Απόσπασμα από την ομιλία της Α.Θ.Π του Οικουμενικού Πατριάρχου κ.κ Βαρθολομαίου Α΄, κατά την τελετή της ανακηρύξεώς του σε Επίτιμο Διδάκτορα στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου. (27-10-1994) (Εκκλησιαστική αλήθεια 16-12-1994 σελ 3).

Κάθε σύνδεση των σημερινών οικολογικών αιτημάτων προστασίας του περιβάλλοντος με θεολογικές προϋποθέσεις, μοιάζει με προσπάθεια παράδοξη και εκκεντρική. Η οικολογία αντιπροσωπεύει στις συνειδήσεις, επιδιώξεις πρακτικής και χρηστικής στρατηγικής. Αντιθέτως η θεολογία και η θεολογική κοσμολογία, και μόνον ως λεκτικοί όροι συνδέονται αυτονόητα για τους πολλούς με αφηρημένες θεωρητικές αναζητήσεις. Παραπέμπουν σε συνειρμούς δογμάτων και ιδεολογημάτων, ασχέτων με την πρακτική της ζωής και με τα προβλήματά της.

Η σύγχρονη οικολογία, ως θεματική επιστημονικής έρευνας αλλά και με την μορφή κινημάτων σταυροφορίας για την σωτηρία του γήινου οικοσυστήματος, είναι από τις πιο χαρακτηριστικές εκφράσεις επικεντρώσεως του ανθρώπινου ενδιαφέροντος στην πρακτική χρησιμότητα. Η λογική της προστασίας του περιβάλλοντος προβάλλεται ως καθαρά χρηστική ωφελιμοθηρική λογική: Εάν δεν προστατεύσουμε το φυσικό περιβάλλον, η δική μας επιβίωση γίνεται ολοένα δυσχερέστερη και προβληματική, ενώ πολύ σύντομα θα απειληθεί και η ίδια η παρουσία του ανθρώπινου είδους πάνω στον πλανήτη μας.  Ο κίνδυνος εκφυλισμού ή και αφανισμού του ανθρώπινου γένους διαγράφεται από μέρα σε μέρα απειλητικός.

Μέσα στο πλαίσιο της προφανέστατης αυτής λογικής, το φυσικό περιβάλλον εννοείται ως αναγκαία και ικανή συνθήκη της ανθρώπινης επιβίωσης, αλλά συνθήκη ή πλαίσιο χρηστικώς νοούμενο. Ο προβληματισμός περιορίζεται στον τρόπο της χρήσης. Δεν ενδιαφέρει η καταγωγή και η αιτία της φυσικής πραγματικότητας, ούτε αναζητείται «νόημα» που να ερμηνεύει την κοσμική ευταξία και αρμονία, την σοφία και το κάλλος της φύσης. Πιθανόν τα φυσικά όντα να δημιουργήθηκαν από άγνωστη «ανώτερη δύναμη», πιθανόν να είναι προϊόντα ανεξήγητης «τυχαιότητας» ή αυτοματικής δυναμικής – επίσης ανεξήγητης – που υπάρχει σύμφυτη στη συγκρότηση της ύλης. Εν πάση περιπτώσει, δεν είναι η ερμηνεία της αιτίας και του σκοπού που δίνει νόημα στα υπαρκτά. Η σημασία των υπαρκτών περιορίζεται μόνο στην χρησιμότητα και ωφελιμότητά τους για τον άνθρωπο.

Τα οικολογικά κινήματα σήμερα, ξεκινώντας από την χρηστική αυτή λογική, απαιτούν τον καθορισμό κανόνων χρήσης της φύσης από τον άνθρωπο. Η οικολογία φιλοδοξεί να είναι μια πρακτική ηθική της ανθρώπινης συμπεριφοράς απέναντι στο φυσικό περιβάλλον. Αλλά όπως και κάθε άλλη ηθική, προκαλεί και η οικολογία το ερώτημα : Ποιος και με ποια αυθεντία καθορίζει τους κανόνες της ανθρώπινης συμπεριφοράς, ποια λογική καθιστά υποχρεωτικούς τους κανόνες αυτούς, από ποια πηγή αντλούν την εγκυρότητά τους;

