Αρχείο ετικέτας Ελπίδα

Πότε «βεβαία η ελπίς»

Του ΧΡΗΣΤΟΥ ΓΙΑΝΝΑΡΑ

Σχηματικά και συμβατικά οριοθετούμε: άλλο το πεδίο της ύπαρξης και άλλο το πεδίο της συμπεριφοράς. Στο πεδίο της συμπεριφοράς ανήκει η συναλλαγή, η ρουτίνα, το συμφέρον, το συνοικέσιο, το ξεφάντωμα. Στο πεδίο της ύπαρξης ανήκει η γενναιοδωρία, το καινούργιο, η δημιουργία, ο έρωτας, η γιορτή.

Ο Δημόκριτος αποφάνθηκε: «βίος ανέορτος, μακρά οδός απανδόχευτος»: Χωρίς εόρτιες παρεμβάσεις, ο ανθρώπινος βίος είναι πεζοπορία μακρά, χωρίς ανάπαυλα σε πανδοχείο. Ποιος μπορεί να μας ποδηγετήσει στη χαρά – πού και ποιο το πανδοχείο της γιορτής; Μάλλον έχουμε χάσει, όχι ξεχάσει, τα σημαινόμενα. Οι μετρήσεις και πιστοποιήσεις αποκρύβουν την πραγματικότητα, παρά τη φανερώνουν.

Έτσι, ο εθισμός μας είναι να αξιολογούμε συμπεριφορές, όχι την ποιότητα (γνησιότητα ή πλαστότητα) της ύπαρξης. Μετράμε, ποιος είναι «καλός» και ποιος «κακός», ποιος ωφέλιμος και ποιος βλαβερός, ποιος αποδοτικός και ποιος λιγόφερνος. Αυτή τη δραματική έκπτωση από την ύπαρξη στη συμπεριφορά την υπέστη η ελληνική κοινωνία με τον εκπροτεσταντισμό της Εκκλησίας της – χάθηκε κάθε ρεαλιστική αναφορά στην ελευθερία από τον θάνατο, αιωρούνται μόνο ρητορεύματα δεοντολογίας του εφήμερου.

Γιορτή του Πάσχα σήμερα και ο αναγνώστης μπορεί να κρίνει, αν ο εορτασμός εγγίζει, έστω ελάχιστα, το πεδίο της ύπαρξης ή αν παγιδεύεται, αποκλειστικά και στεγανά, στο πεδίο της συμπεριφοράς. Εθιμικό γλεντοκόπι το Πάσχα, παραδοσιακές γεύσεις, καλό κρασί, ξέγνοιαστο γέλιο και η «γιορτή» χάνεται στο κενό υπαρκτικού αντικρίσματος, «νοήματος» της ύπαρξης και της συνύπαρξης, του σήμερα και της αχρονίας.

Τα κηρύγματα και οι εόρτιες εγκύκλιοι μιλάνε γλώσσα τόσο ξύλινη όσο κάποτε και η προπαγάνδα του σοβιετικού «παραδείσου». Γλώσσα που προϋποθέτει ατομική κατανόηση, ίσως και «κατ’ επιταγήν» παραδοχή – δηλαδή κενολογία, νοησιαρχικό ιδεολόγημα, το εμπειρικό τίποτα. Ζούμε σαν ξιπασμένοι ολιγογράμματοι, που δεν έχουν τις εμπειρικές προσλαμβάνουσες για να ξεχωρίσουν τη γνώση από την απλή κατανόηση, να βιώσουν και βεβαιώσουν την ύπαρξη όχι με τη σκέψη («σκέπτομαι άρα υπάρχω») αλλά με τη σχέση (γνωρίζω επειδή αγαπώ).

