ΡΗΤΟΡΕΙΑ ΚΑΙ ΣΟΦΙΣΤΙΚΗ.

ΡΗΤΟΡΕΙΑ ΚΑΙ ΣΟΦΙΣΤΙΚΗ.
Η σοφιστική κίνηση γεννήθηκε μαζί με τη ρητορική. Και οι δύο συνδέονται χρονικά και αιτιακά με συνθήκες επαναστατικών αλλαγών: η ρητορική με την ανατροπή του πολιτικού καθεστώτος της τυραννίας· η σοφιστική κίνηση με τον κλονισμό των πολιτικών και ιδεολογικών δομών της αριστοκρατίας και επιπλέον με την ισχυρή αμφισβήτηση των παραδοσιακών κοινωνικών και θρησκευτικών αντιλήψεων. Απέναντι στον πολιτισμό, τη γλώσσα, τη θρησκεία, το κράτος, την ηθική, το δίκαιο, την κοινωνία οι σοφιστές υιοθετούν στάση κριτική. Έτσι προωθούν μέσα στον 5ο αι. π.Χ. τη σκέψη για ηθικές και πολιτικές έννοιες που απασχολούν αυτή την εποχή τους διανοητές -όπως προκύπτει από την ιστοριογραφία του Θουκυδίδη αλλά και τους διαλόγους του Πλάτωνα-, με τρόπο πρωτόγνωρο.Παράλληλα υπηρετούν τις νέες ανάγκες: υπόσχονται -ως μεταλαμπαδευτές μιας ανώτερης παιδείας- ότι μπορούν να διδάξουν όποιον το επιθυμεί -και, φυσικά, είναι σε θέση να εξασφαλίσει τα δίδακτρα των μαθημάτων, συχνά ιδιαιτέρως υψηλά- πώς να αναδειχθεί, αξιοποιώντας τους πολιτικούς θεσμούς και στηριγμένος στις πνευματικές του δυνάμεις, σε άνδρα που διαθέτει πολιτικήν ἀρετήν, σε άριστο πολίτη δηλαδή, που είναι σε θέση να διοικεί με τον καλύτερο τρόπο τα του οίκου του και τα της πόλεως.
Οι σοφιστές εκπαίδευαν τους μαθητές τους στη σύνθεση λόγου παρέχοντάς τους προς μίμηση υποδειγματικές ομιλίες. Για να προβάλουν την τέχνη τους και να γίνουν γνωστοί, μετακινούνταν από τόπο σε τόπο και έδιναν διαλέξεις (ἐπιδείξεις) είτε στις πόλεις όπου αποφάσιζαν να εγκατασταθούν είτε σε κάποιο πανελλήνιο ιερό. Σε αυτά τα μέρη συνέρρεαν Έλληνες από διάφορες περιοχές στο πλαίσιο των εορτών που διοργανώνονταν εκεί. Οι λόγοι των σοφιστών είχαν τον χαρακτήρα επιμελημένων ή αυτοσχέδιων ομιλιών.]Οι ομιλητές μιλούσαν με ύφος ειδικού, παίρνοντας επίσημη στάση. Εκφωνούσαν τους λόγους τους από υψηλό βάθρο, φορώντας μάλιστα τα θριαμβικά ρούχα των ραψωδών. Η εμφάνιση αυτή είναι βέβαιο ότι εντυπωσίαζε τους νέους και ερέθιζε τις φιλοδοξίες τους – αντίδραση απολύτως ευπρόσδεκτη γι’ αυτούς τους πρώτους «εμπόρους» της γνώσης.
Στις εξειδικευμένες εκτενείς διαλέξεις τους ανέπτυσσαν το θέμα τους με βάση γενικές κρίσεις και τα δεδομένα της εμπειρίας. Αξιοποιούσαν μάλιστα ρητορικά σχήματα και χρησιμοποιούσαν λεξιλόγιο αρκετά εξεζητημένο. Τα λογικά άλματα κάθε άλλο παρά αποκλείονταν, όπως άλλωστε και η χρήση όρων και εννοιών που φαίνεται να συγγενεύουν σημασιολογικά σα να πρόκειται για συνώνυμα, δεν έχουν όμως στην πραγματικότητα ακριβώς το ίδιο λογικό εύρος.
πηγή:https://www.greek-language.gr/digitalResources/ancient_greek/encyclopedia/rhetoric/page_011.html

