Αρχείο ετικέτας Προσφυγιά και Μετανάστευση

“Αγρίεψε το Γένος μας, αδελφοί μου…”, έλεγε ο πατρο-Κοσμάς ο Αιτωλός… κι είχε δίκιο. Κι ο λόγος του αυτός είναι επίκαιρος…

Γράφει ο Α. Ι. ΚΑΛΑΜΑΤΑΣ

Νομίζω ότι όσα στις μέρες μας, με αφορμή την προσφυγιά και μετανάστευση συμβαίνουν, όχι μόνο εδώ στην Ελλάδα αλλά και σε ολάκερη την Ευρώπη, καταδεικνύουν πως αυτή η «Ευρώπη» ζει ξανά κακές στιγμές της Ιστορίας της. Όσοι έχουν δει την ταινία του M. Haneke Η Λευκή Κορδέλα, είμαι σίγουρος ότι θα διαπιστώσουν μια λευκή κορδέλα τυλίγει τα σύνορα της υποτιθέμενης χριστιανικής Ευρώπης. Στο όνομα όχι μόνον της ηθικής, θρησκευτικής, αλλά και της εθνικής καθαρότητας – το φάντασμα του φασισμού, δυστυχώς πλανάται ξανά παντού – η «Ευρώπη» κλείνει τα σύνορά της, γίνεται φρούριο, υπό τον κίνδυνο, λένε πολλοί, της ισλαμοποιήσής της.

Το πρόβλημα, όμως, δεν είναι η υποτιθέμενη ισλαμοποίηση της Ευρώπης. Το πρόβλημα είναι ότι αυτή η «Ευρώπη», δείχνει να έχει ξεχάσει τις χριστιανικές της ρίζες. Για να τεκμηριώσω την άποψή μου θα επικαλεστώ τη σκέψη του F. Bruadel, κορυφαίου Γάλλου ιστορικού, που σε ένα από τα βιβλία του, τη Γραμματική των πολιτισμών, γράφει ότι «εμπρός σ’ αυτή τη βαθιά θρησκευτική ταπεινοφροσύνη, η Δύση δίνει την εντύπωση ότι έχει ξεχάσει τις χριστιανικές καταβολές της. Αυτό όμως αντί να το αποδίδουμε σε ένα υποτιθέμενο ρήγμα, που δήθεν δημιούργησε ο ορθολογισμός ανάμεσα στη θρησκεία και στην πνευματική εξέλιξη, θα είμαστε οπωσδήποτε πιο κοντά στην πραγματικότητα αν το δούμε ως συνύπαρξη επιστήμης και θρησκείας μέσα σε μια εκκοσμικευμένη κοινωνία ή, ακόμη καλύτερα, ως πολλαπλούς διαλόγους ανάμεσα στις δύο, άλλους δραματικούς κι άλλους γεμάτους εμπιστοσύνη, που δεν διακόπηκαν ποτέ, παρά τα φαινόμενα. Είναι βέβαιο πως ο χριστιανισμός αποτελεί θεμελιώδη πραγματικότητα της δυτικής ζωής, η οποία σημαδεύει, χωρίς πάντα να το ξέρουν ή να το αναγνωρίζουν, ακόμη και τους άθεους. Οι ηθικοί κανόνες, η στάση εμπρός στη ζωή και στο θάνατο, η αντίληψη της εργασίας, η αξία της προσπάθειας, ο ρόλος της γυναίκας και του παιδιού, όλα αυτά είναι συμπεριφορές που φαίνεται να μην έχουν πια καμιά σχέση με το χριστιανικό αίσθημα, κι όμως όλα από αυτό απορρέουν» […] «Ο Δυτικός Χριστιανισμός υπήρξε και εξακολουθεί να είναι η κύρια  συνιστώσα της ευρωπαϊκής σκέψης, ακόμη και της ορθολογιστικής, που  διαμορφώθηκε για να τον αντιπαλέψει, χωρίς όμως να έχει άλλη αφετηρία  από τον ίδιο. Σ’ όλη την ιστορία της Δύσης, ο Χριστιανισμός βρίσκεται στην  καρδιά αυτού του πολιτισμού, τον οποίο ζωογονεί ακόμη και όταν  αφήνεται να παρασυρθεί ή να αλλοιωθεί από αυτόν, και τον οποίο  αγκαλιάζει ακόμη κι όταν εκείνος πασχίζει να του ξεφύγει. Γιατί όταν  στρέφεις τη σκέψη ενάντια σε κάποιον, εξακολουθείς να βρίσκεσαι στη  δική του τροχιά. Ο Ευρωπαίος, ακόμη και άθεος, δεν παύει να είναι δέσμιος  μιας ηθικής, δέσμιος διαφόρων ψυχικών επιταγών που ορίζουν τη  συμπεριφορά του, και είναι βαθιά ριζωμένες στη χριστιανική παράδοση».

