Παρουσίαση του βιβλίου του Βασίλη Μοτσάκου Από τη ρωγμή μπαίνει φως, εκδόσεις Καλέντη
Θα ήθελα να ευχαριστήσω από καρδιάς τον Βασίλη, που μου έκανε την τιμή να με προσκαλέσει να παρουσιάσω το πρώτο του βιβλίο. Με τον Βασίλη μάς δένουν επαγγελματικοί δεσμοί χρόνων και κοινοί αγώνες μέσα στις τάξεις αλλά και έξω από αυτές.
Θεωρώ έναν αγώνα ακόμα το πόνημά του αυτό, έναν αγώνα παιδαγωγικό, που γίνεται με ευαισθησία και επιμονή, χωρίς τις ευκολίες του διδακτισμού.
Θα ξεκινήσω αντίστροφα, από τον επίλογο προς τον πρόλογο, με στίχους του Μανόλη Αναγνωστάκη από το ποίημά του «Επίλογος»: Και όχι αυταπάτες προπαντός […] «Γιατί», όπως πολύ σωστά είπε κάποτε κι ο φίλος μου ο Τίτος, «Κανένας στίχος σήμερα δέν κινητοποιεῖ τίς μάζες / Κανένας στίχος σήμερα δέν ἀνατρέπει καθεστῶτα»/Ἔστω./Ἀνάπηρος, δεῖξε τά χέρια σου. Κρίνε γιά νά κριθεῖς.
Και ο Μ. Αναγνωστάκης και ο Τ. Πατρίκιος έχουν δίκιο. Ίσως στην εκπαιδευτική μας καθημερινότητα, όμως, το θέμα να μην είναι μια επανάσταση, αλλά μια κίνηση, συνειδητή και στιβαρή, για να αλλάξει κάτι. Ο συγγραφέας για αυτή την κίνηση γράφει στο «Από τη ρωγμή μπαίνει φως» και σίγουρα δεν φοβάται να κριθεί, γιατί αποφασίζει να εμβαθύνει σε ένα θέμα πολυακουσμένο, πολυϊδωμένο, πολυσυζητημένο: τον σχολικό εκφοβισμό. Και μάλιστα μέσα από τα μάτια ενός θύματος που αποφασίζει να κάνει ένα μικρό βήμα και να αναλάβει δράση.
Δεν θα ήθελα να κουράσω το ακροατήριο με σχοινοτενείς αναλύσεις. Γι’ αυτό θα εστιάσω στα σημεία που κρίνω, κυρίως ως εκπαιδευτικός, ότι αξίζουν ιδιαίτερης προσοχής.
Βασικό στοιχείο, κατά τη γνώμη μου, είναι ο αφηγητής: παντογνώστης αφηγητής, που συνήθως τον συναντάμε ως κάποιον αντικειμενικό παρατηρητή. Στο βιβλίο όμως παρακολουθεί βήμα βήμα, με ξεχωριστή έγνοια και λεπτότητα τη μεταμόρφωση του πρωταγωνιστή του. Δεν τον αφήνει στιγμή από το «βλέμμα» του και ως παντογνώστης είναι πάντα εκεί, αφουγκράζεται και μας μεταφέρει τι σημαίνει να αλλάζεις δέρμα σε αυτή τη ζωή.
(Κάνω μία σύντομη παρένθεση, για να επισημάνω ότι δεν συναντάμε συχνά ιστορίες εκφοβισμού από την πλευρά του θύματος, που όμως αποφασίζει να αλλάξει μόνος του, που δεν στηρίζεται μόνο στη βοήθεια του περίγυρου, των δασκάλων, των ψυχολόγων, των γονέων, των φίλων. Κλείνει η παρένθεση.)
