”Η Δύναμη της μάζας”, Ε. Π. Παπανούτσος, “Το δίκαιο της πυγμής”
1.Έως ποιο βαθμό οι αντιλήψεις, οι κρίσεις, οι αποφάσεις μας στην καθημερινή ζωή είναι “δικές μας” και όχι αποτέλεσμα επιρροής της μικρής και της μεγάλης κοινωνίας απάνω μας; (Μικρήν εννοώ τον στενό οικογενειακό, φιλικό και επαγγελματικό κύκλο και μεγάλη όλο τριγύρω μας το ανθρώπινο περιβάλλον μέσα και έξω ακόμη από τον εθνικό και γεωγραφικό μας χώρο). Το ερώτημα θα σκανδαλίσει ίσως τον αμύητο στα προβλήματα της κοινωνικής ψυχολογίας αναγνώστη, έχει εντούτοις το λόγο του. Δεν είμαστε τόσο “ελεύθεροι” να σχηματίζομε τις εντυπώσεις, τις πεποιθήσεις, το πρόγραμμα των επιδιώξεών μας, όσο νομίζομε. Το κοινωνικό σώμα, η “ομάδα” μέσα στην οποία έχομε ενταχθεί (από τη γλώσσα που μιλούμε, από το Θεό που λατρεύομε, από την ανατροφή και την εκπαίδευση που έχομε πάρει, από το επάγγελμα που ασκούμε κτλ.) καθορίζει σε τέτοιαν έκταση και σε τόσο βάθος τον τρόπο και τα μέτρα με τα οποία αντιλαμβανόμαστε και σημασιολογούμε τα πράγματα και τα γεγονότα, ώστε κάθε άλλο παρά “δικές μας”, με την αυστηρή έννοια της λέξης, είναι οι αλήθειες και οι αξίες μας. Φυσικά τούτο δεν το παραδέχεται ο εγωισμός μας. Βλέπω με τα δικά μου μάτια, λέμε, και κρίνω με το δικό μου μυαλό. Με δική μου πρωτοβουλία αποδοκιμάζω αυτήν την ιδεολογία και είμαι υπεύθυνος. Η αλήθεια που υποστηρίζω είναι ολοφάνερη· δε μου την υπέβαλαν άλλοι.
2.Μια βαθύτερη όμως διερεύνηση (που μπορούμε και οι ίδιοι να κάνομε μέσα μας, εάν έχομε το θάρρος να ανατάμομε τον εαυτό μας) θα μας πείσει ότι σε αναρίθμητες περιπτώσεις η πνευματική μας ανεξαρτησία είναι ένας ωραίος μύθος. Η όραση, η κρίση, η πίστη “μας” είναι η όραση, η πίστη της κοινωνικής φάλαγγας με την οποία συμπορευόμαστε. Το φαινόμενο τούτο στη γλώσσα της επιστήμης λέγεται “κοινωνικός κομφορμισμός” και έχει γίνει αντικείμενο όχι μόνο θεωρητικών αλλά και πειραματικών ερευνών. Μιαν απ’ όλες θα αναφέρω για παράδειγμα.
3.Το 1951 ο Αμερικάνος ψυχολόγος J. Ε Asch έκανε, ανάμεσα σε άλλα, και τούτο το έξυπνο πείραμα. Έδειξε σε έξι πρόσωπα μια γραμμή ορισμένου μήκους και τους εζήτησε να βρουν την αντίστοιχή της, στο μέγεθος, ανάμεσα σε τρεις άλλες που είχαν κι αυτές παρουσιαστεί στον πίνακα. Πρωτύτερα όμως είχε δώσει μυστικά την εντολή σε πέντε από τα έξι αυτά πρόσωπα να διαλέξουν όχι τη σωστή, αλλά μια ψεύτικη γραμμή. Το πρόσωπο που δεν μετείχε στη συνωμοσία, θα απαντούσε τελευταίο και είχε τοποθετηθεί έτσι ώστε να ακούσει και να ιδεί τα άλλα που θα μιλούσαν πρώτα. Το πείραμα έγινε πολλές φορές με πολλά και διάφορα πρόσωπα και είχε τούτο το παράδοξο αποτέλεσμα: με συχνότητα εκπληκτική, το αμύητο στη συνωμοσία πρόσωπο δεν εμπιστευόταν στη μαρτυρία των δικών του ματιών, αλλά συντασσόταν με την ομόφωνη απάντηση, την εσφαλμένη, των άλλων μελών της ομάδας. Και μια λεπτομέρεια, ακόμη, πολύ χαρακτηριστική. Στα πειράματα του Asch τα πρόσωπα που έπεφταν στην παγίδα, όταν μάθαιναν το τέχνασμα, δεν παραδέχονταν ότι είχαν υποχωρήσει στην “πίεση” της ομάδας, αλλά υποστήριζαν ότι το λάθος ήταν δικό τους· απροσεξία, βιασύνη, κακή εκτίμηση των περιστατικών κτλ. Ώστε όχι μόνο δεχόμαστε, χωρίς να το καταλαβαίνομε, την επιρροή των άλλων (όταν ιδίως αυτοί αποτελούν συντεταγμένο σύνολο, ομάδα κοινωνικού τύπου), αλλά και στην περίπτωση που η αφανής αυτή αλλά έντονη επιρροή μάς παρασύρει σε εσφαλμένες αντιλήψεις ή κακές εκτιμήσεις, την πλάνη συνηθίζομε να την προσγράφομε σε μια δική μας αστοχία ή ανεπάρκεια, όχι στους άλλους που μας παρέσυραν στον εκτροχιασμό. Από φιλοτιμία βέβαια, για να δείξομε ότι στεκόμαστε στα δικά μας πόδια, αλλά και για έναν άλλο ακόμη λόγο: για να αντισταθούμε (ηθικά τουλάχιστο) σε μια πανίσχυρη έλξη που ασκεί απάνω μας το κοινωνικό πλαίσιο. Η άρνηση της παραδοχής είναι εδώ (όπως και σε πολλές άλλες καταστάσεις της προσωπικής μας ζωής) ένα είδος διαμαρτυρίας- δε θέλομε να αναγνωρίσομε τη δουλεία μας…
4.”Κοινωνικού κομφορμισμού” περιπτώσεις μπορεί ο καθένας μας να αναφέρει πάμπολλες από την προσωπική του πείρα. Από την εκούσια αλλά και ακούσια υποταγή στο συρμό έως τις ομαδικές ιδεοληψίες (ακόμη και παραισθήσεις) που παρουσιάζονται σε ώρες πολεμικής αναταραχής και θρησκευτικής έξαρσης ή πανικού από θεομηνίες και επιδημίες. Το “πλήθος” τότε γίνεται μια συμπαγής μάζα που αισθάνεται, σκέπτεται και δρα με τον ίδιο τρόπο· οι ατομικές αποκλίσεις εξαφανίζονται, διαλύονται μέσα στην κοινή, την απρόσωπη συμπεριφορά. Είναι απίστευτο το πόσο εύκολα, ακόμα και σε ομαλές περιστάσεις, διαδίδονται οι ομαδικές πλάνες, όπως λ.χ. η πίστη στη θεραπευτική δύναμη ενός κοινού βοτάνου, ή η υπόθεση ότι αυτή ή εκείνη η σύμπτωση αποτελεί κακόν οιωνό, ή η βεβαιότητα ότι οι “μάγισσες” είναι όργανα του Σατανά και πρέπει να καίγονται κτλ. Άλλωστε, θα έχομε όλοι παρατηρήσει ότι αρκεί μια είδηση, έστω και εξωφρενική, να δημοσιευτεί σ’ ένα έντυπο μεγάλης κυκλοφορίας ή να μεταδοθεί από το ραδιόφωνο με έμφαση, για να γίνει πιστευτή. Υποτίθεται ότι για να φτάσει έως εκεί, την εγγυάται ένας οπωσδήποτε σημαντικός αριθμός μαρτύρων και για τούτο, με όλο που δεν υπάρχουν θετικές αποδείξεις, ούτε καν σοβαρές ενδείξεις, για την αλήθεια της, δεν αποφασίζομε να την αμφισβητήσομε: “αφού λέγεται, έτσι θα είναι”. Προσέξτε στη φράση αυτό το απρόσωπο “λέγεται” είναι η φωνή της ομάδας που ακούγεται και ενεργεί απάνω στον καθένα μας με δύναμη που δύσκολα μπορούμε να της αντισταθούμε. “Για να το λένε, θα είναι αλήθεια”. Να το λένε ποιοι, όλοι και κανείς συγκεκριμένα. “Λέγεται” όμως και επαναλαμβάνεται, τούτο και μόνο φτάνει να ανατρέψει τη δυσπιστία μας. Έτσι σχηματίζεται και κρυσταλλώνεται τόσο σκληρά η “κοινή γνώμη”, ώστε δύσκολα μπορεί το παγιδευμένο άτομο να σπάσει την κρούστα της και να λευτερωθεί. Οι ομαδικές πλάνες είναι προικισμένες με εκπληκτική δύναμη αντίστασης στις επιθέσεις της κριτικής σκέψης· και όταν ακόμη φαίνονται ότι υποχωρούν, κλονισμένες από τη βάσανο της εμπειρίας, ξαναγυρίζουν πιο επικίνδυνες με τη μορφή της “φημολογίας” που “θα ‘χει κάποια βάση, αφού ακούγεται”. Στο τέλος εκείνος που νικάει είναι το ανώνυμο πλήθος, όχι οι λίγες επώνυμες μονάδες που αποχωρούν από τη φάλαγγα.
5.Οι ψυχολόγοι και οι κοινωνιολόγοι που έχουν μελετήσει το φαινόμενο, καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι ο κομφορμισμός αυτός, τάση ισχυρή και επίμονη, πηγή του έχει την κοινωνική φύση του ανθρώπου. Ζώο κατ’ εξοχήν κοινωνικό (ο Αριστοτέλης το ονομάζει στη γλώσσα του “πολιτικόν”) ο άνθρωπος, όταν έρχεται αντιμέτωπος με σημαντικές για τη συλλογική ζωή “δοξασίες της μάζας”, αισθάνεται ζωηρότερο ενδιαφέρον για τη συντήρηση των λαϊκών εξηγήσεων που κρατούν συμπαγή την ομάδα, παρά για τις κριτικές αναλύσεις που μπορούν να τη διαιρέσουν και να τη διαλύσουν. Συμφέρει την κοινωνία να δίνεται απεριόριστη πίστωση στις παρατηρήσεις (τεκμήρια, ενδείξεις, μαρτυρίες) που επιβεβαιώνουν τις “τρέχουσες” ιδέες και αποκλείουν τις αντίθετές τους (Thomas Szasz). Η εξήγηση είναι χωρίς αμφιβολία πειστική. Άλλωστε, επαληθεύεται στην καθημερινή ζωή από πλήθος ομόλογων φαινομένων που ανάγονται στον ίδιο κανόνα. Όσο και αν υπερβάλλουν εκείνοι που μέσα στο ψυχοφυσιολογικό μας σύστημα δίνουν την πρώτη θέση στο “ένστικτο της αγέλης” (instinct gregaire), θα ήταν παράλογο να αρνηθούμε ότι και το κορυφαίο ζώο της κλίμακας, τον άνθρωπο, μια ακαταγώνιστη ορμή το σπρώχνει να συνδέεται με τους ομοίους του και να επιζητεί την παρουσία τους, όχι μόνο όταν έχει ανάγκη από τη σύμπραξή τους, για να αντιμετωπίσει έναν κίνδυνο, αλλ’ ακόμα και στις ώρες της σχόλης, τότε που διψάει για ψυχαγωγία. “Χρειάζεται” τους άλλους, τον αριθμό, το πλήθος: στο πανηγύρι, στο θέαμα, στον περίπατο – και στο καφενείο ή στο εστιατόριο. Δε “χαίρεται” τις ανέσεις της ζωής και τις πιο στοιχειώδεις, παρά συντροφεμένος. Πρέπει να τις μοιραστεί, κατά κάποιο τρόπο, με άλλους, για να τις απολαύσει. Και για να τους κρατήσει κοντά του αυτούς τους άλλους, είναι έτοιμος να κάνει πολλές παραχωρήσεις στις κρίσεις και στο γούστο τους: να μπει στο δικό τους διανοητικό ορίζοντα, να συμμεριστεί τα συναισθήματά τους, να παραδεχτεί τις προτιμήσεις τους.