Ο ορθολογισμός της χρηστικής σκοπιμότητας και ωφελιμοθηρίας είναι μάλλον η μόνη απάντηση των οικολόγων στο ερώτημα αυτό. Η ορθότητα της οικολογικής ηθικής συμπεραίνεται από την προφανή χρηστικότητά της. Είναι λογικά αδιαμφισβήτητο ότι για να επιβιώσει στην γη το ανθρώπινο είδος, απαιτούνται συνθήκες φυσικού περιβάλλοντος που επιτρέπουν την ανθρώπινη επιβίωση. Ο ορθολογισμός, όμως, της χρηστικής σκοπιμότητας και ωφελιμοθηρίας οδήγησε και στην καταστροφή του φυσικού περιβάλλοντος. Δεν καταστρέφει ο άνθρωπος το περιβάλλον κινούμενος από ανόητο μαζοχισμό. Το καταστρέφει  στην προσπάθειά του να εκμεταλλευθεί την φύση, προκειμένου να εξασφαλίσει περισσότερες ευκολίες και ανέσεις για την καθημερινή ζωή. Η λογική της καταστροφής του περιβάλλοντος είναι ακριβώς η ίδια με την λογική της προστασίας του περιβάλλοντος. Και οι δύο «λογικές» αντιμετωπίζουν την φύση αποκλειστικά ως χρηστικό δεδομένο. Δεν αποδίδουν σ’ αυτήν κάποιο διαφορετικό νόημα. Κινούνται στο ίδιο επίπεδο οντολογικής ερμηνείας της φυσικής πραγματικότητας – ή ορθότερα, στο κενό της εκούσιας παράκαμψης κάθε οντολογικής ερμηνείας.

Συνεπώς, η διαφορά την οποία εμφανίζουν οι δύο «λογικές» ( της καταστροφής και της προστασίας του οικοσυστήματος) είναι μόνο ποσοτική: Οι οικολόγοι απαιτούν περιορισμένη και ελεγχόμενη εκμετάλλευση του φυσικού περιβάλλοντος, ποσοτική μείωση, η οποία θα επιτρέψει την πλέον μακροπρόθεσμη εκμετάλλευση του. Ζητούν ορθολογικό περιορισμό της αλόγιστης χρήσης, δηλαδή, ένα είδος χρησιμοθηρικού ορθολογισμού «ορθότερου» από χρησιμοθηρικό ορθολογισμό της σημερινής εκμετάλλευσης της φύσης. Ζητούν χρησιμοθηρική «εγκράτεια» στην χρησιμοθηρία.

Ποιος όμως και με ποια μέτρα θα ορίσει αυτήν την πληρέστερη ποσοτική ορθότητα μέσα στο πλαίσιο της ίδιας και μονότροπης χρηστικής λογικής;  Το αίτημα, μολονότι εμφανίζεται ως άκρως ορθολογικό, είναι εξ ορισμού, αλλά και στην πράξη ανορθόλογο. Είναι εξ ορισμού αντιφατικό, διότι δεν είναι δυνατόν η χρησιμοθηρία να αντιμάχεται την χρησιμοθηρία. Και είναι στην πράξη ανορθόλογο, διότι η πλειοψηφία του πληθυσμού της γης δεν δέχεται να στερηθεί τις ευκολίες και ανέσεις, τις οποίες εξασφάλισε η καταστροφή του περιβάλλοντος σε μια ελάχιστη μειονότητα «προηγμένων» κοινωνιών.

Για να διασωθεί το αίτημα των οικολόγων, απαιτείται λογική άλλη, ικανή να υποκαταστήσει την λογική της χρησιμοθηρίας. Να θεμελιωθεί το αίτημα σε εντελώς διαφορετική σκοπιμότητα. Στον αλτρουισμό λόγου χάριν του ενδιαφέροντος για την τύχη των επομένων γενεών, ή στην απαίτηση «ποιότητας» της ζωής που δεν κρίνεται από την καταναλωτική ευχέρεια και πλησμονή.