Αν η εμπειρία μάς έπειθε, τους σημερινούς απλώς ελληνώνυμους, για τη διαφορά της γνώσης από την κατανόηση, της αλήθειας από τη χρηστική ορθότητα (διαφορά που συνιστούσε πάντοτε την ταυτότητα των Ελλήνων), η ευτυχία μας δεν θα ήταν αδιέξοδη συνάρτηση μίμησης και πιθηκισμού του υπόκοσμου των χρηματιστηρίων και των νταβατζήδων. Μην ξεχνάμε τη δραματική, άκρως επώδυνη, γι’ αυτό και αποσιωπημένη σύγκριση: Οτι κάτω από τον ζυγό των Τούρκων οι Έλληνες είχαν συνείδηση και αξιοπρέπεια άρχοντα, σήμερα δεχόμαστε αδιάντροπα να μας εξευτελίζει ο κάθε τυχαίος Σόιμπλε, Ντάισελμπλουμ ή Τραμπ βυθισμένους σε χρέη και υποθήκες, με συνείδηση ολοκληρωτικά εξαρτημένων τριτοκοσμικών. Κάποτε δεν υπήρχε ανάγκη να εξηγήσει ο Έλληνας, τι είναι γι’ αυτόν η μητρική αγάπη, η πατρική ευθύνη, η θυσία για την πατρίδα, η προτίμηση της φτώχειας με έρωτα, όχι του πλούτου με μοναξιά – σήμερα, όσες εξηγήσεις κι αν παπαγαλίσει, θα είναι ιδεολογήματα. Από τη στιγμή που και στην εκκλησία πηγαίνει για να καταλάβει και να διδαχθεί, όχι για να γιορτάσει, η ελληνικότητα έχει χαθεί.

Ξέρω ότι είναι μάταιες όλες αυτές οι «διευκρινίσεις». Η προτεραιότητα της γνωστικής εμπειρίας έναντι της ορθολογικής πληροφορίας είναι πια ένα χαμένο παιχνίδι – η γνώση ταυτίζεται με την κατανόηση, όχι με τη μετοχή στην εμπειρία της σχέσης. Μοναδική, ίσως, παρηγορία για την απώλεια είναι η βραδύτητα των μεταλλάξεων στο πεδίο της ύπαρξης, σε σύγκριση με την ταχύτητα των αλλαγών στο πεδίο της συμπεριφοράς.

Ακόμα και χαμένο το παιχνίδι μπορεί να λειτουργήσει αφυπνιστικά, αν είναι θαρραλέα επώδυνο. Ό,τι ζωντανό, προϋποθέτει ωδίνες τοκετού για να γεννηθεί, ό,τι είναι προτεστάντικη δεοντολογία συμπεριφοράς ή αυγουστίνειος (Αυγουστίνου της Ιππώνος) ατομοκεντρισμός, προκύπτει ευκολότερα, επειδή κολακεύει τον ναρκισσισμό μας. Εμπειρική ζωντάνια γεννάει η συμμετοχή σε κοινές και κοινωνούμενες «παραδόσεις»: νηστεία, αναμμένο καντήλι, σταυροκόπημα, η ομορφιά κάποιας Εικόνας, ζύμωμα του πρόσφορου – απαιτεί πράξη η ερωτική σημαντική, όχι διδακτικές παρλαπίπες. Γι’ αυτό και χαοτική η διαφορά της μετοχής στο εκκλησιαστικό γεγονός, σε σύγκριση με την ατομική («αξιόμισθη») πειθάρχηση σε οποιαδήποτε θρησκευτική τυπολογία.

Γιορτή του Πάσχα σήμερα, με την πανδημία του κορωνοϊού να γυμνώνει αδυσώπητα τη Γιορτή από τις φολκλορικές γραφικότητες και τα ψυχολογικά αναπληρώματα. Δεν αφήνει περιθώρια η απειλή του θανάτου για διδακτισμό, δεοντολογίες και αξιολογήσεις της συμπεριφοράς. Καθόλου τυχαία, η εκκλησιαστική γλώσσα της Γιορτής, τόσο της Μεγάλης Παρασκευής όσο και η αναστάσιμη, είναι η μελουργημένη ποίηση, το τραγούδι. Η νίκη καταπάνω στον θάνατο, η προσδοκώμενη «ανάστασις νεκρών», δεν σημαίνεται με τη γλώσσα της Φυσικής Πειραματικής – αυτό ίσως δεν το έχει αντιληφθεί ούτε ο σεβάσμιος αρχιμανδρίτης του καθεδρικού των Αθηνών, που σε κάθε λειτουργία, την ώρα του «κοινωνικού», στήνει αναλόγιο και διαβάζει την ιδεολογική του διακήρυξη που τη λογαριάζει κήρυγμα εκκλησιαστικό.

