παροιμίες για τον Νοέμβρη

Νοέμβρη οργώματα και ελιές, δεν λείπουν οι δουλειές.
Η μια ελιά κι η άλλη το βγάζουνε το λάδι.
Της ελιάς το φύλλο κι αν χαθεί, πάλι θε να ξαναβρεθεί.
Βάλε ελιά για το παιδί σου και συκιά για τη ζωή σου.
Ξεφόρτωσε τη  την ελιά, να σε φορτώσει λάδι.
Αν δεν δώσεις την ελιά, πώς θα πάρεις λάδι;
Άνθρωπος χωρίς υπομονή, λυχνάρι δίχως λάδι.
Πρώτα θεμέλια του σπιτιού, ψωμί, κρασί και λάδι.
Του Αγίου Ανδρέου αντριεύει  το κρύο

Μπορούμε να διαλέξουμε μια παροιμία και να ζητήσουμε από τα παιδιά να μας ζωγραφίσουν όπως μπορούν την παροιμία.

november_paroimia.jpg

λάδι κίτρινο

Με το χάραμα γοργοί
ξεκινούν οι γεωργοί
να μαζέψουν τις ελιές
τις μικρές και στρογγυλές.

Λάδι κίτρινο θα βγάλουν
στο φαΐ για να το βάλουν.
Έφτασαν και αρχινούν τα
κλωνάρια να χτυπούν,
πέφτουν, πέφτουν οι καρποί
και σκορπίζονται στη γη.

Λάδι κίτρινο θα βγάλουν
το καντήλι για ν’ ανάβουν.

Σκύβουν όλοι με χαρά
και μαζεύουν στη σειρά
και γεμίζουν την ποδιά,
τα καλάθια, τα σακιά.

Λάδι κίτρινο θα βγάλουν
και σαπούνι θα το κάνουν.

Φορτωμένοι τον καρπό
θα γυρίσουν στο χωριό,
το λιοτρίβι τον αλέθει
το χρυσό το λάδι τρέχει.

Λάδι κίτρινο χρυσό
που φωτίζει το Χριστό.

το παραμύθι της ελιάς

Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε σε μια φτωχογειτονιά ένα φτωχό μα πολύ καλόκαρδο κορίτσι που το έλεγαν Ελιά.

Κάθε μέρα η Ελιά γύριζε τη γειτονιά της, έβλεπε τον κόσμο να ζει φτωχός και δυστυχισμένος και γύριζε στο σπίτι της πολύ στενοχωρημένη.

Κάτι πρέπει να κάνω να τους βοηθήσω, σκεφτόταν. Κι από την άλλη μέρα κιόλας άρχισε. Βγήκε στη γειτονιά, κράτησε τα παιδιά της γειτόνισσας για να πάει να δουλέψει και να μπορεί να φέρει στα παιδιά της λίγο φαΐ.

Μια άλλη μέρα πήγε στη γριούλα που ήταν άρρωστη, της μαγείρεψε, της σκούπισε το σπίτι, την έπλυνε, την ταΐσε. Την άλλη μέρα πάλι έβγαλε τον παράλυτο γέρο με το καρότσι του βόλτα, για να πάρει αέρα και ήλιο.

Τα βράδια γύριζε κατάκοπη, μα ευχαριστημένη που είχε καταφέρει να δώσει λίγη χαρά στους φτωχούς ανθρώπους.

Οι μέρες περνούσαν κι η Ελιά όλο δούλευε, όσο αδυνάτιζε. Μα έβλεπε πως ότι κι αν έκανε, ο κόσμος ήταν πάντα φτωχός και δυστυχισμένος.
Αυτό τη στενοχωρούσε πάρα πολύ κι έτσι στενοχωρημένη κάθισε στην αυλή του σπιτιού της και συλλογιζόταν.

– Τι να κάνω, τι να κάνω. Δεν μπορώ να βλέπω τόση δυστυχία. *   Το  σπουργίτι  που   την  είδε  τόσο  στενοχωρημένη  –  και  που   την αγαπούσε γιατί κάθε μέρα του έριχνε σπόρους και ψίχουλα – δεν άντεξε και πέταξε βαθιά στο δάσος.

Εκεί βρήκε την καλή νεράιδα και της είπε:
– Τρέξε, καλή νεράιδα, η Ελιά είναι πολύ στενοχωρημένη, χλωμή κι αδύνατη.

Η καλή νεράιδα ανήσυχη έτρεξε στην αυλή της Ελιάς και τη ρώτησε:
– Τι έχεις, Ελιά μου, κι είσαι τόσο λυπημένη;
– Αχ, καλή μου νεράιδα. Δεν μπορώ να βλέπω τόση φτώχεια και δυστυχία γύρω μου.
– Και τι θέλεις, δηλαδή;
– θέλω να τους γίνω χρήσιμη, θέλω να τους προσφέρω κάτι πολύτιμο που να τους δώσει ζωή και χαρά.

-Το θέλεις αλήθεια τόσο πολύ;

– Και βέβαια το θέλω, δε βλέπεις πως έλιωσα από τη στενοχώρια μου;

– Τότε σταμάτησε να στενοχωριέσαι, θα σε κάνω αυτό που θέλεις. Και τσουπ! την άγγιξε με το ραβδάκι της κι αμέσως η Ελιά έγινε ένα μεγάλο δέντρο, που έβγαλε φύλλα, λουλουδάκια άσπρα, που έγιναν ελιές πράσινες, μωβ, μαύρες.
Έπεσαν στη γη, τα κουκούτσια φύτρωσαν, έγιναν δεντράκια και σχημάτισαν ένα μεγάλο ελαιώνα.

Ήρθαν οι γείτονες, μάζεψαν τις ελιές, έβγαλαν λάδι, έφαγαν, χόρτασαν, ρόδισαν τα μαγουλά τους, ζωήρεψαν κι άρχισαν να χαμογελούν και να ζουν ευτυχισμένοι.

Για να ευχαριστήσουν την ελιά και να της δείξουν την αγάπη τους, πήραν το λάδι τους, το έβαλαν στο καντήλι, για να θυμίζουν στην Παναγιά και στο Χριστό, την καλοσύνη της ελιάς και την αγάπη της για τον κόσμο.

Κι η Παναγιά με τη σειρά της την ευλόγησε. Κι ο Χριστός κάτω απ’ την ελιά ήρθε και ξεκουράστηκε.

Κι εκείνη καμάρωνε ευχαριστημένη στη μέση στον ελαιώνα και φρόντιζε, όταν έρχονται οι άνθρωποι να τη μαζέψουν να ‘ναι γεμάτη ελιές, να χορταίνουν οι φτωχοί, και να φωτίζονται απ’ τις καντήλες όλες οι εκκλησιές.