6.Έχομε λοιπόν καταδικαστεί να είμαστε αιχμάλωτοι της συμβιωτικής ομάδας; Θα παρεξηγούσε τη θέση μας εκείνος που θα την ερμήνευε με αυτό τον τρόπο. Όχι υποχείριος· υποκείμενος στις ιδέες και στις τάσεις του κοινωνικού σώματος είναι ο άνθρωπος. Ποιος άνθρωπος όμως; (Η διευκρίνιση αυτή είναι απαραίτητη, για να προληφθούν πολλές παρανοήσεις). Εκείνος που οι ανθρωπολόγοι συνηθίζουν να τον ονομάζουν homo sapiens και που κατά την τρέχουσα φάση της ύπαρξής του έχει γράψει την ιστορία του πολιτισμού με τις “πνευματικές” (πώς να τις πούμε αλλιώς) κατακτήσεις του. Ό,τι χαρακτηρίζει αυτόν τον ανθρώπινο τύπο είναι ο δεινός αγώνας να δαμάσει τα ένστικτά του είτε με την απεγνωσμένη αντίσταση στην πίεσή τους, είτε με το πονηρό ξεγέλασμά τους. Φυσικά μια τέτοια νίκη δεν είναι καθόλου εύκολη, ούτε πάντοτε δυνατή· και σχεδόν κατά κανόνα πληρώνεται με αιματηρές θυσίες. Φαίνεται όμως ότι δεν αποκλείεται από το πρόγραμμα της Δημιουργίας, γιατί και αισθητά χαλαρότερος είναι των ενστίκτων ο ζυγός στον ψυχοβιολογικά εξελιγμένο άνθρωπο, και με οπλισμό τελειότερο (“διάνοια”) έχει το θαυμάσιο τούτο ζώο εφοδιαστεί από τη Φύση. Οπωσδήποτε “παλεύονται”, καθώς λέμε, τα ένστικτά μας και αυτό έχει πελώρια σημασία. Όπως τα άλλα, έτσι και το “ένστικτο της αγέλης” στην περίπτωσή μας. Το οργανωμένο πλήθος, η κοινωνική ομάδα μάς στηρίζει, μας προστατεύει, αλλά και θολώνει την όραση, μηχανοποιεί τη συμπεριφορά, δένει τη σκέψη, αποδυναμώνει τη φαντασία μας με τα πολυκαιρισμένα σχήματα των απρόσωπων εννοιών και αξιών της. Από τη δουλεία αυτή σώζεται μόνο ο επώνυμος άνθρωπος που θα ορθώσει την κεφαλή του πάνω από τον ορίζοντα της μάζας και θα τολμήσει ν’ αντικρίσει με τις δικές του διανοητικές δυνάμεις τα πράγματα, με τη δική του βούληση τις περιπλοκές της ζωής, με τη δική του ευαισθησία το θέαμα του κόσμου. Για έναν τέτοιον άθλο όμως χρειάζονται δύο σπάνιες ικανότητες: ανδρεία και εντιμότητα, ηθική ανδρεία και πνευματική εντιμότητα, που δυστυχώς για το γένος μας είναι των λίγων, των πολύ λίγων ο κλήρος. Μόνο έτσι σπάζει ο άνθρωπος τα δεσμά της πλάνης και κατακτά την ελευθερία της αλήθειας. Ας θυμηθούμε εδώ τα βαθυστόχαστα λόγια του Nietzsche: “Πόσην άληθεια σηκώνει, πόσην αλήθεια αποτολμάει ένα πνεύμα; Αυτό έγινε για μένα, ολοένα και πιο πολύ, το αληθινό μέτρο των αξιών. Η πλάνη δεν είναι τύφλωση, η πλάνη είναι ανανδρία. Στη γνώση, κάθε κατάκτηση, κάθε βήμα εμπρός προέρχεται από το θάρρος, από τη σκληρότητα απέναντι στον εαυτό μας, από την εντιμότητα απέναντι στον εαυτό μας”. Ε. Π. Παπανούτσος, “Το δίκαιο της πυγμής”
————————————————————————————————————————————-
Θεώνη Κοτίνη «Μπάμιες»
Σήμερα στο μεσημεριανό έχουνε μπάμιες. Δεν του αρέσανε ποτέ. Σκαλίζει το πιάτο ξεφλουδίζοντας με το πιρούνι τη σάρκα, αποκαλύπτει τα σπόρια γυμνά. Μέσα σαρδόνια οδοντοστοιχία, σαν τη γκριμάτσα της συνάθροισης γύρω από το τραπέζι. Σκυθρωποί, μαλωμένοι ή έτοιμοι να μαλώσουν σε λίγο, μάνα πατέρας παιδιά.
Λαδερές με φρέσκια ντομάτα, κόκκινη όπως η αιματοχυσία γύρω απ’ το στρωμένο τραπέζι. Πράγματι, δεσμοί αίματος. Τόσο που σου ’ρχεται να πάρεις το μαχαίρι του ψωμιού και να διαρρήξεις όλα ετούτα τα δεσμά, να το βυθίσεις στην καρδιά αυτού του λάκκου που είναι γεμάτος γεύματα κυριακάτικα και αιτιάσεις και παράπονα και ξεχασμένες τώρα ήδη εκδρομές στη θάλασσα.
Η μάνα του τις φτιάχνει με κοτόπουλο. Ανάμεσα στα ξεδοντιάρικα ούλα του λαχανικού η μυρωδιά εκείνη. Σφαγμένου ζώου όπως της μάνας του τα μάτια, όταν για όλα μετανιώνει, σαν του πατέρα του τα μάτια, όταν στριμώχνεται να αρθρώσει κάποια αλήθεια. Όπως τα μάτια τα δικά του, όταν σηκώνει το κεφάλι από το πιάτο να απαντήσει γιατί δεν του αρέσει το φαΐ, τι διάβολος τον πιάνει κάθε μέρα και δεν μιλάει κι όλο θυμώνει και κλειδώνεται.
Σκαλίζει αμίλητος τις μπάμιες. Μέσα όχι δόντια μα σπυριά, πολλά πολλά σπυριά, όπως εκείνα που στα δώδεκα του αυλάκωναν το πρόσωπο, κι όποτε γύριζε να δει κατά τον κόσμο, άνθιζαν σαν ντροπή που αδέξιος υπήρχε. Μπάμιες όπως η γλίτσα της στοργής που για να σου δοθεί, πρέπει να καταπιείς όλο το σάλιο της υποταγής, της ενοχής που είσαι εσύ και δεν τους μοιάζεις, που θες αλλού να πας, να είσαι γυμνός και να πεινάς δική σου πείνα. Μπάμιες, κουμπωμένος καρπός του θυμού που δεν ωριμάζει μα σαπίζει σε μαλακή γλοιώδη αυτολύπηση.
[https://bonsaistoriesflashfiction.wordpress.com/2018/02/11/theoni-kotini-mpamies/]
Ο ήρωας αντιμετωπίζει τα κλασικά προβλήματα της εφηβείας. Αρχικά, αισθάνεται πως δεν ανήκει στο οικογενειακό σύνολο και πως με τους γονείς του τον συνδέουν πραγματικά «δεσμοί αίματος». Ο ήρωας αισθάνεται την ανάγκη να αποκοπεί από το οικογενειακό σύνολο, ακόμη και βίαια, αφού τον πλημμυρίζουν παράπονα και κατηγορίες, ενώ έχει ξεχάσει πια τις ωραίες στιγμές, όπως είναι οι εκδρομές στη θάλασσα. Δεν μπορεί να αντιμετωπίσει την απογοήτευση και τα αδιέξοδα της ζωής των δικών του. Για τον λόγο αυτό δυσκολεύεται να μιλήσει με τους δικούς του. Αισθάνεται πως η αγάπη και το ενδιαφέρον που του δείχνουν απαιτεί για αντάλλαγμα τη δική του υποταγή και την ενοχή που δεν ταιριάζει μαζί τους – πράγμα που τον κάνει να θυμώνει περισσότερο, χωρίς να εκτονώνεται και καταλήγει να λυπάται τον εαυτό του.
———————————————————————————————————————————-
Τα Χαρακτηριστικά του Δοκιμίου συνοπτικά
Τα ομοιογενή χαρακτηριστικά του δοκιμίου, όπως μπορούμε να τα ανιχνεύσουμε στην πληθώρα των κειμένων, μπορούν να αποδοθούν συνοπτικά ως εξής:
-Το δοκίμιο θίγει ένα θέμα ευρύτερου κοινωνικού ενδιαφέροντος. (Πολιτικό, Κοινωνικό, Πολιτιστικό κλ.π.)
-Απευθύνεται σε ευρύ κοινό ή σε κοινό που ενδιαφέρεται για ένα συγκεκριμένο θέμα. Επειδή, δεν απευθύνεται σε ειδήμονες δεν περιέχει εκτεταμένη εξειδικευμένη ορολογία σε αντίθεση με το επιστημονικό κείμενο.
-Το δοκίμιο δεν είναι εξαντλητική μελέτη ενός θέματος. Είναι απόπειρα προσέγγισης μέσα από την οπτική της συντάκτριας ή του συντάκτη του.
-Η πρόθεση του συγγραφέα είναι κυρίως να προκαλέσει τον προβληματισμό του αναγνώστη. Επιθυμεί, συνήθως, να θέσει ερωτήματα, τα οποία μπορούν να οδηγήσουν σε γόνιμο προβληματισμό και διάλογο.
-Το δοκίμιο έχει και αισθητική αξία. Η σύγχρονη κειμενική θεωρία το αναγνωρίζει ως είδος με έντονη πλαστικότητα και δυναμική. Και όπως προείπαμε τα όρια ανάμεσα στο δοκίμιο και τη λογοτεχνία δεν είναι εύκολα διακριτά. Στο δοκίμιο, επομένως, συναντάμε συχνά και σχήματα λόγου (μεταφορές, παρομοιώσεις κλ.π.) ή και άλλες τεχνικές (ρητορικά ερωτήματα, ευθύ λόγο). Ο σκοπός είναι το κείμενο να γίνει περισσότερο ελκυστικό, να τέρψει τον αναγνώστη.
https://filologiko.edu.gr/%CF%87%CE%B1%CF%81%CE%B1%CE%BA%CF%84%CE%B7%CF%81%CE%B9%CF%83%CF%84%CE%B9%CE%BA%CE%AC-%CF%84%CE%BF%CF%85-%CE%B4%CE%BF%CE%BA%CE%B9%CE%BC%CE%AF%CE%BF%CF%85-%CF%83%CE%B7%CE%BC%CE%B5%CE%B9%CF%8E%CF%83/
—————————————————————————————————————————-
Η πειθώ στον πολιτικό λόγο
Με τον πολιτικό λόγο ο πομπός επιθυμεί να πείσει το δέκτη να πάρει κάποιες αποφάσεις ή να προβεί σε κάποια ενέργεια. Ο δέκτης λοιπόν πρέπει να πεισθεί ότι η απόφασή του είναι σύμφωνη με τα δικά του προσωπικά συμφέροντα και με τα συμφέροντα του ευρύτερου κοινωνικού συνόλου στο οποίο ανήκει. Έτσι, ο πολιτικός λόγος χαρακτηρίζεται βέβαια από λογική επιχειρηματολογία, αλλά συχνά χαρακτηρίζεται και από έντονη συναισθηματική φόρτιση και από ρητορεία. Επειδή ο πολιτικός λόγος συνδέεται με την εξουσία, ορισμένες φορές στοχεύει στην παραπλάνηση ή στον εκφοβισμό του ακροατηρίου, έτσι ώστε να εξασφαλιστεί η άκριτη αποδοχή από το δέκτη (ακροατήριο) των σκοπών και των αποφάσεων του πομπού. Στις περιπτώσεις αυτές η αποδεικτική ισχύς των επιχειρημάτων αντικαθίσταται από αυταπόδεικτες έννοιες ή από λέξεις με τέτοια ηθική διάσταση (“έθνος”, “λαός”, “εθνική σωτηρία” κτλ.), που εμποδίζουν το λογικό έλεγχο και παγιδεύουν το δέκτη. Όταν ο πολιτικός λόγος παίρνει αυτή τη μορφή, με την παραποίηση των εννοιών και τη στρέβλωση των αξιών, γίνεται προπαγάνδα.
———————————————————————————————————————————–
“Πώς έγινε ένας κακός άνθρωπος” της Ελένης Βακαλό
Παρατηρητής της Θράκης
Θεατρικό δρώμενο από την ομάδα ενηλίκων του Θρακικού Ωδείου Κομοτηνής
——————————————————————————————————————————-
ΑΝΘΡΩΠΙΚΗ ΑΡΧΗ
Το Σύμπαν είναι έτσι όπως είναι γιατί αν ήταν αλλιώς δεν θα υπήρχαμε για να το παρατηρήσουμε [ΑΣΘΕΝΗΣ].