Στο δικό μας χώρο τώρα, το θεολογικό και εκκλησιαστικό, νομίζω ότι τα πράγματα είναι ξεκάθαρα. Είναι άλλο πράγμα αν κάποιοι δεν έχουν τη διάθεση να τα δουν, και δίχως ίχνος χριστιανικού ήθους διατρανώνουν ότι είναι «Έλληνες και Ορθόδοξοι». Η ράτσα και η φυλή, καθώς φαίνεται, έρχεται ξανά στο προσκήνιο. Δυστυχώς. Το τραγικό στην περίπτωση αυτή είναι η ταμπέλα που βάζουν σε όσους ομιλούν για ανθρωπιά, αλληλεγγύη, σεβασμό στην ετερότητα, τον διαφορετικό πολιτισμικά Άλλο, ότι δηλαδή, δεν είναι Έλληνες, ούτε Ορθόδοξοι, κατά την αρρωστημένη πάντα νοοτροπία τους, μιας και μόνο με συνθήματα προσπαθούν να αποδείξουν ότι υπάρχουν. «Κούνια που σας κούναγε», καθώς θα έλεγε κι η μακαρίτισσα γιαγιά μου, που όλη της η ζωή την πέρασε στο στασίδι της Εκκλησιάς, ενός χωριού, κάπου στη στεριανή Ελλάδα.

Στα γραφόμενα, λοιπόν, δύο αγίων ευθύς αμέσως, τα οποία κινούνται ενάντια σε όλους εκείνους, που προς κάθε κατεύθυνση διατρανώνουν μια χριστιανική πίστη κομμένη και ραμμένη στα μέτρα τους. «Θα σας πω κάτι ενοχλητικό και βαρύ. Ξέρω ότι θα οργιστείτε, αλλά θα σας το πω. Και δεν θα το πω για να σας βλάψω, αλλά για να σας διορθώσω… Διάφοροι λένε ότι (αυτοί οι φτωχοί άνθρωποι) είναι φυγάδες, ξένοι και τιποτένιοι, που άφησαν τις πατρίδες τους και συρρέουν στην πόλη μας. Για πες λοιπόν! Αυτός είναι ο λόγος που αγανακτείς… επειδή όλοι την θεωρούν λιμάνι τους και προτιμούν την ξένη πόλη από τη γενέτειρά τους; Αντιθέτως, θα ‘πρεπε να χαιρόμαστε για το γεγονός ότι όλοι καταφεύγουν στα χέρια σας σαν σε λιμάνι κοινό και θεωρούν την πόλη αυτή μητέρα όλων», γράφει στον Περί ελεημοσύνης λόγο του ο άγιος Ιωάννης Χρυσόστομος.

«Ήρθαν έτσι τα πράγματα, ώστε γύρω μας να αφθονούν οι γυμνοί και οι άστεγοι. Είναι πάμπολλοι οι πρόσφυγες που χτυπούν τις πόρτες μας. Πάμπολλοι είναι οι ξένοι και οι μετανάστες. Όπου κι αν κοιτάξεις, θα δεις χέρια απλωμένα σε ζητιανιά. Για σπίτι έχουν το ύπαιθρο. Κατάλυμα βρίσκουν στις στοές, τις παρόδους και τα ερημικότερα σημεία της αγοράς. Φωλιάζουν σε τρύπες όπως οι νυχτοκόρακες και οι κουκουβάγιες. Το ρούχο τους είναι διάτρητα κουρέλια. Για χωράφι έχουν τη διάθεση όσων δίνουν ελεημοσύνη. Για τροφή, ότι τύχει. Πίνουν νερό από τις κρήνες όπως τα ζώα, και για ποτήρια έχουν τις χούφτες τους. Για αποθήκη έχουν την κοιλιά τους, όσο μπορεί αυτή να συγκρατήσει ότι μπαίνει μέσα. Τραπέζι τους είναι τα γόνατά τους διπλωμένα. Κρεβάτι, το έδαφος. Μπάνιο, κάποιος ποταμός ή λίμνη, όπως τα έχει προσφέρει ακατέργαστα και κοινά σε όλους ο Θεός. Η ζωή τους είναι πλέον γεμάτη μετακινήσεις και αγριάδα, όμως δεν ήταν έτσι εξαρχής. Ας όψονται η συμφορά και η ανάγκη», γράφει στον Περί φιλοπτωχίας και ευποιίας λόγο του ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης.

