Γιατί;
Γιάννης Μαγκλής
Ο Γιάννης Μαγκλής γεννήθηκε στην Κάλυμνο. Ο πατέρας του, άλλοτε κτηματίας στη Μικρασία, ήταν υποδιευθυντής ελληνοαγγλικής εταιρείας εμπορίας σφουγγαριών. Εκεί τέλειωσε το Γυμνάσιο και εργάστηκε σε νεανική ηλικία στα σφουγγαράδικα. Από το 1926 και για δυόμισι χρόνια εργάστηκε σε αποθήκη επεξεργασίας σφουγγαριών, όπου διακρίθηκε και στάλθηκε από την εργοδότρια εταιρεία εσωτερικός σε λύκειο της Χάβρης της Γαλλίας για να συμπληρώσει τις γνώσεις του. Μετά την ολοκλήρωση των εκεί σπουδών του προάχθηκε σε υποδιευθυντή του παρισινού υποκαταστήματος. Κατά τα χρόνια της παραμονής του στη γαλλική πρωτεύουσα στράφηκε με ενδιαφέρον στη μελέτη Ιστορίας, Φιλοσοφίας και Λογοτεχνίας. Το 1933 πήρε μετάθεση στη γενέτειρά του και λόγω των σκληρών συνθηκών εργασίας προσβλήθηκε από φυματίωση, ασθένεια που εγκαινίασε τις μακρόχρονες περιπέτειες της υγείας του. Το 1937, κατά τη διάρκεια νέας μετάθεσής του στην Αίγινα γνωρίστηκε με το Νίκο Καζαντζάκη, ο οποίος στάθηκε πνευματικός οδηγός και συμπαραστάτης του. Κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής εντάχθηκε στο Ε.Α.Μ. ως υπεύθυνος αρχικά στην περιφέρεια της Αίγινας και στη συνέχεια στην Κηφισιά ως διαφωτιστής. Κατά τη διάρκεια του εμφυλίου έφυγε για το βουνό και μετά την ανακωχή επέστρεψε στην Κάλυμνο, ξαναρχίζοντας να δουλεύει στα σφουγγαράδικα. Στη λογοτεχνία πρωτοεμφανίστηκε το 1940 από την Αίγινα, με τη δημοσίευση της συλλογής διηγημάτων Οι κολασμένοι της θάλασσας, για την οποία τιμήθηκε με το πρώτο βραβείο στο διαγωνισμό του περιοδικού Νεοελληνική Λογοτεχνία. Συνέχισε να γράφει με παραίνεση του Καζαντζάκη, ο οποίος του υπέδειξε και να μεταφράσει στα ελληνικά το γαλλόφωνο έργο του Τόντα Ράμπα. Μετεμφυλιακά ασχολήθηκε επίσης με το θέατρο, γράφοντας έργα και συγκροτώντας ερασιτεχνικούς θιάσους στην Κάλυμνο και τη Ρόδο. Την ίδια περίοδο (1948 και μετά) η υγεία του παρουσίασε νέα κάμψη, η οποία τον ταλαιπώρησε για εννιά τουλάχιστον χρόνια και οδήγησε σε δύο επώδυνες χειρουργικές επεμβάσεις στο εξωτερικό. Από τότε ζει χωρίς ιδιαίτερες μετακινήσεις και εξακολουθεί να γράφει. Τιμήθηκε με το πρώτο κρατικό βραβείο μυθιστορήματος (1958 για το έργο του Τ’ αδέλφια μου οι άνθρωποι και το 1974 για τους Σημαδεμένους), το δεύτερο κρατικό βραβείο μυθιστορήματος (1956 για το Δεν υπάρχουν αμαρτωλοί), το χρυσό μετάλλιο σε δυό ευρωπαϊκούς διαγωνισμούς θαλασσινού πεζογραφήματος (1988 για τους Κολασμένους της θάλασσας και 1989 για τους Κοντραμπατζήδες του Αιγαίου), το Χρυσό Μετάλλιο του Δήμου Καλύμνου (1982) και το Βραβείο της Ακαδημίας Κλασσικής Ποίησης της Γαλλίας (1983). Ο Γιάννης Μαγκλής είναι ένας από τους πολυγραφότερους και πιο δημοφιλείς έλληνες συγγραφείς της μεταπολεμικής περιόδου. Το έργο του εντάσσεται στην παράδοση της ελληνικής ρεαλιστικής ηθογραφίας, ενώ επιρροές δέχτηκε επίσης από το έργο και τον ιδεολογικό προσανατολισμό του Νίκου Καζαντζάκη. Τη γραφή του χαρακτηρίζουν το απλό ύφος, η αμεσότητα στην έκφραση των συναισθημάτων, η αξιοσημείωτη αφηγηματική δεινότητα και η διαρκής φροντίδα για τη δημιουργία ηρώων που αποτελούν ολοκληρωμένες προσωπικότητες, καθώς επίσης ο έμμεσος διδακτισμός και το αγωνιστικό πνεύμα.