Απαιτούνται, δηλαδή, καθολικά αποδεκτές σκοπιμόμητες μη-χρηστικές. Και στον καθορισμό μη-χρηστικών σκοπιμοτήτων είναι εκ των πραγμάτων αδύνατον να συμφωνήσουν όλοι οι άνθρωποι με κριτήρια μόνον  ορθολογικά. Πρέπει να γεννηθούν στον άνθρωπο διαφορετικές ανάγκες και άλλη ιεράρχηση  αναγκών. Και διαφορετικές ανάγκες προκύπτουν μόνον, όταν στην συνείδηση του ανθρώπου η φύση , ο κόσμος, αποκτήσουν άλλο νόημα , όχι αποκλειστικά χρηστικό.

Οι μονοθεϊστικές θρησκευτικές παραδόσεις διασώζουν άποψη της φυσικής πραγματικότητας όχι αποκλειστικά χρηστική. Ο κόσμος σ’ αυτές τις παραδόσεις είναι δημιούργημα του  Θεού. Η χρήση του κόσμου από τον άνθρωπο συνιστά έμπρακτη σχέση του ανθρώπου με τον Θεό , εφόσον ο Θεός παρέχει και ο άνθρωπος δέχεται τα φυσικά αγαθά ως προσφορά της θεϊκής αγάπης.

Δύο βασικές συνέπειες προκύπτουν από αυτήν την εκδοχή :

Πρώτη συνέπεια, ότι η χρήση του κόσμου δεν είναι αυτοσκοπός για τον άνθρωπο, άλλα είναι ο τρόπος της σχέσεις του με τον Θεό.  Εάν ο άνθρωπος μετατρέψει την χρήση του κόσμου σε εγωκεντρική απληστία εκμετάλλευσης σε καταδυνάστευση και καταστροφή φύσεως, τότε αρνείται και αναιρεί την δική του ζωτική σχέση με τον Θεό , σχέση προορισμένη να συνεχισθεί στην αιωνιότητα.

Δεύτερη συνέπεια : ο κόσμος , ως δημιούργημα του Θεού , παύει να είναι για τον άνθρωπο ουδέτερο αντικείμενο χρήσης. Ενσαρκώνει τον λόγο του Δημιουργού τους, όπως και κάθε καλλιτέχνημα ενσαρκώνει τον λόγο του καλλιτέχνη . Τα αντικείμενα της φυσικής πραγματικότητας φέρνουν την σφραγίδα της σοφίας, και της αγάπης του Δημιουργού τους, είναι λόγοι του Θεού που καλούν τον άνθρωπο σε διάλογο με τον Θεό.

Ωστόσο , είναι δεδομένο ιστορικό γεγονός ότι η σημερινή άποψη  του κόσμου ως ουδέτερου αντικειμένου χρήσης, το οποίο ο άνθρωπος μπορεί να κατεξουσιάσει για την εγωκεντρική του απόλαυση, αποτελεί άποψη που γεννήθηκε και διαμορφώθηκε στους κόλπους της Χριστιανικής Ευρώπης. Θα απαιτούσε ειδική διατριβή η ανάλυση των ιστορικών συνθηκών και των θεωρητικών προϋποθέσεων, οι οποίες οδήγησαν την Χριστιανική Ευρώπη στην υποκατάσταση της σχέσης ανθρώπου και κόσμου με την αντίληψη της απεριόριστης κυριαρχίας του ανθρώπου πάνω στο κόσμο. Οι λόγοι της διαφοροποίησης αυτής δεν είναι άσχετοι με τους λόγους που προκάλεσαν το οδυνηρό Σχίσμα του 11ου αιώνα : την αποκοπή της Δυτικής Χριστιανοσύνης από το ενιαίο σώμα της Μίας, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας.

