«Κανείς δεν μπορεί να ανεχτεί για πολύ καιρό να ζει σε μια κοινωνία που δεν την καταλαβαίνει και δεν μπορεί να κάνει τίποτε γι’ αυτήν. Μια κοινωνία, ενδεχομένως, άνετη, στην οποία όμως δεν μπορεί να ζήσει».
Με τη φράση αυτή, ο φιλόσοφος Μαρσέλ Γκοσέ κλείνει τη συνέντευξή του που έδωσε πριν από μερικές εβδομάδες στο περιοδικό «Λε Πουάν», με θέμα την Παιδεία. Η φράση αυτή, όμως, φαίνεται να «καθρεφτίζει» τις σκέψεις και τα συναισθήματα των νέων, που έχουν ξεσηκωθεί το τελευταίο διάστημα στον τόπο μας και διαδηλώνουν στους δρόμους πολλών πόλεων…
Και το σχολείο είναι η πρώτη μικρή κοινωνία στην οποία το παιδί καλείται να ζήσει και να διαχειριστεί τα όποια προβλήματα παρουσιάζονται σε αυτήν.
Κατά τον Γκοσέ, το σχολείο είναι «το εργαστήριο της κοινωνικής ουτοπίας, στο οποίο, όμως, με έναν μη συνειδητό και συλλογικό τρόπο, δεν παρέχουμε τα μέσα για να λειτουργήσει ως θεσμός. Υπονομεύουμε τις συνθήκες για να εκπαιδεύει». Ο ίδιος μιλά για τον όρο «libido sciendi», δηλαδή τη «χαρά τής γνώσης» που χαρακτήριζε άλλοτε τους νέους, οι οποίοι ήθελαν να ανατρέψουν το παραδοσιακό σχολείο με τις πεπαλαιωμένες ιδέες:
«Εχουμε πάψει να πιστεύουμε στον ανθρωπιστικό χαρακτήρα της γνώσης. Από τον 15ο αιώνα, ο νέος ανθρωπισμός θεμελιώθηκε στην ιδέα πως η αξία του ανθρώπου κατοχυρώνεται μέσα από τη γνώση. Για να γίνεις ένα ολοκληρωμένο άτομο, να έχεις πρόσβαση στη σοφία και στην οργανωμένη χρήση της σκέψης σου, χρειάζεσαι καλλιέργεια, όχι όμως μόνο με τη συσσώρευση γνώσεων, αλλά και με την κατάκτηση της έννοιας τού πολίτη. Οι ουμανιστές αποδίδουν πολύ μεγάλη σημασία στους τρόπους, στα ήθη. Ομως, διαπιστώνουμε τον κλινικό “θάνατο” της δυτικής παράδοσης, που κατέρρευσε από τα χτυπήματα του ατομικισμού, με τη νέα αποδοχή αυτού του όρου: δηλαδή, την πίστη ότι σε εμάς τους ανθρώπους, με τη γέννησή μας, δίνεται αυτόματα και η έννοια τού ανθρωπισμού και πιστεύουμε πως δεν χρειάζεται να την κατακτήσουμε. Γεννιόμαστε άτομα – η γνώση μάς εμπλουτίζει, αλλά δεν αλλάζει τίποτε από τον ανθρωπισμό μας.
Ενα δεύτερο φαινόμενο είναι αυτό που συμβαίνει στην κοινωνία και στην εικόνα που έχει για τη γνώση: βρισκόμαστε κάτω από την επίδραση μιας απογοήτευσης για την επιστήμη. Είναι το τέλος του μεγάλου επαναστατικού ονείρου, σύμφωνα με το οποίο ο άνθρωπος έχει τον έλεγχο της μοίρας του. Η επιστήμη μάς επέτρεπε να πάρουμε στα χέρια μας αυτό που μας είχε ξεφύγει έως τότε, για να φτιάξουμε μια πιο δίκαιη κοινωνία. Η επιστήμη παραμένει χρήσιμη, αλλά δεν μας υπόσχεται πλέον αυτή τη διαύγεια με την οποία απέσπασε το μονοπώλιο της Εκκλησίας. Ηταν χειραφετική, αλλά δεν είναι πια. Σήμερα, όχι μόνον είναι ενοχλητική, αλλά και επικίνδυνη: όλοι αυτοί, με τις οργανώσεις τους για τα γενετικά τροποποιημένα προϊόντα και τα πυρηνικά εργοστάσια, δεν μας υπόσχονται παρά μόνον απογοητευτικές ημέρες.