|
Ενδεικτική Βιβλιογραφία• Αλεξίου Έλλη, Κριτική για το Τ’ αδέρφια μου οι άνθρωποι, Δημοκρατική Αλλαγή, 26/7/1965.
|
Εργογραφία (πρώτες αυτοτελείς εκδόσεις)
|
Δείτε την ταινία
Τραγούδια για τον πόλεμο και την ειρήνη
ΚΕΙΜΕΝΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΠΟΛΕΜΟ
Ένα ημερολόγιο απ’ το Σεράγεβο
Ζλάτα Φιλίποβιτς, Ένα Ημερολόγιο από το Σεράγεβο (απόσπασμα)Το ημερολόγιο αναφέρεται στον πόλεμο στο Σεράγεβο, αλλά τα αφηγούμενα μπορούν να συμβούν σε κάθε τόπο που βρίσκεται σε εμπόλεμη κατάσταση. Το ημερολόγιο αυτό είναι γραμμένο σε μορφή επιστολών, όχι με την αυστηρή μορφή του επιστολικού είδους. Είναι γραμμένο με απλό και επικοινωνιακό τρόπο, όπου η αποστολέας, ενώ φαίνεται ότι απευθύνεται στη θεία Μίμη, ουσιαστικά απευθύνεται σε όλους μας, όλοι είμαστε αποδέκτες της κραυγής αγωνίας του παιδιού στον πόλεμο.Δευτέρα 29 Ιουνίου 1992Dear MimmyΔΕΝ ΜΠΟΡΩ ΠΙΑ ΤΟΥΣ ΒΟΜΒΑΡΔΙΣΜΟΥΣ! ΚΑΙ ΤΙΣ ΟΒΙΔΕΣ ΠΟΥ ΠΕΦΤΟΥΝ! ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΝΕΚΡΟΥΣ! ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΠΕΛΠΙΣΙΑ! ΚΑΙ ΤΗΝ ΠΕΙΝΑ! ΚΑΙ ΤΗ ΔΥΣΤΥΧΙΑ! ΚΑΙ ΤΟ ΦΟΒΟ!Η ζωή μου δεν είναι όλα αυτά!Δεν μπορεί κανείς να κατηγορήσει μια μαθήτρια έντεκα χρονών επειδή θέλει να ζήσει! Μια μαθήτρια που δεν πηγαίνει πια στο σχολείο, που δε νιώθει καμία χαρά, καμία από τις συγκινήσεις μιας μαθήτριας. Ένα παιδί που δεν μπορεί να παίζει πια, που έχει μείνει χωρίς φίλες, χωρίς ήλιο, χωρίς πουλιά, χωρίς επαφή με τη φύση, χωρίς φρούτα, χωρίς σοκολάτες, χωρίς καραμέλες, ένα παιδί που έχει μείνει μόνο με λίγο γάλα σε σκόνη. Ένα παιδί που, με μια μόνο λέξη, δε ζει σαν παιδί. Ένα παιδί του πολέμου. Τώρα πια συνειδητοποιώ πραγματικά ότι βρίσκομαι μέσα σ’ έναν πόλεμο, ότι είμαι μάρτυρας ενός βρόμικου και απεχθούς πολέμου. Εγώ, όπως επίσης και χιλιάδες άλλα παιδιά μιας πόλης που καταστρέφεται, κλαίει, θρηνεί, ελπίζει σε μια βοήθεια που δε θα έρθει. Θεέ μου, θα σταματήσουν όλα αυτά μια μέρα, θα μπορέσω να ξαναγίνω μαθήτρια, να ξαναγίνω ένα παιδί που θα είναι χαρούμενο επειδή είναι παιδί; Άκουσα να λένε ότι η παιδική ηλικία είναι η πιο όμορφη περίοδος της ζωής. Ήμουν χαρούμενη όταν ζούσα σαν ένα φυσιολογικό παιδί, αυτός ο βρόμικος πόλεμος, όμως, μου πήρε τα πάντα. Για ποιο λόγο; Είμαι θλιμμένη. Θέλω να κλάψω. Κλαίω.Η Ζλάτα σουΤρίτη 10 Αυγούστου 1992Dear MimmyΔεν έχουμε νερό και ηλεκτρικό ρεύμα, τα φέρνουμε βόλτα όπως μπορούμε.Όταν βγαίνω έξω και δεν πέφτουν πυροβολισμοί, μου δημιουργείται η εντύπωση ότι ο πόλεμος έχει τελειώσει, οι διακοπές όμως του νερού και του ηλεκτρικού ρεύματος, το σκοτάδι, ο χειμώνας, η έλλειψη ξυλείας και τροφίμων με ξαναφέρνουν στην πραγματικότητα και συνειδητοποιώ τότε ότι ο πόλεμος εξακολουθεί να είναι εδώ. Για ποιο λόγο; Για ποιο λόγο τα «κακομαθημένα παιδιά» δεν καταλήγουν σε μια συμφωνία; Πραγματικά διασκεδάζουν. Μαζί μας.