Ευτυχώς, η δική μας παρακμή δεν υποβιβάζει όσα πολύτιμα διαχειριζόμαστε.

Christos Yiannaras

Χριστούγεννα. Ανάσα από το μέλλον

Του ΘΑΝΑΣΗ Ν. ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΙΟΥ / Δρ. Θεολογίας.  Αναπληρτή Καθηγητή της Ανώτατης Εκκλησιαστικής Ακαδηµίας Αθήνας. Διευθυντή του περιοδικού «Σύναξη»

Η καρδιά μας λαχταρά την ελπίδα. Φαίνεται κοινότοπο, μα πρόκειται για τη μεγαλύτερη παραδοξότητα. Γιατί; Διότι η ελπίδα είναι το μόνο που όταν το έχουμε δεν το κατέχουμε! Η ελπίδα είναι από τη φύση της ου-τοπική. Είναι η λαχτάρα για το μη πραγματοποιημένο, για κάτι που δεν βρίσκεται ούτε εδώ, ούτε τώρα. Παρούσα εδώ και τώρα είναι η λαχτάρα μου. Όχι η πραγματοποίησή της. Αυτή ανήκει στο μέλλον. «Η ελπίδα», είχε πει ο Έρνστ Μπλοχ, «είναι το αντίθετο της ασφάλειας. Είναι το αντίθετο της αφελούς αισιοδοξίας. Η έννοια της διακινδύνευσης ενυπάρχει πάντα μέσα της». Άρα, πώς βιώνω αυτό που μοιάζει αβέβαιο και φευγαλέο; Με την πίστη!

Πώς να το κάνουμε; Η πίστη δεν είναι μόνο των θρησκευόμενων. Πίστη, ελπίδα και όραμα είναι όψεις μιας θεμελιώδους δυνατότητας, η οποία κάνει άνθρωπο τον άνθρωπο. Είναι η συγκλονιστική δυνατότητα να μην υπάρχεις σαν αντικείμενο ριγμένο στον κόσμο όπως λάχει, αλλά ως ανήσυχη ύπαρξη, διψασμένη για κάτι που ξεπερνά το παρόν και την τωρινή μορφή του κόσμου. Είναι η δυνατότητα να μην καταπιείς τη ζωή αμάσητη, αλλά να της βάλεις ερωτηματικά και να λαχταρήσεις κάτι πέρα κι από σένα τον ίδιο. Έτσι, και η αφοσίωση ενός άθεου ανθρωπιστή στο όραμά του είναι περίπτωση πίστης. Να το πω αλλιώς: Παρόλο που το όραμά σου, το περιεχόμενο της ελπίδας σου είναι ολοζώντανο και σπαρταριστό για σένα, αποκλείεται να αναλυθεί χημικά ώστε να γίνει αναμφισβήτητο από όλους και –συνεπώς– υποχρεωτικό για όλους! Ελπίδα, πίστη, όραμα, όλα είναι συντεταγμένες του τανύσματος προς την ελευθερία, προς κάτι που θα συναρπάσει την ύπαρξή μου, κι όχι κάτι που μου έχει φορτωθεί θέλω-δεν-θέλω, όπως τα στοιχεία του DNA μου.