Η μεταμόρφωση αυτή έχει τη βάση της στις ρωγμές, από εκεί που, στο τέλος, μπαίνει φως, όπως αναφέρεται και στον τίτλο. Κι αυτό είναι το δεύτερο σημείο. Οι ρωγμές του πρωταγωνιστή, του Δημήτρη, είναι το τραύμα των «αόρατων» θυμάτων που σιωπούν, από εκεί που συνεχώς εισέρχεται το σκοτάδι είτε αυτό είναι η ενσώματη βία είτε η λεκτική είτε ακόμα και η ίδια η αυτοακύρωση: το αξίζω να μου φέρονται έτσι.
Αυτό που μπορεί να μετατρέψει τη ρωγμή σε δίαυλο φωτός είναι ο λόγος, το επόμενο σημείο, που λειτουργεί αντιστικτικά προς τη σιωπή. «Μίλα. Όπως μπορείς. Όσο μπορείς. Για όσο χρειαστεί.» είναι μια φράση που επαναλαμβάνει σαν mantra μέσα του ο Δημήτρης, ο πρωταγωνιστής, που έχει υπάρξει και αυτός θύμα εκφοβισμού κάποτε και που ποτέ δεν είχε μιλήσει. Η εκφορά, όμως, της λέξης εκείνης που μπορεί να ανακόψει τον θύτη, ένα απλό «αρκεί», προϋποθέτει πρώτα το θάρρος αλλά και την παρρησία, το θάρρος του λόγου. Δεν είναι απλή παρόρμηση. Γιατί, όπως σωστά επισημαίνει, ο δάσκαλος, ο κύριος Σωκράτης «Η σιωπή είναι καλή μόνο όταν ακούει». Αλλιώς, γίνεται συνενοχή, που επιτρέπει στο κακό να επιβιώνει.
Βέβαια, δεν αρκεί μόνο να μιλά κανείς απέναντι στο άδικο. Για να έχει αποτέλεσμα, πρέπει να πετύχει να τον ακούν. Για να γίνει το «Aρκεί» «Δεν θα το επιτρέψω», δεν φτάνει να είναι θαρραλέος ο Δημήτρης. Πρέπει να γίνει δυνατός, για να «διακόψει την αδικία», όπως πάλι σοφά του απαντά ο κύριος Σωκράτης, ένα σημείο αναφοράς στη ζωή του Δημήτρη, ο εγγυητής της δικαιοσύνης στο σχολείο.
Για να συμβεί αυτό, πρέπει ο Δημήτρης, παρά τον φόβο του, να δείξει δύναμη και αποφασιστικότητα. Προκειμένου να φτάσει ως εκεί, είναι απαραίτητο να έχει επουλώσει -δεν μου αρέσει η λέξη «διαχειριστεί», μου ακούγεται εντελώς τεχνοκρατική- το δικό του τραύμα. Και πώς να το πετύχει αυτό όταν όλη του τη ζωή κουβαλά μια σιωπή που τον εγκλωβίζει, που τον έχει «διδάξει» να επιβιώνει στο περιθώριο, να είναι μια αδιάφορη για τους άλλους παρουσία;
Και εδώ ο συγγραφέας επινοεί ένα καταλυτικό εύρημα, ένα ημερολόγιο που αυτονομείται, που είναι ζωντανό, γεμίζει μόνο του τις σελίδες, καθοδηγεί τον πρωταγωνιστή και του δίνει συμβουλές. Τον γυρίζει πίσω, στο δικό του τραύμα. Λειτουργεί όχι μόνο ως αποτύπωμα της μνήμης αλλά και ως υποσυνείδητο, που φέρνει στην επιφάνεια σκέψεις που, από φόβο ή ατολμία, ποτέ δεν έλαβαν μορφή. Όσα μας έχουν διαμορφώσει, ο τρόπος που μεγαλώσαμε δείχνουν βαθιά μέσα μας αυτό που ήδη ξέρουμε ότι πρέπει να κάνουμε. Με αυτόν τον τρόπο λειτουργεί και το ημερολόγιο. Και αυτός είναι ο προσωπικός αγώνας του Δημήτρη.
