George Seferis (1900-1971) was a Greek poet and diplomat from Asia Minor. He was one of the most important Greek poets of the 20th century, and a Nobel laureate.
Σαλαμίνα της Κύπρος
…Σαλαμῖνα τε τᾶς νῦν ματρόπολις τῶνδ’ αἰτία στεναγμῶν.
Πέρσαι του Αισχύλου
Κάποτε ο ήλιος του μεσημεριού, κάποτε φούχτες η ψιλή βροχή
και τ’ ακρογιάλι γεμάτο θρύψαλα παλιά πιθάρια.
Ασήμαντες οι κολόνες· μονάχα ο Άγιος Επιφάνιος
δείχνοντας μουντά, χωνεμένη τη δύναμη της πολύχρυσης αυτοκρατορίας.
[…]
Κύριος επί υδάτων πολλών,
πάνω σ’ αυτό το πέρασμα.
Τότες άκουσα βήματα στα χαλίκια.
Δεν είδα πρόσωπα· σα γύρισα είχαν φύγει.
Όμως βαριά η φωνή σαν το περπάτημα καματερού,
έμεινε εκεί στις φλέβες τ’ ουρανού στο κύλισμα της θάλασσας
μέσα στα βότσαλα πάλι και πάλι:
«Η γης δεν έχει κρικέλια
για να την πάρουν στον ώμο και να φύγουν
μήτε μπορούν, όσο κι αν είναι διψασμένοι
να γλυκάνουν το πέλαγο με νερό μισό δράμι.
Και τούτα τα κορμιά
πλασμένα από ένα χώμα που δεν ξέρουν,
έχουν ψυχές.
Μαζεύουν σύνεργα για να τις αλλάξουν,
δε θα μπορέσουν· μόνο θα τις ξεκάμουν
αν ξεγίνουνται οι ψυχές.
Δεν αργεί να καρπίσει τ’ αστάχυ,
δε χρειάζεται μακρύ καιρό
για να φουσκώσει της πίκρας το προζύμι,
δε χρειάζεται μακρύ καιρό
το κακό για να σηκώσει το κεφάλι,
κι ο άρρωστος νους που αδειάζει
δε χρειάζεται μακρύ καιρό
για να γεμίσει με την τρέλα,
“νῆσός τις ἔστι…”».
Φίλοι του άλλου πολέμου,
σ’ αυτή την έρημη συννεφιασμένη ακρογιαλιά
σας συλλογίζομαι καθώς γυρίζει η μέρα—
Εκείνοι που έπεσαν πολεμώντας κι εκείνοι που έπεσαν χρόνια μετά τη μάχη·
εκείνοι που είδαν την αυγή μέσ’ απ’ την πάχνη του θανάτου
ή, μες στην άγρια μοναξιά κάτω από τ’ άστρα,
νιώσανε πάνω τους μαβιά μεγάλα
τα μάτια της ολόκληρης καταστροφής·
κι ακόμη εκείνοι που προσεύχουνταν
όταν το φλογισμένο ατσάλι πριόνιζε τα καράβια:
«Κύριε, βόηθα να θυμόμαστε
πώς έγινε τούτο το φονικό·
την αρπαγή, το δόλο, την ιδιοτέλεια,
το στέγνωμα της αγάπης·
Κύριε, βόηθα να τα ξεριζώσουμε…».
—Τώρα καλύτερα να λησμονήσουμε πάνω σε τούτα τα χαλίκια·
δε φελά να μιλάμε·
τη γνώμη των δυνατών ποιoς θα μπορέσει να τη γυρίσει;
Ποιoς θα μπορέσει ν’ ακουστεί;
Καθένας χωριστά ονειρεύεται και δεν ακούει το βραχνά των άλλων.
—Ναι· όμως ο μαντατοφόρος τρέχει
κι όσο μακρύς κι αν είναι ο δρόμος του, θα φέρει
σ’ αυτούς που γύρευαν ν’ αλυσοδέσουν τον Ελλήσποντο
το φοβερό μήνυμα της Σαλαμίνας.
Φωνή Κυρίου επί των υδάτων.
Νῆσός τις ἔστι.
Salamis in Cyprus
…and Salamis, whose mother-city is now the cause of our lamentation.
Aeschylus, The Persians
Sometimes the midday sun, sometimes handfuls of light rain
and the beach covered with shards of ancient jars.
The columns insignificant; only the ruined church of St Epiphanius
revealing—dark and devoured—the might of Golden Byzantium.
[…]
“The Lord is upon many waters,”
upon this crossing.
Then I heard footsteps on the stones.
I didn’t see any faces; they’d gone by the time I turned.
But the voice, heavy like the tread of oxen,
remained there in the sky’s veins, in the sea’s roll
over the pebbles, again and again:
“Earth has no handles
for them to shoulder her and carry her off,
nor can they, however thirsty,
sweeten the sea with half a dram of water.
And those bodies,
formed of a clay they know not,
have souls.
They gather tools to change them;
they won’t succeed: they only unmake them
if souls can be unmade.
Wheat doesn’t take long to ripen,
it doesn’t take much time
for the yeast of bitterness to rise,
it doesn’t take much time
for evil to raise its head,
and the sick mind emptying
doesn’t take much time
to fill with madness:
‘there is an island…’”
Friends from the other war,
on this deserted, cloudy beach
I think of you as the day turns—
those who fell fighting and those who fell years after the battle,
those who saw dawn through the mist of death
or, in wild solitude beneath the stars,
felt upon them the huge dark eyes
of total disaster;
and those again who prayed
when flaming steel sawed the ships:
“Lord, help us to keep in mind
the causes of this slaughter:
greed, dishonesty, selfishness,
the desiccation of love;
Lord, help us root them out…”
—Now, on this pebbled beach, it’s better to forget;
talking doesn’t do any good;
who can change the opinions of the mighty?
Who can make himself heard?
Each dreams separately without hearing anyone else’s nightmare.
—True. But the messenger moves swiftly
and however long his journey, he’ll bring
to those who tried to shackle the Hellespont
the terrible news from Salamis.
“Voice of the Lord upon the waters.”
“There is an island.”