Με αφορμή Τα Παραμιλητά του κόσμου του Γιάννη Κωνσταντέλλη[1]
Γράφει ο ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ Ι. ΚΑΛΑΜΑΤΑΣ
Όταν ο Γιάννης Κωνσταντέλλης πριν λίγο καιρό με προσκάλεσε να παρουσιάσω την τελευταία ποιητική συλλογή του ένιωσα ένα καταιγισμό συναισθημάτων. Πρώτα απ’ όλα χαρά για την τιμή που μου έκαμε να είμαι ένας εκ των ομιλητών κοντά σας απόψε. Ομολογώ ότι χάρηκα ιδιαίτερα διότι ένας σημαντικός άνθρωπος των γραμμάτων του τόπου μας, συνετός, φιλομαθής, συγκροτημένος και το κυριότερο, ποιητής του κάλλους σε καιρούς δύσκολους, με τιμά με την εμπιστοσύνη του να διαβώ το μονοπάτι της βιβλιοπαρουσίασης.
Έναντι, όμως, των συναισθημάτων χαράς και περηφάνιας θα ‘λεγα, υπήρξαν και συναισθήματα δύσκολα. Ευθύς εξαρχής διερωτήθηκα: ποια εντύπωση θα αποκομίσουν θεατές και ακροατές, βλέποντας στο πάνελ έναν θεολόγο να μιλά για την ποίηση; Να παρουσιάζει ένα βιβλίο ποίησης; Το λέγω αυτό, γιατί πολλοί από εμάς έχουμε συνηθίσει να εντάσσουμε το θεολογικό κόσμο σ’ ένα αυστηρό πλαίσιο αρχών και κανόνων καθώς πρέπει, αδυνατώντας όμως να κατανοήσουμε ότι αυτό που συνιστά τη Θεολογία ως πράξη και ζωή είναι το άνοιγμά της στο κόσμο, αυτό άλλωστε σημαίνει η Εκκλησία «γίνεται όταν ανοίγεται», κι όχι η περιχαράκωση σε δεσμά και εξαρτήσεις, που πολλές φορές γίνονται ο «εφιάλτης Θεολογίας και Εκκλησίας».
Το θέμα της παρουσίασης του βιβλίου του Γιάννη είναι καθεαυτό ολίγον δύστροπο κι ανυπότακτο. Δύστροπο και ανυπότακτο, διότι από την αρχή που έπεσε στα χέρια μου, διέβλεψα κάποια αδυναμία να το τιθασεύσω. Και λέγω αδυναμία, μιας και η ποίηση δεν τιθασεύεται. Αντιθέτως απλώνεται σ’ ολάκερο τον κόσμο. Όποιος αγαπά την ποίηση, όποιος γράφει ποίηση, στοχεύει στην απόκτηση του ζητουμένου, του απόλυτου είναι. Νομίζω να γνωρίζετε ότι ο κόσμος της τέχνης, η μουσική, η ζωγραφική, το θέατρο, η ποίηση, παν ότι αποτελεί το περιεχόμενο του κάλλους της ανθρώπινης ύπαρξης, της ομορφιάς που σώζει τον κόσμο – για να θυμηθούμε και λίγο τον Φ. Ντοστογιέφσκη – είναι μια διαφυγή που με μιας ανοίγει το δρόμο προς την αιωνιότητα, «στην πιο σκοτεινή γωνιά του σύμπαντος / η αιωνιότητα κλαίει», καθώς γράφει κι Γιάννης στην Αυταπάτη[2].
