηση. Τον επόμενο χρόνο, δηλαδή το 1949, αποφοίτησε από το Πρότυπο Λύκειο Αθηνών Κάρολος Μπερζάν και φοίτησε κατά καιρούς στη Νομική και Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, χωρίς να ολοκληρώσει τις σπουδές του.[5] Υπηρέτησε τη στρατιωτική του θητεία στο ναυτικό και εργάστηκε κατά καιρούς (σχεδόν είκοσι χρόνια) σε ναυτιλιακές και ασφαλιστικές εταιρείες.

Το 1961 ξεκίνησε να συνεργάζεται με το περιοδικό Ταχυδρόμος και την επόμενη χρονιά εκδόθηκε το πρώτο του βιβλίο, η συλλογή διηγημάτων «Τα μηχανάκια».

Η δίκη για το Αρμένισμα

Κατά τη διάρκεια της Δικτατορίας οδηγήθηκε τέσσερις φορές σε δίκη για το διήγημα του «Το Αρμένισμα». Η συλλογή του είχε λάβει το 1967 το Β’ κρατικό βραβείο διηγήματος. Τα επίμαχα διηγήματα που προκάλεσαν την αυτεπάγγελτη δίωξη του εισαγγελέα ήταν τα Μέρα του 1638 και Οι γάμοι του Σπόρου και της Ποππαίας. Κρίθηκαν ως άσεμνα διότι περιειχαν σκηνές σε οικο ανοχής, άντρες ντυμένους γυναίκες και αθυρόστομες εκφράσεις. Το Πλημμελειοδικείο Αθηνών του επέβαλε τέσσερις μήνες φυλακή με τριετή αναστολή για παράβαση του νόμου περί ασέμνων δημοσιευμάτων και άσκησε έφεση.[6] Μάρτυρες κατηγορίες ήταν οι Παν.Νέζης συνταξιούχος εκπαιδευτικός, ο Πανεπιστημιακός Κωνσταντίνος Μερεντίτης, ο συνταξιούχος δημοδιδάσκαλος Αναστάσιος Αντωνόπουλος και ο Αντώνιος Κουερίνης αστυνομικός. Υπερασπιστές του ήταν οι Κωνσταντίνος ΤσάτσοςΑλέξης ΜινωτήςΔημήτρης ΜυράτΚωστής Μπαστιάς,Αιμίλιος ΧουρμούζιοςΒάσος Βαρίκας[7]Συνήγορος υπεράσπισής του ήταν ο πανεπιστημιακός Γεώργιος Κουμάντος. [8]Το 1972 σπούδασε με υποτροφία στο Βερολίνο για έξι μήνες.

Μετά την δικτατορία

Από το 1982 ζούσε αποκλειστικά από τη συγγραφική του δραστηριότητα.[9] Το 1987 το μυθιστόρημα του «Η φανέλα με το εννιά» μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο από τον Παντελή Βούλγαρη.[10] Κείμενά του δημοσιεύτηκαν σε πολλά λογοτεχνικά περιοδικά, όπως τα ΕκλογήΗριδανόςΕπιθεώρηση ΤέχνηςΟδός ΠανόςΗ λέξη και άλλα. Έργα του μεταφράστηκαν σε 13 γλώσσες: αγγλικάγαλλικάγερμανικάιταλικάισπανικάπορτογαλικάαλβανικάολλανδικάτούρκικαρώσικαεσθονικάεβραϊκά και λετονικά.[11]

Υπήρξε ιδρυτικό μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων, μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου της Εθνικής Λυρικής Σκηνής και της Κρατικής Ορχήστρας Ελληνικής Μουσικής του Σταύρου Ξαρχάκου.[12]

Το 2012 υπήρξε ένας από τους 32 ανθρώπους της τέχνης και του πνεύματος που συνυπέγραψαν το κείμενο «Τολμήστε», ένα δείγμα γραφής μερικών διανοούμενων της χώρας που υποστήριζε την αποδοχή του ελληνικού μνημονίου.[13][14]

Ο θάνατός του

Tο βράδυ της 5ης Δεκεμβρίου 2014, βρέθηκε νεκρός στο σπίτι του στην Κυψέλη «με εμφανείς μώλωπες στο λαιμό και το πρόσωπο».[15] Η κηδεία του τελέστηκε την Τρίτη 9 Δεκεμβρίου 2014 στο Α΄ Κοιμητήριο Αθηνών.