ΤΕΛΕΙΑ ΚΑΙ ΑΤΕΛΗΣ ΕΠΑΓΩΓΗ

ΤΕΛΕΙΑ ΚΑΙ ΑΤΕΛΗΣ ΕΠΑΓΩΓΗ
Καθώς ο αριθμός των προσωπικών μας διαπιστώσεων μπορεί να μην είναι επαρκής ή να μην λαμβάνει υπόψη του το σύνολο των παραμέτρων που συμβάλλουν στη διαμόρφωση ενός αποτελέσματος, το συμπέρασμα που εξάγεται, μέσω των επαγωγικών συλλογισμών, είναι πάντοτε σχετικό, έχει, δηλαδή, πιθανολογικό χαρακτήρα. Αυτό συμβαίνει, γιατί οδηγούμαστε στο συμπέρασμα με λογικό άλμα, αφού θεωρούμε ότι αυτό που ισχύει για κάποιο μέρος, θα ισχύει και για το σύνολο, δηλαδή και για τα υπόλοιπα μέρη του συνόλου. Μάλιστα, αν ο φορέας/πομπός του συλλογισμού έχει συναίσθηση της μερικότητας της εμπειρίας του, οφείλει να εισαγάγει το συμπέρασμά του με το «πιθανόν», το «ίσως», το «όπως δείχνουν τα πράγματα / η εμπειρία μου»ή ό,τι άλλο συναφές. Σε αυτήν την περίπτωση, μιλάμε για ατελή επαγωγή
Όταν, όμως, η επαγωγή βασίζεται σε επαρκή παραδείγματα και πλήρη στοιχεία, όταν, δηλαδή,απαριθμούνται όλες οι δυνατές περιπτώσεις, τότε το συμπέρασμα είναι βέβαιο και ασφαλές. Σε αυτήν την περίπτωση, μιλάμε για τέλεια επαγωγή
Είδη/μορφές επαγωγικού συλλογισμού
Τρία είναι τα είδη/μορφές του επαγωγικού συλλογισμού:
Γενίκευση,
 Αίτιο-αποτέλεσμα,
Αναλογία

ΟΙ ΘΕΜΑΤΙΚΟΙ ΣΤΡΑΤΟΙ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ

ΟΙ ΘΕΜΑΤΙΚΟΙ ΣΤΡΑΤΟΙ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ
Τα θέματα ήταν αρχικά στρατιωτικές μονάδες, μετακινούμενες ανά την επικράτεια. Όταν οι μονάδες αυτές απέκτησαν μόνιμη εγκατάσταση, θέματα ονομάστηκαν οι περιοχές εγκατάστασής τους, οι οποίες εξελίχθηκαν σε διοικητικές περιφέρειες. Την ανώτατη πολιτική εξουσία του θέματος ασκούσε ο στρατηγός
Στα θέματα υπηρετούσαν ελεύθεροι αγρότες Χριστιανοί στους οποίους το κράτος παραχωρούσε στρατιωτικά κτήματα (στρατιωτόπια, ή στρατοτόπια). Το κτήμα και η υποχρέωση για στρατιωτική υπηρεσία μεταβιβαζόταν από τον πατέρα στον πρωτότοκο γιο. Με τα έσοδά τους εξ αυτών οι στρατιώτες – αγρότες συντηρούσαν τις οικογένειες τους, αγόραζαν οπλισμό και κάλυπταν τα έξοδα των εκστρατειών. Έτσι οι διοικητικές περιφέρειες των Θεμάτων ήταν ταυτόχρονα και οι στρατιωτικές περιφέρειες της Αυτοκρατορίας. Τα θέματα βοήθησαν και στην επικράτηση της μικρομεσαίας αγροτικής τάξης στο Βυζάντιο.
Ο θεματικός στρατός αποτελούσε τον κύριο στρατό της Αυτοκρατορίας, ένα είδος εθνικού στρατού στον οποίο στρατολογούνταν μόνο κάτοικοι Χριστιανοί,σε αντίθεση προς τις υπό της κυβέρνησης της Κωνσταντινούπολης στρατολογούμενες μονάδες που καλούνταν Τάγματα. Ο Θεματικός στρατός φάνηκε εξαιρετικά αποτελεσματικός στην απόκρουση των αραβικών επιθέσεων.
Καθένα από τα θέματα διοικείτο από τον Στρατηγό ο οποίος είχε πολιτική και στρατιωτική εξουσία, εξ ου και οι παράλληλες ονομασίες των θεμάτων σε: Στρατηγάτα (κατ΄ έκταση) και Στρατηγίδες (κατά διοίκηση). Στον στρατηγό υπάγονταν οι κλεισουράρχες, οι τουρμάρχες (στρατιωτικοί) και οι πρωτονοτάριος ή κριτής (που έφεραν δικαστική εξουσία και οικονομική διαχείριση).
Ο Κωνσταντίνος ο Πορφυρογέννητος ανέφερε 29 θέματα, 17 στην Ασία και 12 στην Ευρώπη, αλλά ο αριθμός τους κυμαινόταν ανάλογα με τις ανάγκες και τις μεταβολές της αυτοκρατορίας.
πηγή:Βικιπαίδεια

