Το 1937 η αδελφή τού Γιάννη Ρίτσου Λούλα εισάγεται στο Δρομοκαΐτειο με βαρύτατο ψυχικό νόσημα κι ο ποιητής γράφει συγκλονισμένος την ποιητική σύνθεση Το τραγούδι της αδελφής μου. Την ίδια χρονιά τον χαιρετίζει ο Παλαμάς με τον πασίγνωστο στίχο «παραμερίζουμε ποιητή για να περάσεις». Δεν επρόκειτο για μιαν απλή έξαρση. Θα αποδεικνυόταν ότι ο Παλαμάς απευθυνόταν σε έναν ποιητή πραγματικά κορυφαίο, ο οποίος πεθαίνοντας το 1990 θα άφηνε πίσω του ένα έργο τόσο επιβλητικό που ακόμη και σήμερα μόνο τον θαυμασμό προκαλεί.
Η συμπλήρωση 100 χρόνων από τη γέννηση του Ρίτσου επαναφέρει στην επικαιρότητα τα ίδια ερωτήματα που είχαν τεθεί κι ενόσω ο ποιητής βρισκόταν ακόμη ανάμεσά μας. Πόσους συμβιβασμούς έκανε στη ζωή του, γιατί δεν βγήκε να κριτικάρει δημόσια το κομμουνιστικό καθεστώς- που το έκρινε αυστηρά στις ιδιωτικές του στιγμές- και τι πιέσεις δεχόταν για να γράψει τα ευκαιριακά πολιτικά του ποιήματα που είναι γεμάτα συνθήματα και πολιτικά κλισέ.
Την απάντηση τη δίνει η ίδια η ζωή και η καλλιτεχνική πορεία του Ρίτσου. Ο ποιητής, προερχόμενος από μεγαλοαστική οικογένεια της Μονεμβασιάς, έζησε στην οικογένειά του τα μεγάλα δράματα: την οικονομική κατάρρευση, την αρρώστια και την τρέλα. Ο αδελφός του Δημήτρης πέθανε από φυματίωση, το ίδιο και η μητέρα του κι ο πατέρας του, ο οποίος έχοντας πιο μπροστά χρεοκοπήσει κλείστηκε στο Ψυχιατρείο του Δαφνίου το 1926.
Μεγάλο μέρος της ζωής του ο Ρίτσος το έζησε μες στην ανέχεια. Δούλεψε γραφέας, επιμελητής εκδοτικού οίκου, ηθοποιός και χορευτής. Προσβλήθηκε κι εκείνος από φυματίωση, που τον ταλαιπώρησε για χρόνια. Και όσο για τη στράτευσή του στην Αριστερά, την πλήρωσε με απανωτές διώξεις, εκτοπισμούς και εξορίες στη Λήμνο, στη Μακρόνησο, στον Αϊ-Στράτη και στην Ικαρία.
Η Αριστερά τον τίμησε όσο κανέναν άλλο ποιητή της κι εκείνος, ανταποδίδοντας, σε κάθε πρόσφορη περίσταση, δεν δίσταζε να γράψει κι ένα ευκαιριακό ποίημα. Η πίστη του στο σοβιετικό καθεστώς κλονίστηκε μόνο μετά την κατάρρευσή του, όμως η διάλυση της Σοβιετικής Ενωσης συνέπεσε σχεδόν και με τον θάνατο του ίδιου.
Ολα τούτα όμως τα εξηγεί το ίδιο το έργο. Τα ευκαιριακά ποιήματα του Ρίτσου δεν ανήκουν στα καλύτερά του. Η πίστη του στην Επανάσταση δεν ήταν ικανή να τον καταστήσει λαϊκό ποιητή- κι αυτό αποδεικνύεται στο μείζον επίτευγ μά του που είναι οι συνθέσεις οι οποίες αποτελούν την Τέταρτη διάσταση, έργο από μόνο του αρκετό για να τον κατατάξουμε στη χορεία των μεγάλων ποιητών του 20ού αιώνα. Αλλά οφείλει κανείς να λαμβάνει υπόψη του ένα θεμελιώδες γεγονός: ο 20ός αιώνας ήταν αιώνας επιτάχυνσης του ιστορικού βηματισμού και για τον Ρίτσο η επιτάχυνση οφειλόταν στην Οκτωβριανή Επανάσταση. Η βαθύτερη φύση του εν τούτοις βρισκόταν στα μη πολιτικά- ή τουλάχιστον όχι ευθέως στρατευμένα- ποιήματά του: στις Μαρτυρίες , στην Τέταρτη διάσταση, στα Πέτρες,Επαναλήψεις,Κιγκλίδωμα .
