ΠΑΡΟΛΑ ΑΥΤΑ Η ΚΤΙΣΗ ΔΙΑΤΗΡΕΙ ΤΗΝ ΩΡΑΙΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΚΑΙ ΔΙΔΑΣΚΕΙ ΤΟΝ ΑΝΘΡΩΠΟ ΓΙΑ ΤΟΝ ΘΕΟ

( Ψαλμός ΙΘ’, 2-7):

Τα ουράνια φανερώνουνε το μεγαλείο του Θεού

και δείχνει το στερέωμα τα έργα που έχει φτιάξει.

Η μια στην άλλη μέρα μεταδίδει αυτό το μήνυμα

κι η μια στην άλλη νύχτα μεταφέρει αυτή τη γνώση.

Χωρίς να’ χουν μιλιά και δίχως λόγια, η φωνή τους δεν ακούγεται

Κι όμως σ’ όλη τη γη απλώθηκε η λαλιά τους,

οι λέξεις τους στα πέρατα της οικουμένης.

Στον ουρανό τον ήλιο εγκατέστησε.

Κι αυτός σαν νιόγαμπρος που βγαίνει απ’ τον κοιτώνα του,

χαίρεται σαν τον αθλητή το δρόμο του που τρέχει.

Απ’ την μια άκρη τ’ ουρανού η ανατολή του

κι η τροχιά του ως την άλλη άκρη του,

τίποτ’ από τη θέρμη του δεν μπορεί να κρυφτεί.

Ο νόμος του Κυρίου είναι τέλειος,

ανανεώνει τη ζωή,

η μαρτυρία του αληθινή.

Ο ψαλμός ΡΓ παρουσιάζει την κτίση να αντλεί την ζωή από την χάρη του Θεού:

(Ψαλμός ΡΓ’. (ΡΔ’.) 103):

Ψυχή μου, ευλόγησε τον Κύριο!

Κύριε, Θεέ μου, πόσο είσαι μεγάλος!

Ντύθηκες λαμπρότητα και μεγαλοπρέπεια.

Φόρεσες για μανδύα σου το φως,

καθώς σκηνή τον ουρανό απλώνεις.

Τα δώματά σου είναι μες στα ουράνια ύδατα,

τα σύννεφα τα κάνεις άρμα σου,

πορεύεσαι πάνω στου ανέμου τα φτερά.

Κάνεις ωσάν ανέμους τους αγγέλους σου,

κι αυτούς που σε υπηρετούν, σαν της φωτιάς τη φλόγα.

Θεμέλιωσες τη γη πάνω στις βάσεις της,

δεν πρόκειται ποτέ να κλονιστεί.

Με τον ωκεανό σαν μ’ ένδυμα την κάλυψες,

πάνω απ’ τα βουνά στέκονταν τα νερά.

Θα φύγουνε κάτω απ’ την απειλή σου

κάτω απ’ τον ήχο της βροντής σου θα διασκορπιστούν.

Ανέβηκαν στα όρη και κατέβηκαν στις πεδιάδες ,

στον τόπο που καθόρισες γι’ αυτά.

Έβαλες σύνορα που δε θα τα  διαβούνε

κι ούτε πια θα ξανάρθουν για να σκεπάσουνε τη γη.

Κάνεις πηγές να τρέχουν στα φαράγγια ,

ανάμεσα από τα βουνά περνούν τα νερά.

Σ’ αυτά ποτίζονται όλα τα ζώα του αγρού ,

τ’ άγρια γαϊδούρια σβήνουν τη δίψα τους.

Στις όχθες τους τα πουλιά χτίζουν φωλιές ,

ανάμεσα στους θάμνους κελαηδούνε.

Ποτίζεις τα βουνά απ’ τα ψηλά σου δώματα ,

απ’ τους καρπούς των έργων σου χορταίνει η γη.

Κάνεις χορτάρι να βλασταίνει για τα ζώα

κι άλλα φυτά για να καλλιεργεί ο άνθρωπος ,

για να βγάζει από τη γη τροφή

Κρασί για να του δίνει ευθυμία ,

το λάδι , ώστε το πρόσωπό του να λαμποκοπά

και το ψωμί για να τον δυναμώνει.

Θα χορτάσουνε τα μεγάλα δέντρα του Κυρίου,

οι κέδροι του Λιβάνου , που εκείνος φύτεψε.

Εκεί τα πουλιά χτίζουν φωλιές ,

του πελαργού η κατοικία στις κορφές τους.

Βουνά ψηλά για τ’ αγριοκάτσικα ,

βράχοι για καταφύγιο των ασβών.

Έκανες  το φεγγάρι για το μέτρημα του χρόνου ,

ο ήλιος ξέρει πότε πάει στη δύση του.

Φέρνεις σκοτάδι και γίνεται νύχτα ,

ώρα όπου όλα τριγυρνούν τα ζωντανά του δάσους.

Βρυχιούνται λιονταρόπουλα να βρουν κάτι ν’ αρπάξουν,

από σένα γυρεύουνε τροφή.

Με την ανατολή του ήλιου αποτραβιούνται ,

μες στις σπηλιές τους παν’ ν’ αναπαυτούν.

Βγαίνει ο άνθρωπος να πάει στη δουλειά του

και με τα έργα του ως το βράδυ να ασχοληθεί.

Πόσο πολλά τα έργα σου είναι , Κύριε!

Τα  ‘κανες όλα με σοφία,

με όσα έφτιαξες εσύ , γέμισε η γη!

Να, η μεγάλη κι η πλατιά η θάλασσα

εκεί μέσα κινούνται αναρίθμητα

ζώα, μικρά όπως και μεγάλα.

Εκεί καράβια ταξιδεύουν,

κι ετούτος ο Λεβιάθαν, που τον έφτιαξες  για να παίζει σ’ αυτήν

Αυτά  όλα από σένα περιμένουν ,

για να τους δώσεις την τροφή τους στην κατάλληλη στιγμή.

Τους την παρέχεις και αυτά συνάζουν,

τη χούφτα σου ανοίγεις και αυτά χορταίνουν αγαθά.

Κρύβεις το πρόσωπό σου, τρέμουνε,

παίρνεις πίσω το Πνεύμα σου, πεθαίνουν

και χώμα ξαναγίνονται.

Στέλνεις και πάλι το Πνεύμα σου και δημιουργούνται

κι ανακαινίζεις το πρόσωπο της γης .

Ας είναι αιώνια η δόξα του Κυρίου,

ας χαίρεται  ο Κύριος για τα έργα του!

Ρίχνει το βλέμμα του στη γη κι εκείνη τρέμει,

αγγίζει τα βουνά και βγάζουνε καπνό.

Όσο θα ζω στον Κύριο θα ψάλλω,

όσο θα υπάρχω το Θεό θα υμνολογώ.

Ας του είναι το τραγούδι μου ευχάριστο,

εγώ στον Κύριο θα βρίσκω την χαρά μου.

Ας εξαφανιστούν από τη γη οι αμαρτωλοί

και πια οι ασεβείς να μην υπάρχουν.

Τον Κύριο ευλόγησε, ψυχή μου!

Αινείτε τον Κύριο!