Γράφω καθισμένη στο τραπέζι, αγαπημένη μου Mimmy, και βλέπω τον μπαμπά και τη μαμά. Διαβάζουν. Όταν σηκώνουν τα μάτια τους από τα βιβλία τους, αυτά λάμπουν. Τί να σκέπτονται; Τα βιβλία που διαβάζουν, ή μήπως προσπαθούν να συναρμολογήσουν τα κομμάτια που έχει σκορπίσει ο πόλεμος; Μου δημιουργείται ένα παράξενο συναίσθημα όταν τους βλέπω έτσι. Κάτω από το φως του καντηλιού (δεν έχουμε πια κεριά, έχουμε φτιάξει, λοιπόν, καντήλια με λάδι), μου φαίνονται όλο και πιο θλιμμένοι. Κοιτάζω τον μπαμπά. Πόσο έχει αδυνατίσει! Έχει χάσει είκοσι πέντε κιλά σύμφωνα με τη ζυγαριά, όταν όμως τον βλέπω, έχω την εντύπωση ότι έχει αδυνατίσει πολύ περισσότερο. Θα έλεγε κανείς ότι ακόμα και τα γυαλιά του έχουν γίνει πολύ μεγάλα για το πρόσωπό του. Και η μαμά, επίσης, έχει αδυνατίσει πάρα πολύ. Θα έλεγε κανείς ότι έχει ζαρώσει, ο πόλεμος έχει σκάψει ρυτίδες στο πρόσωπό της. Θεέ μου, τί έχει κάνει αυτός ο πόλεμος στους γονείς μου!.. Δε μοιάζουν πια με τον μπαμπά και τη μαμά μου. Θα σταματήσουν όλα αυτά μια μέρα, θα τελειώσουν τα βάσανά μας, για να ξαναγίνουν οι γονείς μου αυτό που ήταν χαρούμενοι, χαμογελαστοί, όμορφοι άνθρωποι;Αυτός ο ανόητος πόλεμος καταστρέφει τα παιδικά μου χρόνια, καταστρέφει τη ζωή των γονιών μου. Μα, ΓΙΑ ΠΟΙΟ ΛΟΓΟ; STOP THE WAR! PEACE! I NEED PEACE!Εμπρός, θα παίξω μια παρτίδα χαρτιά μαζί τους!Η Ζλάτα που σε αγαπάειΔευτέρα 15 Μαρτίου 1993Dear MimmyΕίμαι πάλι άρρωστη. Πονάει ο λαιμός μου, φτερνίζομαι και βήχω. Σύντομα έρχεται η άνοιξη. Η δεύτερη άνοιξη του πολέμου. Το ξέρω χάρη στο ημερολόγιο, γιατί την άνοιξη δεν τη βλέπω, δεν μπορώ να τη δω, γιατί δεν την αισθάνομαι. Το μόνο που βλέπω είναι οι δυστυχισμένοι άνθρωποι, που εξακολουθούν να μεταφέρουν νερό, και άλλους, ακόμα πιο δυστυχισμένους, νέους ανθρώπους που δεν έχουν πια χέρια ή πόδια. Είναι όσοι ήταν αρκετά τυχεροί, ή άτυχοι, και δε σκοτώθηκαν. Δεν υπάρχουν πια δέντρα που ν’ ανθίζουν, ούτε πουλιά, ο πόλεμος κατέστρεψε τα πάντα. Δεν υπάρχουν πια ανοιξιάτικα κελαηδήματα. Δεν υπάρχουν καν τα περιστέρια, το σύμβολο του Σεράγιεβο.Δεν υπάρχουν πια παιδικές φωνές, ούτε παιχνίδια. Τα παιδιά δεν μοιάζουν πια με παιδιά. Τους πήραν την παιδική τους ηλικία, και χωρίς παιδική ηλικία δεν υπάρχουν παιδιά. Έχω την εντύπωση ότι το Σεράγιεβο αργοπεθαίνει, εξαφανίζεται. Πώς, λοιπόν, θα μπορούσα να αισθάνομαι την άνοιξη, την εποχή που ξυπνάει τη ζωή, όταν εδώ δεν υπάρχει πια ζωή, όταν εδώ όλα μοιάζουν νεκρά;Είμαι και πάλι θλιμμένη, Mimmy. Πρέπει να σου πω ότι η θλίψη με κυριεύει ολοένα και πιο συχνά. Είμαι θλιμμένη όταν σκέφτομαι, και πρέπει να σκέφτομαι.Η Ζλάτα σου[πηγή: Νέα Ελληνικά. Α’ Τάξη 1ου Κύκλου-Τεχνικά Επαγγελματικά Εκπαιδευτήρια, Ο.Ε.Δ.Β., Αθήνα, χ.χ., σ. 156-159]
|
Το ποτάμι (Αντώνης Σαμαράκης)
Από τη Συλλογή διηγημάτων Ζητείται ελπίς (1954).
