ποίημα για για τη μύτη και τα μάτια

Η μύτη απ’ το μολύβι μου
γράφει και ζωγραφίζει,
η μύτη απ’ το παπούτσι μου
τρακάρει και τσουγκρίζει
κι η μύτη μου η περίεργη
γυρίζει και μυρίζει

Μάτια δεν έχω μόνο εγώ
έχει και η κουζίνα
που μαγειρεύουν στη στιγμή
όμορφα και φίνα

Τα δικά μου τα ματάκια
κάνουν μόνο ματιές
αλλά της κουζίνας
κάνουν μόνο νοστιμιές

ποίημα για τους αριθμούς

Δέκα κούκοι κούκου κάναν
τους ακούγαν και τους πιάναν.
Δέκα κουκουβάγιες κλαίγαν
κουκουβάου βάου λέγαν.
Δέκα άγνωστα πουλιά
κελαηδούσαν στη φωλιά!

Εννιά κάβουρες κουτσαίναν
σαν τον κάβουρα πηγαίναν.
Για να φαν εννιά μερίδες
σκουληκάκια και γαρίδες.
Για να φάνε κι εννιά φύκια
που φυτρώναν στα χαλίκια!

Οχτώ σκύλοι από ράτσα
γάβγιζαν σε μια ταράτσα.
Οχτώ κάλτσες μουσκεμένες
ήταν στο σκοινί απλωμένες.
Και οχτώ ριγέ βρακάκια
στέγνωναν στα μανταλάκια!

Εφτά νάνοι στην κουζίνα
είχανε μεγάλη πείνα.
Εφτά φέτες μορταδέλα
περιμέναν στην πιατέλα.
Εφτά μήλα στο ψυγείο
περιμέναν μές στο κρύο.

Έξι λύκοι στο βουνό
κοιτάζαν τον ουρανό.
Έξι φίλες αλεπούδες
κοίταζαν κάτι λακκούβες.
Έξι έξυπνα κουνέλια
ξεκαρδίζονταν στα γέλια.

Πέντε γάτοι στην Αγγλία
νιαουρίζαν αγγλικά.
Πέντε γάτες στην Γαλλία
νιαουρίζαν γαλλικά.
Κι έκαναν πέντε παιδιά
που δεν τσιμουδιά!

Τέσσερις χοντροί καθίσαν
τέσσερα σκαμνιά διαλύσαν
Τέσσερις καρέκλες σπάσαν
φοβηθήκαν και το σκάσαν!

Τρεις σοφοί όλο σοφία
γράφανε σοφά βιβλία.
Και τα τρία τους μολύβια
όλα γράφανε τα ίδια.
Και τρεις γόμες με συγγνώμες
σβήνανε όλες τις γόμες!

Δύο τοίχοι που χαθήκαν
στη γωνιά συναντηθήκαν.
Δυο χαρούμενες κοπέλες
φέρναν πιάτα και πιατέλες.
Δυο κουτάλια σ? ένα πιάτο
ψάχνανε να βρουν τον πάτο.

Μία κότα έκανε αβγά
Κι ένας κόκορας καβγά.
Ένα βόδι που κοιμόταν
Πως ξυπνά ονειρευόταν.