Γεγονός παραμένει ότι η ζητούμενη σήμερα αλλαγή στάσης του ανθρώπου απέναντι στο φυσικό περιβάλλον προϋποθέτει αλλαγή του νοήματος, το οποίο αποδίδει ο άνθρωπος στην ύλη και στον κόσμο. Η οικολογία δεν θα εμπνεύσει σεβασμό της φύσης, εάν δεν εκφράσει διαφορετική κοσμολογία από αυτήν που επικρατεί σήμερα στον πολιτισμό μας, απαλλαγμένη από τον αφελή υλισμό όσο και από τον εξίσου αφελή ιδεαλισμό.

Θα επιχειρήσουμε επιγραμματικά να επισημάνουμε την δυνατότητα της ορθόδοξης εκκλησιαστικής κοσμολογίας να συμβάλλει στην άκρως επίκαιρη αυτή αναζήτηση. Οι ακροθιγείς μας επισημάνσεις στηρίζονται στα έργα κυρίως του Αγίου Γρηγορίου Νύσσης, του Αγίου Μαξίμου του Ομολογητού και του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν υπάρχουν και άλλοι εκκλησιαστικοί συγγραφείς που συμβάλλουν ουσιαστικά στο πρόβλημα.

Επίκεντρο της πατερικής συμβολής αποτελεί η εισαγωγή μιας τρίτης οντολογικής κατηγορίας για την ερμηνεία του υπαρκτικού γεγονότος και της αιτιώδους αρχής του:  Είναι η κατηγορία των Ενεργειών, η οποία προστίθεται στο ζεύγος Ουσίας και Υπόστασης, κυρίαρχο στις οντολογικές αναλύσεις της φιλοσοφίας. Παρόλο που η αφετηρία προβληματισμού της εκκλησιαστικής σκέψης ήταν κυρίως θεολογική, θα αντλήσουμε αναλογίες από την ανθρωπολογική εμπειρία ικανές να μας διασαφηνίσουν σήμερα καθαρότερα τις οντολογικές αυτές κατηγορίες :

Μιλάμε για την ουσία του ανθρώπου , αναφερόμενοι στον κοινό τρόπο μετοχής κάθε ανθρώπου στην ύπαρξη, στο είναι. Λέμε ότι ο άνθρωπος είναι ύπαρξη ορθοβαδιστική , γελαστική , λογική , ποιητική-δημιουργική, έχει φαντασία , κρίση , θέληση,  αγαπητική ικανότητα , κλπ. Όλα αυτά είναι γνωρίσματα της κοινής ουσίας ( ή φύσεως ) του ανθρώπου.

Αλλά τα κοινά γνωρίσματα της ουσίας , τα οποία η ατομική ύπαρξη υποστασιάζει , είναι πραγματικές υπαρκτικές δυνατότητες , γνωρίσματα του τρόπου με τον οποίο ενεργείται κάθε ανθρώπινη ύπαρξη. Μιλάμε έτσι για τις ενέργειες της ουσίας ( ή φύσεως ), αναφερόμενοι στο γεγονός των υπαρκτικών δυνατοτήτων της ουσίας ( ή φύσεως) . Κάθε ανθρώπινη ύπαρξη ενεργείται δυναμικά , είναι ενεργούμενο γεγονός σωματικών και ψυχικών λειτουργιών, δυνατοτήτων λόγου , θελήσεως, φαντασίας , κρίσεως κλπ.

Κάθε ανθρώπινη ατομικότητα υποστασιάζει τις κοινές ενέργειες της ανθρώπινης φύσης κατά  τρόπο μοναδικό , ανόμοιο και ανεπανάληπτο. Κάθε άνθρωπος έχει λόγο , θέληση , φαντασία , κρίση, κλπ., όμως καθένας επί μέρους άνθρωπος λέει, νοεί, θέλει, φαντάζεται, κρίνει κατά τρόπο μοναδικό , ανόμοιο και ανεπανάληπτο. Οι ενέργειες επομένως της ανθρώπινης φύσης συνιστούν οντολογικό γεγονός,  όχι μόνο επειδή   χαρακτηρίζουν τον κοινό τρόπο υπάρξεως των ανθρώπων , αλλά και επειδή καθιστούν υποστατικό τον τρόπο αυτό . Οι ενέργειες , υποστασιαζόμενες στο πρόσωπο, συγκροτούν και αποκαλύπτουν την απόλυτη υπαρκτική ετερότητα του υποκειμένου.