Το τρίτο φαινόμενο -ακόμη πιο μυστηριώδες, αλλά αποφασιστικό για τα παιδιά- είναι η εξέλιξη του καθεστώτος της γνώσης. Ο,τι ήταν απολύτως εσωτερικό, πέρασε προς τα έξω. Το να έχεις γνώσεις σήμαινε να αποκτήσεις κάποια προσόντα, οργανώνοντας συγχρόνως το πνεύμα σου. Ο σοφός διέθετε ένα εσωτερικευμένο κεφάλαιο που τον καθιστούσε ξεχωριστό. “Μυαλωμένο άνθρωπο”, τον λέγαμε παλιά. Σήμερα, λέμε πως έχει χάσει το μυαλό του. Οι νέες τεχνολογίες πληροφορικής και επικοινωνιών δείχνουν πως η γνώση συνδέεται με ένα τεχνολογικό περιβάλλον, από το οποίο πρέπει μόνο να γνωρίζουμε την είσοδο και τις οδηγίες χρήσης. Το παιδί δεν ενδιαφέρεται να καταλάβει τις λειτουργίες που μια μηχανή εκτελεί πολύ καλά. Αυτή η εξωτερίκευση της γνώσης άλλαξε την επιθυμία για γνώση του παιδιού. Εξ ου και η αμφισημία του Ιντερνετ: οι γονείς δεν καταλαβαίνουν γιατί τα παιδιά τους περνούν ώρες μπροστά στον υπολογιστή, χωρίς να μαθαίνουν τίποτε. Η απάντηση είναι απλή: γιατί δεν ψάχνουν να βρουν γνώσεις».
Τι είδους ανθρώπους, όμως, διαμορφώνει μια κοινωνία που αντιμετωπίζει τη γνώση με αυτόν τον τρόπο; Μήπως βαρβάρους;
«Ο όρος “βάρβαρος” έχει κάτι το παραπλανητικό, γιατί αναφέρεται σε ένα άγριο παρελθόν που δεν έχει καμία σχέση με όσα συμβαίνουν σήμερα. Εχουμε να κάνουμε όμως με ανθρώπους που έχουν περάσει δεκαπέντε και είκοσι χρόνια σε εκπαιδευτικά ιδρύματα. Αυτό αφήνει ίχνη, παρ’ όλο που δεν είναι αυτά που θα επιθυμούσαμε. Εχουν διδαχτεί τις κοινωνικές αξίες, όχι αναγκαστικά από το σχολείο ή την οικογένεια, αλλά από φίλους, αυτό που οι κοινωνιολόγοι ονομάζουν με στόμφο “ομάδες ομοίων”. Η παρέα είναι ένας ουσιαστικός εκπαιδευτικός θεσμός. Οπως και να έχει, για να ξέρει κανείς, παραδείγματος χάριν, πως η Adidas είναι καλύτερη μάρκα από τη Nike, πρέπει να διαθέτει έναν εκλεπτυσμένο πολιτισμικό κώδικα. Οπως λένε οι παιδαγωγοί: “Γνωρίζουν άλλα πράγματα”. Δεν είναι βάρβαροι. Ολα αυτά σκιαγραφούν μια ανείπωτη εικόνα μιας κοινωνίας γνώσης, που δεν αγαπά τη γνώση. Δεν πρέπει να συγχέουμε: το σχολείο είναι σοβαρή υπόθεση – το κοινωνικό μέλλον των ατόμων, περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη φορά, εκεί αποφασίζεται. Αλλά αυτή η κοινωνία της γνώσης είναι μια κοινωνία εντελώς ανίκανη να καταλάβει τον ίδιο της τον εαυτό, και τα άτομα βρίσκονται σε μεγάλη δυσκολία να τοποθετηθούν στον κόσμο όπου βρίσκονται.