Το Σύμπαν είναι έτσι όπως είναι γιατί υπάρχουμε εμείς [ΙΣΧΥΡΗ].
The Skeptic Theory
Αναλύουμε την Ασθενή και την Ισχυρή Ανθρωπική Αρχή
Η φράση ανθρωπική αρχή χρησιμποποιήθηκε για πρώτη φορά από τον Μπράντον Κάρτερ το 1973 στην Κρακοβία, κατά το συμπόσιο προς τιμήν του Κοπέρνικου και της επετείου των 500ων χρόνων από τη γέννησή του. Ο Κάρτερ, ο oποίος είναι θεωρητικός αστροφυσικός, διατύπωσε την ανθρωπική αρχή ως αντίδραση στην Αρχή του Κοπέρνικου, η οποία αναφέρει ότι οι άνθρωποι δεν βρίσκονται σε προνομιακή θέση στο Σύμπαν. Όπως δήλωσε ο Κάρτερ: «Παρά το γεγονός ότι η κατάστασή μας δεν είναι κατ’ ανάγκη κεντρική, είναι αναπόφευκτα προνομιακή σε κάποιο βαθμό» Το φιλοσοφικό δίλημμα που δημιούργησε την ανθρωπική αρχή είναι ότι οι σταθερές του Σύμπαντος σε μικροκοσμικό (ατομικές σταθερές), μακροκοσμικό (π.χ. ηλεκτρομαγνητικές δυνάμεις) και σε κοσμολογικό επίπεδο φαίνεται να είναι σε εξαιρετικά τέλεια αρμονία μεταξύ τους προκειμένου η νοήμων ζωή να μπορεί να είναι δυνατή αλλά και να εξελίσσεται. Αυτή η ανησυχία για το πώς πλάσματα με συνείδηση,όπως εμείς, γίνεται να υπάρχουμε στο Σύμπαν ονομάζεται ανθρωπική αρχή, και έχει τρεις μορφές: την ασθενή, την ισχυρή και την τελική.Σύμφωνα με τη θεωρία αυτή, υπάρχουν πολλά διαφορετικά σύμπαντα ή πολλές διαφορετικές περιοχές του ίδιου του σύμπαντος, το καθένα με τη δική του αρχική διαμόρφωση και, ίσως, με το δικό του σύνολο νόμων της επιστήμης. Στα περισσότερα από αυτά τα σύμπαντα οι συνθήκες για την ανάπτυξη πολύπλοκων οργανισμών δεν θα ήταν οι σωστές· μόνο σε λίγα σύμπαντα που μοιάζουν με το δικό μας θα μπορούσαν νοήμονα όντα να αναπτύχθούν και να θέσουν το ερώτημα: «Γιατί είναι το σύμπαν όπως το βλέπουμε;». Η απάντηση είναι πολύ απλή:«αν ήταν διαφορετικό, δεν θα ήμασταν εδώ!
Το Σύμπαν πρέπει να έχει αυτές τις ιδιότητες οι οποίες επιτρέπουν τη ζωή να αναπτυχθεί μέσα σε αυτό σε κάποια φάση της ιστορίας του, διότι α)πρέπει να υπάρχει ένα πιθανό Σύμπαν σχεδιασμένο με στόχο τη δημιουργία και τη διατήρηση «παρατηρητών» ή β)οι παρατηρητές είναι απαραίτητοι για την ύπαρξη ενός σύμπαντος (συμμετοχικό σύμπαν), ή γ) ένα σύνολο από άλλα διαφορετικά σύμπαντα είναι απαραίτητο για την ύπαρξη του δικού μας σύμπαντος.
————————————————————————————————————————————
Η πειθώ στον επιστημονικό λόγο
Ο επιστήμονας χρησιμοποιεί το λόγο αυτό στην προσπάθειά του να περιγράψει, να ερμηνεύσει,να πείσει.
Την προσπάθειά του, δηλαδή, να αναφερθεί στα πράγματα ή στην αντίληψη που έχουμε γι’αυτά.
Από την άποψη αυτή ο επιστημονικός λόγος οφείλει να είναι απρόσωπος και αντικειμενικος.
Αλλωστε στην επιστήμη χρησιμοποιούμε τη γλώσσα με τον τρόπο που αφορά το λογικό μας και όχι με τον τρόπο που αφορά τις συγκινήσεις μας.
Β. Ξανθόπουλος, ”Οι ορίζοντες μας διευρύνονται”
Αν το σκεφτούμε λίγο προσεκτικότερα, διαπιστώνουμε ότι δεν κάνει και μεγάλη διαφορά αν το σύμπαν είναι πεπερασμένο (σαν το μπαλόνι) ή άπειρο (σαν το σεντόνι). Έτσι κι αλλιώς, εφόσον η ταχύτητα του φωτός και η ηλικία του σύμπαντος είναι πεπερασμένες, μέχρι σήμερα έχουμε προλάβει να ανταλλάξουμε φωτεινά σήματα και κάθε είδους πληροφορία μ’ εκείνους τους γαλαξίες που εκτείνονται γύρω μας σε ακτίνα μέχρι c t, όπου t είναι η ηλικία του σύμπαντος και c η ταχύτητα φωτός. Η επιφάνεια της σφαίρας με κέντρο κάποιο γαλαξία και ακτίνα c t λέγεται ο ορίζοντας του γαλαξία. Η ορολογία είναι πολύ πετυχημένη: μέχρι τον ορίζοντα μπορούμε να δούμε και να ξέρουμε τι συμβαίνει, αν φυσικά διαθέτουμε τέλεια τεχνολογία. Το μέρος του σύμπαντος μέσα στον ορίζοντα του Γαλαξία αποτελεί την αιτιατή περιοχή (causal region) του Γαλαξία μας, το κομμάτι δηλαδή του σύμπαντος που (μέχρι σήμερα) μπορούμε να ξέρουμε τι συμβαίνει, μας επηρεάζει και το επηρεάζουμε. Ουσιαστικά λοιπόν για μας, μόνον αυτό το κομμάτι του σύμπαντος υπάρχει. Κι όταν ακόμη το σύμπαν είναι άπειρο, πολλές φορές αναφερόμαστε στην ακτίνα του, εννοώντας την ακτίνα της αιτιακής μας περιοχής σήμερα.
Με το πέρασμα του χρόνου ο ορίζοντας μας μεγαλώνει, επεκτεινόμενος με την ταχύτητα του φωτός. Συγχρόνως φυσικά, και οι γαλαξίες απομακρύνονται, αλλά αυτοί φεύγουν με ταχύτητα μικρότερη από το φως. Το συνδυασμένο αποτέλεσμα είναι, όσος χρόνος περνά, το σύμπαν να γίνεται όλο και πιο μεγάλο, όλο και πιο ενδιαφέρον, με την έννοια ότι όλο και καινούργιοι γαλαξίες μπαίνουν μέσα στην αιτιακή μας περιοχή. Συνεπώς, με το πέρασμα του χρόνου, έχουμε πλέον τη δυνατότητα να συναναστρεφόμαστε μ’ ένα όλο και μεγαλύτερο κομμάτι του κόσμου. Ανεξάρτητα λοιπόν του αν το σύμπαν είναι πεπερασμένο ή άπειρο, για μας ουσιαστικά υπάρχει και θα υπάρχει πάντα μόνο ένα πεπερασμένο κομμάτι.
(Β. Ξανθόπουλος, Περί αστέρων και συμπάντων), Πανεπιστημιακές εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 1985, σ. 62
Να επισημάνετε τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα του επιστημονικού λόγου στο παραπάνω κείμενο, καθώς και τα βασικά σημεία της συλλογιστικής πορείας του συγγραφέα.
σχολικό βιβλίο Έκθεσης – έκφρασης, γ΄τεύχος, σ. 9
————————————————————————————————————————————
πηγή:
Greek_Cultur
Η Κάτια Δανδουλάκη διαβάζει το ποίημα του Καβάφη “Η Πόλις”. Περιέχεται στο CD “Αγαπητέ Κύριε Καβάφη”. Η μουσική επένδυση είναι του Γιάννη Πετρίτση.
Η ζωγραφιά που κοσμεί το video είναι έργο του Νίκου Εγγονόπουλου.
Η πόλις
Είπες· «Θα πάγω σ’ άλλη γη, θα πάγω σ’ άλλη θάλασσα. Μια πόλις άλλη θα βρεθεί καλύτερη από αυτή. Κάθε προσπάθεια μου μια καταδίκη είναι γραφτή· κι είν’ η καρδιά μου — σαν νεκρός — θαμμένη. 5 Ο νους μου ώς πότε μες στον μαρασμόν αυτόν θα μένει. Όπου το μάτι μου γυρίσω, όπου κι αν δω ερείπια μαύρα της ζωής μου βλέπω εδώ, που τόσα χρόνια πέρασα και ρήμαξα και χάλασα.»
Καινούριους τόπους δεν θα βρεις, δεν θά βρεις άλλες θάλασσες. 10 Η πόλις θα σε ακολουθεί. Στους δρόμους θα γυρνάς τους ίδιους. Και στες γειτονιές τες ίδιες θα γερνάς· και μες στα ίδια σπίτια αυτά θ’ ασπρίζεις. Πάντα στην πόλι αυτή θα φθάνεις. Για τα αλλού — μη ελπίζεις — δεν έχει πλοίο για σε, δεν έχει οδό. 15 Έτσι που τη ζωή σου ρήμαξες εδώ στην κόχη τούτη την μικρή, σ’ όλην την γη την χάλασες.
[1910*]
——————————————————————————————————————————
”Η Πόρτα”…
Η επανάληψη της προτροπής «πήγαινε κι άνοιξε την πόρτα» υποδηλώνει πως σε αυτή εντοπίζεται ένα κεντρικό μήνυμα του ποιήματος. Το ποιητικό υποκείμενο επιχειρεί να παρακινήσει σε δράση τον αποδέκτη των λόγων του, θέλοντας να του δώσει την ευκαιρία να ανακαλύψει κάτι απ’ όσα βρίσκονται πέρα από τον ασφαλή, μα και συνάμα περιορισμένο χώρο στον οποίο κινείται. Το άνοιγμα της πόρτας λειτουργεί σε συμβολικό επίπεδο ως ένα πρώτο βήμα για τη βίωση νέων εμπειριών και για τη συνειδητοποίηση πως πέρα από τα στενά όρια των ήδη οικείων και γνωστών ενδέχεται να διαδραματίζονται καίρια νέα γεγονότα. Έξω από την κλειστή πόρτα υπάρχει ένας ζωντανός κι ενδιαφέρον κόσμος που διαρκώς εξελίσσεται και αλλάζει
Παρατηρήστε στη β΄ και γ΄ στροφή την κλιμάκωση αυτών που μπορεί να δει κανείς αν ανοίξει μια πόρτα (από το ειδικό στο γενικότερο και μετά στο φανταστικό). Φαίνεται να έχει σημασία το τι θα δει κανείς; Η παρακίνηση για ν’ ανοίξει την πόρτα μοιάζει να βασίζεται, ως ένα βαθμό, στο άκουσμα κάποιου ήχου. Έτσι, σ’ ένα πρώτο κυριολεκτικό επίπεδο, ανοίγοντάς την ενδέχεται να δει πως είναι απλώς το σκυλί που ψαχουλεύει. Ενδέχεται, ωστόσο, να δει κάποια μορφή -πιθανά ανθρώπινη- ή ένα μάτι, περνώντας κατ’ αυτό τον τρόπο από κάτι το συγκεκριμένο (το σκυλί που ψαχουλεύει) σε κάτι πιο αόριστο, όπως είναι μια απροσδιόριστη μορφή ή ένα μάτι, που επιχειρεί με τη σειρά του να δει πίσω απ’ την κλειστή πόρτα. Ακόμη γενικότερα, ανοίγοντας την πόρτα ενδέχεται να δει «την εικόνα μιας εικόνας», μέρος, δηλαδή, μιας ευρύτερης εικόνας ή την αναπαράστασή της, αποκομίζοντας κατ’ αυτό τον τρόπο μια ιδέα έστω για το τι βρίσκεται πέρα από τα στενά όρια του σπιτιού του. Αν έξω έχει καταχνιά (ομίχλη), θα καθαρίσει σταδιακά η ατμόσφαιρα και θα μπορέσει να δει καθαρότερα. Αν πάλι το μόνο που κάνει θόρυβο είναι η σκοτεινιά ή ο κούφιος αέρας, αν δεν υπάρχει τίποτα εκεί έξω, τουλάχιστον θα έχει κάνει την κίνηση να αναζητήσει τι βρίσκεται πέρα από την κλειστή του πόρτα. Υπ’ αυτή την έννοια το τι ακριβώς θα δει ανοίγοντας την πόρτα δεν έχει σημασία, αφού εκείνο που κυρίως μετρά είναι το να μην παραμένει αποκομμένος από τον έξω κόσμο. Η άρνηση να δει αν υπάρχει κάτι νέο ή διαφορετικό έξω από τα περιχαρακωμένα όρια της ύπαρξής του συνιστά έναν επιζήμιο εγκλωβισμό που του στερεί την ευκαιρία να έρθει σε επαφή με τη διαρκώς εξελισσόμενη ζωή.
