ΓΥΜΝΑΣΙΟ ΚΟΡΗΣΟΥ
25 Απρ 2014

Κλέφτικο, Του Βασίλη Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας Β΄ Γυμνασίου σελ. 75

Συντάκτης: Αρετή Κάρκου | Κάτω από: Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας Β' Γυμνασίου

images (2)

Κλέφτικο

Του Βασίλη

Το ηλεκτρονικό βιβλίο

«Βασίλη, κάτσε φρόνιμα, να γένεις νοικοκύρης,
για ν’ αποχτήσεις πρόβατα, ζευγάρια κι αγελάδες,
χωριά κι αμπελοχώραφα, κοπέλια* να δουλεύουν.
– Μάνα μου εγώ δεν κάθομαι να γίνω νοικοκύρης,
να κάμω αμπελοχώραφα, κοπέλια να δουλεύουν,
και να ‘μαι σκλάβος των Τουρκών, κοπέλι στους γερόντους.*
Φέρε μου τ’ αλαφρό σπαθί και το βαρύ τουφέκι,
να πεταχτώ σαν το πουλί ψηλά στα κορφοβούνια,
να πάρω δίπλα τα βουνά, να περπατήσω λόγγους,*
να βρω λημέρια* των κλεφτών, γιατάκια* καπετάνων•
και να σουρίξω* κλέφτικα, να σμίξω τους συντρόφους,
που πολεμούν με την Τουρκιά και με τους Αρβανίτες».

Πουρνό* φιλεί τη μάνα του, πουρνό ξεπροβοδιέται.
«Γεια σας βουνά με τους γκρεμνούς, λαγκάδια με τις πάχνες!
– Καλώς το τ’ άξιο το παιδί και τ’ άξιο παλικάρι».

Ν.Γ. Πολίτη, Δημοτικά τραγούδια, Γράμματα

Ανάλυση εδώ

Παράλληλα ποιήματα:

Ιωάννης Γρυπάρης “Εστιάδες”

Βαθιά άκραχτα μεσάνυχτα, τρισκότεινοι ουρανοί
πάν’ απ’ την πολιτεία την κοιμισμένη·
κι άξαφνα σέρνει του Κακού το Πνεύμα μια φωνή,
τρόμου φωνή – κι όλοι πετιούνται αλαλιασμένοι.

«Έσβησε η άσβηστη φωτιά!» κι όλοι δρομούν φορά
τυφλοί μέσα στη νύχτα να προφτάσουν,
όχι μ’ ελπίδα πως μπορεί να ‘ν ψεύτρα η συμφορά,
παρά να δουν τα μάτια τους και τη χορτάσουν.

Θαρρείς νεκροί κι απάριασαν τα μνήματ’ αραχνά,
σύγκαιρα ορθοί για τη στερνή την κρίση,
κι ενώ οι ανέγνωμοι σπαρνούν μες σε κακό βραχνά,
μην τύχει τρέμουνε κανείς και τους ξυπνήσει.

Μ’ ένα πνιχτό μονόχνωτο αναφιλητό σκυφτοί
προς της Εστίας το Ναό τραβούνε,
και μπρος στην Πύλη διάπλατα τη χάλκινη ανοιχτή
ένα τα μύρια γίνουνται μάτια να ιδούνε.

Και βλέπουν: με της γνώριμης αρχαίας των αρετής
το σχήμα τ’ ανωφέλευτο ντυμένες,
στον προδομένο το Βωμόν εμπρός γονυπετείς
τις Εστιάδες, τις σεμνές, μα κολασμένες.

Το κρίμα τους εστάθηκε μια άβουλη αναμελιά
κι αραθυμιά -σαν της δικής μας νιότης!
μα η Άγια Φωτιά, μια πόσβησε, δεν την ανάβει πλια
ανθρώπινο προσάναμμα ή πυροδότης.

Κι όσο κι αν με τις φούχτες των σκορπίζουν στα μαλλιά
με συντριβή και με ταπεινοσύνη,
του κάκου! στη χλια χόβολη και μες στη στάχτη πλια
σπίθας ιδέα ούδ’ έλπιση δεν έχει μείνει.

Κι είναι γραμμένη του χαμού η Πολιτεία· εχτός
αν, πρι ο καινούριος ο ήλιος ανατείλει,
κάμει το θάμα του ο ουρανός, και στ’ άωρα της νυχτός
μακρόθυμος τον κεραυνό του κάτω στείλει.

Κι αν είν’ και πέσει απάνω τους, ας πέσει! όπως ζητά
το δίκιο κι οι Παρθένες το ζητούνε,
που ιδού τις με τα χέρια τους στα ουράνια σηκωτά
και την ψυχή στα μάτια τους τον προσκαλούνε.
Τάχα το θάμα κι έγινε; Πες μου το να σ’ το πω,
γνώμη άβουλη, γνώμη άδικη μιας νιότης
σαν τη δικιά μας, πόσβησεν έτσι χωρίς σκοπό
κι ακόμα ζει και ζένεται – με το σκοπό της!

Τάκης Σινόπουλος «Ο καιόμενος»
Κοιτάχτε! μπήκε στη φωτιά! είπε ένας απ’ το πλήθος.
Γυρίσαμε τα μάτια γρήγορα. Ήταν
στ’ αλήθεια αυτός που απόστρεψε το πρόσωπο, όταν του
μιλήσαμε. Και τώρα καίγεται. Μα δε φωνάζει βοήθεια.
Διστάζω. Λέω να πάω εκεί. Να τον αγγίξω με το χέρι μου.
Είμαι από τη φύση μου φτιαγμένος να παραξενεύομαι.
Ποιος είναι τούτος που αναλίσκεται περήφανος;
Το σώμα του το ανθρώπινο δεν τον πονά;
Η χώρα εδώ είναι σκοτεινή. Και δύσκολη. Φοβάμαι.
Ξένη φωτιά μην την ανακατεύεις, μου είπαν.
Όμως εκείνος καίγονταν μονάχος. Καταμόναχος.
Κι όσο αφανίζονταν τόσο άστραφτε το πρόσωπο.
Γινόταν ήλιος.
Στην εποχή μας όπως και σε περασμένες εποχές
άλλοι είναι μέσα στη φωτιά κι άλλοι χειροκροτούνε.
Ο ποιητής μοιράζεται στα δυο.

Άρης Αλεξάνδρου”Μέσα στις πέτρες”

Κι όμως δεν αυτοκτόνησα.
Είδατε ποτέ κανέναν έλατο να κατεβαίνει μοναχός του στο πριονιστήριο;
Η θέση μας είναι μέσα δω σ’ αυτό το δάσος
με τα κλαδιά κομμένα μισοκαμένους τους κορμούς
με τις ρίζες σφηνωμένες μες στις πέτρες.

Δείτε το στο slideshare.net

Μια ακόμη σύγκριση των ποιημάτων slideboom εδώ

Και κάποια χαρακτηριστικά κλέφτικα:

Τα σχόλια είναι κλειστά.