Η διαταγή ήτανε ξεκάθαρη: Απαγορεύεται το μπάνιο στο ποτάμι, ακόμα και να πλησιάζει κανένας σε απόσταση λιγότερο από διακόσια μέτρα. Δε χώραγε λοιπόν καμιά παρανόηση. Όποιος την παρέβαινε τη διαταγή, θα πέρναγε στρατοδικείο.
Τους τη διάβασε τις προάλλες ο ίδιος ο ταγματάρχης. Διέταξε γενική συγκέντρωση, όλο το τάγμα, και τους διάβασε. Διαταγή της Μεραρχίας! Δεν ήτανε παίξε γέλασε.
Είχανε κάπου τρεις βδομάδες που είχαν αράξει δώθε από το ποτάμι. Κείθε από το ποτάμι ήταν ο εχθρός, οι Άλλοι όπως τους λέγανε πολλοί.
Τρεις βδομάδες απραξία. Σίγουρα δε θα βάσταγε πολύ τούτη η κατάσταση, για την ώρα όμως επικρατούσε ησυχία.
Και στις δυο όχθες του ποταμού, σε μεγάλο βάθος, ήτανε δάσος. Πυκνό δάσος. Μες στο δάσος είχανε στρατοπεδεύσει και οι μεν και οι δε.
Οι πληροφορίες τους ήτανε πως οι Άλλοι είχανε δυο τάγματα εκεί. Ωστόσο, δεν επιχειρούσαν επίθεση, ποιος ξέρει τι λογαριάζανε να κάνουν. Στο μεταξύ, τα φυλάκια, και από τις δυο μεριές, ήταν εδώ κι εκεί κρυμμένα στο δάσος, έτοιμα για παν ενδεχόμενο.
Τρεις βδομάδες! Πώς είχανε περάσει τρεις βδομάδες! Δε θυμόντουσαν σ’ αυτόν τον πόλεμο, που είχε αρχίσει εδώ και δυόμισι χρόνια περίπου, άλλο τέτοιο διάλειμμα σαν και τούτο.
Όταν φτάσανε στο ποτάμι, έκανε ακόμα κρύο. Εδώ και μερικές μέρες, ο καιρός είχε στρώσει. Άνοιξη πια!
Ο πρώτος που γλίστρησε κατά το ποτάμι ήτανε λοχίας. Γλίστρησε ένα πρωινό και βούτηξε. Λίγο αργότερα, σύρθηκε ως τους δικούς του, με δυο σφαίρες στο πλευρό. Δεν έζησε πολλές ώρες.
Την άλλη μέρα, δυο φαντάροι τραβήξανε για κει. Δεν τους ξαναείδε πια κανένας. Ακούσανε μονάχα πολυβολισμούς, και ύστερα σιωπή.
Τότε βγήκε η διαταγή της Μεραρχίας.
Ήτανε ωστόσο μεγάλος πειρασμός το ποτάμι. Τ’ ακούγανε που κυλούσε τα νερά του και το λαχταρούσανε. Αυτά τα δυόμισι χρόνια, τους είχε φάει η βρώμα. Είχανε ξεσυνηθίσει ένα σωρό χαρές. Και να, τώρα, που είχε βρεθεί στο δρόμο τους αυτό το ποτάμι. Αλλά η διαταγή της Μεραρχίας…
— Στο διάολο η διαταγή της Μεραρχίας! είπε μέσ’ από τα δόντια του κείνη τη νύχτα.
Γύριζε και ξαναγύριζε και ησυχία δεν είχε. Το ποτάμι ακουγότανε πέρα και δεν τον άφηνε να ησυχάσει.
Θα πήγαινε την άλλη μέρα, θα πήγαινε οπωσδήποτε. Στο διάολο η διαταγή της Μεραρχίας!