Ένα επιπρόσθετο στοιχείο που χαρακτηρίζει τις επαναλαμβανόμενες προτροπές του ποιήματος είναι πως ακόμη και το ποιητικό υποκείμενο φαίνεται να αγνοεί τι πραγματικά βρίσκεται έξω από την πόρτα, σαν να βιώνει την ίδια κατάσταση εγκλεισμού. Παρακινεί κάποιον άλλον να ανοίξει την πόρτα, σαν να απουσιάζει από εκείνον η διάθεση ή η απαιτούμενη ενέργεια να πραγματοποιήσει αυτή τη φαινομενικά απλή κίνηση. Θα σχολίαζε, βέβαια, κανείς πως το όλο ζητούμενο είναι να αποκτήσει ο αποδέκτης των λόγων του την αναγκαία «περιέργεια», ώστε να κινητοποιηθεί και να πάψει να ζει αποκομμένος από τον έξω κόσμο. Εντούτοις, υπάρχει πάντοτε το ενδεχόμενο το ποιητικό υποκείμενο να απευθύνεται στον ίδιο του τον εαυτό και να επιχειρεί να απελευθερωθεί ο ίδιος από τη φοβία ή την έλλειψη ενδιαφέροντος για το τι συμβαίνει γύρω του.
πηγή:https://e-didaskalia.blogspot.com/2020/02/porta.html
———————————————————————————————————————————–
Η πόρτα, Μίροσλαβ Χόλουμπ
Πήγαινε κι άνοιξε την πόρτα.
Μπορεί απ’ έξω εκεί να στέκει
ένα δέντρο, ένα δάσος,
ένας κήπος
ή μια πόλη μαγική.
Πήγαινε κι άνοιξε την πόρτα.
Μπορεί να είναι το σκυλί που ψαχουλεύει.
Μπορεί να δεις κάποια μορφή,
ή ένα μάτι,
ή την εικόνα
μιας εικόνας.
Πήγαινε κι άνοιξε την πόρτα.
Αν είναι η καταχνιά
θα καθαρίσει.
Πήγαινε κι άνοιξε την πόρτα.
Κι αν είναι μόνο η σκοτεινιά
που θορυβεί
κι αν είναι μόνο κούφιος άνεμος
κι αν
τίποτα
δεν είναι
έξω εκεί,
πήγαινε κι άνοιξε την πόρτα.
Τουλάχιστον
θα γίνει
κάποιο
ρεύμα.
μτφρ. Σπύρος Τσακνιάς
Πηγή: http://ebooks.edu.gr/modules/ebook/show.php/DSGL-B125/668/4444,19920/
Η ποιητική ευαισθησία του Χόλουμπ, που είναι σπουδαίος παθολόγος αναισθησιολόγος, είναι εμφανώς διαπλασμένη από την επιστημονική του διαμόρφωση. Τα ποιήματά του διακρίνονται από ένα αναλυτικό στοιχείο που αντλεί την ποιητικότητά του από μιαν ιδιότυπη ειρωνική διάθεση. Η γοητεία των ποιημάτων αυτών βρίσκεται στην ένταση που τους προσδίδει η διαρκής αλλά τελικά αναποφάσιστη διακύμανση του συναισθήματος ανάμεσα στην κατάφαση και τη ματαιότητα της ζωής. Το ποίημα «Η πόρτα» είναι χαρακτηριστικό αυτής της διάθεσης. Το αίσθημα του εγκλεισμού και της ανίας που εκφράζει, και η διαφαινόμενη αδυνατότητα εξόδου σε μια λυτρωτική κατάσταση, υποβάλλουν με ενάργεια τη διάσταση που ο ποιητής νιώθει να υπάρχει ανάμεσα στην ανθρώπινη επιθυμία και την ανθρώπινη πραγματικότητα.
πηγή:https://mpampis-kiriakidis.blogspot.com/2020/07/miroslav-holub.html
—————————————————————————————————————————————
Aς μιλήσει ο ίδιος ο Καβάφης…
Ο ίδιος ο Καβάφης γράφει για τα Παράθυρα, τα εξής: «Αι δυσκολίαι της ζωής. Τα καημένα συμβεβηκότα κ’ αι συνήθεια σχηματίζουν ένα σκότος ηθικόν (τες σκοτεινές κάμαρες), το οποίον προσπαθούμε να φωτίσουμε αναζητούντες αίτια και αρχάς (τα παράθυρα). Κι αποτυγχάνομεν, διότι τα αίτια μένουν κρυμμένα ένεκα της παρελεύσεως πολλού χρόνου και της μεσολαβήσεως πολλών περιστάσεων, αι δε αρχαί, εφαρμοζόμεναι εις τα παρόντα πράγματα, εις τα παρελθόντα, κ’ εις τας υποσχέσεις τα οποίας τα παρόντα δημιουργούν δια το μέλλον, φαίνονται πότε αντιφατικαί και πότε ακατάλληλοι. Κάποτε δε δύναταί τις να υποθέση ότι είναι καλύτερο ότι η έρευνα, κυρίως η περί τα αίτια, μένει ανεπιτυχής, διότι επιτυγχάνουσα ήθελεν ίσως δείξει πλείστα σφάλματα και πλείστην, αναγκαστικήν, αλλ’ ανυπόφορον εν τω μεγάλω φωτί, ασχημίαν και απρέπειαν».
—————————————————————————————————————————————
Ανώτατη παιδεία, σχολικό βιβλίο, σελ. 24- 26
Αιτίες αδιεξόδου:
Γιγαντισμός (αύξηση αριθμού φοιτητών)
Χαμηλή ποιότητα (γνώσεις, συνθήκες, έρευνα, τρόπος μαθήματος)
Σκοπός δοκιμίου:
Όχι λύσεις
Αλλά καταγραφή του προβλήματος
Αναζήτηση αιτιών
Πίνακας 1: συνεχής αύξηση του αριθμού των φοιτητών (τριπλασιάστηκε σε 20 χρόνια)
Το ζήτημα της χρηματοδότησης της παιδείας (ιδιαίτερα χαμηλή)
Παραγωγική αναζήτηση αιτιών,
α) ιστορικά και
β) κοινωνικά – πολιτικά
Η νεοελληνική κοινωνία προσπαθεί να εξευρωπαϊστεί, να απομακρυνθεί από την «ανατολίτικη» νοοτροπία.
Ο νεοέλληνας θέλει να γίνει αστός, να ανελιχθεί κοινωνικά.
Και να διαφοροποιηθεί. Θα το πετύχει μόνο αν μάθει γράμματα, αν μορφωθεί. (η καλύτερη ζωή έρχεται μέσα από τα γράμματα)
Ρόλος του πανεπιστημίου: να χορηγεί τίτλους κοινωνική επιτυχίας (και λιγότερο τίτλους σπουδών ή επαγγελματικούς)
Αυτό συνεχίζεται ως σήμερα.
Η οικογένεια επενδύει στις σπουδές (χρηματοδοτεί πριν, κατά και μετά το πανεπιστήμιο τα παιδιά με την ελπίδα/σιγουριά ότι θα βρουν καλή, σίγουρη δουλειά
Χειρωνακτική και μη-χειρωνακτική εργασία: κριτήριο κοινωνικής θέσης
Τα πτυχία χορηγούνται και έχουν αξία ως επαγγελματικοί τίτλοι και δεν ανταποκρίνονται πάντα σε γνώσεις
πηγή:http://users.sch.gr/symfo/sholio/ekthesi/c_likiu/v/023.aei-eiexodo_sifakis_sxedio+perilipsi.htm
—————————————————————————————————————————————
Η ζωή αναζητά έναν καλύτερο κόσμο.
Κάθε μεμονωμένος οργανισμός προσπαθεί να βρει έναν καλύτερο κόσμο· τουλάχιστον να μείνει εκεί ή να κολυμπήσει σιγά-σιγά προς τα εκεί που ο κόσμος είναι καλύτερος. Πάντα επιθυμούμε, ελπίζουμε –αυτή είναι η ουτοπία μας– να βρούμε έναν ιδεώδη κόσμο. Κι αυτό συμβαίνει από την αμοιβάδα μέχρις εμάς. Όλα αυτά μας είναι εμφυτευμένα μέσω κάποιας δαρβινικής επιλογής. Κι αυτό είναι κάτι που δεν επιτρέπεται να το αγνοήσουμε. Η ιδέα πως μας «πλάθει» το περιβάλλον μας είναι, απλούστατα, λάθος. Αναζητάμε το περιβάλλον μας και το πλάθουμε, ενεργητικά. Το γυμνό γονίδιο έχει ψάξει για ένα περιβάλλον πρωτεϊνών κι έχει φτιάξει για τον εαυτό του ένα μανδύα από πρωτεΐνες. Στην ουσία, αυτό είναι το «καλύτερο» περιβάλλον του. Το ίδιο συμβαίνει και μ’ εμάς, όταν φοράμε ένα δερμάτινο μπουφάν ή μια μάλλινη ζακέτα. Συνέχεια προσπαθούμε να αλλάξουμε και να τροποποιήσουμε το άμεσο και το ευρύτερο περιβάλλον μας και τελικά ολόκληρο τον κόσμο. Η βούλησή μας παίζει λοιπόν σ’ όλη αυτή την ιστορία ουσιαστικό ρόλο. Αυτή είναι ίσως η απάντηση που μπορώ να δώσω σε σχέση με το ζήτημα της δημιουργικότητας. Αλλά επίσης θα ήθελα να τονίσω πως δεν ξέρω τίποτε. Όπως ανέφερες το δαιμόνιο του Σωκράτη, έτσι κι εγώ θα ήθελα να παραπέμψω στον Σωκράτη ως τον αδαή, τον άνθρωπο που ήξερε ότι δεν ήξερε. Δεν ξέρουμε τίποτε, κι αυτό που είπα τώρα είναι απλή υπόθεση, όμως θα έλεγα πως ο ρόλος τον ζωντανού οργανισμού, που ψάχνει για έναν καλύτερο κόσμο, δεν επιτρέπεται να υποτιμάται. Είμαστε όντα που αναζητούν, η ζωή είναι εξαρχής σκεπτική –στα ελληνικά: αναζητά. Δεν είναι ποτέ ευχαριστημένη με τις εκάστοτε υπάρχουσες συνθήκες. Κι επιδεικνύει τόλμη στις περιπέτειές της.
Καρλ Πόππερ
Ποιο επικοινωνιακό αποτέλεσμα δημιουργεί, κατά τη γνώμη σου, η επανάληψη της φράσης «καλύτερο κόσμο» στο πλαίσιο του κειμένου; Ποια η σχέση της με το θέμα του κειμένου και την πρόθεση του ομιλητή;
Η φράση «καλύτερος κόσμος» επαναλαμβάνεται αυτούσια ή με παραλλαγές («ιδεώδης κόσμος», «καλύτερο περιβάλλον»), προκειμένου να δοθεί έμφαση σε αυτή τη διαρκή αναζήτηση και προσπάθεια όλων των έμβιων όντων να εντοπίσουν ή να δημιουργήσουν τις καλύτερες δυνατές συνθήκες για τη διαβίωσή τους. Θέμα του κειμένου είναι η σχέση που αναπτύσσεται ανάμεσα στο άτομο και το περιβάλλον του και πρόθεση του ομιλητή είναι να ανατρέψει την πεποίθηση πως είναι το περιβάλλον που «πλάθει» τους ανθρώπους, τονίζοντας πως στην πραγματικότητα η διαδικασία είναι αντίστροφη, αφού τα άτομα επιδίδονται σε μια ενεργή και συνεχή προσπάθεια να διαμορφώσουν ή να βελτιώσουν το περιβάλλον τους. Υπ’ αυτή την έννοια, η φράση «καλύτερος κόσμος» υποδηλώνει αυτή ακριβώς την προσπάθεια των ατόμων να τροποποιήσουν τόσο το άμεσο όσο και το ευρύτερο περιβάλλον τους, αποσκοπώντας εν τέλει στη διαμόρφωση ενός συνολικά καλύτερου κόσμου.
