”Οι αιχμάλωτοι είναι ιεροί, παιδί μου”,
μου είπε ο παππούς, όταν τον ρώτησα
αν μπορούσα να πάω να τους δω.
– Άντε, και μην τραγουδάτε
το ”Μουσολίνι” και τους περιπαίζετε.
Πάρε και αυτά τα τσιγάρα
και δώσ’ τους τα.
Ο σταθμός ήταν κοντά. Το τρένο
το βρήκαμε σταματημένο στη ράμπα.
Τα παιδιά έτρεξαν και κόλλησαν
τις μούρες τους στα τζάμια.
Το ίδιο έκανα κι εγώ. Και είδα
σε ένα βαγόνι να κάθεται σκυφτός,
πάνω στο σκούρο βελούδο του,
ένας Ιταλός αξιωματικός,
που είχε τα μάτια του
καρφωμένα σε ένα σημείο.
Του χτύπησα το τζάμι.
Αυτός με κοίταξε σα χαμένος
και ξανάσκυψε.
Του ξαναχτύπησα, του χαμογέλασα
και του έδειξα τα τσιγάρα.
Πήρε μια βαθιά ανάσα και σηκώθηκε.
Άνοιξε το παράθυρο,
τα πήρε και άρχισε να ψάχνεται
για να μου δώσει κάτι κι αυτός.
Δε βρήκε τίποτα. Τότε, ξεκολλάει
ένα άστρο από την επωμίδα του,
μου χαμογελάει και μου το δίνει.
Το παίρνω. Με κοιτάει…
Τον κοιτάω… Με κοιτάει…
Δεν ξέρουμε να μιλήσουμε. Μου
χαιδεύει τα μαλλιά και βουρκώνει.
Ένας στρατιώτης,
φρουρός της αμαξοστοιχίας,
τρέχει και με διώχνει με φωνές.
”Άντε φύγε από δω, βρε χαζό!”
Ελευθερία Δροσάκη
Απόσπασμα από το βιβλίο:
Δροσάκη, Ελ. Εν Θεσσαλονίκη. Αθήνα: Εντός.
Αφήστε μια απάντηση