Οι άλλοι φαντάροι κοιμόντουσαν. Τέλος τον πήρε κι αυτόν ο ύπνος. Είδε ένα όνειρο, έναν εφιάλτη. Στην αρχή, το είδε όπως ήτανε: ποτάμι. Ήτανε μπροστά του αυτό το ποτάμι και τον περίμενε. Κι αυτός, γυμνός στην όχθη, δεν έπεφτε μέσα. Σα να τον βάσταγε ένα αόρατο χέρι (…)
Ξύπνησε βαλαντωμένος· δεν είχε ακόμα φέξει…
Φτάνοντας στην όχθη, στάθηκε και το κοίταζε. Το ποτάμι! Ώστε υπήρχε λοιπόν αυτό το ποτάμι; Ώρες ώρες, συλλογιζότανε μήπως δεν υπήρχε στ’ αλήθεια. Μήπως ήτανε μια φαντασία τους, μια ομαδική ψευδαίσθηση.
Είχε βρει μια ευκαιρία και τράβηξε κατά το ποτάμι. Το πρωινό ήτανε θαύμα! Αν ήτανε τυχερός και δεν τον παίρνανε μυρουδιά… Να πρόφταινε μονάχα να βουτήξει στο ποτάμι, να μπει στα νερά του, τα παρακάτω δεν τον νοιάζανε.
Σ’ ένα δέντρο, στην όχθη, άφησε τα ρούχα του, και όρθιο πάνω στον κορμό, το τουφέκι του. Έριξε δυο τελευταίες ματιές, μια πίσω του, μην ήτανε κανένας από τους δικούς του, και μια στην αντίπερα όχθη, μην ήτανε κανένας από τους Άλλους. Και μπήκε στο νερό.
Από τη στιγμή που το σώμα του, ολόγυμνο, μπήκε στο νερό, τούτο το σώμα που δυόμισι χρόνια βασανιζότανε, που δυο τραύματα το είχανε ως τώρα σημαδέψει, από τη στιγμή αυτή ένιωσε άλλος άνθρωπος. Σα να πέρασε ένα χέρι μ’ ένα σφουγγάρι μέσα του και να τα ‘σβησε αυτά τα δυόμισι χρόνια.
Κολυμπούσε πότε μπρούμυτα, πότε ανάσκελα. Αφηνότανε να τον πηγαίνει το ρεύμα. Έκανε και μακροβούτια…
Ήταν ένα παιδί τώρα αυτός ο φαντάρος, που δεν ήταν παρά εικοσιτριώ χρονώ κι όμως τα δυόμισι τελευταία χρόνια είχαν αφήσει βαθιά ίχνη μέσα του.
Δεξιά κι αριστερά, και στις δυο όχθες, φτερουγίζανε πουλιά, τον χαιρετούσανε περνώντας πότε πότε από πάνω του.
Μπροστά του, πήγαινε τώρα ένα κλαδί που το έσερνε το ρεύμα. Βάλθηκε να το φτάσει μ’ ένα μονάχα μακροβούτι. Και το κατάφερε. Βγήκε από το νερό ακριβώς δίπλα στο κλαδί. Ένιωσε μια χαρά! Αλλά την ίδια στιγμή είδε ένα κεφάλι μπροστά του, κάπου τριάντα μέτρα μακριά.
Σταμάτησε και προσπάθησε να δει καλύτερα.
Και κείνος που κολυμπούσε εκεί τον είχε δει, είχε σταματήσει κι αυτός. Κοιτάζονταν.
Ξανάγινε αμέσως αυτός που ήτανε και πρωτύτερα: ένας φαντάρος που είχε κιόλας δυόμισι χρόνια πόλεμο, που είχε έναν πολεμικό σταυρό, που είχε αφήσει το τουφέκι του στο δέντρο.
Δεν μπορούσε να καταλάβει αν αυτός αντίκρυ του ήτανε από τους δικούς του ή από τους Άλλους. Πώς να το καταλάβει; Ένα κεφάλι έβλεπε μονάχα. Μπορούσε να ‘ναι ένας από τους δικούς του. Μπορούσε να ‘ναι ένας από τους Άλλους.
Για μερικά λεπτά, και οι δυο τους στέκονταν ακίνητοι στα νερά. Τη σιωπή διέκοψε ένα φτάρνισμα. Ήταν αυτός που φταρνίστηκε, και κατά τη συνήθειά του βλαστήμησε δυνατά. Τότε εκείνος αντίκρυ του άρχισε να κολυμπάει γρήγορα προς την αντίπερα όχθη. Κι αυτός όμως δεν έχασε καιρό. Κολύμπησε προς την όχθη του μ’ όλη του τη δύναμη. Βγήκε πρώτος. Έτρεξε στο δέντρο που είχε αφήσει το τουφέκι του, το άρπαξε. Ο Άλλος, ό,τι έβγαινε από το νερό. Έτρεχε τώρα κι εκείνος να πάρει το τουφέκι του.
