Αρχείο ετικέτας Φόβος

Ο φόβος παραφυλάει τα έρημα. Να συγκρατήσουμε τα δεδομένα της περιπέτειας και να πλουτίσουμε από την εμπειρία της κλεισούρας

Του ΣΤΕΛΙΟΥ ΡΑΜΦΟΥ

Το 2020 ήταν ένας χρόνος ανοίκειος. Μας τρόμαξε κυρίως με την πλανητική πανδημία του κορωνοϊού, μας υποχρέωσε να βάλουμε εντός παρενθέσεως την κοινωνική μας ζωή και να τραβηχτούμε, κάποτε πανικόβλητοι, στη σκιά μιας σκυθρωπής στενότητος. Η απειλή του θανατηφόρου ιού αποσταθεροποιητική καθ’ εαυτήν, αφύπνισε βαθύτερες εσωτερικές εγγραφές, διαλυτικές για τη συναισθηματική μας ισορροπία και ενότητα. 

Ωστόσο και αν παραχώσουμε τη δοκιμασία στις αναμνήσεις μας, όπως υπόσχονται τα εμβόλια, οι φοβίες θα παραμένουν, έτοιμες να επανέλθουν με ανάλογα αίτια. Δεν έχει ιδιαίτερη σημασία εάν, μετά την πανδημία, για κάποιο διάστημα ξεδώσουμε αγχολυτικά επιδιδόμενοι στην κατανάλωση, στα γενετήσια ή στην υπερτίμηση των γηίνων εις βάρος του υπερφυσικού. Τέτοιες συμπεριφορές δεν αλλάζουν τίποτε, καθώς αποτελούν άλλη όψη του ίδιου νομίσματος. Απεναντίας ενδιαφέρει να συγκρατήσουμε τα δεδομένα της περιπέτειας και να πλουτίσουμε από την εμπειρία της κλεισούρας και του φόβου, εκτιμώντας πράγματα τα οποία προηγουμένως υποτιμούσαμε, όπως τη συνυπευθυνότητα. 

Στην ιστορία της πανδημίας, ο φόβος ήταν διπρόσωπος. Φόβος να μη χάσουμε τη ζωή μας, αλλά και άρνηση να φερόμαστε προσεκτικά ώστε να μην κινδυνεύσουν άλλοι, δηλαδή φόβος να μη στερηθούμε την ελευθερία μας. Ο μεγάλος αριθμός των ανθρώπων ακολούθησε τα μέτρα προστασίας, ενώ αισθητά λιγότεροι, αρκετοί όμως για να διευκολύνουν τη διασπορά του ιού, «αντιστάθηκαν», αρνούμενοι τη μασκοφορία είτε συμμετέχοντας σε ιδιωτικές γιορτές και δημόσιες συγκεντρώσεις. Αφήνω όσους θεώρησαν υπερβολικές τις προφυλάξεις. 

Πρόκειται για δύο αντιθετικά φοβικές συμπεριφορές με κοινό χαρακτηριστικό απωθημένες αρχαϊκές επιθυμίες, οι οποίες υπό την πίεση του κινδύνου της λοιμώξεως επανέρχονται με διαφορετικό μήνυμα, καθοριστικό των μορφών και της εντάσεως του φόβου: Tην άμυνα της απομονώσεως και την άμυνα των δημοσίων και ιδιωτικών μουσικοχορευτικών συνάξεων. 

Στον φόβο τους για τις συνέπειες της ασθένειας, πολλοί από την πρώτη κατηγορία προέβαλαν το άγχος μιας εσωτερικής καταστροφής. Οσο για τους θωρακισμένους στο απυρόβλητο, υποτίθεται, της νεότητος και διαφόρων ψευδαισθήσεων, αντιρρησίες της ατομικής και της κοινωνικής ευθύνης, κι αυτοί από φόβο αντέδρασαν – τον ανυπόφορο εκείνο φόβο της ελευθερίας. Αρνήθηκαν την επιλογή του αυτοπεριορισμού, για να εγκλειστούν στις στιγμές του παρόντος και στην ταραχή της προσωρινότητος. 