Γνωρίζουμε το ανθρώπινο υποκείμενο , την ετερότητα της ύπαρξής του, χάρη στις ενέργειες δια των οποίων πραγματοποιείται και εκδηλώνεται η  υποκειμενικότητα του. Γνωρίζουμε τον μουσουργό Johan Sebastian Bach ακούγοντας τι μουσικές   του συνθέσεις , γνωρίζουμε τον ζωγράφο Rembrand μέσω των πινάκων ζωγραφικής του.

Οι ήχοι της μουσικής του Bach ή τα υλικά και τα χρώματα των πινάκων του Rembrand είναι διαφορετικής ουσίας από την ανθρώπινη ουσία των δύο καλλιτεχνών. Όμως η ποιητική (δημιουργική) ενέργεια του καλλιτέχνη, που αποκαλύπτει την υποστατική του ετερότητα, ενεργείται και μέσω ετερογενών ουσιών. Η μουσική, τα χρώματα, η γραφή, το μάρμαρο, ο πηλός, ενεργούν τον λόγο του μουσικού, του ζωγράφου, του συγγραφέα, του γλύπτη. Αποκαλύπτουν το πρόσωπο του καλλιτέχνη, την υπαρκτή του ταυτότητα και ετερότητα.

Το οντολογικό περιεχόμενο της κατηγορίας των υποστατικών ενεργειών επιτρέπει να αποδώσουμε την οντολογική «αρχή» της ύλης και του κόσμου σε προσωπικό Θεό. Όχι στην Ουσία του  Θεού, (γεγονός που θα οδηγούσε σε πανθεϊσμό), αλλά στις υποστατικές Ενέργειες του Θεού. Οι θείες Ενέργειες αποκαλύπτουν τον λόγο της προσωπικής ετερότητας του Θεού, λόγο που ενεργείται μέσω την ύλης, ουσίας τελείως διαφορετικής του Θεού.

Δεκαπέντε περίπου αιώνες πριν την θεωρεία των Quanta στη σύγχρονη Φυσική, η ελληνική εκκλησιαστική σκέψη διαβεβαίωνε ότι η ύλη είναι ενέργεια «συνδρομή λογικών ποιοτήτων», κτιστό αποτέλεσμα της άκτιστης θείας Ενέργειας. Η κατά την ουσία διαφορά κτιστού και άκτιστου δεν αποκλείει και δεν εμποδίζει το κτιστό να ενεργείται  και την υποστατική ετερότητα του προσωπικού Θεού-Λόγου. Ακριβώς όπως οι ήχοι και τα χρώματα, μολονότι ουσίες ετερογενείς του ανθρώπου, ενεργούν τον λόγο της δημιουργικής ενέργειας και της υποστατικής ετερότητας του Bach ή του Rembrand.

Μόνο όταν οι άνθρωποι αντιμετωπίσουν την ύλη και όλη την φύση ως δημιούργημα προσωπικού Δημιουργού, μόνον τότε η χρήση της ύλης και όλης της φύσης συνιστά όντως σχέση και όχι μονότροπη κυριαρχία του ανθρώπου πάνω στην φυσική πραγματικότητα. Τότε μόνο θα καταστεί δυνατόν να μιλάμε για «οικολογική ηθική», η οποία δεν αντλεί τον κανονιστικό της χαρακτήρα από συμβατικούς ορθολογικούς κώδικες, αλλά απ’ την ανάγκη του ανθρώπου να αγαπά και να αγαπιέται μέσα σε πλαίσιο προσωπικής σχέσης. Ο λόγος του κάλλους των κτισμάτων είναι κλήση την οποία απευθύνει ο Θεός στον άνθρωπο, κλήση σε σχέση προσωπική και κοινωνία ζωής με Αυτόν. Σχέση ζωτική και ζωοποιός. Η σύγχρονη οικολογία θα μπορούσε τότε να είναι η έμπρακτη απάντηση του ανθρώπου στην κλήση του Θεού, η έμπρακτη μετοχή στην σχέση με Αυτόν.