Ευθύς εξ αρχής οφείλω να σας ξεκαθαρίσω ότι το ποιητικό έργο του Γιάννη, από Το Φωτώνυμο, μέχρι και Τα Παραμιλητά του κόσμου – όλες οι ποιητικές του συλλογές, με ιδιόχειρες αφιερώσεις από τον ίδιο κοσμούν την προσωπική μου βιβλιοθήκη – είναι ένα έργο που κινείται ενάντια σε βεβαιότητες. Και επειδή προσωπικά μου αρέσουν οι αβεβαιότητες, οι «γλυκύτατες αβεβαιότητες, αυτές που κρύβουν μέσα τους το μυστήριο της ανεπάρκειάς μας»,καθώς γράφει ένας αγαπητός πανεπιστημιακός διδάσκαλος των θεολογικών γραμμάτων, αυτές είναι που πάντα μας οδηγούν στην επιφύλαξη, σ’ εκείνο το κόμπιασμα να βλέπουμε τον κόσμο, να τον αγγίζουμε με τα ακροδάκτυλά μας, μήπως με την ποιητική υπέρβαση καταφέρουμε και ψηλαφίσουμε το χρόνο. Γι’ αυτήν την αβεβαιότητα άλλωστε γράφει κι ο Γιάννης στο ποίημά του Έκτοτε, δίνοντας στο γεγονός του θανάτου αγαπημένων του προσώπων νόημα, καίρια επισημαίνοντας: «ήρθε στο τέλος κουτσαίνοντας κι η αβεβαιότητα»[3].
Τολμώ να πω, και το υποστηρίζω αυτό με πάθος, ότι Τα Παραμιλητά του κόσμου, με άκρως εξομολογητικό τρόπο είναι εκείνος ο ποιητικός λόγος που μέσα του κρύβει πολλές εκπλήξεις. Πρώτη ποιητική έκπληξη, ο περιορισμός των ανεπίτρεπτων αντικειμενοποιήσεων, απλουστεύσεων, γενικεύσεων, στερεοτύπων δηλαδή, με τα οποία πολλοί, στο μικρόν αυτόν εδώ τόπο για να περιοριστώ στη Λέσβο μας, όταν λένε ότι γράφουν ποίηση, συνεχώς μας βομβαρδίζουν. Ενάντια κινείται ο Γιάννης στην κομμένη και ραμμένη στα μέτρα της αντοχής μας υπαρξιακή πάλη με το απόλυτο, ενάντια κινείται στον πολλαπλώς από κήρυκες στις μέρες μας πνευματικό ωφελιμισμό, ενάντια στην εδραίωση κατεστημένων σχημάτων ασφάλειας. Σε μια από τις Αντιστίξεις του, σαν να συνθέτει μουσικό κομμάτι, μιας και ο όρος αντίστιξη χρησιμοποιείται ευρέως από μουσικούς, γράφει: «Αναπάντητα ερωτήματα: / Πώς να γιατρευτεί η φλεγμονή του χρόνου; / Τί να μεταφράσει ο λόγος απ’ την αίσθηση; / Αίσθηση ή παραίσθηση του χρόνου; / Φάντασμα, άραγε, του χρόνου η ζωή μας; / Στον τυφλό χρόνο πώς να μιλήσει κανείς με νοήματα; / Η ψυχή όνειρο της σάρκας; / Είμαστε ή δεν είμαστε; / Ερωτεύεσαι μόνο την εικόνα του πόθου σου; / Ο έρωτας μνήμη ή λήθη θανάτου; / Η αιωνιότητα θα ‘ναι ακίνητη; / Το πνεύμα του ποταμού είν’ η ροή