Το κάνω πιο προσωπικό. Τι σημαίνει για μένα, ως Χριστιανό, η ελπίδα, και πώς σχετίζεται με τα Χριστούγεννα;

Πρώτα απ’ όλα, τα Χριστούγεννα δεν είναι επετειακός εορτασμός. Δεν είναι δηλαδή απλώς ανάμνηση ενός γεγονότος περίκλειστου στο παρελθόν, από το οποίο όλο και απομακρυνόμαστε μοιραία. Στη χριστιανική οπτική ο εορτασμός των Χριστουγέννων είναι το πανηγύρι χαράς για ένα ανατρεπτικό ξεκίνημα, το οποίο θα ολοκληρωθεί στο μέλλον. Τι εννοώ;

Στη Βηθλεέμ ο Θεός αυτοπροσώπως έκανε τον άνθρωπο εαυτό του και πρόσφερε στον άνθρωπο τον εαυτό του. Χριστούγεννα είναι η άφιξη του κορυφαίου αλληλέγγυου, ο οποίος δεν κάνει απλώς μια περαντζάδα από τις ζωές των κακουχουμένων, αλλά γίνεται αυτοπροσώπως συγ-κακουχούμενος. Ανατρεπτικό! Όσοι σήμερα στολίζουν τη φάτνη σαν ονειρεμένο μπαγκαλόου, αλλά και όσοι αρνούνται ιδεολογικά να τη στολίσουν, αμφότεροι προσπερνούν ότι η φάτνη σημαίνει ρυπαρό στάβλο και ότι όσοι την πλησίασαν ήταν… outsiders: τρεις αλλοδαποί (οι μάγοι) και κάμποσοι παρακατιανοί (οι τσοπάνηδες).

Η Γέννηση του Χριστού δεν ολοκληρώθηκε με το κόψιμο του ομφάλιου λώρου του. Ολοκληρώθηκε… το Πάσχα. Παλαβό; Πείτε το κι έτσι. Είπαμε! Ποια πίστη θα πάρει χημική πιστοποίηση; Στον Γολγοθά λοιπόν ο Χριστός προσέλαβε και τα έσχατα σημεία της ανθρώπινης συνθήκης: την αδικία, τον παραλογισμό, την εγκατάλειψη. Αν θα είχε ζήσει χρόνια πολλά κι ανέφελα, το πολύ-πολύ να είχε προσλάβει τη ζωή μιας φαντασιακής ελίτ. Όχι της πραγματικής ανθρωπότητας.

Αυτή η παράδοξη διαδρομή της θυσιαστικής αγάπης (φάτνη – Γολγοθάς) καταλήγει στην Ανάσταση. Χάριν της Ανάστασης έγινε η Χριστού-Γέννα, και χάριν του φτασίματος του ανθρώπου στην Ανάσταση, ώστε τελικά να κατορθωθεί το αδιανόητο: η συντριβή κάθε θανάτου, κυριολεκτικά και μεταφορικά. Δεν είναι μήπως η μισαλλοδοξία και η περιθωριοποίηση μορφές θανάτωσης; Το φως των Χριστουγέννων λοιπόν δεν μεταφέρεται με τους γλόμπους, μεταφέρεται με τη στάση ζωής και με την πράξη.

Έχει γίνει του συρμού η φράση «η ελπίδα πεθαίνει τελευταία». Μα, δεν την βρίσκω ελπιδοφόρα φράση! Αντιθέτως, τη βρίσκω φριχτή! Τι να την κάνω μια ελπίδα που τελικά θα πεθάνει κι αυτή; Θα προτιμήσω λοιπόν την ελπίδα την οποία δεν ματαιώνει ούτε ο θάνατος. Θα εμπιστευτώ την χριστουγεννιάτικη ελπίδα της Ανάστασης, την ελπίδα για έναν ριζικά διαφορετικό κόσμο, την ελπίδα που θα συνεχίσει να φωτίζει, ακόμα κι όταν κλείσει η παρένθεση των εορταστικών φωτισμών.

ΠΗΓΗ

δήμος & πολιτεία

Η ελπίδα· Γεώργιος Ι. Μαντζαρίδης, (1986). Μαθήματα Χριστιανικής Ηθικής. Θεσσαλονίκη: Πουρναρά, σσ. 61-66.



Λήψη αρχείου