Μη Βίαιη Επικοινωνία
Η Μη Βίαιη Επικοινωνία είναι μια διαδικασία επικοινωνίας που αναπτύχθηκε από τον Marshall Rosenberg. Ο Rosenberg ξεκίνησε να τη διαμορφώνει στη δεκαετία του ’60 και στη συνέχεια η διαδικασία πέρασε από σημαντικά εξελικτικά στάδια, ενώ συνεχίζει να εξελίσσεται μέχρι σήμερα. Η Μη Βίαιη Επικοινωνία εστιάζει προς τρεις κατευθύνσεις:
- Την ενσυναίσθηση προς τον εαυτό μας, που αφορά την επίγνωση της εσωτερικής μας εμπειρίας και την συμπόνια προς τον εαυτό μας (ο όρος «συμπόνια» χρησιμοποιείται κατ’ αντιστοιχία του αγγλικού «compassion» και δεν συνδέεται με τον οίκτο ή τη λύπηση, αλλά αναφέρεται στην έμφυτη ικανότητά μας να προσφέρουμε από καρδιάς στους άλλους)
- Την ενσυναίσθηση προς τους άλλους, που αφορά το να ακούμε κάποιον άλλο άνθρωπο με παρουσία και ανθρωπιά
- Την ειλικρινή έκφραση, δηλαδή το να εκφραζόμαστε αυθεντικά, με έναν τρόπο που εμπνέει τους άλλους να μας ακούσουν με ανθρωπιά.
H διεθνής ονομασία είναι Nonviolent Communication και το αντίστοιχο ακρωνύμιο NVC, ενώ αποκαλείται επίσης Compassionate Communication.
Η Μη Βίαιη Επικοινωνία βασίζεται στην ιδέα ότι όλοι οι άνθρωποι είναι ικανοί να ζουν βιώνοντας την ανθρωπιά και ότι ο λόγος που κάποιες φορές καταφεύγουν στη βία ή σε συμπεριφορές που βλάπτουν τους άλλους είναι ότι δεν γνωρίζουν άλλες, πιο αποτελεσματικές στρατηγικές για να καλύψουν τις ανάγκες τους. Μάλιστα, υπάρχει ένας συγκεκριμένος τρόπος σκέψης και ομιλίας τον οποίο μαθαίνουμε στην κουλτούρα μας, που μας οδηγεί στη βία (τόσο την ψυχολογική όσο και τη σωματική).
Η Μη Βίαιη Επικοινωνία θεωρεί ότι όλες οι ανθρώπινες συμπεριφορές προέρχονται από την προσπάθεια των ανθρώπων να καλύψουν τις ανάγκες τους. Οι ανάγκες αυτές είναι κοινές για όλους τους ανθρώπους και ποτέ δεν συγκρούονται μεταξύ τους. Οι συγκρούσεις προέρχονται από την ασυμβατότητα ανάμεσα στις διάφορες στρατηγικές που επιλέγουν οι άνθρωποι για να καλύψουν αυτές τις ανάγκες. Η Μη Βίαιη Επικοινωνία υποστηρίζει ότι, αν οι άνθρωποι προσδιορίσουν τις ανάγκες τους, τις ανάγκες των άλλων και τα αισθήματα που σχετίζονται με αυτές τις ανάγκες, τότε είναι δυνατό να επέλθει αρμονία
H Μη Βίαιη Επικοινωνία διδάσκεται ως μία διαδικασία επικοινωνίας που έχει σχεδιαστεί για να συμβάλει στην ενσυναισθητική επαφή μεταξύ των ανθρώπων, αλλά παράλληλα θεωρείται από πολλούς ότι αποτελεί πνευματική πρακτική, σύνολο αξιών, τεχνική διαπαιδαγώγησης, εκπαιδευτική μέθοδος και κοσμοθεωρία.
Εφαρμογές
Η Μη Βίαιη Επικοινωνία έχει εφαρμοστεί σε ποικίλους χώρους και κοινωνικά πεδία, όπως για παράδειγμα σε οργανισμούς και επιχειρήσεις, στην εκπαίδευση[5][6][7][8], στην ανατροφή των παιδιών[9][10][11], στη διαμεσολάβηση[12], στην ψυχοθεραπεία[13], στη θεραπευτική[14], στην αντιμετώπιση διατροφικών διαταραχών[15], σε φυλακές[16][17][18], ως βάση για ένα παιδικό βιβλίο[19], καθώς και σε άλλες περιπτώσεις.