του; / Έχει, δεν έχει νόημα το τίποτα; / Το υπερβατικό μες στο εφήμερο; / Τρελαίνεσαι ή λογικεύεσαι μέσα στις αντιφάσεις; / Οι λέξεις μήπως μας αιχμαλωτίζουν; / Έφτασαν οι προπομποί; / Πού οδηγεί ο δρόμος;»[4] Σαφέστατα, εδώ, πρόκειται για εκείνα τα υπαρξιακά ζητήματα, τις «στοχαστικές ενδοσκοπήσεις» ενός ανθρώπου που διαρκώς αναζητά την υπέρβαση του εαυτού του. Μόνιμος οδηγός σ’ αυτήν την αναζήτηση η υπέρβαση της καταφυγής σε βεβαιότητες, η πορεία στο δύσκολο δρόμο της «ψηλάφησης του άθλου που γεννά ανάκραση του τρόπου να υπάρχω», ως άνθρωπος. Κάπου, εδώ, ο Γιάννης αναψηλαφεί τίμια και ειλικρινά, κάτι που ίσως φανεί παράτολμο, την πιστεύω ακράδαντα όμως τούτη την αναψηλάφηση. Ποια είναι αυτή; Τα Αναπάντητα ερωτήματα είναι ερωτήματα που λιώνουν σε χωνευτήρι και ξαναβγαίνουν στην επιφάνεια ξαναπλάθοντας την ανθρώπινη φύση, ξαναφέρνοντας στο προσκήνιο τα ίδια Αναπάντητα ερωτήματα. Άλλωστε έτσι πλάστηκε ο άνθρωπος, διαρκώς να αναζητά. Κάπου, εδώ, αγαπητέ Γιάννη συναντιέσαι με ένα μεγάλο ποιητή, βγαλμένο από τη σάρκα της Εκκλησίας, τον μεγάλο Πατέρα Γρηγόριο τον Θεολόγο, που σ’ ένα ποίημά του ύμνο προς το Θεό κι αυτός με ερωτήματα ποιητικά μάς εκπλήσσει: «Ω πάντων επέκεινα· τι γαρ θέμις άλλο σε μέλπειν; Πώς λόγος υμνήσει σε; Συ γαρ λόγω ουδενί ρητός· Πώς νοός αθροίσει σε; Σύ γαρ νόω ουδενί ληπτός»[5].
Αν και τα 80 ποιήματα των Παραμιλητών του κόσμου είναι ποιητικές εκπλήξεις, σταχυολογώ ενδεικτικά ακόμη μια και προχωρώ ευθύς αμέσως στην αποκάλυψη αυτής. Το άδειασμα της ανθρώπινης ύπαρξης κυρίες και κύριοι, η ερήμωση του ανθρώπου από το περιεχόμενό του, πάντα ήταν ένας «ανθρωπολογικός μηδενισμός». Έρχεται όμως η ποίηση και αντικαθιστά στην πράξη τούτον τον μηδενισμό, με τη μόνη δυνατότητα ίσως για ζωή, τον έρωτα. Ενάντια και εδώ κινείται ο Γιάννης, ενάντια στο σύνηθες σχήμα που απεμπολεί τον έρωτα από τη ζωή μας. Κατάδυση στον έρωτα, «ανάσταση του έρωτα» τα Ερωτικά σπαράγματά του: «…Να μυρίζω τον ύπνο σου… / Στα χείλη μου ακόμα η μυρωδιά σου… / Περίμενα τη νύχτα να με φωτίσει το βλέμμα σου. / … Στις άκρες των δακτύλων μου / σε θυμάται η αφή μου και καίγεται»[6]. Προσοχή εδώ κυρίες και κύριοι, μην με θεωρήσετε βέβηλο, ακόλαστο, που λέγω τέτοια λόγια, ούτε