πηγή:https://latistor.blogspot.com/2020/03/blog-post_13.html
—————————————————————————————————————————————
Προβλήματα στη σύγχρονη εκπαίδευση
Το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα αντιμετωπίζει ορισμένες χρόνιες παθογένειες που έχουν οδηγήσει στη σε μεγάλο βαθμό απαξίωσή του, αλλά και στην αδυναμία του να προσφέρει την ουσιαστική εκείνη παιδεία που κρίνεται αναγκαία σε μια τόσο ανταγωνιστική και γοργά εξελισσόμενη κοινωνία.
-Ελλιπής χρηματοδότηση και απουσία μακροπρόθεσμου σχεδιασμού. Λόγω των γενικευμένων οικονομικών προβλημάτων της χώρας (ή με πρόφαση τα προβλήματα αυτά), τα χρήματα που δαπανώνται για την παιδεία μειώνονται διαρκώς, με αποτέλεσμα τα ελληνικά σχολεία και εκπαιδευτικά ιδρύματα να υστερούν σε υλικοτεχνική υποδομή και να αδυνατούν να αξιοποιήσουν επαρκώς τις νέες τεχνολογίες. Παρατηρούνται, επίσης, ελλείψεις σε εκπαιδευτικό προσωπικό, καθώς και απροθυμία αξιολόγησης και μετεκπαίδευσης του ήδη υπάρχοντος.
Τη στιγμή που οι απαιτήσεις της αγοράς εργασίας αλλάζουν δραματικά και τα εφόδια που κρίνονται αναγκαία στρέφονται προς νέες δεξιότητες, το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα ακολουθεί, όχι μόνο παρωχημένες και αναποτελεσματικές μεθόδους διδασκαλίας, αλλά και ένα πρόγραμμα σπουδών που ελάχιστα ανταποκρίνεται στα ζητούμενα της νέας εποχής. Προκύπτει, έτσι, η διαπίστωση πως το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα δεν έχει τα αναγκαία αντανακλαστικά -ίσως ούτε και την πρόθεση- να ανταποκριθεί στις σύγχρονες απαιτήσεις μεταλλάσσοντας και αναπροσαρμόζοντας το ακολουθούμενο εκπαιδευτικό πρόγραμμα.
Ενώ,προκαλεί εντύπωση και η ελλιπής στήριξη της επαγγελματικής εκπαίδευσης, που θα μπορούσε να επιφέρει μια ταχύτερη επαγγελματική αποκατάσταση στους μαθητές εκείνους που δεν επιθυμούν ή δεν επιδιώκουν μια θέση στα ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα.
Το μειωμένο ενδιαφέρον, βέβαια, για την επαγγελματική εκπαίδευση στην Ελλάδα, οφείλεται σε πολλούς και διαφορετικούς παράγοντες κοινωνικούς, οικονομικούς, ιστορικούς. Γεγονός είναι ότι έως σήμερα έχει αφεθεί να κρίνεται ως μια εκπαιδευτική διαδρομή υποδεέστερης αξίας από τη γενική εκπαίδευση και μια επιλογή για μαθητές οι οποίοι έχουν μέτριες έως κακές επιδόσεις στο σχολείο (γυμνάσιο), δεν τους ενδιαφέρουν ιδιαίτερα τα «γράμματα» και μπροστά στον κίνδυνο να εγκαταλείψουν το σχολείο «μαθαίνουν μια τέχνη».
– Απουσία ορθού επαγγελματικού προσανατολισμού. Το σύγχρονο εκπαιδευτικό σύστημα αντιμετωπίζει τον επαγγελματικό προσανατολισμό των μαθητών ως πάρεργο και αποτυγχάνει έτσι να διαγνώσει έγκαιρα τις πραγματικές δεξιότητές τους και να τους προσανατολίσει προς την κατάλληλη επαγγελματική επιλογή. Αντιστοίχως, δεν κατορθώνει να παρουσιάσει όλο το εύρος των επαγγελματικών επιλογών στους νέους, δημιουργώντας τους τη λανθασμένη εντύπωση πως δεν υπάρχουν παρά ελάχιστες επαγγελματικές διέξοδοι. Μοιάζει να κρίνεται η πορεία προς το πανεπιστήμιο ως μονόδρομος για τους περισσότερους μαθητές, και μάλιστα με τους περισσότερους από αυτούς να διεκδικούν μια θέση στις κατά παράδοση περιζήτητες σχολές. Αποτέλεσμα αυτής της στρέβλωσης είναι να υπονομεύεται δραστικά η αξία των πανεπιστημιακών πτυχίων, εφόσον ο αριθμός των αποφοίτων είναι ήδη τέτοιος, ώστε η αγορά εργασίας αδυνατεί να τους απορροφήσει.
Εύλογες και προσοδοφόρες επιλογές που σχετίζονται με τεχνικά επαγγέλματα και χειρωνακτικές εργασίες, παραγνωρίζονται πλήρως, δημιουργώντας μια προφανή ανισορροπία στην αγορά εργασίας, με έναν υπερβολικά μεγάλο αριθμό άνεργων πτυχιούχων, τη στιγμή που υπάρχουν ποικίλες δυνατότητες αποκατάστασης σε τομείς που το σχολείο δεν φρόντισε να παρουσιάσει επαρκώς στους μαθητές.
-Προσήλωση στις εξετάσεις και όχι στην ουσία των μαθημάτων. Με δεδομένη την ιδιαίτερη βαρύτητα που έχουν αποκτήσει οι πανελλήνιες εξετάσεις στη ζωή των εφήβων, το Λύκειο αντιμετωπίζεται πλέον ως το «αναγκαίο κακό» προκειμένου να κατορθώσουν οι μαθητές να εισαχθούν στο Πανεπιστήμιο. Για πολλούς μαθητές, μάλιστα, το Λύκειο -και ιδίως η τελευταία του τάξη- συνιστά εμπόδιο στην προσπάθειά τους, αφού το κύριο βάρος μετατίθεται στις φροντιστηριακές τάξεις.
Το γεγονός αυτό εξωθεί τους περισσότερους μαθητές στο να αδιαφορούν πλήρως για τα μαθήματα γενικής παιδείας και να αφοσιώνονται μόνο σε εκείνα τα μαθήματα που θα τους διασφαλίσουν την είσοδό τους στο Πανεπιστήμιο. Ενώ, η κατάσταση είναι ακόμη πιο δυσάρεστη, αν αναλογιστεί κανείς πως ακόμη και τα πανελληνίως εξεταζόμενα μαθήματα προσεγγίζονται με καθαρά χρησιμοθηρικό και βαθμοθηρικό χαρακτήρα, και όχι στην ουσία τους.
Οι μαθητές συνεχίζουν και πλέον επιτείνουν την ίδια αναποτελεσματική προσέγγιση της αποστήθισης, χωρίς να αποκτούν τη ζητούμενη κριτική σκέψη, που θα τους βοηθούσε να αντλήσουν πραγματική παιδεία και όχι απομνημονευμένες γνώσεις, τις οποίες δεν κατανοούν καν στην πραγματικότητα, ούτε γνωρίζουν πώς θα μπορούσαν να τις αξιοποιήσουν στην καθημερινότητά τους.
Το σχολείο αποτυγχάνει επομένως στην προσπάθειά του να μεταλαμπαδεύσει ουσιαστικές γνώσεις, αρχές και αξίες, και τρέπεται σ’ ένα χώρο όπου επιβραβεύεται εκείνος ο μαθητής που κατορθώνει να απομνημονεύσει καλύτερα τα σχολικά εγχειρίδια.
Τρόποι βελτίωσης της παρεχόμενης από τα σχολεία εκπαίδευσης
Καίριο ζητούμενο για κάθε εκπαιδευτικό σύστημα είναι να προσφέρει στους νέους ικανές δεξιότητες προκειμένου να είναι σε θέση να αντεπεξέλθουν στις αυξημένες απαιτήσεις της σύγχρονης τεχνολογικής εποχής. Ουσιαστικές γνώσεις, ικανότητα σκέψης και προβληματισμού, αλλά και δυνατότητα διαχείρισης του τεράστιου όγκου πληροφόρησης που κατακλύζει τους νέους πολίτες, είναι μερικά ακόμη από τα αιτήματα που καλείται να εκπληρώσει το εκπαιδευτικό μας σύστημα.
– Αξιοποίηση των νέων τεχνολογιών. Με δεδομένη την απόλυτη διάδοση των νέων τεχνολογιών σε κάθε πιθανή έκφανση της καθημερινότητας του σύγχρονου πολίτη, κρίνεται απολύτως σημαντική η πλήρης αξιοποίησή τους και στο χώρο της εκπαίδευσης. Είναι ουσιώδες να μπορέσουν εγκαίρως οι μαθητές να εκμεταλλευτούν τις ποικίλες δυνατότητες μάθησης που προσφέρουν οι νέες αυτές τεχνολογίες, αλλά και να αποκτήσουν την κριτική εκείνη ικανότητα, ώστε να μπορούν να αξιολογούν ορθά και να αξιοποιούν προς όφελός τους τη συνεχή ροή πληροφόρησης που προκύπτει από αυτές.
Οι νέες τεχνολογίες, άλλωστε, διαδραματίζουν πλέον κυρίαρχο ρόλο και σε κάθε επαγγελματικό τομέα, με αποτέλεσμα να είναι σχεδόν ανέφικτη η επαγγελματική αποκατάσταση και ανέλιξη για όποιον δεν έχει εξοικειωθεί με τη χρήση και το πλήθος δυνατοτήτων που προσφέρουν.
-Αύξηση της χρηματοδότησης. Προκειμένου να καταστεί εφικτή η άρτια υλικοτεχνική υποδομή των σχολείων, η κατάρτιση των εκπαιδευτικών στην αξιοποίηση των νέων τεχνολογιών, η -αναγκαία- αξιολόγηση του εκπαιδευτικού προσωπικού, η μείωση του αριθμού μαθητών ανά τμήμα και η πλήρης στελέχωση των εκπαιδευτικών δομών, θεωρείται αυτονόητη η αύξηση των ετήσιων δαπανών της πολιτείας για την παιδεία. ψ
-Ανταπόκριση της εκπαιδευτικής διαδικασίας στις ανάγκες της αγοράς εργασίας. Είναι σημαντικό ήδη οι απόφοιτοι της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης να αποκτούν γνώσεις και δεξιότητες που θα μπορούν να τους διασφαλίσουν δυνατότητα επαγγελματικής αποκατάστασης. Το σχολείο θα πρέπει, επομένως, να προσφέρει στους νέους, όχι μόνο αξιόλογη γενική και ανθρωπιστική παιδεία, αλλά και περισσότερο τεχνικές γνώσεις που να ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις της σύγχρονης αγοράς εργασίας.
Συνάμα, κρίνεται σημαντικό να υπάρξει μέριμνα ώστε οι ανώτερες βαθμίδες εκπαίδευσης να προσφέρουν εξειδίκευση και σ’ εκείνες τις ειδικότητες και σ’ εκείνες τις επαγγελματικές επιλογές που έχουν ζήτηση, χωρίς να υπάρχει ακόμη το ανάλογα εκπαιδευμένο προσωπικό. Θα πρέπει, λοιπόν, το εκπαιδευτικό σύστημα να παρακολουθεί και να ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις του συνεχώς εξελισσόμενου εργασιακού χώρου. Όπως, παράλληλα, θα πρέπει να παρέχει ουσιαστική καθοδήγηση επαγγελματικού προσανατολισμού στους νέους, ώστε οι επιλογές τους να οδηγούν σε έγκαιρη επαγγελματική αποκατάσταση.
-Εκσυγχρονισμός των εκπαιδευτικών μεθόδων. Με δεδομένο ότι πλέον η πρόσβαση στις πληροφορίες είναι τάχιστη και προσιτή σε όλους, μοιάζει τελείως αναποτελεσματική η προσήλωση σε εκπαιδευτικές μεθόδους του παρελθόντος, όπου δινόταν έμφαση στην αποστήθιση και τη συγκράτηση έτοιμων γνώσεων. Πλέον εκείνο που ζητείται είναι να μπορούν οι νέοι να διατρέχουν και να αξιολογούν τον όγκο των πληροφοριών που είναι διαθέσιμος, ώστε να αξιοποιούν τα αναγκαία κάθε φορά στοιχεία. Προέχει τώρα πια η ενίσχυση της κριτικής σκέψης, η ενθάρρυνση της πρωτοβουλίας, η στήριξη της δημιουργικότητας και η ώθηση προς την καινοτομία.