Ο Rosenberg έχει εφαρμόσει τη Μη Βίαιη Επικοινωνία στο πλαίσιο πολλών ειρηνευτικών προγραμμάτων σε πολεμικές ζώνες όπως στη Ρουάντα, το Μπουρούντι, τη Νιγηρία, τη Μαλαισία, την Ινδονησία, τη Σρι Λάνκα, την Κολομβία, τη Σερβία, την Κροατία, την Ιρλανδία και τη Μέση Ανατολή, περιλαμβανομένων των κατεχόμενων παλαιστινιακών εδαφών[20].
Ιστορία
Η Μη Βίαιη Επικοινωνία προέκυψε από τη συνεργασία του Rosenberg με ακτιβιστές πολιτικών δικαιωμάτων στα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του ’60. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου μεσολάβησε ανάμεσα σε εξεγερμένους σπουδαστές και τις διοικήσεις των κολεγίων τους και εργάστηκε για την επίτευξη ειρήνης σε δημόσια σχολεία που βρίσκονταν σε γκετοποιημένες περιοχές. Η επιθυμία του Rosenberg να μεταδώσει ειρηνευτικές δεξιότητες και σε άλλους ανθρώπους οδήγησε στη δημιουργία εκπαιδευτικών προγραμμάτων πάνω στη διαδικασία.[21]
Σύμφωνα με τη Marion Little, τα θεμέλια της Μη Βίαιη Επικοινωνίας αναπτύχθηκαν στα τέλη της δεκαετίας του ’60 όταν ο Rosenberg ασχολούνταν με την ενσωμάτωση των διαφόρων φυλετικών ομάδων σε σχολεία και οργανισμούς των νοτίων ΗΠΑ. Η πρώτη μορφή του μοντέλου (που περιελάμβανε τις Παρατηρήσεις, τα Αισθήματα και τα Προσανατολισμένα προς την πράξη «Θέλω») περιγράφεται σε ένα εγχειρίδιο που έγραψε ο Rosenberg το 1972. Εώς το 1992 το μοντέλο είχε εξελιχθεί στη σημερινή του μορφή (παρατηρήσεις, αισθήματα, ανάγκες και αιτήματα). Ο διάλογος ανάμεσα στον Rosenberg και στους συνεργάτες και εκπαιδευτές της Μη Βίαιης Επικοινωνίας εξακολουθεί να προκαλεί αλλαγές στο μοντέλο, το οποίο στο τέλος της δεκαετίας του 2000 εστίασε περισσότερο στην ενσυναίσθηση προς τον εαυτό ως κλειδί για την αποτελεσματικότητά του. Άλλη μια αλλαγή στο μοντέλο που συνέβη μετά το 2000 είναι η αναφορά σε αυτό ως «διαδικασία». Έκτοτε, εστιάζει λιγότερο στα ίδια τα «βήματα» και περισσότερο στις προθέσεις που έχει κάποιος που την εφαρμόζει όταν μιλάει («Ποια είναι η πρόθεσή μας; Να καταφέρουμε τους άλλους να κάνουν αυτό που θέλουμε ή να δημιουργήσουμε ουσιώδεις σχέσεις και αμοιβαία ικανοποίηση;») και όταν ακούει («Ποια είναι η πρόθεσή μας; Να προετοιμαστούμε για να απαντήσουμε σε αυτό που ακούμε ή να δώσουμε την προσοχή μας στο άλλο άτομο με ανοιχτή καρδιά και σεβασμό;»), καθώς επίσης και στην ποιότητα της επαφής μας με τους άλλους[22].
Η συνεργασία του Rosenberg με τον Carl Rogers στην έρευνα για τα στοιχεία μιας θετικής διαπροσωπικής σχέσης ήταν, σύμφωνα με την Little, καθοριστική για την ανάπτυξη της Μη Βίαιης Επικοινωνίας. Ο Rogers έδινε έμφαση: 1) στη βιωματική μάθηση, 2) στην ειλικρίνεια σχετικά με τη συναισθηματική μας κατάσταση, 3) στην ευχαρίστηση του να ακούς κάποιον άλλο με ουσιαστικό γι’ αυτόν τρόπο, 4) στη «δημιουργική, ενεργητική, ευαίσθητη, ακριβή, ενσυναισθητική ακρόαση» που είναι μια εμπειρία που μας ενθαρρύνει και εμπλουτίζει τη ζωή μας, 5) στη «συνέπεια ανάμεσα στην εσωτερική μας εμπειρία, τη συνειδητότητά μας, και την επικοινωνία μας», και ως αποτέλεσμα 6) στην ζωογόνο εμπειρία του να εισπράττουμε αγάπη και εκτίμηση χωρίς όρους και να προσφέρουμε κι εμείς τα αντίστοιχα[22].