βέβαια τον Γιάννη που με γλώσσα ποιητική μας αποκαλύπτει τι κρύβει η ανάσταση του έρωτα. Τα ερωτήματα εδώ είναι καίρια, νομίζω. Μπορεί να ανθίζει ο έρωτας σε νεκρωμένες στάσεις ζωής, αυτές που πολλές φορές, με δική μας πάντα ευθύνη καταδικάζουμε τον εαυτό μας; Και για να γυρίσω ξανά την πλάστιγγα προς την πλευρά της Θεολογίας και να τολμήσω το ερμηνευτικό μου σχόλιο στην παραπάνω ποιητική έκπληξη του Γιάννη, θα σας ρωτήσω και τούτο: μήπως συνηθίσαμε να βλέπουμε τη Θεολογία μέσα από «δρόμους στερήσεων και ερήμωσης», για δήθεν πίστη σε έναν ανέραστο Θεό; Και αν απαντήσετε στα ερωτήματα αυτά καταφατικά, θα σας ρωτήσω ακόμη και τούτο: τότε γιατί ο Θεός δημιούργησε την κτίση και τον άνθρωπο; Και γιατί ο άνθρωπος φτιάχτηκε ελεύθερος;
Έχω τη γνώμη ότι «πίσω από την εγελιανή λογική σας» καθώς παραστατικότατα γράφει ο Γιάννης στη 2η Αντίστιξή του: «-Θα δώσει κάποτε ο Θεός / να κλάψουν κάποτε / πάνω στα ερείπια της λογικής τους»[7] – μας πολλοί από εμάς. Νομίζω ότι τα παραπάνω ερωτήματα, μολονότι μερίστηκαν μπορούν να συνοψιστούν σε ένα και μοναδικό, άκρως καταιγιστικό ερώτημα. Τί είναι αυτό που τελικά μένει στον αιώνα τον άπαντα από την αλήθεια των πραγμάτων – αυτός άλλωστε είναι ό έρωτας, η αλήθεια των πραγμάτων του ανθρώπου – και τί είναι αυτό που χάνεται; Ο ίδιος ο Γιάννης, έχω τη γνώμη ότι εδώ δίνει απάντηση: «Μες στην παλίρροια του φέγγους / τρεμάμενες φλογίτσες των ψυχών / εκεί που το φως συναντάει το φως / Να κρατούσα το φως σου / μέσα στον ύπνο των χεριών μου»[8]. Η θέση αυτή του ποιητή Γιάννη Κωνσταντέλλη, στην προκειμένη περίπτωση, στην περίπτωση του έρωτα, αν και δύσκολη στην ανακάλυψή της, είναι άκρως καθαρή. Εντάσσεται στα πλαίσια της γιατρειάς που δίνει η ίδια ποίηση σε στάσεις ζωής που φαλκιδεύουν την ανθρώπινη ύπαρξη και την κλείνουν στα όρια μιας κλειστής πραγματικότητας. Το επισημαίνει ακόμη καθαρότερα αυτό ο Γιάννης στο τελευταίο ποίημα του βιβλίου του, την Ποιητική διαλεκτική: «Θα ήθελα μια Ποίηση μόνο με την αφή / να μην μπερδεύουν οι λέξεις τα αισθήματα / …Εντέλει η Ποίηση / είναι δυσχέρεια ψυχική / μια αισθηματική βραδυγλωσσία. / Θα ταφώ μέσα στην Ποίηση / ιδεόγραμμα μιας απουσίας / σώμα μέσα στο σώμα μου / σαν διάθλαση»[9].