Και οι δύο στάσεις είναι αμυντικές, είτε για εγκλεισμό πρόκειται είτε για διαμαρτυρομένη διασκέδαση. Η εύλογη, ψυχαναγκαστική όμως απομόνωση, όπως και παρορμητική εξανάσταση της αγνοίας κινδύνου, αφαιρούν εξίσου από τη ζωή τη συνεκτική της δύναμη και πλήττουν τη συνύπαρξη, παροδικά οι πρώτοι, στρατηγικά οι δεύτεροι. Το επιρρωνύουν οδυνηρά τα φαινόμενα ενδοοικογενειακής βίας, όπου ο σύντροφος γίνεται αντίπαλος ή εχθρός, και η άμεση βία των βομβιστικών διαδηλώσεων είτε η συγκεκαλυμμένη των παραβιάσεων. Και τις δύο περιπτώσεις υποκινούν αγχώδεις παλινδρομήσεις απωθημένων ενορμήσεων, ως μονιμότερων ψυχικών δομών τόσο των φοβικά απειλουμένων ατόμων όσο και των ιδεολογικά εγκλείστων ελευθεριακών ή συνωμοσιολογικών κινήσεων. 

Τι παίζεται στην κλεισούρα, όποια κι αν είναι αυτή; Το πάθος για επιβεβαίωση και αναγνώριση φουσκώνει και οι εντάσεις ανέρχονται. Ο φόβος εγκαθίσταται ως συνήθης και ανυποχώρητη διάθεση, εφόσον οι απωθημένες επιθυμίες δεν κατονομάζονται ώστε να βρουν εκπλήρωση. Επανέρχονται όμως φαντασιωσικά στις ψυχικές δομές της ανασφάλειας ή της αμφισβητήσεως. Στην τελευταία μάλιστα περίπτωση, ο φόβος πάει με αδυναμία να νοιάζομαι και να αγαπώ και την ίδια στιγμή να αισθάνομαι αδύνατος και απροστάτευτος. 

Ελλείψει εμβολίου, ο εγκλεισμός ήταν το μόνο δραστικό φάρμακο κατά του κορωνοϊού. Μιλάμε για επιλογή με τις δικές της ενέργειες και παρενέργειες, η οποία όμως θα μπορούσε να γίνει παραγωγική υπό τον όρο να αναρωτιόμαστε στη συνθήκη της για το νόημα της ζωής μας και της ζωής των άλλων. 

Εκείνος που απομονώνεται φοβικά και εκείνος ο οποίος αμφισβητεί αναγνωρίζουν στη στάση τους μια προέκταση του Εγώ τους. Εντούτοις το Εγώ μόνο του, ως έλλογη εσωστρέφεια, μπορεί να καταντήσει καθρέφτης ψευδαισθήσεων για να κοιτάζεσαι ναρκισσιστικά και να χάνεις τον εαυτό σου. Το παθαίνουμε σαν άτομα, το έχουμε πάθει σαν λαός, κατ’ εικόνα του παρελθόντος μας. Η εξωστρέφεια του Εγώ εκδηλώνεται με την ορμή· Στην αναστοχαστική εσωστρέφεια του Εγώ κατοικεί ο εαυτός μας. Εαυτός είναι η υπέρβαση του Εγώ από τον ψυχισμό μας. Λέμε αυτοσεβασμός, 
όχι εγωσεβασμός. 

Ο νάρκισσος στη θέση του εαυτού βάζει ένα Εγώ με διαστάσεις Υπερεγώ και γι’ αυτό μαζί με τη μοναδικότητά του έχει πάντοτε δίκιο. Δεν έχει δρόμο προς τον αυτογνωρισμό. Με δεδομένη την αδυναμία του να αγαπήσει άλλον από το Εγώ του, μένει να ανακαλύψει τον εαυτό του και να τον πάρει θεραπευτικά στα χέρια του. Να αντιτάξει στα παραληρήματα του μεγαλείου την αυτοπεποίθηση. 

Αυτοπεποίθηση δεν δίνει το «ξέρεις ποιος είμαι εγώ;» ούτε το Εγώ ως παράμετρος του Εμείς. Στην τελευταία περίπτωση έχουμε αγέλη με την ψυχολογία της, όχι ανοιχτή κοινωνία. Αυτοπεποίθηση δίνει ένα Εγώ με ορίζοντα τον εαυτό του, κάτι που εν προκειμένω ενσαρκώνουν οι γιατροί και οι νοσηλευτές, δότες ζωής με κίνδυνο της ζωής τους. Υπαγορεύουν με τον τρόπο τους μια πολιτική με κοινό παρονομαστή όλων των επιμέρους στόχων της την αυτοπεποίθηση. Μια στρατηγική με πολιορκητικό κριό των τειχών της κλεισούρας την παιδεία και τον πολιτισμό και αρχή σταθερή να νικήσει η ζωή, σαν αγάπη για όλα, τη φοβία του θανάτου. 

Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ

Μολυσματική νόσος

Του GIORGIO AGAMBEN· φιλοσόφου και συγγραφέα

Ο μιαρός! ούστ! ούστ! Διώξτε μακριά τον μιαρό!”, Alessandro Manzoni, Οι αρραβωνιασμένοι

Μια από τις πιο απάνθρωπες συνέπειες του πανικού που επιδιώκεται με κάθε τρόπο να εξαπλωθεί στην Ιταλία με την ευκαιρία της επονομαζόμενης επιδημίας του κορωνοϊού είναι απτή στην ίδια ιδέα της μόλυνσης, βάσει της οποίας διαμορφώθηκαν τα έκτακτα μέτρα που υιοθέτησε η κυβέρνηση. Η ιδέα αυτή, η οποία ήταν ξένη προς την ιατρική του Ιπποκράτη, είχε τον πρώτο ανύποπτο πρόδρομό της κατά τη διάρκεια των λοιμών που κατέστρεψαν ορισμένες ιταλικές πόλεις μεταξύ του 1500 και του 1600. Αυτή είναι η μορφή του μιαρού, του πανουκλιασμένου, που αποθανατίζεται από τον Manzoni τόσο στο μυθιστόρημά του, όσο και στο δοκίμιο για την Ιστορία της μιαρής στήλης. Μια μιλανέζικη “κραυγή” για την πανούκλα του 1576, τους περιγράφει κατ ‘αυτόν τον τρόπο, καλώντας τους πολίτες να τους καταγγείλουν:

“Έχοντας ενημερωθεί από τον κυβερνήτη ότι μερικοί άνθρωποι με λιγοστό ζήλο φιλανθρωπίας προκειμένου να τρομοκρατήσουν και να τρομάξουν τους ανθρώπους και τους κατοίκους αυτής της πόλης του Μιλάνου και να τους παρακινήσουν σε κάποια αναταραχή, αλείφουν με ουσίες που λέγεται ότι είναι λοιμώδεις και μολυσματικές, τις πόρτες και τις κλειδαριές των σπιτιών και τις γωνιές των συνοικιών αυτής της πόλης και άλλες περιοχές, πράγμα που έχει ως αποτέλεσμα να συμβαίνουν πολλά ανάρμοστα και να παρατηρείται όχι μικρή αλλοίωση στις σχέσεις των ανθρώπων, περισσότερο μάλιστα σε όσους πείθονται εύκολα να πιστεύουν τέτοια πράγματα, κάθε άνθρωπος, ανεξαρτήτως τάξης, κατάστασης, βαθμού, ας εννοήσει για λογαριασμό του ότι μέσα σε σαράντα ημέρες θα είναι εφικτό να εντοπίσει το πρόσωπο ή τα πρόσωπα που έχουν ευνοήσει, βοηθήσει ή πληροφορηθεί για αυτήν την υβριστική πράξη, αν θα του δοθούν πεντακόσια σκούντα … »

Με δεδομένες  τις αναντίρρητες, διαφοποιήσεις οι πρόσφατες αποφάσεις (οι οποίες ελήφθησαν από την κυβέρνηση με διατάγματα που θα θέλαμε να ελπίζουμε –  ματαίως ωστόσο- ότι δεν θα επιβεβαιωθούν από το κοινοβούλιο με νόμο εντός της προβλεπόμενης προθεσμίας) μετατρέπουν πραγματικά το κάθε άτομο σε δυνητικό μολυσματικό φορέα, ακριβώς όπως εκείνες οι αποφάσεις που αφορούν στην τρομοκρατία, υπολαμβάνουν κάθε πολίτη ως εν δυνάμει τρομοκράτη.  Η αναλογία είναι τόσο ξεκάθαρη, ώστε ο δυνητικός μολυσματικός φορέας που δεν συμμορφώνεται με τις υποδείξεις τιμωρείται με φυλακή. Ιδιαίτερα αποτρόπαιη είναι η μορφή του υγιούς ή πρώιμου φορέα, ο οποίος μολύνει μια πληθώρα ατόμων χωρίς να είναι κανένας σε θέση να αμυνθεί εναντίον του, όπως κάποιος θα μπορούσε να προστατέψει τον εαυτό του από έναν πραγματικό μολυσματικό φορέα.