Έχοντας επηρεαστεί από τους Erich Fromm, George Albee και George Miller, o Rosenberg επέλεξε να εργαστεί εστιάζοντας στην κοινότητα και αποφεύγοντας την κλινική πρακτική της ψυχολογίας. Οι κύριες ιδέες που οδήγησαν τον Rosenberg να κάνει αυτή τη μεταβολή ήταν ότι: 1) η ατομική ψυχική υγεία εξαρτάται από την κοινωνική διάρθωση της κοινότητας (Fromm), 2) οι ψυχοθεραπευτές από μόνοι τους δεν είναι ικανοί να καλύψουν τις ψυχολογικές ανάγκες μιας κοινότητας (Albee), 3) η γνώση για την ανθρώπινη συμπεριφορά θα αυξηθεί αν η ψυχολογία προσφερθεί ελεύθερα στην κοινότητα (MIller).[22]
Η πρώιμη εργασία του Rosenberg με παιδιά που είχαν μαθησιακές δυσκολίες θεωρείται ότι αποτελεί δείγμα του ενδιαφέροντός του για την ψυχογλωσσολογία και τη δύναμη της γλώσσας, καθώς επίσης και της έμφασης που έδινε στη συνεργασία. Στην αρχή της ανάπτυξής του το μοντέλο της Μη Βίαιης Επικοινωνίας αναδόμησε τη σχέση δασκάλου-μαθητή για να δώσει στους μαθητές περισσότερη ευθύνη αλλά και μεγαλύτερη δυνατότητα λήψης αποφάσεων για την εκπαίδευσή τους. Το μοντέλο εξελίχθηκε με τα χρόνια ώστε να συμπεριλάβει σχέσεις εξουσίας σε ιδρύματα και οργανισμούς (όπως αστυνομίας-πολιτών, εργοδοτών-εργαζομένων), καθώς και άτυπες σχέσεις (άντρα-γυναίκας, πλουσίων-φτωχών, ενηλίκων-ανηλίκων, γονέων-παιδιών). Ο απώτερος σκοπός είναι η ανάπτυξη κοινωνικών σχέσεων που βασίζονται σε ένα μοντέλο αποκατάστασης, συνεργασίας και αμοιβαίου σεβασμού και όχι σε ένα μοντέλο ποινικοποίησης και κυριαρχίας που στηρίζεται στο φόβο[22].
Ο Rosenberg αναφέρει ότι ο Mahatma Gandhi αποτέλεσε έμπνευση για το μοντέλο της Mη Βίαιης Επικοινωνίας. Ο στόχος του Rosenberg ήταν να αναπτύξει μια πρακτική διαδικασία επικοινωνίας βασισμένη στη φιλοσοφία του Mahatma Gandhi περί «αβλάβειας» («ahimsa»), η οποία μεταφράζεται ως “η αγάπη που μας πλημμυρίζει όταν όλη η κακή πρόθεση, ο θυμός και το μίσος έχουν φύγει από την καρδιά μας”.[22]
Η θεωρία της Μη Βίαιη Επικοινωνίας
Σύνοψη
Η Μη Βίαιη Επικοινωνία υποστηρίζει ότι οι περισσότερες συγκρουσεις ανάμεσα σε άτομα ή ομάδες προκύπτουν από την ελλειπή επικοινωνία σχετικά με τις ανθρώπινες ανάγκες εξαιτίας μια χειριστικής γλώσσας που αποσκοπεί στο να προκαλέσει φόβο, ενοχή, ντροπή κλπ. Όταν αυτοί οι «βίαιοι» τρόποι επικοινωνίας χρησιμοποιούνται μέσα σε μία διαμάχη, δεν βοηθούν τους εμπλεκόμενους να ξεκαθαρίσουν τις ανάγκες, τα αισθήματα, όσα αντιλαμβάνονται και όσα ζητούν, με αποτέλεσμα να διαιωνίζεται η σύγκρουση.