Τέτοια κείμενα, αποκτούν νόημα κι αξία, μόνον όταν παύουν να είναι εξαιρέσεις μέσα στην ρυπαρότητα ενός αμυντικού λόγου, που βλέπει ως απειλή την προσφυγιά και μετανάστευση.

Κλείνοντας θα ήθελα να επισημάνω ακόμη κάτι αρκετά σημαντικό, που κι αυτό κινείται ενάντια στην περιχαράκωση γύρω από τον εαυτό μας. Ο πολύς Φ. Ντοστογιέφσκη στους Αδελφούς Καραμαζώφ, με ιδιαίτερα κοφτερό τρόπο γράφει: «όλοι στον αιώνα μας χώρισαν και γίνανε μονάδες, ο καθένας αποτραβιέται στη μοναξιά του, ο καθένας απομακρύνεται απ’ τον άλλον, κρύβεται και κρύβει το έχει του και καταλήγει ν’ απωθεί τους ομοίους τον και ν’ απωθείται απ’ αυτούς». Για ένα γυμνασμένο θεολογικά κυρίως μυαλό, νομίζω ότι δεν χρειάζεται περαιτέρω σχολιασμός.

Όσον αφορά στον παρακάτω πίνακα ζωγραφικής του Φώτη Κόντογλου, καλόν είναι ο αναγνώστης να διαβάσει το σύντομο σχολιασμό που κάμει ο Νίκος Ζίας στο άρθρο του «“Πρόσφυγες του Φώτη Κόντογλου”», Σύναξη, τχ. 96 (Οκτώβριος – Δεκέμβριος 2005) 6-7.

ΝΙΚΟΣ ΖΙΑΣ, Πρόσφυγες του Φώτη Κόντογλου

ΦΩΤΗΣ ΚΟΝΤΓΛΟΥ, Πρόσφυγες ή Η Κοιλάδα του Κλαυθμώνος

Ας μιλήσουμε και κάπως έτσι για τους πρόσφυγες

«Μύριζε η Εκκλησία λιβάνι κι αγριολούλουδα· από τα στενά παραθυράκια του τρούλου, με τα πολύχρωμα τζάμια, έμπαιναν πράσινες, κόκκινες, γαλάζιες οι στερνές αχτίδες του ήλιου και φώτιζαν τον Παντοκράτορα· τον είχε με τα ίδια του τα χέρια ζωγραφίσει, χρόνια τώρα, ανάσκελα ξαπλωμένος στις σκαλωσιές. Τον είχε στορίσει όχι άγριο κι οργισμένο, όπως τον θέλει η συνήθεια, παρά θλιμμένο, βασανισμένο και χλωμό, σαν πρόσφυγα. “Πρόσφυγας είμαι κι εγώ”, μουρμούρισε ο παπα-Γιάνναρος ζωγραφίζοντάς τον, “πρόσφυγας, μ’ έδιωξαν από τα χώματά μου, πέρα από την ήμερη γλυκοαίματη Θράκη, και σκαρφάλωσα εδώ, στ’ άγρια ηπειρώτικα βουνά, και μάχουμαι και δέρνουμαι να κάμω τα θεριά ανθρώπους. Πρόσφυγας είναι κι ο Χριστός στη γης ετούτη και πρόσφυγα θα τον ζωγραφίσω”. Πήρε κίτρινες και πράσινες μπογιές και του λίγνεψε τα μάγουλα και του ‘γειρε κάτω τα χείλια, του ‘βαλε ζάρες στο λαιμό – και μονάχα γύρα από τα μάτια του χάραξε μακριές χρυσές αχτίδες, που φώτιζαν και γέμιζαν ελπίδες το πολυτυραννισμένο του πρόσωπο”.

ΝΙΚΟΣ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ, Οι Αδερφοφάδες, εκδ. Ελένης Καζαντζάκη, Αθήνα 1982, 143.