Ακόμη πιο λυπηρός από τους περιορισμούς των ελευθεριών, που συνεπάγονται οι πρόσφατες αποφάσεις, είναι, κατά τη γνώμη μου, ο εκφυλισμός των σχέσεων μεταξύ των ανθρώπων που δύνανται αυτές να προκαλέσουν. Ο άλλος άνθρωπος, όποιος κι αν είναι, ακόμα και ένας αγαπημένος, δεν πρέπει να πλησιαστεί ή να αγγιχθεί και μάλιστα προκρίνεται να τεθεί, ανάμεσα σε εμάς και σε εκείνον, μια απόσταση, που σύμφωνα με ορισμένους είναι ένα μέτρο, αλλά σύμφωνα με τις τελευταίες υποδείξεις των λεγόμενων εμπειρογνωμόνων θα πρέπει να είναι 4,5 μέτρα (ενδιαφέροντα τα πενήντα εκατοστά!). Η έννοια του πλησίον έχει καταργηθεί. Είναι δυνατόν, δεδομένης της ηθικής ασυνέπειας των κυβερνώντων, αυτές οι αποφάσεις να απευθύνονται σε εκείνους που τις εκλαμβάνουν και τις εφαρμόζουν με τον ίδιο φόβο που είναι θεμιτό να προκαλέσουν, αλλά είναι δύσκολο να μην σκεφτεί κανείς ότι η κατάσταση που δημιουργούν είναι ακριβώς εκείνη που όποιος μας κυβερνά προσπάθησε -όχι λίγες φορές- να πραγματοποιήσει: τα πανεπιστήμια και τα σχολεία να κλείνουν και τα μαθήματα να γίνονται μόνο διαδικτυακά, να πάψουμε, μια και καλή, να συναντιώμαστε και να μιλάμε για πολιτικά ή πολιτιστικά θέματα, να ανταλλάσσουμε μόνο ψηφιακά μηνύματα και, οπουδήποτε είναι εφικτό, τα μηχανήματα να αντικαθιστούν κάθε επαφή – αποτρέποντας οποιαδήποτε μολυσματική ασθένεια – μεταξύ των ανθρώπων.

Διασαφηνίσεις

Ένας Ιταλός δημοσιογράφος καταπιάστηκε, σύμφωνα με την καλή συνήθεια του επαγγέλματός του, να παραμορφώσει και να παραποιήσει τις σκέψεις μου για τη σύγχυση, ηθικής τάξεως, στην οποία η επιδημία ρίχνει τη χώρα, όπου δεν έχουμε πλέον σεβασμό ούτε για τους νεκρούς. Όπως ακριβώς δεν κρίνει απαραίτητο να αναφέρει το όνομά του, δεν μπαίνει ομοίως στον κόπο να διορθώσει τα αυτονόητα και δεδομένα που διατυπώνει με έκδηλες χειριστικές προθέσεις. Όποιος θέλει  μπορεί να διαβάσει το κείμενο του άρθρου μου με τίτλο: “Μολυσματική νόσος” στον ιστότοπο του εκδοτικού οίκου Quodlibet. Δημοσιεύω εδώ ορισμένες άλλες σκέψεις, οι οποίες, παρά τη σαφήνεια τους, πιθανότατα θα παραποιηθούν και αυτές.

Ο φόβος είναι κακός σύμβουλος, αλλά φανερώνει πολλά πράγματα που προσποιούμαστε ότι δεν βλέπαμε. Το πρώτο πράγμα που αποκαλύπτει το κύμα πανικού που παραλύει τη χώρα είναι ότι η κοινωνία μας δεν πιστεύει πλέον σε τίποτα εκτός από τη γυμνή ζωή. Είναι σαφές ότι οι Ιταλοί είναι πρόθυμοι να θυσιάσουν σχεδόν τα πάντα, τις συνήθεις συνθήκες διαβίωσης, τις κοινωνικές σχέσεις, την εργασία, ακόμα και τις φιλίες, τα συναισθήματα και τις θρησκευτικές και πολιτικές πεποιθήσεις, μπροστά στον κίνδυνο να αρρωστήσουν. Η γυμνή ζωή -και ο φόβος της απώλειάς της- δεν είναι κάτι που ενώνει τους ανθρώπους, αλλά τους τυφλώνει και τους χωρίζει. Τα άλλα ανθρώπινα όντα, όπως στον λοιμό που περιγράφεται από τον Manzoni, θεωρούνται τώρα μόνον ως πιθανοί μολυσματικοί φορείς (“πανουκλιασμένοι”), οι οποίοι πρέπει να αποφεύγονται πάση θυσία και οι οποίοι πρέπει να διατηρούνται σε απόσταση τουλάχιστον ενός μέτρου. Οι νεκροί – οι νεκροί μας – δεν έχουν δικαίωμα σε κηδεία και δεν μας είναι σαφές τι συμβαίνει στα πτώματα των αγαπημένων μας. Η έννοια του πλησίον ακυρώνεται και είναι περίεργο ότι οι εκκλησίες σωπαίνουν γι ‘αυτό. Τι γίνονται οι ανθρώπινες σχέσεις σε μια χώρα που συνηθίζει να ζει με αυτόν τον τρόπο χωρίς να γνωρίζει κανείς για πόσο καιρό; Και τι είναι μια κοινωνία που δεν έχει άλλη αξία από την επιβίωση;