Εγραφε καθημερινά με μια αντοχή κι εργατικότητα που σε αφήνουν κατάπληκτο. Αφησε πάνω από 120 ποιητικές συλλογές, τη σειρά πεζογραφημάτων με τίτλο Συναξάρι ανωνύμων αγίων, ταξιδιωτικά κείμενα κι ένα πλήθος εξαίρετων μεταφράσεων που καθιέρωσαν στη χώρα μας ποιητές πρώτης γραμμής, από τον Μαγιακόβσκι και τον Μπλοκ ως τον Γιεσένιν και τον Ναζίμ Χικμέτ. Και όλα τούτα τα δημιούργησε με ασύγκριτη επιμονή και με μπαλζακικό πάθος.
Γράφοντας για τον Παλαμά ο Σεφέρης τον συνέκρινε με ποτάμι. Οπως ένα ορμητικό ποτάμι κατεβάζει νερό, έτσι και παρασέρνει στο πέρασμά του μπάζα και λάσπη. Αν το παραπάνω ισχύει για τον Παλαμά ισχύει και για τον Ρίτσο. Και οι δυο τους υπήρξαν ποιητές φάσματος, έντασης και έκτασης, αλλά ο Ρίτσος δημιούργησε ένα νέο ύφος και ταυτοχρόνως ένα πρότυπο που τώρα το ανακαλύπτουν οι ποιητές διεθνώς, στον δυτικό κόσμο τουλάχιστον. Ο Ρίτσος γίνεται γνωστός στην Αμερική μετά τον θάνατό του κι οι νεότεροι ποιητές στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού θαυμάζουν το δικό του πρότυπο: το να μιλά κανείς με τον απλούστερο και τον λιγότερο εντυπωσιακό τρόπο χωρίς να κάνει εκπτώσεις στη λυρική ποιότητα ή να καταφεύγει στην πεζολογία.
Οπως κι ο Σεφέρης- αλλά σε μεγαλύτερη κλίμακα- ο Ρίτσος βίωσε την αρχαιότητα μέσα στο σύγχρονο- κοινωνικό και προσωπικό- δράμα. Η συγκλονιστική του αρχόντισσα λ.χ. στο Νεκρό σπίτι (από την Τέταρτη διάσταση ) παραπέμπει στην Κλυταιμνήστρα και η Μονεμβασιά του είναι οι Μυκήνες του 20ού αιώνα. Ανακαλώντας το προσωπικό και το οικογενειακό του δράμα στη δεκαετία του 1950- την πιο ευτυχισμένη της ζωής του, όταν παντρεύεται τη Φιλίτσα κι αποκτά τη μονάκριβη κόρη του Ερη- ο ποιητής αφηγείται ξανά τον μύθο των Ατρειδών σαν σκοτεινό ωστόσο παρακολούθημα της νεότερης ελληνικής ιστορίας.
Για αυτό κι ενώ τα έργα που τον έκαναν διάσημο όσο ζούσε είναι ο Επιτάφιος και η Ρωμιοσύνη (λόγω βεβαίως της μελοποίησής τους από τον Θεοδωράκη) εκείνα που του εξασφαλίζουν εξέχουσα θέση στην καβαφική « πόλη των ιδεών» (ο Ρίτσος έγραψε δώδεκα θαυμάσια ποιήματα για τον Καβάφη) είναι οι σκοτεινοί μονόλογοι της Τέταρτης διάστασης , η αναμέτρησή του με τη μνήμη και την τραγωδία.
Γι΄ να μη μεμψιμοιρούμε, κι επειδή οφείλουμε να τιμούμε τους ανθρώπους μας όπως τους αρμόζει, αρκεί να πούμε ότι παρόμοιο έργο δεν υφίσταται στην παγκόσμια ποίηση του 20ού αιώνα. Υπήρξαν λ.χ. εκτενείς συνθέσεις με πρότυπο την Οδύσσεια, όχι όμως κι αντίστοιχες με πρότυπο την τραγωδία. Οσο για τη μεγαλύτερη διεθνή επιβράβευση (το βραβείο Νομπέλ) σήμερα πλέον δεν έχει καμιά σημασία ότι δεν του δόθηκε. Ας πούμε ότι η Σουηδική Ακαδημία- που θα μπορούσε να του το απονείμει την περίοδο της δικτατορίας, όταν ο ποιητής βρισκόταν σε κατ΄ οίκον περιορισμό στη Σάμο- αδίκησε εν προκειμένω τον εαυτό της. *
www.tovima.gr
Αφήστε μια απάντηση
Για να σχολιάσετε πρέπει να συνδεθείτε.