Γιώργος Γεραλής «Με τι πρόσωπο»

Με τι πρόσωπο θ’ αντικρίσουμε εκείνους
που απλώσανε το χέρι τους στη φωτιά,
νηφάλιοι κι ωστόσο περιπαθείς
στην απόφασή τους,
εμείς που σε λόγια αρκεστήκαμε
ζυγιάζοντας το βάρος με τον κίνδυνο,
τα καθημερινά αισθήματα με τις ιδέες;
Με τι πρόσωπο, με τι μάτια θα τους ξαναδούμε;
Εγκάρδια χαμογελώντας πήρανε
το μακρύ δρόμο
μέσα στην πέτρα και στην καταχνιά,
με μια τούφα από ήλιο στο σκισμένο μέτωπο,
μ’ έναν κόμπο φαρμάκι στο ακροχείλι.
Κι ούτε που καταδέχτηκαν να κοιτάξουν βαθιά μας
πόσο μετρούσε η κίνηση της ψυχής,
ποια υπόσχεση κρυβόταν στο αντίο μας.
Συλλογιστήκαμε τη νύχτα, αυτό μονάχα,
τη δικαιοσύνη αγαπήσαμε, αυτό μονάχα,
κι είπαμε η λέξη είναι φωτιά, θα την πούμε τη λέξη,
όμως εκείνοι,
την ίδια τη φωτιά αγκαλιάσανε, δίχως λέξη να πούνε.
Με τι πρόσωπο, με τι μάτια θα τους αντικρίσουμε;

Γιώργος Γεραλής «Με τι πρόσωπο»

Κωνσταντίνος Καβάφης «Κεριά»

Του μέλλοντος η μέρες στέκοντ’ εμπροστά μας
σα μια σειρά κεράκια αναμένα —
χρυσά, ζεστά, και ζωηρά κεράκια.

Η περασμένες μέρες πίσω μένουν,
μια θλιβερή γραμμή κεριών σβυσμένων⸱
τα πιο κοντά βγάζουν καπνόν ακόμη,
κρύα κεριά, λυωμένα, και κυρτά.

Δεν θέλω να τα βλέπω⸱ με λυπεί η μορφή των,
και με λυπεί το πρώτο φως των να θυμούμαι.
Εμπρός κυττάζω τ’ αναμένα μου κεριά.

Δεν θέλω να γυρίσω να μη διω και φρίξω
τι γρήγορα που η σκοτεινή γραμμή μακραίνει,
τι γρήγορα που τα σβυστά κεριά πληθαίνουν.

Κ. Π. Καβάφη, Τα Ποιήματα (1897-1918), Τόμος Α΄, Εκδόσεις Ίκαρος

Παντελής Μπουκάλας «Ο μάντης»

Μου πήρε τότε το βλέμμα η θεά, ακουμπώντας μ’ ανήδονη δύναμη το χέρι της στα μάτια μου που τα είχε υγράνει το ανέφικτο. Τυφλός ξαφνικά· και δεσμώτης του νου μου. Να υπάρχω την κυριολεξία του δέρματος, να με μοιραίνει των ήχων των οσμών η ύλη βαριά ως το πένθος. Αποσπασμένος από έναν κόσμο που με τρόπους πολλούς ιστορούσε την ομορφιά του, το κυρτό με το κοίλο αρμόζοντας, το πορφυρό με το πράσινο, το υψηλό γαλανό με το υγρό του αντίκρισμα, το θεριό με την έλαφο, τον καρπό με τα δόντια που τον δικαιώνουν, το ωμό με το πνεύμα, το τερπνό με τη λύπη, τη σποδό με τη μορφή, την πέτρα με δρόσο, την ηδονή με το δίδυμο άδειο, τη μέθη με τη βέβαιη θλίψη της, το πυκνό με το ξέφωτο, τη ροή με το ακίνητο, τη σάρκα με το τέλος της: την άλλη σάρκα.
Τότε ήταν που άρχισα να βλέπω. Βαθιά να βλέπω, σε μια δίστομη όραση θητεύοντας. Το πίσω απ’ την εικόνα, το έξω, κι ό,τι οι θεοί είχανε τάξει της σκιάς. Τα δέντρα, απ’ τις ρίζες και κάτω μονάχα, εξόριστος πια όπως ήμουν από την ήπειρο του φαινομένου, του απλώς και αμέσως καλού. Το χρόνο ποτάμι να βλέπω και μονάχος εγώ να μπορώ, ευτυχία απαίσια περιούσιο άλγος, δυο φορές στα ίδια νερά του να μπω, τα μελλούμενα να ’ ναι από πριν παρελθόντα. Σκοτεινόβιος πορεύτηκα και στους άλλους το φως μου εδάνειζα, και συχνά μ’ αποστρέφονταν. Κι ως τον Άδη κατέβηκα, των θεών και του είναι μου. Και τρομάζω ακόμα να πω ποιος πιο άγριος ήταν.
Παντελής Μπουκάλας «Ο μάντης»