Αρκεί όμως η οντολογική αποσαφήνιση του νοήματος της ύλης και του κόσμου για να προκληθεί διαφορετική σχέση του σύγχρονου ανθρώπου με την ύλη και τον κόσμο; Ασφαλώς όχι. Για να φτάσει ο άνθρωπος να αντιμετωπίζει την φύση με τον σεβασμό και το δέος , με το οποίο αντιμετωπίζει μια προσωπική καλλιτεχνική δημιουργία, η θεωρητική αποσαφήνιση πρέπει να γίνει βιωματική επίγνωση και κοινωνική στάση. Και στο σημείο αυτό ο ρόλος της κοινωνικής δυναμικής που κυοφορείται στην εκκλησιαστική παράδοση και κοινότητα μπορεί να είναι αποφασιστικός. Αρκεί  να καθαρθεί η εκκλησιαστική συνείδηση από την αλλοτρίωση της σε ιδεολογικό εποικοδόμημα και από τον αδρανή εφησυχασμό της στην συντήρηση θεσμικών τύπων.

Η μεγάλη πρόκληση, την οποία καλείται να αξιοποιήσει η ορθόδοξη εκκλησιαστική συνείδηση σήμερα, είναι τα εκπληκτικά δεδομένα της σύγχρονης φυσικής επιστήμης, η νέα συναρπαστική κοσμολογία, που προκύπτει απ’ την μελέτη της κβαντομηχανικής :  Η ενεργειακή εκδοχή της ύλης, η σχετικότητα χώρου και χρόνου ως συναρτήσεως της παρουσίας της ύλης, η ολοένα σαφέστερη ανθρωποκεντρική σκοπιμότητα του σύμπαντος. Η γλώσσα της φυσικής επιστήμης σήμερα μας εμφανίζει την συμπαντική πραγματικότητα ως λόγο ενεργούμενο που δεν εντοπίζεται υποστατικά παρά μόνο στην συνάντησή του με τον ανθρώπινο προσωπικό λόγο.

Εάν υπάρχει μέλλον για τα οικολογικά αιτήματα των σύγχρονων καιρών, το μέλλον αυτό στηρίζεται, πιστεύουμε, στην ελεύθερη συνάντηση της ιστορικής εμπειρίας του ζώντος Θεού μέσα στην Εκκλησία με την εμπειρική πιστοποίηση του λόγου Αυτού που ενεργείται μέσα στην φύση.

Σας ευχαριστούμε θερμώς.

Σημείωση:

γελαστική: ύπαρξη που μπορεί να γελά

Ετερότητα: διαφορετικότητα, το να είναι κάποιος ανεπανάληπτος, μοναδικός.

Ορθοβαδιστική: ύπαρξη που μπορεί να βαδίζει όρθια

Υποστασιάζω: δίνω υπόσταση, ενσαρκώνω, κάνω κάτι πραγματικό.

Ωφελιμισμός (ή χρησιμοθηρία): Φιλοσοφική άποψη που υποστηρίζει ότι οι πράξεις των ανθρώπων πρέπει να στοχεύουν στο ωφέλιμο, στο πρακτικά χρήσιμο, στο ευχάριστο και στην αποφυγή όλων των δυσάρεστων καταστάσεων, του πόνου κλπ.  Ο ωφελιμισμός απορρίπτει την ανιδιοτέλεια ή τα πνευματικά ιδανικά. Χωρίζεται σε ατομικό ωφελιμισμό που ζητάει το συμφέρον του ατόμου και απορρίπτει τις αλτρουιστικές πράξεις και σε κοινωνικό ωφελιμισμό ο οποίος τοποθετεί το συμφέρον της κοινωνίας και του συνόλου πιο μπροστά από το ατομικό. Επειδή όμως, στην πράξη, ο πολιτισμός μας είναι ατομοκρατικός, ο ατομικός ωφελιμισμός καταντά κυρίαρχος.