Τα τέσσερα στοιχεία
Η Μη Βίαιη Επικοινωνία προσκαλεί όσους θέλουν να την εφαρμόσουν να εστιάσουν στα εξής τέσσερα στοιχεία:
- Παρατήρηση. Πρόκειται για την παράθεση μόνο των γεγονότων (δηλαδή ό,τι βλέπουμε, ακούμε ή αγγίζουμε), ανεξάρτητα από την αξιολόγηση που κάνουμε γι’ αυτά ως προς το νόημα και τη σημασία τους. Η Μη Βίαιη Επικοινωνία υποστηρίζει ότι «Όταν μπερδεύουμε την παρατήρηση ενός γεγονότος με δικές μας αξιολογήσεις, οι άλλοι έχουν την τάση να ακούν κριτική στα λόγια μας και να αντιστέκονται σε αυτό που λέμε». Αυτό που προτείνει είναι να κάνουμε παρατηρήσεις συγκεκριμένες ως προς το χρόνο και τις συνθήκες.([23] ch.3)
- Αισθήματα. Είναι τα συναισθήματα ή οι σωματικές αισθήσεις, που είναι ανεξάρτητα από σκέψεις και σενάρια. Είναι απαραίτητο να γίνει διαχωρισμός ανάμεσα στα αισθήματα και σε διάφορες σκέψεις μας (του τύπου «αισθάνομαι ότι δεν είναι δίκαιο») ή εκφράσεις που στην καθομιλουμένη αναφέρονται στο πώς βλέπουμε τον εαυτό μας (πχ «αισθάνομαι ανεπαρκής»), στο πώς μας βλέπουν οι άλλοι (πχ «αισθάνομαι ασήμαντος») ή στο τι πιστεύουμε ότι μας κάνουν οι άλλοι (πχ «αισθάνομαι παραμελημένος») . Τα αισθήματα δείχνουν το πώς βιώνουμε τις ανάγκες μας σε μία δεδομένη στιγμή, δηλαδή το αν καλύπτονται ή δεν καλύπτονται. Η επίγνωση των αισθημάτων μάς βοηθάει να έρθουμε σε επαφή και να επικοινωνήσουμε βαθύτερα με τους άλλους. Επίσης, «μέσα από την έκφραση των αισθημάτων μας επιτρέπουμε στον εαυτό μας να δείξει την ευάλωτη πλευρά του και αυτό μπορεί να βοηθήσει στην επίλυση μιας διαμάχης»([23] ch.4)
- Ανάγκες. Είναι οι πανανθρώπινες ανάγκες, οι οποίες είναι σημαντικό να διαχωριστούν από τις διάφορες επιμέρους στρατηγικές που επιλέγουμε για να καλύψουμε αυτές τις ανάγκες. Η Μη Βίαιη Επικοινωνία υποστηρίζει ότι «Οτιδήποτε κάνουμε, το κάνουμε για να καλύψουμε τις ανάγκες μας»[24]
- Αιτήματα. Είναι αιτήματα για συγκεκριμένες πράξεις, χωρίς απαιτήσεις. Τα αιτήματα διαχωρίζονται από τις απαιτήσεις στο γεγονός ότι κάποιος είναι ανοιχτός να ακούσει «όχι» χωρίς αυτό να σημαίνει ότι θα επιχειρήσει να επιβάλει την άποψή του. Αν κάποιος διατυπώσει ένα αίτημα και εισπράξει «όχι» από την άλλη πλευρά καλείται όχι να τα παρατήσει, αλλά να συνεχίσει την επικοινωνία, αφού πρώτα αφουγκραστεί τι είναι αυτό που εμποδίζει το άλλο άτομο να πει «ναι». Τα αιτήματα χρειάζεται να διατυπώνονται σε ξεκάθαρη, θετική και συγκεκριμένη γλώσσα δράσης.([23] ch.6)
Κατευθύνσεις
Υπάρχουν τρεις κύριες κατευθύνσεις στην εφαρμογή της Μη Βίαιης Επικοινωνίας:
- Η Ενσυναίσθηση προς τον εαυτό μας. Πρόκειται για την επαφή με ό,τι συμβαίνει μέσα μας. Παρατηρούμε τις σκέψεις και τις κρίσεις που κάνουμε καθώς και τα συναισθήματά μας χωρίς να τα κατηγορούμε και, κυρίως, αποκτούμε επαφή με τις ανάγκες που μας κινητοποιούν.([24] ch.4)
- Η Ενσυναισθητική Ακρόαση. Σημαίνει «να αποκτούμε επαφή με τη ζωή μέσα στον άλλο άνθρωπο και με το τι θα ομόρφαινε τη ζωή του… Δεν είναι η εγκεφαλική κατανόηση όπου αντιλαμβανόμαστε απλά διανοητικά τι λέει το άλλο άτομο… Η ενσυναισθητική επαφή είναι η κατανόηση της καρδιάς, μέσα από την οποία βλέπουμε την ομορφιά του άλλου ανθρώπου, τη θεϊκή ενέργεια και τη ζωή μέσα του… Δεν σημαίνει ότι έχουμε τα ίδια συναισθήματα με το άλλο άτομο. Δεν σημαίνει ότι “συμπάσχουμε”, δηλαδή ότι λυπόμαστε που το άλλο άτομο έχει αναστατωθεί. Σημαίνει ότι είμαστε μαζί με το άλλο άτομο. Όταν προσπαθούμε να κατανοήσουμε διανοητικά το άλλο άτομο, δεν είμαστε παρόντες μαζί του»([24] ch.5). Η ενσυναίσθηση μάς ζητά «να αδειάζουμε το μυαλό μας και να ακούμε με όλη μας την ύπαρξη». Με όποιον τρόπο κι αν εκφράζεται ο άλλος, η Μη Βίαιη Επικοινωνία προτείνει εμείς να εστιάζουμε στις υποκείμενες παρατηρήσεις, αισθήματα, ανάγκες και αιτήματά του. Μάλιστα, θεωρεί ότι είναι χρήσιμο να αναδιατυπώνουμε αυτά που λένε οι άλλοι, ώστε να διαφωτίσουμε τα στοιχεία της Μη Βίαιης Επικοινωνίας που ενυπάρχουν στα λόγια τους, όπω,ς για παράδειγμα, τα αισθήματα και τις ανάγκες που υποθέτουμε ότι θέλουν να εκφράσουν([23] ch.7).
- Η Ειλικρινής έκφραση. Σύμφωνα με τη Μη Βίαιη Επικοινωνία, πρόκειται για την έκφραση της παρατήρησης, του συναισθήματος, της ανάγκης και του αιτήματος. Μια παρατήρηση μπορεί να παραληφθεί αν εννοείται από τα συμφραζόμενα. Το αίσθημα μπορεί επίσης να παραληφθεί αν οι δύο πλευρές έχουν αποκτήσει ουσιαστική επαφή ή οι συνθήκες είναι τέτοιες που η αναφορά του αισθήματος δεν φαίνεται ότι θα συνεισφέρει στη βαθύτερη επικοινωνία μεταξύ των δύο πλευρών. Υποστηρίζεται ότι όταν αναφερόμαστε σε μια ανάγκη και τη συνδέουμε με ένα αίσθημα, τότε μειώνονται οι πιθανότητες οι άλλοι να θεωρήσουν ότι απαιτούμε από αυτούς να καλύψουν την ανάγκη μας. Τα στοιχεία αυτά (δηλαδή η παρατήρηση, το αίσθημα, η ανάγκη και το αίτημα) πιστεύεται ότι δρουν με συνέργεια μεταξύ τους. Σύμφωνα με τον εκπαιδευτή Bob Wentworth, «η παρατήρηση θέτει το πλαίσιο, τα αισθήματα υποστηρίζουν την επαφή με το άλλο άτομο, καθώς και να βγούμε από το κεφάλι μας, οι ανάγκες υποστηρίζουν την επαφή και προσδιορίζουν τι είναι αυτό που έχει σημασία και το αίτημα ξεκαθαρίζει τι είδους ανταπόκριση θα θέλαμε από τον άλλο. Όταν εκφράζουμε αυτά τα στοιχεία μαζί, τότε μειώνεται η πιθανότητα ο άλλος να χαθεί στην προσπάθειά του να υποθέσει τι θέλουμε και γιατί».[25]
Βλέπε το άρθρο εδώ.