Στις 7 Ιανουαρίου 2015, ανακοινώθηκε από την Ελληνική Αστυνομία η εξιχνίαση της υπόθεσης δολοφονίας, με τη σύλληψη 26χρονου άνδρα και τη δημοσιοποίηση στοιχείων δεύτερου ατόμου, το οποίο θεωρείται συνεργός. Όπως προκύπτει από την ανακοίνωση της Αστυνομίας κίνητρο των δραστών, τους οποίους γνώριζε ο συγγραφέας, ήταν η ληστεία.[16] [17]Μετά τη δημοσιοποίηση των στοιχείων του, ο συνεργός του δράστη παρουσιάστηκε αυτοβούλως στον εισαγγελέα και συνελήφθη. Τον Ιούλιο του 2015 το Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο Αθηνών επέβαλε σε αμφότερους τους κατηγορούμενους πρωτοδίκως την ποινή της ισόβιας κάθειρξης για την ανθρωποκτονία εκ προθέσεως συν τέσσερα έτη για την απόπειρα ληστείας[18]

Έργα

Τα μηχανάκια (Φέξης,1962)

Η δόξα του σκαπανέα (Περιοδικό Επιθεώρηση Τέχνης, τεύχη 102 και 103 / 1963)

Το αρμένισμα (περιοδικό Εποχές, τεύχος 13 / Μάιος 1964 και σε βιβλίο από τις εκδόσεις Κολλάρος, 1966)

Τα καημένα (Κέδρος, 1972)

Βιοτεχνία υαλικών (Κέδρος, 1975)

Η κυρία Κούλα (περιοδικό Ηριδανός, τεύχος 3 / Δεκέμβριος 1975 – Ιανουάριος 1976 και σε βιβλίο από τις εκδόσεις Κέδρος, 1978)

Το κουρείο (Κέδρος, 1979)

Σεραφείμ και Χερουβείμ (Κέδρος, 1981)

Ο ωραίος λοχαγός (Κέδρος, 1982)

Η φανέλα με το εννιά (περιοδικό Τέταρτο, τεύχη 1 – 11 / Μάιος 1985 έως Μάρτιος 1986 και σε βιβλίο από τις εκδόσεις Κέδρος, 1986)

Πλανόδιος σαλπιγκτής (Κέδρος, 1989)

Η συμμορία της άρπας (Κέδρος, 1993)

Θυμάμαι την Μαρία (Καστανιώτης, 1994)

Η μυρωδιά τους με κάνει να κλαίω (Κέδρος, 1996)

Η μέρα για τα γραπτά κι η νύχτα για το σώμα (Κέδρος, 1999)

Δυο φορές Έλληνας (Κέδρος, 2001)

Νώε (Κέδρος, 2003)

Η γυναίκα που πετάει (Κέδρος, 2006)

Αλτίν (θεατρικό μονόπρακτο) (Κέδρος, 2007)

Το show είναι των Ελλήνων (Κέδρος, 2008)

Σ’ ένα στρατόπεδο άκρη στην ερημιά (Κέδρος, 2009)

Ξεχασμένη φρουρά (Κέδρος, 2010)

Οι αλεπούδες του Γκόσπορτ (Κέδρος, 2011)

Θάνατος στο Βαλπαραΐζο (Πατάκης, 2013)

Ο θησαυρός του χρόνου (Πατάκης, 2014)

Η σειρήνα της ερήμου (Πατάκης, 2015)

Μεταφράσεις

Marcel Aymé, Ο λύκος (περιοδικό Ο Ταχυδρόμος, 11 Μαρτίου έως 1 Απριλίου 1961)

Alberto Moravia, Ο Ταρζάν (περιοδικό Ο ταχυδρόμος, 27 Μαΐου 1961)