Τμήμα Θεολογίας ΑΠΘ· Μια κριτική παρέμβαση με αφορμή το προσφυγικό

ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ

1. Τα κύματα των προσφύγων που εγκαταλείπουν τη σπαρασσόμενη Μέση Ανατολή αναζητώντας ένα ασφαλέστερο παρόν και μέλλον αποτελούν μια ανθρωπιστική κρίση που όμοιά της είχε να γνωρίσει η Ευρώπη από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Η αντιμετώπιση του φαινομένου υπακούει σε δύο κυρίαρχες νοοτροπίες και στάσεις. Η πρώτη εκκινεί από την παραδοχή ότι οι πρόσφυγες έχουν προβλήματα, για τα οποία ευθύνονται άλλοι, πράγμα που επιτρέπει την αποστασιοποίηση από το δράμα τους και βέβαια την ψυχολογική αποενοχοποίηση του θεατή. Αυτή η αποστασιοποίηση μάλιστα συχνά νομιμοποιείται συνοδευόμενη από αόριστα κηρύγματα συμπάθειας προς τους κατατρεγμένους ή και ευχών για τη γρήγορη ανακούφισή τους. Η δεύτερη νοοτροπία και στάση αντιμετωπίζει τους ίδιους τους πρόσφυγες σαν πρόβλημα, σαν ένα ζωντανό και ανεξέλεγκτο κίνδυνο που απειλεί την πολιτισμική φυσιογνωμία, την κοινωνική ομαλότητα ή και το αξιακό σύστημα των χωρών υποδοχής και προορισμού.

2. Στο αντίποδα αυτών των κυρίαρχων νοοτροπιών και στάσεων, που είτε ατενίζουν από αριστοκρατική απόσταση και αισθήματα συμπάθειας τους πρόσφυγες είτε τους δαιμονοποιούν για ιδεολογική και πολιτική εκμετάλλευση, η γρηγορούσα χριστιανική συνείδηση καλείται σήμερα να αρθρώσει έναν κριτικό και αυτοκριτικό λόγο που θα υπερβαίνει το επίπεδο της δημοσιογραφικής χαρτογράφησης του φαινομένου και θα εκβάλλει σε συγκεκριμένες πρακτικές και δράσεις αντιμετώπισής του, ενθυμούμενη και υπενθυμίζοντας ότι:

Όλοι οι άνθρωποι, ανεξαρτήτως εθνικής καταγωγής, πολιτισμικής προέλευσης αλλά και θρησκευτικής αναφοράς, σύμφωνα με τη Βίβλο, προέρχονται από την αγαπητική και δημιουργική ενέργεια του Θεού. Γι’ αυτό και όταν αμφισβητείται και κακοποιείται η ανθρώπινη αξιοπρέπεια και ελευθερία, δεν πάσχει μόνο αυτός που υφίσταται την κακοποίηση αλλά και όλοι όσοι θέλουν να παραμένουν άνθρωποι.

Η πίστη δεν ταυτίζεται με την εκπλήρωση κάποιων ατομικών θρησκευτικών καθηκόντων, που συνήθως προσφέρουν μια ψυχολογική θωράκιση ή μια αίσθηση αυτοδικαίωσης στον άνθρωπο. Αντιθέτως, η πίστη στον βιβλικό Θεό της αγάπης επιβεβαιώνεται και εκφράζεται έμπρακτα ως αγάπη του ανθρώπου απέναντι στον οποιονδήποτε πλησίον, και κυρίως απέναντι στον ξένο (Λευ 19,33-34· πρβλ. Εβρ 13,2-3). Η εμπειρία και η διδασκαλία του Χριστού ανέδειξαν τον ξεριζωμό και την προσφυγιά σε ένα μόνιμο συνοδοιπόρο της περιπέτειας του ανθρώπου και της ανθρωπότητας. Ως βρέφος φυγαδεύτηκε στην Αίγυπτο (Μτ 2,13-15), και αργότερα ταύτισε τον εαυτό του με τον ξένο, καθιστώντας την ενεργό συμπαράσταση και διακονία προς τον αναξιοπαθούντα πλησίον σε διαχρονικό έσχατο κριτήριο για την σωτηρία (Μτ 25,31-46).