Σήκωσε το τουφέκι του αυτός, σημάδεψε. Του ήτανε πάρα πολύ εύκολο να του φυτέψει μια σφαίρα στο κεφάλι. Ο Άλλος ήτανε σπουδαίος στόχος έτσι καθώς έτρεχε ολόγυμνος, κάπου είκοσι μέτρα μονάχα μακριά.
Όχι, δεν τράβηξε τη σκανδάλη. Ο Άλλος ήταν εκεί, γυμνός όπως είχε έρθει στον κόσμο. Κι αυτός ήταν εδώ, γυμνός όπως είχε έρθει στον κόσμο.
Δεν μπορούσε να τραβήξει. Ήτανε και οι δυο γυμνοί. Δυο άνθρωποι γυμνοί. Γυμνοί από ρούχα. Γυμνοί από ονόματα. Γυμνοί από εθνικότητα. Γυμνοί από τον χακί εαυτό τους.
Δεν μπορούσε να τραβήξει. Το ποτάμι δεν τους χώριζε τώρα, αντίθετα τους ένωνε.
Δεν μπορούσε να τραβήξει. Ο Άλλος είχε γίνει ένας άλλος άνθρωπος τώρα, χωρίς άλφα κεφαλαίο, τίποτα λιγότερο, τίποτα περισσότερο.
Χαμήλωσε το τουφέκι του. Χαμήλωσε το κεφάλι του. Και δεν είδε τίποτα ως το τέλος, πρόφτασε να δει μονάχα κάτι πουλιά που φτερουγίσανε τρομαγμένα σαν έπεσε από την αντικρινή όχθη η τουφεκιά, κι αυτός, γονάτισε πρώτα, ύστερα έπεσε με το πρόσωπο στο χώμα.
Έριχ Μαρία Ρεμάρκ, Ουδέν νεώτερον από το δυτικό μέτωπο (απόσπασμα)
Γίναμε μανιασμένα θηρία. Δεν πολεμάμε, διαφεντεύουμε τον εαυτό μας από την εκμηδένιση. Δε ρίχνουμε τις χειροβομβίδες μας σε ανθρώπους, τί μας ενδιαφέρουν οι άνθρωποι αυτή τη στιγμή, που ο θάνατος με χέρια και κράνη μάς κυνηγάει και μας ξαπλώνει στη γη; Τώρα για πρώτη φορά μέσα σε τρεις μέρες μπορούμε ν’ αντικρύζουμε τα πρόσωπά τους, τώρα, που για πρώτη φορά, ύστερα από τρεις μέρες, μπορούμε να τους αντιμετωπίσουμε, να τους αντισταθούμε, νιώθουμε μια αλόγιστη μανία. Δεν τους προσμένουμε πια απελπισμένοι, μπορούμε να αφανίζουμε, να σκοτώνουμε, ν’ αμυνθούμε, να σωθούμε και να πάρουμε εκδίκηση.
[…]
Χάσαμε πια κάθε αίσθημα αλληλεγγύης. Μόλις μπορούμε να διατηρήσουμε την αυτοκυριαρχία μας, όταν η ματιά μας —ματιά κυνηγημένου ζώου— φωτίζει τη μορφή κάποιου συνανθρώπου μας. Είμαστε αναίσθητοι, νεκροί, που κάποια τρομερή μαγεία δίνει τη δύναμη να τρέχουμε και να σκοτώνουμε.
[…]
Είμαι νέος, μόλις έκλεισα τα 20· από τη ζωή δεν ξέρω παρά μόνο την απελπισία, το θάνατο, το φόβο και μια αλυσίδα από ανόητες επιπολαιότητες, πάνω από μια άβυσσο πόνων και θλίψεων. Βλέπω λαούς να ορμούν σε άλλους λαούς, να σκοτώνουν και να σκοτώνονται, χωρίς ούτε κι εκείνοι να ξέρουν το γιατί, υπακούοντας σ΄αυτούς που τους στέλνουν, χωρίς συναίσθηση του κινδύνου ή της ευθύνης τους. Βλέπω πως οι δυναμικότεροι εγκέφαλοι του κόσμου εφευρίσκουν όπλα και λόγια για να γίνονται όλ’ αυτά μ’ έναν τρόπο ακόμα πιο ραφιναρισμένο και να διαρκούν όσο γίνεται περισσότερο. Και όλοι οι συνομήλικοί μου εδώ, στην αντικρυνή παράταξη, σ’ ολόκληρο τον κόσμο το βλέπουν όπως εγώ. Αυτή είναι η ζωή της γενιάς μου και η δική μας. Τί θα κάνουν άραγε οι πατεράδες μας αν μια μέρα σηκωθούμε και παρουσιαστούμε μπροστά τους για να τους ζητήσουμε λογαριασμό; Τι περιμένουν από μας όταν μια μέρα τελειώσει ο πόλεμος; Χρόνια ολόκληρα σκοτώναμε μόνο. Αυτό ήταν το πρώτο μας επάγγελμα στη ζωή. Για μας η επιστήμη της ζωής περιορίζεται στο θάνατο. Τι θα συμβεί άραγε ύστερα; Και τι θ’ απογίνουμε εμείς;
[πηγή: Έριχ Μαρία Ρεμάρκ, Ουδέν νεώτερον από το δυτικό μέτωπο, μτφ. Στέλλα Βουρδουμπά, Δωρικός, Αθήνα 1983, σ. 88, 90 & 195]
Γιάννη Ρίτσου, «Γράμματα απ’ το μέτωπο»
1
Μάνα, τον ήλιο εδώ σκεπάζουν ίσκιοι
κι αναπαμό ποτέ η καρδιά δε βρίσκει·
ένα: οι αυγές κ’ οι νύχτες μας γυρνούν·
φριχτές πεντάλφες γράφουν στο σκοτάδι
σήματα, που τον κίνδυνο μηνούν,
πύρινα φίδια από τα βάθη του Άδη.