Αντιστοίχως, λοιπόν, ο ρόλος του εκπαιδευτικού θα πρέπει να επαναπροσδιοριστεί, ώστε από κύρια πηγή γνώσεων που ήταν στο παρελθόν και από μεταδότης πληροφοριών, να μετεξελιχθεί σε καθοδηγητή και σύμβουλο στην νέα εκπαιδευτική διαδικασία που θα βασίζεται στην ενίσχυση της πρωτοβουλίας των μαθητών και στην έμπρακτη εφαρμογή γνώσεων και δεξιοτήτων.
-Αποδέσμευση από την αμιγώς εξεταστική διάσταση του σχολείου. Είναι σαφές πως η κυριαρχία των εξετάσεων στη μαθητική ζωή καθιστά επί της ουσίας ανέφικτη την όποια διάθεση αναδιαμόρφωσης του εκπαιδευτικού συστήματος, εφόσον οι μαθητές συνεχίζουν να κρίνονται με βάση τις αποδόσεις τους στην απομνημόνευση έτοιμου υλικού. Θα πρέπει, επομένως, η αξιολόγηση των μαθητών να προσανατολιστεί στη διερεύνηση των νέων ζητούμενων δεξιοτήτων.
– Ανταπόκριση του σχολείου στην πολυπολιτισμική διάσταση του σύγχρονου κόσμου. Καίριος ρόλος του σχολείου θα πρέπει να είναι η κατάλληλη προεργασία, ώστε οι νέοι πολίτες να είναι δεκτικοί απέναντι στις αλλαγές που φέρνει η ευρωπαϊκή πορεία της χώρας. Η διαρκής επικοινωνία μεταξύ των λαών δεν επιτρέπει εθνικιστικές αγκυλώσεις ούτε απορριπτική διάθεση απέναντι στη διαφορετικότητα. Ο σύγχρονος κόσμος είναι πλέον ανοιχτός στη συνύπαρξη και την αδιάκοπη συνεργασία μεταξύ κρατών, και άρα εθνοτήτων, στοιχείο που καθιστά αναποτελεσματική και ιδιαίτερα περιοριστική την έμμονη προσήλωση στο εθνικό και στο τοπικιστικό. Οι νέοι καλούνται σαφώς να γνωρίσουν την ξεχωριστή αξία του δικού τους πολιτισμού, μα καλούνται συνάμα και να εκτιμήσουν τις πολιτιστικές ιδιαιτερότητες των άλλων λαών. Ζητούμενο, άρα, είναι να δοθεί έμφαση σε πανανθρώπινες έννοιες, όπως είναι ο ανθρωπισμός, ο αλληλοσεβασμός, τα ανθρώπινα δικαιώματα, αλλά και η αξία της ανεμπόδιστης πνευματικής ή όποιας άλλης επικοινωνίας μεταξύ των διαφόρων λαών και εθνοτήτων.
————————————————————————————————————————————-
ΤΑ ΠΑΡΑΘΥΡΑ [1897, 1903],Κ.Π.Καβάφης
Είναι ένα ποίημα μέσα απο το οποίο φανερώνεται άμεσα το πόσο ανάγκη εχει ένας άνθρωπος την ελπίδα και την παρηγοριά όταν βρίσκεται σε άσχημη κατάσταση, σε σκοτεινές καμάρες, όπως αναφέρεται στο ποίημα. Στη συνέχεια θίγεται το δίλημμα αν τα παράθυρα θα αποτελέσουν όντως παρηγορια και θα «φωτίσουν» τις σκοτεινές καμάρες ή θα είναι καλύτερο αν δεν βρεθούν καθόλου μήπως και επιφυλάσσουν κάτι ακόμα χειρότερο.
—————————————————————————————————————————————
Είδη διαφήμισης και τεχνικές διαφημιστικής πειθούς
πηγή:Εργασία του τμήματος Α3 (σχ. χρονιά 2017-2018) στο πλαίσιο του μαθήματος της Ερευνητικής Εργασίας (Project) με επιβλέποντα καθηγητή τον κ. Χρονόπουλο Γιώργο, Οικονομολόγο.
1ο Λύκειο Περάματος
—————————————————————————————————————————————
ΤΑ ΠΑΡΑΘΥΡΑ [1897, 1903],Κ.Π.Καβάφης
Σ’ αυτές τες σκοτεινές κάμαρες, που περνώ
μέρες βαρυές, επάνω κάτω τριγυρνώ
για νάβρω τα παράθυρα.— Όταν ανοίξει
ένα παράθυρο θάναι παρηγορία.—
Μα τα παράθυρα δεν βρίσκονται, ή δεν μπορώ
να τάβρω. Και καλλίτερα ίσως να μην τα βρω.
Ίσως το φως θάναι μια νέα τυραννία.
Ποιος ξέρει τι καινούρια πράγματα θα δείξει.
(Από τα Ποιήματα 1897-1933, Ίκαρος 1984)
Είναι ένα ποίημα μέσα απο το οποίο φανερώνεται άμεσα το πόσο ανάγκη εχει ένας άνθρωπος την ελπίδα και την παρηγοριά όταν βρίσκεται σε άσχημη κατάσταση, σε σκοτεινές καμάρες, όπως αναφέρεται στο ποίημα. Στη συνέχεια θίγεται το δίλημμα αν τα παράθυρα θα αποτελέσουν όντως παρηγορια και θα «φωτίσουν» τις σκοτεινές καμάρες ή θα είναι καλύτερο αν δεν βρεθούν καθόλου μήπως και επιφυλάσσουν κάτι ακόμα χειρότερο.
—————————————————————————————————————————————
Η ΠΕΙΘΩ ΣΤΗ ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
Κάθε διαφηµιστικό µήνυµα εκµεταλλεύεται τη δύναµη της γλώσσας και τη δύναµη της εικόνας.
Με τα µέσα αυτά, µια διαφήµιση έχει σκοπό:
1. Να ελκύει την προσοχή του δέκτη.
2. Να προκαλεί το ενδιαφέρον του.
3. Να του δηµιουργεί την επιθυµία να αγοράσει το προϊόν που προβάλλει.
4. Να τον οδηγεί στην αγορά του προϊόντος.
Πως σχολιάζουμε ένα διαφημιστικό κείμενο
Αν µας ζητήσουν να σχολιάσουµε διαφηµιστικό κείµενο,
Επισηµαίνουµε:
1.Ποια µορφή έχει το µήνυµα.
Είναι µονόλογος ή διάλογος; Είναι αφήγηση, εξιστόρηση περιστατικού; Είναι το µήνυµα συνοπτικό ή εκτενές;
Είναι σύνθηµα; κτλ.
2.Ποιες µέθοδοι πειθούς χρησιµοποιούνται και ποιες ιδιαίτερες τεχνικές
διαφηµιστικής πειθούς εφαρµόζονται Ν:
Περιγραφή προτερηµάτων του προϊόντος.(Τα προτερήµατα αυτά
λειτουργούν ως τεκµήρια, επίκληση στη λογική.)Παράδειγµα:
Τα πλοία µας κάνουν το ταξίδι στην Κρήτη βόλτα.
Προβολή κάποιου προσώπου (ενός επιστήµονα, για παράδειγµα)
ως αυθεντίας. Παράδειγµα: 120 κατασκευαστές συνιστούν GUP.
Αυτοί ξέρουν.
Συνειρµός ιδεών:συσχέτιση του προβαλλόµενου προϊόντος
µε εικόνες που προκαλούν ευχαρίστηση
(συνήθως λειτουργεί ως επίκληση στο συναίσθηµα).
Παράδειγµα: Η παρέα γίνεται οµορφότερη.
Κολακεία ή λανθάνων αξιολογικός χαρακτηρισµός δέκτη.
(Λειτουργεί ως επίκληση στο ήθος του δέκτη µε σκοπό τον εγκλωβισµό του).
Παράδειγµα: Για δυναµικές γυναίκες όπως εσύ.
3. Εντοπίζουµε τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της γλώσσας
1.Χρήση α’ πληθυντικού, που προσδίδει στο κείµενο οικειότητα.
Παράδειγµα: Στους Ολυµπιακούς Αγώνες, αφήνουµε το αυτοκίνητό µας και χρησιµοποιούµε τις συγκοινωνίες.
2.Χρήση β’ ενικού ή πληθυντικού, που προσδίδει αµεσότητα.
Παράδειγµα: Εσύ τι κάνεις για την προστασία του δάσους;
3.Προστακτική,προτρεπτικές εκφράσεις (ας, να) για να ενισχύουν την
αποτελεσµατικότητα του κειµένου.
Παράδειγµα: Μιλήστε ελεύθερα. Σας ακούµε.
4.Λογοπαίγνια και ευφυολογήµατα, που προσδίδουν στο µήνυµα
χιουµοριστικό τόνο και προσελκύουν το ενδιαφέρον.
Παράδειγµα: ζαµπλουτίστε, απατατάσθε.
5.Υπερβολική χρήση του υπερθετικού βαθµού.
Παράδειγμα: ο καλυτερότερος
6.Σκόπιµες ασάφειες ή µεταφορικές εκφράσεις, για εντυπωσιασµό κτλ.
Παράδειγμα: Τι γεύση έχει η ωριµότητα
Ολοκληρώνουµε την απάντησή µας εξηγώντας ότι µε τον τρόπο αυτό εξυπηρετούνται
οι στόχοι του διαφηµιστικού µηνύµατος, δηλαδή η προσέλκυση του ενδιαφέροντος
του δέκτη, ο εντυπωσιασµός του και, τελικά, η αγορά του προϊόντος.
πηγή:https://tassos-filologos.blogspot.com/2011/01/blog-post_6361.html#more
—————————————————————————————————————————————
Σαχτούρης – Η αποκριά
πηγή:
Greek_Culture
To video χρησιμοποιείται για λόγους εκπαιδευτικούς και επ’ ουδενί για κερδοσκοπικούς.
—————————————————————————————————————————————
ΤΕΧΝΙΚΕΣ ΠΕΙΘΟΥΣ
Ο Αριστοτέλης δεν ήταν ο πρώτος που ασχολήθηκε με την πειθώ και την τέχνη της ρητορικής στην εποχή του, είναι όμως ο πιο γνωστός. Σήμερα, δεν νοείται πολιτικός ή νομικός που να μην έχει διαβάσει την “Ρητορική του Αριστοτέλους”.
Ο μεγάλος φιλόσοφος, μας παρουσιάζει ένα “πλαίσιο” τεχνικών που βοηθούν να πείθεις τα ακροατήρια και να υπερισχύεις των αντιπάλων.
1.Επίκληση στη λογική
Πρόκειται για την πιο συνηθισμένη τεχνική πειθούς στην καθημερινότητά μας, κατά την οποία ο ομιλητής χτίζει τον συλλογισμό του βασιζόμενος στην λογική και σε αδιάσειστα στοιχεία. Με μια πρώτη σκέψη θα έλεγε κανείς ότι αυτή είναι η απόλυτη και πιο “τίμια” τεχνική για να πείσεις. Αφού, είτε λες την αλήθεια και άρα έχεις τα στοιχεία με το μέρος σου, είτε λες ψέματα και είναι θέμα χρόνου να αποκαλυφθείς.Ο ακροατής δεν είναι πάντοτε πρόθυμος να ακούσει την λογική.
2.Επίκληση στο συναίσθημα
Πολύ δημοφιλής πρακτική στον πολιτικό λόγο και στη διαφήμιση. Ο ομιλητής προσπαθεί να κερδίσει το ακροατήριο προκαλώντας συναισθήματα. Κατά την επίκληση στο συναίσθημα δεν χρησιμοποιούνται τόσο επιχειρήματα ή τεκμήρια, αλλά η πειθώ επιτυγχάνεται κυρίως με τη συναισθηματοποίηση – συγκίνηση του δέκτη. Προφανώς, η συγκεκριμένη τεχνική χρειάζεται ταλέντο, αφού κάθε άνθρωπος έχεις τους απαραίτητους “μηχανισμούς” για να μην πείθεται εύκολα, και η επίκληση στο συναίσθημα είναι ο πιο γρήγορος τρόπος να χάσεις την αξιοπιστία σου, εάν δεν το κάνεις σωστά.
3.Επίκληση στην αυθεντία
Το κάνουμε όλοι μας. Συνήθως για να τεκμηριώσουμε ένα επιχείρημα για το οποίο δεν έχουμε επάρκεια αποδεικτικών στοιχείων, επικαλούμαστε μια αυθεντία, έναν ειδικό (πχ, “μα το είπε ο Τάδε”).
4.Επίκληση στο ήθος του ομιλητή
Κάποιες φορές για να πείσουμε δεν έχει τόσο σημασία το επιχείρημα που θα χρησιμοποιήσουμε, όσο το να κερδίσουμε την συμπάθεια και τον θαυμασμό του ακροατή. Αν μας συμπαθήσει, αν του ταιριάζουμε σαν “προφίλ”, θα μας ακούσει. Οι άνθρωποι συμπαθούμε τους ομοίους μας γι’ αυτό οι καλοί ομιλητές, όπως και οι καλοί πωλητές, “προσαρμόζονται” στο ακροατήριό τους.