Ας μου επιτραπεί εδώ ξανά ένας ακόμη θεολογικός αναστοχασμός, άμεσα συνδεόμενος με την θέαση του έρωτα στην ποίηση του Γιάννη. Αν και δεν ήρθα εδώ για να σας κάμω θεολογικό σεμινάριο, έχω τη γνώμη ότι αυτό που ευθύς αμέσως θα σας εκθέσω, δένει άψογα με τις ποιητές εκπλήξεις του Γιάννη. Όταν ο άνθρωπος κυρίες και κύριοι αδυνατεί να κατανοήσει την αναφορικότητα της κτίσης – μέρος της κτίσης είναι και ο έρωτας, ας μην το ξεχνάμε αυτό – και δεσμεύεται στην ενθαδικότητά της, πέραν από το δικό του αφανισμό στην άβυσσο της ανυπαρξίας, καταδικάζει σε μηδενισμό και την ίδια την κτιστή πραγματικότητα. Γι’ αυτό και ο άνθρωπος που είναι ξεκομμένος από την κτίση, αδυνατεί να κατανοήσει και το ίδιο τον Θεό. Είναι ο άνθρωπος του τίποτα και του πουθενά. Γι’ αυτό και η «ποίηση έγινε για να διορθώνει τα λάθη του Θεού, ή εάν όχι, τότε, για να δείχνει πόσο λανθασμένα εμείς συλλάβαμε την δωρεά του». Η τελευταία πρόταση κυρίες και κύριοι δεν είναι δική μου, είναι του Οδυσσέα Ελύτη[10]. Ναι του Ελύτη, καλά ακούσατε. Ξεκάθαρα και χωρίς κανέναν ενδοιασμό, κυρίες και κύριοι, θα μπορούσαμε να πούμε ότι στη σκέψη των ποιητών μας, δεν υφίσταται καμιά υποτίμηση της κτιστής πραγματικότητας. Πως αλλιώς να ερμηνεύσει κανείς προγενέστερη ποιητική έκπληξη του Γιάννη; «Στη λόγχη παραμόνευε ο Έρωτας / θα την πιάσω την Άσπιλη, μονολογούσε· / στη λόχμη η Άσπιλη έπιασε τον Έρωτα. / Έτσι το είχε σχεδιάσει μέσα στη σκέψη της»[11].
Στα ασφυκτικά όρια μιας ομιλία – βιβλιοπαρουσίασης, είναι αδύνατο να παρακολουθήσει κανείς την ανάπτυξη της σκέψης ενός συγγραφέα. Ακόμη πιο δύσκολο είναι όταν το παρουσιαζόμενο βιβλίο είναι ποίηση. Ωστόσο, όπως προείπα και στο εισαγωγικό μου προανάκρουσμα, η τιθάσευση του ποιητικού υλικού είναι πρόκληση όμορφη, συνάμα όμως και δύσκολη. Παρά ταύτα θα ήθελα να οδηγήσω και σ’ ένα άλλο επίπεδο τη σκέψη σας. Σε επάλληλα ποιήματα των Παραμιλητών του κόσμου ο Γιάννης συγκρούεται με το γεγονός του χρόνου και του θανάτου. Ο αναγνώστης που με προσοχή θα διατρέξει τις σελίδες του βιβλίου, δεν είναι δύσκολο να παρατηρήσει ότι ποιήματα, όπως Η Ψυχή σου, Έρημα νησιά, Η Εκφορά, Η Υποψία, Στο δόκανο του χρόνου, Ο χρόνος του θανάτου μας, Η Φαρμακεία, Ο Χρόνος μου, Έκτοτε, Η αποδημία της θείας Δομετιανής, Ο Χρόνος του και Όψεις του χρόνου, είναι μια διαρκής μνήμη θανάτου η οποία παρέχει σ’ όποιον τη γεύεται την πείρα της υπαρξιακής πάλης, της άσκησης στην αυτοσυνειδησία, στο υψηλό ρίσκο που σου δίνει η ποίηση όταν γράφεις για τον έρωτα, το θάνατο και το χρόνο. Αλλιώς δεν εξηγείται η ποιητική έκπληξη και μαστοριά στις Όψεις του χρόνου: «Χρόνος εφιάλτης ευθανασίας / Χρόνος του έρωτα και Χρόνος του θανάτου / Χρόνος για να δικαιολογείται ο θάνατος / Χρόνος σαν ρόγχος Χρόνος σαν βρόγχος»[12]. Συνεκτικός ιστός ενότητας της ποίησης του Γιάννη σ’ όλη την έκταση τούτης της θεματικής κατάταξης των ποιημάτων του, παραμένει η καθάρια νοηματοδότηση του ανθρώπινου προσώπου. Πρόκειται εδώ για εκείνη τη συνιστώσα του ποιητικού λόγου, που γεννά προσδοκίες και δεν ταλανίζεται σε μεσοβέζικες παραμορφώσεις υπαρξιακών ζητημάτων.