Το σχολείο -και για αυτόν ακριβώς τον λόγο είχε πάρει τόση αξία από την κοινωνία- ήταν ο τόπος όπου μαθαίναμε να ζούμε ως κοινότητα με έναν λογικό τρόπο -με άλλα λόγια, μαθαίναμε να αντιδρούμε στις δυσκολίες, αλλά με την προοπτική ότι όλα όσα θα μάθουμε θα μπορούν να γίνουν κατανοητά με τη λογική. Μαθαίναμε να διαχειριζόμαστε διανοητικά τα πράγματα, ώστε να συμμετάσχουμε συνειδητά σε μια συλλογική ζωή. Ωστόσο, σήμερα, στόχος δεν είναι να ζήσουμε ενταγμένοι σε μια κοινωνία, αλλά να είμαστε ο εαυτός μας. Βεβαίως, στο σχολείο μαθαίνουμε τους κανόνες της κοινωνικής ζωής. Ωστόσο, αν εν τω μεταξύ θέλουμε να μεταρρυθμίσουμε στην πράξη το σχολείο, πρέπει να αρχίσουμε από την αυλή του, όπου τα παιδιά έρχονται σε επαφή με τη βία και την αλητεία. Ομως, πάνω από όλα, στο σχολείο θα πρέπει να καλλιεργήσουμε τις ξεχωριστές ικανότητες κάθε παιδιού. Η οικειοποίηση του συλλογικού έπαψε να είναι ο ορίζοντας του σχολείου».
Θα πρέπει να αποχαιρετήσουμε τις ιδέες του Διαφωτισμού;
«Βρισκόμαστε απέναντι σε νέα προβλήματα, τα οποία όμως μπορούν να αντιμετωπιστούν, τα οποία πρέπει να κατανοήσουμε πέρα από την όποια νοσταλγία. Ας σταματήσουμε να ζητούμε από το σχολείο να λύσει με παιδαγωγικά μέσα, προβλήματα που το ξεπερνούν. Για αρχή, μπορούμε να αποδεχτούμε πως ο ανθρωπισμός μας δεν μας παρέχεται αυτόματα· πρέπει να τον δημιουργήσουμε εμείς. Στη συνέχεια, ας γνωρίζουμε πως πρέπει να ξανασκεφτούμε από την αρχή σε τι χρησιμεύει η γνώση για τον εξανθρωπισμό. Τέλος, ας γνωρίζουμε πως δεν θα υπακούσουμε ποτέ πια στην παράδοση. Μόνον όταν δεν ξέρουμε από ποια Ιστορία προερχόμαστε, δεν ξέρουμε ποιοι είμαστε. Είναι η αρχή του τεράστιου προβλήματος της ταυτότητας, που αντιμετωπίζουν οι νέοι σήμερα. Για τους περισσότερους από αυτούς, ό,τι έχει συμβεί πριν από το 1950 είναι μια τεράστια “μαύρη τρύπα” με δεινόσαυρους, ναζιστές και άντρες που έδερναν τις γυναίκες τους. Πρέπει να ανταποκριθούμε σε αυτήν την ανάγκη εγγραφής στην Ιστορία». ****
Της ΒΙΚΗΣ ΤΣΙΩΡΟΥ, Ελευθεροτυπία
*** για να συμπληρώσω με όσα αναφέρονται και να παραπέμψω στην ανάρτηση της Terra Computerata
“Το μάθημα της Ιστορίας είναι ίσως το σπουδαιότερο από τα σχολικά μαθήματα. Η ιστορική γνώση φέρνει την ιστορική μνήμη, και η ιστορική μνήμη είναι προϋπόθεση για την ανάπτυξη εθνικής συνείδησης, κοινωνικής ταυτότητας και πολιτικής ενεργοποίησης των μαθητών.”
Αφήστε μια απάντηση