5.Επίθεση στο ήθος του αντιπάλου
Αν το επιχείρημα που έχεις να αντικρούσεις είναι ισχυρό, τότε μια εναλλακτική είναι να στοχοποιήσεις τον αντίπαλο, αντί του επιχειρήματος. Προσπαθείς δηλαδή να πλήξεις την εικόνα και το ήθος του αντιπάλου, προκειμένου να χάσει την αξιοπιστία του. Έτσι, το επιχείρημά θα καταρρεύσει, όσο ισχυρό και αν είναι.
————————————————————————————————————————————–
Συλλογισμός με αίτιο – αποτέλεσμα
Εδώ εξετάζουμε τα εξής:
α) αν η αιτιώδης σχέση είναι λογική και όχι απλώς χρονολογική ανάμεσα στο αίτιο και το
αποτέλεσμα, τότε το συμπέρασμα είναι βέβαιο. Άρα, η επαγωγή είναι τέλεια.
Για παράδειγμα:
Το περίμενα ότι κάτι κακό θα μου συνέβαινε σήμερα.
Το βράδυ είδα στο όνειρό μου φίδια.
Αξιολόγηση: Εδώ η επαγωγή είναι ατελής, καθόσον ένα γεγονός, που απλώς προηγείται χρονικά
από ένα άλλο, προβάλλεται ως η αιτία του.
β) αν γίνεται υπεραπλούστευση της σχέσης αιτίου – αποτελέσματος, μήπως, δηλαδή, μια
ειδικότερη/μερικότερη αιτία παρουσιάζεται ως κύρια και μοναδική, τότε το συμπέρασμα
είναι επισφαλές. Άρα, η επαγωγή είναι ατελής.
Για παράδειγμα:
Όλα τα προβλήματα της ελληνικής οικονομίας οφείλονται αποκλειστικά στη χαμηλή
παραγωγικότητα της εργασίας.
Αξιολόγηση: Εδώ η επαγωγή είναι ατελής, γιατί μια ειδικότερη αιτία (η χαμηλή παραγωγικότητα
της εργασίας) παρουσιάζεται ως η κύρια και μοναδική αιτία όλων των προβλημάτων της ελληνικής
οικονομίας. Έχουμε, δηλαδή, υπεραπλούστευση της σχέσης αιτίου-αποτελέσματος.
γ) αν η αιτία είναι αναγκαία ή επαρκής (Αναγκαία λέγεται, όταν το αποτέλεσμα δεν προκύπτει
χωρίς αυτή. Επαρκής λέγεται, όταν αρκεί μόνο αυτή, για να προκληθεί το αποτέλεσμα), τότε
η σχέση αιτίου – αποτελέσματος μπορεί να πάρει την εξής μορφή:
• η αιτία είναι ταυτόχρονα αναγκαία και επαρκής (ικανή).
Για παράδειγμα:
Για να δει ένας υγιής άνθρωπος, πρέπει να ανοίξει τα μάτια του.
Αξιολόγηση: Εδώ η επαγωγή είναι τέλεια, γιατί η αιτία (το άνοιγμα των ματιών υγιούς ανθρώπου)
είναι αναγκαία και επαρκής, για να προκληθεί το αποτέλεσμα (η όραση).
• η αιτία είναι αναγκαία, αλλά δεν είναι επαρκής.
Για παράδειγμα:
Κάνει κρύο, άρα θα χιονίσει.
Αξιολόγηση: Εδώ η επαγωγή είναι ατελής, γιατί η αιτία (το κρύο) είναι αναγκαία προϋπόθεση για
το αποτέλεσμα (θα χιονίσει), αλλά δεν είναι επαρκής.
πηγή:http://www.ediamme.edc.uoc.gr/ellinoglossi/images/ebooks/i_elliniki_stin_albania/i_glossa_mas_g_likeiou/files/assets/basic-html/page32.html
ΤΕΛΕΙΑ ΚΑΙ ΑΤΕΛΗΣ ΕΠΑΓΩΓΗ
Καθώς ο αριθμός των προσωπικών μας διαπιστώσεων μπορεί να μην είναι επαρκής ή να μην λαμβάνει υπόψη του το σύνολο των παραμέτρων που συμβάλλουν στη διαμόρφωση ενός αποτελέσματος, το συμπέρασμα που εξάγεται, μέσω των επαγωγικών συλλογισμών, είναι πάντοτε σχετικό, έχει, δηλαδή, πιθανολογικό χαρακτήρα. Αυτό συμβαίνει, γιατί οδηγούμαστε στο συμπέρασμα με λογικό άλμα, αφού θεωρούμε ότι αυτό που ισχύει για κάποιο μέρος, θα ισχύει και για το σύνολο, δηλαδή και για τα υπόλοιπα μέρη του συνόλου. Μάλιστα, αν ο φορέας/πομπός του συλλογισμού έχει συναίσθηση της μερικότητας της εμπειρίας του, οφείλει να εισαγάγει το συμπέρασμά του με το «πιθανόν», το «ίσως», το «όπως δείχνουν τα πράγματα / η εμπειρία μου»ή ό,τι άλλο συναφές. Σε αυτήν την περίπτωση, μιλάμε για ατελή επαγωγή
Όταν, όμως, η επαγωγή βασίζεται σε επαρκή παραδείγματα και πλήρη στοιχεία, όταν, δηλαδή,απαριθμούνται όλες οι δυνατές περιπτώσεις, τότε το συμπέρασμα είναι βέβαιο και ασφαλές. Σε αυτήν την περίπτωση, μιλάμε για τέλεια επαγωγή
Είδη/μορφές επαγωγικού συλλογισμού
Τρία είναι τα είδη/μορφές του επαγωγικού συλλογισμού:
Γενίκευση,
Αίτιο-αποτέλεσμα,
Αναλογία
πηγή:Δημήτρης Ταχματζίδης
Αξιολόγηση συλλογισμών και τεκμηρίων
πηγή:Βουρλίδας Μπάμπης
Η αξιολόγηση των συλλογισμών και τεκμηρίων είναι από τα πιο ενδιαφέροντα και ταυτόχρονα απαιτητικά αντικείμενα του μαθήματος των Νέων Ελληνικών.
—————————————————————————————————————————————
Κείμενο
Να γράφεις γράμματα. Να επικοινωνείς με τον απόντα. Ποιος αλληλογραφεί σήμερα; Από τα βάθη των αιώνων, τα ιδιωτικά γράμματα έριχναν ασταμάτητα γέφυρες επικοινωνίας ανάμεσα σε δύο απουσίες. Εδώ και αιώνες, «γράφω ένα γράμμα» σήμαινε «παρεμβαίνω σε αυτό που λείπει». Εδώ και αιώνες, το γράμμα ήταν ένας μονόλογος που ονειρευόταν το διάλογο. «Στέλνω μια επιστολή» σήμαινε «υποδύομαι μια «δια ζώσης» συνομιλία που λανθάνει». Ο άλλος που λείπει κάνει το γράμμα να υπάρχει. Όμως, δεν υπάρχει η φωνή μέσα σε αυτό, δεν υπάρχει το βλέμμα, το δέρμα, η μυρωδιά, δεν υπάρχει το άγγιγμα. Λείπει ο ήχος της φωνής που μπορεί να ζεστάνει ή να παγώσει την καρδιά, λείπει η
βλεμματική επαφή που μπορεί να κάνει τον αποδέκτη του γράμματος να νιώσει ζωντανός ή νεκρός. Κι όμως η απόσταση πληγώνει, αλλά και προστατεύει. Το κάθε γράμμα ένας περιφρουρημένος τόπος. Ο επιστολογράφος, δίχως να εκτίθεται στην αμεσότητα του βλέμματος και της παρουσίας του άλλου, διαχειρίζεται κατά βούληση την εικόνα του εαυτού του. Για αιώνες, τα γράμματα λειτουργούσαν σαν ένας επιλεκτικός καθρέπτης του εαυτού.[…]
Ποιος αλληλογραφεί σήμερα; Τα νέα ηλεκτρονικά μέσα επικοινωνίας, η δυνατότητα μιας «εδώ και τώρα, αυτή-τούτη-τη-στιγμή» επικοινωνίας αχρήστεψαν και έθεσαν εκτός τόπου και χρόνου το λόγο ύπαρξης των γραμμάτων. […] Ποιος αντέχει σήμερα να περιμένει τρεις, τέσσερις, πέντε μέρες για την παραλαβή ενός γράμματος; Οι πιο ανυπόμονοι, με τα εξπρές τότε γράμματα, σήμερα θα πέθαιναν από αδημονία. Κι όμως, αυτή η μη απαντοχή στην αναμονή, αυτή η βουλιμία του εφήμερου και της στιγμής υπονομεύει αυτό που υποτίθεται ότι αναζητά: την επαφή με τον άλλο.
Τσαλίκογλου, Φ. (2008). Δε μ’ αγαπάς. Μ’ αγαπάς. Τα παράξενα της μητρικής αγάπης. Τα γράμματα της Μαργαρίτας Λυμπεράκη στην κόρη της Μαργαρίτα Καραπάνου. Αθήνα: Καστανιώτης. 48-49.
(Γ’ ΛΥΚΕΙΟΥ -Φάκελος Υλικού για τους μαθητές
—————————————————————————————————————————————————————————————————————————————————————————
Σινόπουλος – Ο Καιόμενος
Το ποίημα δίνεται αφηγηματικά, με πρόδηλα τα στοιχεία του εσωτερικού μονολόγου, καθώς ο ίδιος ο ποιητής αποκαλύπτει τις σκέψεις που του προκαλεί το πρωτόγνωρο αυτό γεγονός, η απρόσμενη αυτή πράξη αυτοθυσίας.
Με την προτροπή έκπληξης ενός ανθρώπου από το πλήθος -μέρος του οποίου είναι κι ο ίδιος ο ποιητής- οι παριστάμενοι στρέφουν να δουν το αδιανόητο γεγονός της αυτοπυρπόλησης ενός αγνώστου ανδρός. “Γυρίσαμε” τα μάτια γρήγορα, σχολιάζει ο ποιητής, εντάσσοντας με το α΄ πληθυντικό πρόσωπο και τον εαυτό του στο απρόσωπο πλήθος. Η εναλλαγή μεταξύ ρημάτων πρώτου πληθυντικού (γυρίσαμε, μιλήσαμε) και τρίτου ενικού (απόστρεψε, καίγεται, δε φωνάζει), καθιστά σαφέστερη τη διάκριση ανάμεσα στο πλήθος και τη μοναδικότητα του ανθρώπου εκείνου που με την ακραία πράξη του καθηλώνει όλους τους άλλους γύρω του.Έχει ιδιαίτερη σημασία να προσεχθεί η επιλογή της αυτοπυρπόλησης, καθώς δεν πρόκειται για μια απλή πράξη αυτοχειρίας. Αν επρόκειτο για απλή αυτοκτονία, θα μπορούσε να επιλεχθεί ένας άλλος τρόπος που θα επέφερε έναν ακαριαίο θάνατο. Ωστόσο, εδώ θέλει να τονιστεί η απόλυτη αποφασιστικότητα αυτού του ανθρώπου και η απόλυτη πίστη του στα ιδανικά για τα οποία θυσιάζει τη ζωή του. Έτσι, τον βλέπουμε να τυλίγεται στις φλόγες χωρίς να φωνάζει, χωρίς να ζητά βοήθεια. Υπομένει τους φρικτούς πόνους και την αγωνία του θανάτου, με πλήρη αυτοσυγκράτηση. Θέτει τα πιστεύω του πάνω και πέρα απ’ τη δική του ζωή, την οποία προτιμά να θυσιάσει προκειμένου να συμβάλει στην αφύπνιση των συνανθρώπων του, αλλά και στην πλέον δραματική δήλωση της αξίας που έχει για τον άνθρωπο η ελευθερία να εκφράζει και να διεκδικεί την πραγμάτωση των ιδανικών του.
πηγή:latistor.blogspot.com
———————————————————————————————————————————————————————————————————————————————————–
Κώστας Μόντης «Νύχτες»
Καλά, θ’ απορροφήσουν κάτι από την έγνοια σου
η μέρα, η κίνηση, η δουλειά σου, οι φίλοι,
και θα μπορέσεις ύστερα να πας
σε κάνα θέατρο ή κέντρον ή όπου αλλού.