Κώστας Μόντης «Νύχτες»

Κώστας Μόντης «Νύχτες»

Καλά, θ’ απορροφήσουν κάτι από την έγνοια σου
η μέρα, η κίνηση, η δουλειά σου, οι φίλοι,
και θα μπορέσεις ύστερα να πας
σε κάνα θέατρο ή κέντρον ή όπου αλλού.
Όμως όταν τελειώσουν όλα
τα θέατρα και τα κέντρα κλείσουν,
και πουν οι φίλοι καληνύχτα,
και πρέπει να γυρίσεις πια στο σπίτι, τι θα γίνει;
Το ξέρεις πως σκληρή, αδυσώπητη
σε περιμένει στο κρεβάτι σου η έγνοια,
Θα ‘σαι μονάχος.
Και τότες θα λογαριαστείτε.
Θες ή δε θες θα μπουν κάτω όλα, να λογαριαστείτε.
Θα ‘σαι μονάχος
κι ανυπεράσπιστος απ’ τα θέατρα και τα κέντρα,
κι απ’ τη δουλειά σου και τους φίλους.
Σε περιμένει στο κρεβάτι σου η έγνοια.
Θά ‘ρθεις, δεν γίνεται. Είν’ τόσο σίγουρη γι’ αυτό, και περιμένει.
Είναι στο σπίτι και σε περιμένει.

Από τη συλλογή «Τα τραγούδια της ταπεινής ζωής» (Λευκωσία 1954)

