Μανόλης Αναγνωστάκης «Κάθε πρωί…»

Μανόλης Αναγνωστάκης «Κάθε πρωί…»

Κάθε πρωί
Καταργούμε τα όνειρα
Χτίζουμε με περίσκεψη τα λόγια
Τα ρούχα μας είναι μια φωλιά από σίδερο
Κάθε πρωί
Χαιρετάμε τους χτεσινούς φίλους
Οι νύχτες μεγαλώνουν σαν αρμόνικες
–Ήχοι, καημοί, πεθαμένα φιλιά.

(Ασήμαντες
Απαριθμήσεις
–Τίποτα, λέξεις μόνο για τους άλλους.

Μα πού τελειώνει η μοναξιά;)

Αναγνωστάκης, M. (1976). Τα Ποιήματα, Αθήνα: Πλειάς.

Ν. Σπηλιάδη, Αποµνηµονεύµατα (Α΄ 203-213) [Πηγή: Θέµατα Νεότερης και Σύγχρονης Ιστορίας από τις Πηγές, Γ΄ Λυκείου, Αθήνα 1998, σσ. 92-93]

Παρουσιασθείς (σηµ.: ο ∆. Υψηλάντης) εις Ύδραν (σηµ.: το καλοκαίρι του 1821) ως πληρεξούσιος του Γ. επιτρόπου της Αρχής, υποδέχεται και αναγνωρίζεται υπό των προκρίτων· µεταβαίνει εις Σπέτσας και αναγνωρίζεται ωσαύτως· εκείθεν µεταβαίνει εις Άστρος συνωδευµένος µ ε τον επίσκοπον Βρεσθένης, επί τούτω σταλέντα υπό των Πελοποννησίων, όπου, αφ’ ου τον υπεδέχθησαν τα µέλη της Γερουσίας και πολλοί των προκρίτων της Πελοποννήσου και της Στερεάς Ελλάδος και των Νήσων, και των οπλαρχηγών και στρατιωτών, µετέβησαν όλοι εις το εν Βερβένοις στρατόπεδον να συµβουλευθώσι περί των πραγµάτων. Αυτόθι ο Υψηλάντης ανέγνω το έγγραφον, δι’ ου αποκαθίστατο πληρεξούσιος του Γ. επιτρόπου της Αρχής και οι Έλληνες επευφήµησαν… Τότε οι ολιγαρχικοί τον διεφιλονείκησαν το δικαίωµα της επ’ ονόµατι του παραδόσεως του ειρηµένου φρουρίου, τον είπον ότι έπρεπε να παραδοθή εν ονόµατι του έθνους, και τον δίδουσι να εννοήση ότι δεν τον αναγνωρίζουσιν ως τοιούτον οποίος επαρουσιάσθη, και δεν τον παραχωρούσι την εξουσίαν, την οποίαν εν ονόµατι της Αρχής της εταιρείας αντιποιείται. Αυτοί ζητούσι να επικυρώση την Γερουσίαν των, να διευθύνη δε τα πράγµατα, και να κινή τα στρατεύµατα, παρά των συγγενών και των οικείων των διοικούµενα, κατά τας αποφάσεις της Γερουσίας, ήτις έµελλε να ήναι το συµβούλιόν του· προ λίγου µάλιστα εφρόνουν να τον ψηφίσωσι και αυτόν απλούν µέλος, µίαν και µόνην ψήφον έχοντα εις τας αποφάσεις της. Ο δε Υψηλάντης κατά την έννοιαν του τίτλου, πληρεξούσιος του Γ. επιτρόπου, αναπτυχθείσαν υπό του Νεοφύτου Βάµβα, τον οποίον έχει αρχικαγγελλάριον και σύµβουλον, εννοεί να ήναι υπέρτατος άρχων και να διευθύνη τα τε πολιτικά και τα πολεµικά κατά τινάς όρους· να ήναι δε ο πληρεξούσιος αρχιστράτηγος της Ελλάδος και τα στρατεύµατα να εξαρτώνται και να διευθύνωνται απολύτως από αυτόν· θέλει και να διορισθή αντί της Γερουσίας ειδός τι συµβουλίου, να χρησιµεύση ως φροντιστήριον, δια να προµηθεύη τ’ αναγκαία δια τον πόλεµον.

Ν. Σπηλιάδη, Αποµνηµονεύµατα (Α΄ 203-213) [Πηγή: Θέµατα Νεότερης και Σύγχρονης Ιστορίας από τις Πηγές, Γ΄ Λυκείου, Αθήνα 1998, σσ. 92-93]