Ernest Hemingway, Οι φονιάδες (περιοδικό Ο Ταχυδρόμος, τεύχος 380 / 22 Ιουλίου 1961 και σε βιβλίο από τις εκδόσεις Κέδρος, 1995)

Martin Armstrong, Η χήρα της Έφεσος (περιοδικό Ο Ταχυδρόμος, 28 Οκτωβρίου 1961)

Hermann Hesse, Ντέμιαν (Γαλαξίας, 1961)

Dylan Thomas, Ένα μαύρο φόρεμα για την Κυριακή (περιοδικό Ο ταχυδρόμος, τεύχος 439 / 8 Σεπτεμβρίου 1962)

Brendan Behan, Μια γυναίκα παρακατιανή (περιοδικό Εποχές, τεύχος 3 / Ιούλιος 1963)

Carson MacCullers, Η μπαλάντα του λυπημένου καφενείου (Κέδρος, 1969)

William Faulkner, Καθώς ψυχορραγώ (Κέδρος, 1970)

James Joyce, Έβελιν (περιοδικό Ο ταχυδρόμος, 17 Ιουνίου 1971)

Lewis Carroll, Οι περιπέτειες της Αλίκης στη χώρα των θαυμάτων (Ερμείας, 1973)

Charles Lamb, Καπνοδοχοκαθαριστών εγκώμιον (περιοδικό Ηριδανός, τεύχος 2 / Οκτώβριος – Νοέμβριος 1975)

Georg Büchner, Λεντς (Ηριδανός, 1977)

Ernest Hemingway, Σε ξένο τόπο (περιοδικό Ο Πολίτης, τεύχος 34 / Μάιος 1980)

Francis Scott Fitzgerald, Το πλουσιόπαιδο (Οδυσσέας, 1980)

Herman Melville, Μπάρτλεμπυ, ο γραφιάς κι άλλες τρεις ιστορίες (Οδυσσέας, 1980)

Edgar Allan Poe, Στη δίνη του Μάελστρομ (Κέδρος, 1995)

Βραβεύσεις

Ο Μένης Κουμανταρέας είχε τιμηθεί με το Κρατικό Βραβείο Διηγήματος για τα έργα του Το Αρμένισμα (1967) και για το Η μυρωδιά τους με κάνει να κλαίω (1997). Με το Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος για τα έργα του Βιοτεχνία υαλικών (1976) και για το Δύο φορές Έλληνας (2002). Επίσης έχει τιμηθεί με το βραβείο Blue Book στην Έκθεση Βιβλίου της Φραγκφούρτης το 2001, για το μυθιστόρημά του Ο ωραίος λοχαγός.[19][20][21]

ΠΗΓΗ : https://el.wikipedia.org/wiki

ΑΝΑΛΥΣΗ

Τίτλος. Ο τίτλος του κειμένου μας παραπέμπει σε γραφείο που καταφεύγουν οι άνθρωποι, συχνότερα οι νέοι, αναζητώντας εργασία. Έχει άμεση σχέση με το περιεχόμενο του κειμένου. Ο συγγραφέας στα πρώτα του βήματα ασχολήθηκε με τα κοινωνικά φαινόμενα της φτώχειας και της ανεργίας , τους νέους και την αστικοποίηση.

Ήρωες :

  • Ο νεαρός Αναστάσης:  Ένας νέος αισιοδόξοδος , με όρεξη να ζήσει τη ζωή του και να δημιουργήσει. Άνεργος , επιδιώκει να βρει μία εργασία και να χαράξει τη δική του πορεία στην κοινωνία. Ξυπνάει με όρεξη και βγαίνει προς αναζήτηση εργασίας μία ημέρα ηλιόλουστη σαν τη διάθεσή τους. Κάθε τι γύρω του γίνεται αντικείμενο θαυμασμού. Μία μικρή εξαίρεση: Το παιδί που σκαρφαλώνει στο λεωφορείο, αφού δεν έχει χρήματα για να πληρώσει το λεωφορείο, και διώχνεται από τον εισπράκτορα. Αυτό το γεγονός σκιάζει λίγο τη διάθεσή του, η εικόνα της φτώχειας , της έλλειψης χρημάτων που απορρέει από την ανεργία πιθανόν να του έρχεται για λίγο στο μυαλό.