Το ποίημα του Κώστα Μόντη αποδίδει με ιδιαίτερα παραστατικό τρόπο μια κατάσταση πολύ οικεία στους σύγχρονους ανθρώπους, οι οποίοι συχνά, μη θέλοντας ν’ αντιμετωπίσουν κατά πρόσωπο τα προβλήματα και τις ανησυχίες τους, καταφεύγουν σε ποικίλους περισπασμούς. Γεμίζουν έτσι το καθημερινό τους πρόγραμμα με διάφορες ασχολίες, αλλά τελικά το μόνο που κατορθώνουν είναι να ξεχνούν για λίγο αυτό που τους προβληματίζει, αφού είναι βέβαιο πως, όταν μείνουν μόνοι τους τη νύχτα, η σκέψη τους θα επιστρέψει στην έγνοια εκείνη που τόσο επίμονα απέφευγαν κατά τη διάρκεια της ημέρας.
Η χρήση του β΄ ενικού προσώπου, όπως και το επίρρημα καλά που ξεκινά το ποίημα, δημιουργούν την αίσθηση πως τα λόγια του ποιητή αποτελούν μιαν απάντηση στο πλαίσιο ενός διαλόγου που κάνει με κάποιο άλλο πρόσωπο. Επί της ουσίας, όμως, το ποίημα είναι ένας μονόλογος, όπου ο ποιητής καταγράφει σκέψεις που θα μπορούσαν ν’ απευθύνονται σε κάθε άνθρωπο ή ακόμη και στον ίδιο του τον εαυτό.
Συνάμα, το β΄ ενικό πρόσωπο, το «εσύ» στ’ οποίο απευθύνεται ο ποιητής, καθιστά ευκολότερη την ταύτιση του αναγνώστη με τον αποδέκτη του μεταδιδόμενου μηνύματος. Η τεχνική αυτή, που τη συναντάμε επίσης σε αρκετά από τα διδακτικά ποιήματα του Κωνσταντίνου Καβάφη, ενισχύει την αμεσότητα του ποιήματος, του προσδίδει ζωντάνια και φέρνει τον αναγνώστη πιο κοντά στη συνειδητοποίηση πως ό,τι λέει ο ποιητής βρίσκεται σε στενή συσχέτιση με τη δική του πραγματικότητα.
Ο ποιητής, πολύ εύστοχα, αποφεύγει να συγκεκριμενοποιήσει την «έγνοια» που κατατρύχει τον άνθρωπο, αφήνοντας έτσι ανοιχτή την ερμηνεία της και άρα την πρόσληψη του ποιήματος. Η έγνοια μπορεί ν’ αφορά κάποιο προσωπικό πρόβλημα, μια υπαρξιακή ανησυχία, ένα επαγγελματικό ζήτημα ή μια σειρά προβλημάτων που προκαλούν αναστάτωση στον άνθρωπο και κρατούν δέσμια τη σκέψη του. Η πιθανή της ερμηνεία είναι τόσο ευρεία όσο ευρύ είναι και το σύνολο των αποδεκτών του ποιήματος, υπό την έννοια πως κάθε άνθρωπος έχει και διαφορετικές ανησυχίες ή προβλήματα, ανάλογα με την ηλικία ή τις συγκεκριμένες περιστάσεις που συντρέχουν κάθε φορά στη ζωή του.
Εκείνο, άλλωστε, που επιθυμεί να τονίσει ο ποιητής είναι η γενικευμένη τάση που υπάρχει στους ανθρώπους ν’ αποφεύγουν, όσο περισσότερο μπορούν, την αντιμετώπιση των προβλημάτων τους. Έτσι, ενώ θα περίμενε κανείς πως οι άνθρωποι, ιδίως οι ενήλικες, θα είχαν τη δύναμη και το κουράγιο να σταθούν με αποφασιστικότητα απέναντι στα προβλήματά τους και να πάρουν τις κατάλληλες αποφάσεις, ώστε να τ’ αντιμετωπίσουν ριζικά, εκείνοι εμφανίζονται αναβλητικοί και απρόθυμοι να δουν την πραγματικότητα κατάματα. Προτιμούν να κάνουν οτιδήποτε για να ξεχαστούν, για να κρατήσουν τη σκέψη τους μακριά απ’ την πηγή της ανησυχίας τους, παρά ν’ αντικρίσουν το πρόβλημά τους∙ κάτι που θ’ απαιτούσε ίσως μια αυστηρή αυτοκριτική και μια γενναία παραδοχή των σφαλμάτων και των ελλείψεών τους.
Ο ποιητής, βέβαια, επισημαίνει πόσο ανώφελο είναι ν’ αποφεύγει κανείς τη βασική αιτία του άγχους και της ανησυχίας του, αφού, όπως και να γίνει, μόλις βρεθεί μόνος του, μακριά από τους περισπασμούς της σκέψης, θα είναι και πάλι στο έλεος της έγνοιας του. Όσο κι αν ξεχνιέται κάποιος κατά τη διάρκεια της μέρας, σ’ όσες διασκεδάσεις κι αν καταφύγει, από τη στιγμή που δεν έχει επιλύσει το πρόβλημά του, από τη στιγμή που δεν έχει δώσει απάντηση σ’ ό,τι τον απασχολεί, αργά ή γρήγορα θα βρεθεί και πάλι δέσμιος του άγχους του.
Με την προσωποποίηση μάλιστα της έγνοιας, η οποία περιμένει υπομονετικά στο κρεβάτι μέχρι να γυρίσει εκείνος που την αποφεύγει, δημιουργεί ο ποιητής μια εικόνα που δεσμεύει τη φαντασία του αναγνώστη και καθιστά εναργέστερα σαφές πόσο μάταιο είναι να επιχειρεί κάποιος ν’ αποφύγει την αναμέτρηση με τα προβλήματά του, με την έγνοια του.

Καλά, θ’ απορροφήσουν κάτι από την έγνοια σου
η μέρα, η κίνηση, η δουλειά σου, οι φίλοι,
και θα μπορέσεις ύστερα να πας
σε κάνα θέατρο ή κέντρον ή όπου αλλού.
Όμως όταν τελειώσουν όλα
τα θέατρα και τα κέντρα κλείσουν,
και πουν οι φίλοι καληνύχτα,
και πρέπει να γυρίσεις πια στο σπίτι, τι θα γίνει;