Ζούμε στ’ αμπριά θαμμένοι, διπλωμένοι
κ’ έξω απ’ την τρύπα ο θάνατος περμένει.
Μας έπνιξαν το φως και τη χαρά,
στεγνώσαν την ψυχή μας και το σώμα,
μα κάτι μέσα μας κυλά βουερά
και ξέσπασμα δε βρήκε κάπου ακόμα.
Φουσκώνουν της ζωής μας τα πελάη·
σ’ όλες τις φλέβες μου, αίμα μου, κυλάει
της Μαριγώς το φλογερό φιλί…
(θέλω να πω, μητέρα μου, για κείνο
το φιλί της που μου ’δωσε δειλή
προτού από την πατρίδα μας μακρύνω).
Η κάθε μου ίνα τη χαρά φωνάζει,
μα ο πόλεμος τη νιότη μου σκεπάζει
και με ατσάλι αναμμένο με κεντά·
όμως μέσα η καρδιά μου δε λυγίζει.
Μητέρα, εδώ, στο θάνατο κοντά,
πρωτόμαθα το πόσο η ζωή αξίζει.
[…]
8
Μάνα, σου γράφω βιαστικά, στο πόδι.
Σήμερα θλιβερό βγάλαμε ξόδι,
σκοτώθηκαν πεντ’ έξι σ’ έν’ αμπρί
—όλοι είκοσι μέχρ’ εικοσπέντε χρόνω,
στην ώρα πάνω που ήταν για γαμπροί—
κ’ έχω μες στην καρδιά μου τόσο πόνο!
Στεγνό είναι το παγούρι μου, σταγόνα
νερό δυο μέρες. Κόβουνται τα γόνα,
σαν το τσαρούχι η γλώσσα μου κολλά
και το ξερό σα φλόγα καίει λαρύγγι.
Δεν ξέρω, κάτι μέσα μου κυλά
σα χείμαρρος και τη γροθιά μου σφίγγει.
Μας ρίχνουν στη φωτιά κ’ υπολογίζουν
παράσημα τη ζωή μας και γιομίζουν
με το αίμα την κοιλιά τους τη χοντρή·
και σκέφτουμαι –πώς να στο πω, μητέρα;—
μην είναι τούτοι, αλήθεια, οι μόνοι οχτροί
κ’ η σκέψη αυτή με τρώει νύχτα – μέρα.
Μην πεις πως ετρελλάθηκα· είναι κι άλλοι
πολλοί που σκέφτουνται έτσι. Τη μεγάλη
εβδομάδα, που εσείς βάφατε αυγά,
εμείς σ’ αυτή την ίδια σκέψη πάνω
μιλούσαμε ως το σούρουπο σιγά.
Μητέρα, πια δεν ξέρω τι θα κάνω.
Από τη συλλογή Πυραμίδες (1935)
[πηγή: Γιάννης Ρίτσος, Ποιήματα. 1930-1942, τ. Α΄, Κέδρος, Αθήνα 121979, σ. 150 & 157]
Ανάλυση
Το έργο ανήκει στην κατηγορία του διηγήματος : Πεζό λογοτεχνικό αφηγηματικό έργο με μικρή έκταση και ολοκληρωμένη υπόθεση, φανταστική ή πραγματική .
– Υπάρχει ενότητα υπόθεσης, τόπου και χρόνου.