Φτάνει στο «Γραφείο Ευρέσεως Εργασίας», ανεβαίνει στον έβδομο όροφο και μπαίνει μέσα, όπου βρίσκεται μια δακτυλογράφος φανερά απασχολημένη αλλά και “καταπιεσμένη” , “απορροφημένη” από την εργασία της. Κανένα ίχνος απόλαυσης και ικανοποίησης δε φαίνεται στο πρόσωπό της. Αποξενωμένη, αδιάφορη στην παρουσία του. Η διάθεση του Αναστάση αλλάζει ριζικά. Το ψυχρό περιβάλλον και η εικόνα της δακτυλογράφου του δημιουργούν ένα φόβο, μία ανασφάλεια – ίσως για το ίδιο του το μέλλον. Η κρίση πανικού που τον κυριεύει τον οδηγεί έξω από το γραφείο.

  • Η δακτυλογράφος: Απρόσωπη , τυποποιημένη, “καταπιεσμένη και απορροφημένη ” από την εργασίας της , χωρίς ίχνος απόλαυσης και ικανοποίησης από αυτή. Η δουλειά της φαίνεται να μην την προσφέρει την απόλαυση της δημιουργίας αλλά να την έχει μετατρέψει σε μια άψυχη μηχανή.

ΕΝΟΤΗΤΕΣ : Το κείμενό μας δεν έχει παραγράφους. Εύκολα όμως γίνεται ο χωρισμός σε παραγράφους με τη βοήθεια κυρίως της εμπειρίας του από το Γραφείον Ευρέσεως Εργασίας.

Έτσι έχουμε:

  • 1η ενότητα: «Την άλλη μέρα… στην επόμενη στάση.»: Ο Αναστάσης γεμάτος αισιοδοξία βγαίνει προς αναζήτηση εργασίας.

Σχόλια : Ο Αναστάσης ξυπνά χαρούμενος και αισιόδοξος και ξεκινά τη μέρα του. Βγαίνοντας έξω παρατηρεί το κάθε τι. Τα δέντρα και τους δρόμους, τα αυτοκίνητα και τους ανθρώπους. Όλα του φαίνονται όμορφα. Η καλή του διάθεση σκιάζεται για λίγο όταν παρατηρεί ένα παιδί να προσπαθεί να μεταφερθεί με το λεωφορείο σκαρφαλώνοντας σε αυτό γιατί δεν είχε εισιτήριο. Ο εισπράκτορας φαίνεται να μην δείχνει κανένα ίχνος συμπόνιας . Η κατάσταση αυτή προβληματίζει για λίγο το νεαρό Αναστάση.

  • 2η ενότητα: «Περπάτησε κοιτάζοντας… πετάχτηκε έξω.»: Η αρνητική εμπειρία του Αναστάση στο γραφείο ευρέσεως εργασίας.

Ο Αναστάσης επισκέπτεται το Γραφείον Ευρέσεως Εργασίας. Πρόκειται για χώρο που έρχεται σε πλήρη αντίθεση με την ομορφιά του προηγούμενου χώρου , της πόλης της Αθήνας, τουλάχιστον με τα μάτια του Αναστάση. Η υπάλληλος δε δίνει καμία σημασία στον Αναστάση και είναι μάλιστα τόσο απασχολημένη που δίνει την εικόνα “φυλακισμένης”. Φαίνεται πως η εργασία της δεν της παρέχει καμία χαρά. Ο Αναστάσης  “μεταφέρεται” νοερά στη θέση της. Ίσως να σκέφτεται πως το ίδιο θα συμβεί και σε αυτόν.  Πανικός τον κυριεύει και τα πρώτα ψυχοσωματικά συμπτώματα εμφανίζονται. Ο χώρος αυτός φαίνεται αφιλόξενος για εκείνον.

ΑΦΗΓΗΣΗ: . Τριτοπρόσωπη αφήγηση, ετεροδιηγητικός αφηγητής (δεν συμμετέχει στην ιστορία) και παντογνώστης (γνωρίζει τα πάντα για τους ήρωες, ακόμα και τις σκέψεις τους) .