Ο ποιητής παρουσιάζει με συνοπτικό τρόπο τις καθημερινές εκείνες δραστηριότητες, υποχρεώσεις και διασκεδάσεις που μπορούν να λειτουργήσουν ως επαρκείς περισπάσεις για τη σκέψη, φέρνοντας πολύ σύντομα τον συνομιλητή/αναγνώστη του αντιμέτωπο με την πραγματικότητα της επιστροφής στο σπίτι, στο χώρο όπου δε θα έχει τρόπο να διαφύγει από την έγνοια, από τις σκέψεις του.
Έχει ενδιαφέρον να προσέξουμε πως στο ποίημα γίνεται συνεχής επανάληψη των μέσων εκείνων που βοηθούν τον άνθρωπο να ξεχαστεί (τα θέατρα, τα κέντρα, η δουλειά, οι φίλοι), στοιχείο που καθρεφτίζει την καθημερινή παρουσία τους στη ζωή του ανθρώπου. Οι περισπασμοί της σκέψης υπάρχουν κάθε μέρα, επαναλαμβάνονται κάθε μέρα, ως ρουτίνα, ως τρόπος ζωής και διασφαλίζουν στον άνθρωπο μια καθημερινή, αλλά προσωρινή διαφυγή από τις ανησυχίες του.
Εντούτοις, όσο κι αν τον βοηθούν να ξεχνιέται, δεν του παρέχουν λύση σε ό,τι πραγματικά τον απασχολεί. Χαρακτηριστικός είναι, άλλωστε, ο τρόπος με τον οποίο ο ποιητής παραθέτει τις επιλογές διασκέδασης: «σε κάνα θέατρο ή κέντρον ή όπου άλλου», με μια σκόπιμη αδιαφορία ως προς το τι τελικά μπορεί να επιλέξει για να περάσει την ώρα του, αφού ούτως ή άλλως όποια κι αν είναι η επιλογή, δεν πρόκειται παρά για μια ακόμη απέλπιδα προσπάθεια ν’ αποσπάσει τη σκέψη του, να ξεγελάσει το άγχος του. Ανούσιες διασκεδάσεις, ανώφελη δαπάνη πολύτιμου χρόνου, με μόνο στόχο μια ακόμη αναβολή εκείνου που έχει πραγματική αξία, της αναμέτρησης δηλαδή του ανθρώπου με ό,τι τον απασχολεί, με ό,τι τον ανησυχεί.

Το ξέρεις πως σκληρή, αδυσώπητη
σε περιμένει στο κρεβάτι σου η έγνοια,
Θα ‘σαι μονάχος.
Και τότες θα λογαριαστείτε.
Θες ή δε θες θα μπουν κάτω όλα, να λογαριαστείτε.
Θα ‘σαι μονάχος
κι ανυπεράσπιστος απ’ τα θέατρα και τα κέντρα,
κι απ’ τη δουλειά σου και τους φίλους.

Όταν, λοιπόν, οι ποικίλες δραστηριότητες της ημέρας τελειώσουν, όταν ο άνθρωπος επιστρέψει στο σπίτι του κι έρθει η στιγμή που θα ξαπλώσει στο κρεβάτι του, τότε πια θα είναι ανυπεράσπιστος απέναντι στην έγνοια. Την ώρα που θα θελήσει να κοιμηθεί, την ώρα που τίποτε δε θα μπορεί ν’ αποσπάσει τη σκέψη του, τότε θα επανέλθει δεσπόζουσα η έγνοια, τότε θα τον κυριεύσει ολοκληρωτικά το άγχος κι η ανησυχία του, και θέλοντας ή μη θα πρέπει πια ν’ αντιμετωπίσει ό,τι απέφευγε όλη τη μέρα.
Η ώρα του ύπνου, η ώρα που ο κάθε άνθρωπος απομένει μόνος με τις σκέψεις του, είναι ακριβώς η στιγμή που είναι απόλυτα ευάλωτος σε ό,τι τον προβληματίζει. Όσο εύκολο είναι κατά τη διάρκεια της μέρας ν’ αποσπάσει τη σκέψη του, τόσο δύσκολο είναι να ξεφύγει από τους προβληματισμούς του τη στιγμή που απομένει μόνος με τον εαυτό του. Τότε πια είναι έρμαιο της «σκληρής» και «αδυσώπητης» έγνοιας, που χωρίς κανένα δισταγμό, χωρίς τίποτε να την εμποδίζει πια καταλαμβάνει πλήρως τη σκέψη και το είναι του ανθρώπου.

Σε περιμένει στο κρεβάτι σου η έγνοια.
Θά ‘ρθεις, δεν γίνεται. Είν’ τόσο σίγουρη γι’ αυτό, και περιμένει.
Είναι στο σπίτι και σε περιμένει.

Η εικόνα που δημιουργεί ο ποιητής, η βεβαιότητα που αποδίδει στην προσωποποιημένη έγνοια, κι η αίσθηση του αναπόφευκτου, λειτουργούν καίρια για την αφύπνιση του αναγνώστη. Ο ποιητής δεν αφήνει κανένα περιθώριο διαφυγής απ’ το άγχος και την έγνοια, θέλοντας να τονίσει στον αποδέκτη των λόγων του πως δεν υπάρχει κανένας τρόπος να γλιτώσει από τις ανησυχίες του, πέρα από την αποφασιστική και αποτελεσματική αντιμετώπιση του προβλήματος που γεννά την έγνοια του.