– Περιστρέφεται γύρω από ένα κύριο γεγονός, στο οποίο πρωταγωνιστεί ο ήρωας του διηγήματος. Είναι πιθανό να πλαισιώνεται και από άλλα γεγονότα, λιγότερο σημαντικά , που αναδεικνύουν την προσωπικότητα του ήρωα.
– Περιγράφεται ο χαρακτήρας και η ψυχολογία του κεντρικού ήρωα
-Έχει κάποιο σκοπό.
Βασική Ιδέα
Ο πόλεμος , ο παραλογισμός του και οι ολέθριες συνέπειές του στη ζωή και στην ψυχή των ανθρώπων.
Περιεχόμενο: αντιπολεμικό χωρίς τοπικούς , χρονικούς ή ονοματικούς προσδιορισμούς. Ο συγγραφέας ενδιαφέρεται να τονίσει το ίδιο το γεγονός , τον πόλεμο, και τις συνέπειές του που είναι ίδιες σε όλους πάντα. Στον πόλεμο :
– Δεν υπάρχουν νικητές και ηττημένοι
– Δεν υπάρχει δίκαιο και άδικο
– Δεν υπάρχουν θύματα και θύτες.
Οι ρόλοι εναλλάσσονται διαρκώς σε καθεστώς πολέμου, σε καθεστώς υπανθρώπων.
Η τραγικότητα του ήρωα : Ο νέος στρατιώτης, ο ¨φονιάς “, είναι και αυτός θύμα. Θύμα ενός πολέμου που ο ίδιος δεν επέλεξε και που τον έχει “γδύσει” από κάθε ίχνος ανθρωπιάς στο όνομα της επιβίωσης.
Ο ρόλος των ανατροπών
– Αρχικά ο νεαρός στρατιώτης προκαλεί τη συμπάθεια του αναγνώστη αφού παρουσιάζεται ως θύµα ενός πολέµου που τον κρατά μακριά από τους αγαπημένους του .
– Αμέσως μετά γίνεται μισητός αφού εκτελεί ένα άλλο νέο , ο οποίος δεν πρόλαβε καν να αμυνθεί.
– Ο οίκτος εμφανίζεται στην ψυχή του αναγνώστη όταν βλέπει την ειλικρινή του μεταμέλεια που όμως δεν μπορεί να επαναφέρει στη ζωή τον νεκρό στρατιώτη.
– Η εικόνα του στρατιώτη που κρατά στην αγκαλιά του τον αντίπαλο που μόλις έχει εξολοθρεύσει και η προσφώνηση “αδερφέ μου ” αποτελούν το ηχηρότερο αντιπολεμικό μήνυμα του κειμένου.
Σύγκριση ηρώων
– Είναι νέοι με ίδια όνειρα και επιθυμίες.
– Έχουν αφήσει πίσω τους τα αγαπημένα τους πρόσωπα.
– Εμπλέκονται σε ένα πόλεμο που οι ίδιοι δεν επέλεξαν.
Όλοι οι άνθρωποι, παρά τις διαφορές τους , είναι ίδιοι.
Ο ρόλος του τίτλου “Γιατί;”
Πρόκειται για την απορία του ετοιμοθάνατου στρατιώτη.
Γιατί να χάσει τη ζωή του τόσο νωρίς, να στερηθεί την οικογένειά του, την αγαπημένη του. Γιατί να μην προλάβει να εκπληρώσει τα όνειρά του . Γιατί να εμπλακεί σε ένα πόλεμο που δεν επέλεξε. Γιατί να γίνονται πόλεμοι αφού τίποτα καλό δεν επιφυλάσσουν για κανένα!
πλοκή → δέση → κορύφωση → λύση
πλοκή / δέση: οι πρώτες σκηνές στην πηγή
κορύφωση: ο πυροβολισμός
λύση: ο νεαρός στρατιώτης μετανιώνει για την πράξη του και η νύχτα τον βρίσκει αγκαλιασμένο με τον εχθρό του.
Οι ψυχικές διακυμάνσεις του νεαρού στρατιώτη
-
Στη φύση: απλός, ήρεμος, χαρούμενος άνθρωπος.
-
Όταν εμφανίζεται ο εχθρός : σκληρός και αδίστακτος πολεμιστής.
-
Μετά τον πυροβολισμό: αμηχανία, “μούδιασμα”
-
Στη θέα του ετοιμοθάνατου: ενοχές , τύψεις για την πράξη του . Τρέπεται σε φυγή.
-
Επιστροφή : θέλει να επανορθώσει. Δεν αντέχει τον ίδιο του τον εαυτό.
-
Όταν διαπιστώνει πως ο “αντίπαλός” του ζει ακόμη: ανακούφιση. Τον φροντίζει ελπίζοντας να μπορέσει να διορθώσει το κακό που έκανε.
-
Συνειδητοποίηση του παραλογισμού του πολέμου