Χρόνος: παρόν, η εξιστόρηση γίνεται με γραμμική αφήγηση (όλα παρουσιάζονται στη σειρά κατά τη διάρκεια της ημέρας), χωρίς αναδρομές στο παρελθόν.

Τόπος: Αθήνα.

Γλώσσα: Απλή δημοτική.

Ύφος: Απλό, ρεαλιστικό, παραστατικό.

Εκφραστικά μέσα: 

  • Μεταφορές: χύθηκε στους δρόμους, που τις είχε σκεπάσει με καινούργιο πρόσωπο, παντελόνια στην τρίχα, με τα σεντόνια γεμάτα ύπνο ακόμα, Ο ήλιος τα τίναζε με τις άταχτες αχτίδες του, και γλίστρησε αθόρυβα στο εσωτερικό, αστυφύλακας της τροχαίας ήταν μια τελεία, με τα κλουβισμένα μάτια της σκλαβωμένα πάνω στο χαρτί, με το πρόσωπο τσαλακωμένο.
  • Προσωποποιήσεις: ο δρόμος στις γωνιές δεν είχε αποθηκέψει σκουπίδια, να δροσίζουν το πρόσωπο της πολιτείας με φρέσκο ποτιστικό νερό, που τις είχε σκεπάσει με καινούργιο πρόσωπο, με τα σεντόνια γεμάτα ύπνο ακόμα, Ο ήλιος τα τίναζε με τις άταχτες αχτίδες του. • Παρομοιώσεις: ελαφρύς σαν πούπουλο, σαν στοιχισμένοι μαθητές την ώρα της γυμναστικής, Φαντάστηκε τους σκουπιδιάρηδες αγγέλους, σαν ακονισμένο ξυράφι, ξυπνημένες θαρρείς από ύπνο θανάτου, Όπως τα γράμματα στην αρχή μιας ταινίας, Έγραφε σαν υπνωτισμένη, που έμοιαζαν ν’ αποστειρώνουν το φως, Σαν δυο ψάρια μέσα στη γυάλα τους, που έμοιαζε τυπωμένη σε κορδέλα μαγνητοφώνου.
  • Ασύνδετο σχήμα: Πλύθηκε… ψωμί, Περπάτησε με το κεφάλι ψηλά, χαμογέλασε του φούρναρη…, Τα δέντρα εκεί πρασίνιζαν… την ώρα της γυμναστικής, Κι ο τροχαίος… που φεγγοβολούσε…, Έφτασε στο έβδομο πάτωμα… ρώτησε, Επειδή δεν μπορούσε… να περιμένει…, Το κράνος βουλιαγμένο… σπασμένες, Έγραφε ίσια… πάνω στο χαρτί.
  • Επαναλήψεις: Είχε δυο μάτια κλουβισμένα σε χοντρούς φακούςμε τα κλουβισμένα μάτια της σκλαβωμένα πάνω στο χαρτί.
  • Εικόνες: Την άλλη μέρα ξύπνησε πρωί… ώσπου βγήκε στη λεωφόρο, Τα δέντρα εκεί… την ώρα της γυμναστικής, Φαντάστηκε τους σκουπιδιάρηδες… ποτιστικό νερό, Το φως της μέρας… σαν ακονισμένο ξυράφι, Τ’ αυτοκίνητα φαρδιά… από μιαν αόρατη κλωστή, Ως κι οι κοπέλες ήταν… πως είχαν περάσει από νέοι, Απ’ το παράθυρο τα σπίτια,… με τις άταχτες αχτίδες του, Ένα μικρό αγόρι… που πάλευαν να κρατηθούν, Στο βάθος της κάμαρης μια κοπέλα… μέσα στη γυάλα τους, Ξαναγύρισε σχεδόν αμέσως… τυπωμένη σε κορδέλα μαγνητοφώνου, Ο θόρυβος της μηχανής… κανένας γιατρός με σφυράκι, Μα ο πόνος… στο αφύλαχτο μέρος, Έγραφε ίσια, μονοκόμματη,… στο γραφείο του διευθυντή, Για μερικά δευτερόλεπτα… σε γροθιές.