Η ανάμνηση του εκφοβισμού ως περιστατικό είναι πάντα παρούσα στη ζωή του ούτως ή άλλως. Ο στοχασμός και η καταβύθιση στην ψυχή του είναι που του λείπουν, για να επουλώσει το τραύμα και «από τη ρωγμή να μπει φως».
Όταν συνειδητοποιεί ο Δημήτρης γιατί δεν μπορεί πια να σωπαίνει, αποφασίζει να γράψει ο ίδιος, να αποτυπώσει τους φόβους του, να τους δώσει μορφή και έτσι να τους τιθασεύσει, να τους μετατρέψει σε δράση, που όχι μόνο θα σταθεί ανάχωμα στη βία, αλλά θα συμπαρασύρει και άλλους, θα τους βγάλει από τη σιωπή του θεατή αλλά και από τον ρόλο του θύτη.
Γιατί, τελικά, ο Δημήτρης καταφέρνει αυτό που όλοι οι εκπαιδευτικοί προσπαθούμε όταν κάποιος αδρανεί, να κάνει τους συμμαθητές του να σηκώσουν το χέρι, να ζητήσουν και να πάρουν τον λόγο. Και το αναπάντεχο, καταφέρνει να αφαιρέσει τα αγκάθια και από τον θύτη, τον Γιώργο, που παραδέχεται τη μοναξιά του θύτη και τον φόβο του ότι δεν ξέρει ποιος πράγματι είναι αν δεν έχει ακόλουθους και θεατές.
Σε ένα ημερολόγιο, λοιπόν, ο Δημήτρης, όπως όλοι μας, αφήνει τις καθημερινές του πατημασιές. Τα ημερολόγια κρύβουν τις πιο βαθιές σπηλιές μας και δείχνουν την πορεία μας, από πού ξεκινήσαμε, πώς βαδίζουμε, πώς περνάμε από αυτόν τον κόσμο. Έτσι συμβαίνει και με τον Δημήτρη. Μαζί με τον κόσμο που τον περιβάλλει γράφει τη ζωή του, βρίσκει τη θέση του μέσα σε αυτόν και δεν φοβάται να το μοιραστεί: «Μερικές φορές σωπαίνεις τόσο πολύ, που ξεχνάς πώς είναι να ακούς τον εαυτό σου. Και τότε αρχίζεις να πιστεύεις ότι έτσι πρέπει να είναι. Ότι ο φόβος είναι μέρος της καθημερινότητας. Ότι το να σε προσπερνούν, να σε ειρωνεύονται, να σε σπρώχνουν είναι κάτι «ασήμαντο». Μέχρι που κάποιος άλλος σωπαίνει και τότε καταλαβαίνεις πόσο σου μοιάζει.»
Νομίζω πως με δύο τρόπους μένουμε στη μνήμη των ανθρώπων, με δύο τρόπους μάς θυμούνται όταν δεν είμαστε πια εδώ: μέσα από τα ίχνη μας, δηλαδή τις πράξεις μας και τον αντίκτυπό τους στους άλλους ανθρώπους, μικρό ή μεγάλο -δεν το εξετάζω αυτό-, και μέσα από τις γραφές μας, όπως αυτή του Δημήτρη, όπως αυτή του Βασίλη, δύο προσώπων που επέλεξαν να μη μείνουν θεατές, που -από επιλογή- στη ζωή τους είναι παρόντες, αλλάζοντας στον βαθμό που αναλογεί στον καθένα τον μικρόκοσμό τους.
Για να κλείσω, όπως ξεκίνησα, Βασίλη, με ποίηση, η Κική Δημουλά στο ποίημα «Επεισόδιο» γράφει:
Οι λέξεις φταίνε. Αυτές
ενθάρρυναν τα πράγματα σιγά
σιγά ν’ αρχίσουν να συμβαίνουν.
Βασίλη, σου εύχομαι το βιβλίο αυτό να ταξιδέψει και να φέρει αλλαγές μεγαλύτερες από αυτές που επιδιώκεις.
