Το άλλο πράγμα, όχι λιγότερο ανησυχητικό από το πρώτο, που η επιδημία καθιστά ολοφάνερο είναι ότι η έκτακτη κατάσταση, στην οποία οι κυβερνήσεις μάς έχουν συνηθίσει εδώ και καιρό, έχει γίνει πραγματικά η φυσιολογική κατάσταση. Υπήρξαν πιο σοβαρές επιδημίες στο παρελθόν, αλλά κανείς δεν είχε σκεφτεί ποτέ να δηλώσει γι ‘αυτό μια κατάσταση έκτακτης ανάγκης, όπως η σημερινή, η οποία μας εμποδίζει ακόμη και τη μετακίνηση. Οι άνθρωποι έχουν τόσο εθιστεί να ζουν σε συνθήκες πολυετούς κρίσης και πολυετούς έκτακτης ανάγκης που δεν φαίνεται να αντιλαμβάνονται ότι η ζωή τους έχει μειωθεί σε καθαρά βιολογική κατάσταση και έχει χάσει κάθε διάσταση όχι μόνο κοινωνική και πολιτική, αλλά και ανθρώπινη και συναισθηματική. Μια κοινωνία που ζει διηνεκώς σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης δεν μπορεί να είναι μια ελεύθερη κοινωνία. Στην πραγματικότητα ζούμε σε μια κοινωνία που έχει θυσιάσει την ελευθερία στους λεγόμενους «λόγους ασφαλείας» και, ως εκ τούτου, καταδικάστηκε να ζήσει σε μια μόνιμη κατάσταση φόβου και ανασφάλειας.

Δεν μας εκπλήσσει που αναφορικά με τον ιό μιλάμε για πόλεμο. Τα μέτρα έκτακτης ανάγκης μας υποχρεώνουν να ζούμε σε συνθήκες απαγόρευσης κυκλοφορίας. Αλλά ένας πόλεμος με έναν αόρατο εχθρό, που μπορεί να κρύβεται σε οποιονδήποτε άλλον άνθρωπο, είναι ο πιο παράλογος των πολέμων. Είναι, μάλιστα, ένας εμφύλιος πόλεμος. Ο εχθρός δεν είναι έξω, είναι μέσα μας.

Εκείνο που προκαλεί ανησυχία δεν είναι τόσο ή όχι μόνο το παρόν, αλλά το μετά. Ακριβώς όπως οι πόλεμοι έχουν αφήσει μια σειρά δυσοίωνων και επιτευγμάτων ως κληρονομιά στην ειρήνη, από αγκαθωτά σύρματα έως πυρηνικούς σταθμούς, είναι πολύ πιθανό ότι θα καταβληθούν προσπάθειες να συνεχιστούν, ακόμη και μετά την έκτακτη ανάγκη για την υγεία, τα πειράματα που οι κυβερνήσεις δεν είχαν πραγματοποιήσει πρωτύτερα, ώστε τα πανεπιστήμια και τα σχολεία να κλείνουν και τα μαθήματα να γίνονται μόνο διαδικτυακά ή, μια και καλή πλέον, να πάψουμε να συναντιώμαστε και να μιλάμε για πολιτικά ή πολιτιστικά θέματα και να ανταλλάσσουμε μόνο ψηφιακά μηνύματα και, οπουδήποτε είναι εφικτό, τα μηχανήματα να αντικαθιστούν κάθε επαφή – αποτρέποντας οποιαδήποτε μολυσματική ασθένεια – μεταξύ των ανθρώπων.

ΠΗΓΗ

Αντίφωνο