Όμως όταν τελειώσουν όλα
τα θέατρα και τα κέντρα κλείσουν,
και πουν οι φίλοι καληνύχτα,
και πρέπει να γυρίσεις πια στο σπίτι, τι θα γίνει;
Το ξέρεις πως σκληρή, αδυσώπητη
σε περιμένει στο κρεβάτι σου η έγνοια,
Θα ‘σαι μονάχος.
Και τότες θα λογαριαστείτε.
Θες ή δε θες θα μπουν κάτω όλα, να λογαριαστείτε.
Θα ‘σαι μονάχος
κι ανυπεράσπιστος απ’ τα θέατρα και τα κέντρα,
κι απ’ τη δουλειά σου και τους φίλους.
Σε περιμένει στο κρεβάτι σου η έγνοια.
Θά ‘ρθεις, δεν γίνεται. Είν’ τόσο σίγουρη γι’ αυτό, και περιμένει.
Είναι στο σπίτι και σε περιμένει.
Από τη συλλογή «Τα τραγούδια της ταπεινής ζωής» (Λευκωσία 1954)
Το ποίημα του Κώστα Μόντη αποδίδει με ιδιαίτερα παραστατικό τρόπο μια κατάσταση πολύ οικεία στους σύγχρονους ανθρώπους, οι οποίοι συχνά, μη θέλοντας ν’ αντιμετωπίσουν κατά πρόσωπο τα προβλήματα και τις ανησυχίες τους, καταφεύγουν σε ποικίλους περισπασμούς. Γεμίζουν έτσι το καθημερινό τους πρόγραμμα με διάφορες ασχολίες, αλλά τελικά το μόνο που κατορθώνουν είναι να ξεχνούν για λίγο αυτό που τους προβληματίζει, αφού είναι βέβαιο πως, όταν μείνουν μόνοι τους τη νύχτα, η σκέψη τους θα επιστρέψει στην έγνοια εκείνη που τόσο επίμονα απέφευγαν κατά τη διάρκεια της ημέρας.
Η χρήση του β΄ ενικού προσώπου, όπως και το επίρρημα καλά που ξεκινά το ποίημα, δημιουργούν την αίσθηση πως τα λόγια του ποιητή αποτελούν μιαν απάντηση στο πλαίσιο ενός διαλόγου που κάνει με κάποιο άλλο πρόσωπο. Επί της ουσίας, όμως, το ποίημα είναι ένας μονόλογος, όπου ο ποιητής καταγράφει σκέψεις που θα μπορούσαν ν’ απευθύνονται σε κάθε άνθρωπο ή ακόμη και στον ίδιο του τον εαυτό.
Συνάμα, το β΄ ενικό πρόσωπο, το «εσύ» στ’ οποίο απευθύνεται ο ποιητής, καθιστά ευκολότερη την ταύτιση του αναγνώστη με τον αποδέκτη του μεταδιδόμενου μηνύματος. Η τεχνική αυτή, που τη συναντάμε επίσης σε αρκετά από τα διδακτικά ποιήματα του Κωνσταντίνου Καβάφη, ενισχύει την αμεσότητα του ποιήματος, του προσδίδει ζωντάνια και φέρνει τον αναγνώστη πιο κοντά στη συνειδητοποίηση πως ό,τι λέει ο ποιητής βρίσκεται σε στενή συσχέτιση με τη δική του πραγματικότητα.
Ο ποιητής, πολύ εύστοχα, αποφεύγει να συγκεκριμενοποιήσει την «έγνοια» που κατατρύχει τον άνθρωπο, αφήνοντας έτσι ανοιχτή την ερμηνεία της και άρα την πρόσληψη του ποιήματος. Η έγνοια μπορεί ν’ αφορά κάποιο προσωπικό πρόβλημα, μια υπαρξιακή ανησυχία, ένα επαγγελματικό ζήτημα ή μια σειρά προβλημάτων που προκαλούν αναστάτωση στον άνθρωπο και κρατούν δέσμια τη σκέψη του. Η πιθανή της ερμηνεία είναι τόσο ευρεία όσο ευρύ είναι και το σύνολο των αποδεκτών του ποιήματος, υπό την έννοια πως κάθε άνθρωπος έχει και διαφορετικές ανησυχίες ή προβλήματα, ανάλογα με την ηλικία ή τις συγκεκριμένες περιστάσεις που συντρέχουν κάθε φορά στη ζωή του.
Εκείνο, άλλωστε, που επιθυμεί να τονίσει ο ποιητής είναι η γενικευμένη τάση που υπάρχει στους ανθρώπους ν’ αποφεύγουν, όσο περισσότερο μπορούν, την αντιμετώπιση των προβλημάτων τους. Έτσι, ενώ θα περίμενε κανείς πως οι άνθρωποι, ιδίως οι ενήλικες, θα είχαν τη δύναμη και το κουράγιο να σταθούν με αποφασιστικότητα απέναντι στα προβλήματά τους και να πάρουν τις κατάλληλες αποφάσεις, ώστε να τ’ αντιμετωπίσουν ριζικά, εκείνοι εμφανίζονται αναβλητικοί και απρόθυμοι να δουν την πραγματικότητα κατάματα. Προτιμούν να κάνουν οτιδήποτε για να ξεχαστούν, για να κρατήσουν τη σκέψη τους μακριά απ’ την πηγή της ανησυχίας τους, παρά ν’ αντικρίσουν το πρόβλημά τους∙ κάτι που θ’ απαιτούσε ίσως μια αυστηρή αυτοκριτική και μια γενναία παραδοχή των σφαλμάτων και των ελλείψεών τους.
Ο ποιητής, βέβαια, επισημαίνει πόσο ανώφελο είναι ν’ αποφεύγει κανείς τη βασική αιτία του άγχους και της ανησυχίας του, αφού, όπως και να γίνει, μόλις βρεθεί μόνος του, μακριά από τους περισπασμούς της σκέψης, θα είναι και πάλι στο έλεος της έγνοιας του. Όσο κι αν ξεχνιέται κάποιος κατά τη διάρκεια της μέρας, σ’ όσες διασκεδάσεις κι αν καταφύγει, από τη στιγμή που δεν έχει επιλύσει το πρόβλημά του, από τη στιγμή που δεν έχει δώσει απάντηση σ’ ό,τι τον απασχολεί, αργά ή γρήγορα θα βρεθεί και πάλι δέσμιος του άγχους του.
Με την προσωποποίηση μάλιστα της έγνοιας, η οποία περιμένει υπομονετικά στο κρεβάτι μέχρι να γυρίσει εκείνος που την αποφεύγει, δημιουργεί ο ποιητής μια εικόνα που δεσμεύει τη φαντασία του αναγνώστη και καθιστά εναργέστερα σαφές πόσο μάταιο είναι να επιχειρεί κάποιος ν’ αποφύγει την αναμέτρηση με τα προβλήματά του, με την έγνοια του.
Καλά, θ’ απορροφήσουν κάτι από την έγνοια σου
η μέρα, η κίνηση, η δουλειά σου, οι φίλοι,
και θα μπορέσεις ύστερα να πας
σε κάνα θέατρο ή κέντρον ή όπου αλλού.
Όμως όταν τελειώσουν όλα
τα θέατρα και τα κέντρα κλείσουν,
και πουν οι φίλοι καληνύχτα,
και πρέπει να γυρίσεις πια στο σπίτι, τι θα γίνει;
Ο ποιητής παρουσιάζει με συνοπτικό τρόπο τις καθημερινές εκείνες δραστηριότητες, υποχρεώσεις και διασκεδάσεις που μπορούν να λειτουργήσουν ως επαρκείς περισπάσεις για τη σκέψη, φέρνοντας πολύ σύντομα τον συνομιλητή/αναγνώστη του αντιμέτωπο με την πραγματικότητα της επιστροφής στο σπίτι, στο χώρο όπου δε θα έχει τρόπο να διαφύγει από την έγνοια, από τις σκέψεις του.
Έχει ενδιαφέρον να προσέξουμε πως στο ποίημα γίνεται συνεχής επανάληψη των μέσων εκείνων που βοηθούν τον άνθρωπο να ξεχαστεί (τα θέατρα, τα κέντρα, η δουλειά, οι φίλοι), στοιχείο που καθρεφτίζει την καθημερινή παρουσία τους στη ζωή του ανθρώπου. Οι περισπασμοί της σκέψης υπάρχουν κάθε μέρα, επαναλαμβάνονται κάθε μέρα, ως ρουτίνα, ως τρόπος ζωής και διασφαλίζουν στον άνθρωπο μια καθημερινή, αλλά προσωρινή διαφυγή από τις ανησυχίες του.
Εντούτοις, όσο κι αν τον βοηθούν να ξεχνιέται, δεν του παρέχουν λύση σε ό,τι πραγματικά τον απασχολεί. Χαρακτηριστικός είναι, άλλωστε, ο τρόπος με τον οποίο ο ποιητής παραθέτει τις επιλογές διασκέδασης: «σε κάνα θέατρο ή κέντρον ή όπου άλλου», με μια σκόπιμη αδιαφορία ως προς το τι τελικά μπορεί να επιλέξει για να περάσει την ώρα του, αφού ούτως ή άλλως όποια κι αν είναι η επιλογή, δεν πρόκειται παρά για μια ακόμη απέλπιδα προσπάθεια ν’ αποσπάσει τη σκέψη του, να ξεγελάσει το άγχος του. Ανούσιες διασκεδάσεις, ανώφελη δαπάνη πολύτιμου χρόνου, με μόνο στόχο μια ακόμη αναβολή εκείνου που έχει πραγματική αξία, της αναμέτρησης δηλαδή του ανθρώπου με ό,τι τον απασχολεί, με ό,τι τον ανησυχεί.
Το ξέρεις πως σκληρή, αδυσώπητη
σε περιμένει στο κρεβάτι σου η έγνοια,
Θα ‘σαι μονάχος.
Και τότες θα λογαριαστείτε.
Θες ή δε θες θα μπουν κάτω όλα, να λογαριαστείτε.
Θα ‘σαι μονάχος
κι ανυπεράσπιστος απ’ τα θέατρα και τα κέντρα,
κι απ’ τη δουλειά σου και τους φίλους.
Όταν, λοιπόν, οι ποικίλες δραστηριότητες της ημέρας τελειώσουν, όταν ο άνθρωπος επιστρέψει στο σπίτι του κι έρθει η στιγμή που θα ξαπλώσει στο κρεβάτι του, τότε πια θα είναι ανυπεράσπιστος απέναντι στην έγνοια. Την ώρα που θα θελήσει να κοιμηθεί, την ώρα που τίποτε δε θα μπορεί ν’ αποσπάσει τη σκέψη του, τότε θα επανέλθει δεσπόζουσα η έγνοια, τότε θα τον κυριεύσει ολοκληρωτικά το άγχος κι η ανησυχία του, και θέλοντας ή μη θα πρέπει πια ν’ αντιμετωπίσει ό,τι απέφευγε όλη τη μέρα.
Η ώρα του ύπνου, η ώρα που ο κάθε άνθρωπος απομένει μόνος με τις σκέψεις του, είναι ακριβώς η στιγμή που είναι απόλυτα ευάλωτος σε ό,τι τον προβληματίζει. Όσο εύκολο είναι κατά τη διάρκεια της μέρας ν’ αποσπάσει τη σκέψη του, τόσο δύσκολο είναι να ξεφύγει από τους προβληματισμούς του τη στιγμή που απομένει μόνος με τον εαυτό του. Τότε πια είναι έρμαιο της «σκληρής» και «αδυσώπητης» έγνοιας, που χωρίς κανένα δισταγμό, χωρίς τίποτε να την εμποδίζει πια καταλαμβάνει πλήρως τη σκέψη και το είναι του ανθρώπου.
Σε περιμένει στο κρεβάτι σου η έγνοια.
Θά ‘ρθεις, δεν γίνεται. Είν’ τόσο σίγουρη γι’ αυτό, και περιμένει.
Είναι στο σπίτι και σε περιμένει.
Η εικόνα που δημιουργεί ο ποιητής, η βεβαιότητα που αποδίδει στην προσωποποιημένη έγνοια, κι η αίσθηση του αναπόφευκτου, λειτουργούν καίρια για την αφύπνιση του αναγνώστη. Ο ποιητής δεν αφήνει κανένα περιθώριο διαφυγής απ’ το άγχος και την έγνοια, θέλοντας να τονίσει στον αποδέκτη των λόγων του πως δεν υπάρχει κανένας τρόπος να γλιτώσει από τις ανησυχίες του, πέρα από την αποφασιστική και αποτελεσματική αντιμετώπιση του προβλήματος που γεννά την έγνοια του.
πηγή:latistor.blogspot.com