Όπως η πίστη έτσι η αμαρτία πέρα από ατομικό είναι και ένα συλλογικό γεγονός. Με τον ίδιο τρόπο λοιπόν που η αντιμετώπιση μιας ασθένειας δεν περιορίζεται στην ανακούφιση των συμπτωμάτων, έτσι και η αποτελεσματική και συνολική αντιμετώπιση του προσφυγικού ζητήματος δεν είναι ανεξάρτητο από την νοσηρή κοινωνική μήτρα που το παράγει, δηλαδή, από τη σωματική και ψυχολογική βία, από την τρομοκρατία, τον θρησκευτικό φονταμενταλισμό και την ιεροποιημένη μισαλλοδοξία, που συχνά δεν αποτελούν παρά εκφραστικά οχήματα ή προσωπεία μιας εντελώς ανάλγητης και ηθικά τυφλής δίψας για εξουσία και οικονομική κυριαρχία.

3. Το προσφυγικό ζήτημα μοιάζει να κρίνει τη βιβλική συνέπεια, την πνευματική ωριμότητα και την κοινωνική ευθύνη όλων των χριστιανικών κοινοτήτων και κάθε μέλους τους ξεχωριστά, απαιτώντας συγκεκριμένες στάσεις, πράξεις και δράσεις, που θα μπορούσαν σχηματικά να συνοψιστούν στα εξής:

Στην έμπρακτη καλλιέργεια ενός ήθους υποδοχής, δεξίωσης, πρόσληψης και φιλοξενίας του πρόσφυγα, ο οποίος σήμερα παροντοποιεί τον Χριστό που δεν είχε πού να γείρει το κεφάλι του, αλλά και ταύτισης μαζί του. Κι ακόμη στην πνευματική και βιωματική ταύτιση με τους κατατρεγμένους η οποία θα αναδείξει τη συνάντηση μαζί τους σε ένα γεγονός κυριολεκτικής «συγχώρησης» (μοιρασιάς του ίδιου χώρου), κατόρθωμα αγάπης και ανιδιοτελούς διακονίας.

Στην θαρραλέα καταγγελία όλων των μορφών βίας και ιδεολογικής τρομοκρατίας που εξουθενώνουν το ανθρώπινο πρόσωπο καθώς και στην ενεργό αντίσταση απέναντι στο φανερό ή αθέατο πλέγμα της ανομίας, της αδικίας και της βουλιμικής πλεονεξίας που παράγει και αναπαράγει τις ανισότητες, για να ισχυροποιήσει την ολιγαρχία των θυτών εις βάρος των πολλαπλάσιων αδυνάτων θυμάτων. Κι ακόμη, την άρνηση υποστήριξης εκείνων που αντί να δώσουν λύση διογκώνουν το πρόβλημα είτε αρνούμενοι με βία την υποδοχή των προσφύγων, είτε προσπαθώντας να τους εκμεταλλευθούν ιδεολογικοπολιτικά αλλά και οικονομικά.

Τέλος, στη δραστηριοποίηση για την άμεση ανακούφιση των προσφύγων με κάθε μέσο σε προσωπικό και συλλογικό-εκκλησιαστικό επίπεδο. Και ακόμη, στην συμπαράταξη με κάθε φορέα και συλλογικότητα που εργάζεται με ανιδιοτέλεια, αλληλεγγύη και πραγματική διάθεση προσφοράς για τον ίδιο σκοπό, υπηρετώντας στο πρόσωπο των αναξιοπαθούντων, ακόμη κι αν δεν το γνωρίζει, τον ίδιο τον πρόσφυγα Χριστό.

4. Η εκκλησιαστική δέσμευση και το χριστιανικό ήθος δεν είναι ένας ατομικός αγώνας δρόμου ή μια συλλογή αρετών αλλά ένα γεγονός εκκλησιαστικό, γεγονός κοινωνίας, συνάντησης και αγαπητικής αλληλοπεριχώρησης που επεκτείνεται και εκτός των συμβατικών εκκλησιαστικών, ομολογιακών ή και θρησκευτικών τειχών, για να αγκαλιάσει όλους τους ανθρώπους και, ιδίως, τους κακώς πάσχοντες, τους απόκληρους, τους φτωχούς και τους πρόσφυγες, τους «ελάχιστους αδελφούς» του ίδιου του Χριστού. Για τον ίδιο λόγο, η εν Χριστώ τελείωση και η αγιότητα προϋποθέτει και πραγματώνεται πάντα μέσα από τον αγώνα και την αγωνία του για τη σωτηρία του άλλου. «Oὔκ ἐστιν ἄλλως σωθῆναι, εἰ μὴ διὰ τοῦ πλησίον» (Μακάριος Αιγύπτιος, Ομιλία ΛΖ΄).

ΠΗΓΗ

Θεολογικά Δρώμενα