Ο Γιάννης Κωνσταντέλλης, κυρίες και κύριοι, σε κάθε του ποίημα αιχμαλωτίζει την ανθρώπινη ύπαρξη στο κάλλος και στην ωραιότητα και την οδηγεί σε μια ζωή συνεχούς θαυμασμού. Την ντύνει με φως. Καλλοποιός ενέργεια στον άνθρωπο το φως, εντός του διασπασμένου κόσμου, αποτελεί την αληθινή ωραιότητα. «Χάρη στο φως αντέχω», φωνάζει ο ποιητής: «Φως ερπετό / Φως χρυσάνθεμο της νύχτας / Φως του ανέμου / Φως παγωμένο / Φως κυανό / Φως ασημί στον ελαιώνα / Φως των ματιών / Φως τυφλό / Φως της λαγνείας / Φως του οργασμού / Φως των χεριών / Φως της φωνής σου / Φως εκ Φωτός»[13].
Κυρίες και κύριοι, χρέος της ύπαρξης μας είναι η ζωή, τούτη η εμπειρία, τούτος ο τρόπος, που νοηματοδοτεί συνεχώς εδώ και τώρα, ξανά και ξανά, τα πράγματα. Ο τρόπος που συνθέτει τον κόσμο, η συνάντηση με το θαύμα: «…όχι συμβάσεις πια, έλα / έλα δώσ’ μου το χέρι σου / υπάρχει και δεν υπάρχει η ουτοπία»[14], είναι ποιητικός λόγος που γεννά προσδοκία και αναμονή, πράξεις ερωτικές, που αρνούνται τις συμβάσεις, που προτιμούν το αντάρτικο ενάντια στην υποκριτική πειθαρχία σε ανέραστες καταστάσεις ζωής. Και για να τεκμηριώσω αυτή τη θέση μου θα επικαλεστώ ξανά τον Ελύτη, που ξεκάθαρα λέγει ότι «όπου υπάρχει η Ποίηση, εκεί κι ο Θεός. Την ομορφιά εστιάζει. Επιτυγχάνει να συμβιούν η αγαλλίαση κι ο τρόμος, η θλίψη και η ηδονή, η αδιάκοπη μεταβολή και η αιωνιότητα. Η Ποίηση αφαιρεί απ’ τα πράγματα το πέπλο της συνήθειας, καθιστά ορατή την αθέατη όψη του κόσμου, χάρη στην επικράτειά της συνενώνονται όλα τ’ ασυμβίβαστα… Μ’ ένα είδος αλχημείας μετατρέπει σε πόσιμο χρυσό, τα δηλητηριώδη νερά που ρέουν από τον θάνατο στη ζωή. Γιατί σκοπός της είναι η κρυμμένη ομορφιά, μ’ άλλα λόγια η απώτερη ουσία του κόσμου».[15] Κι όλο αυτό το επιτυγχάνει άριστα ο Γιάννης με τον ακριβό ποιητικό του λόγο.
Από πού τα Παραμιλητά του κόσμου; Εδώ έχει την τιμητική της η Jazz μουσική και ο Αμερικανός λογοτέχνης Τζακ Κέρουακ, ο εκπρόσωπος της γενιάς των μπήτνικς , της γενιάς των χίπις και του πανκ. Ο Γιάννης από το πρώτο του κιόλας ποίημά του μας εισάγει στην γενιά αυτή: «…Χρόνια μετά σχεδιάζοντας μια ομιλία για τους μπητ / ξεχώρισα ένα χωρίο του Κέρουακ / που μου φάνηκε πως ταίριαζε μ’ αυτό το ποίημα / που είχα αρχινήσει: / Δίπλα στην κουκέτα του ένα ραδιόφωνο Ζενίθ / για ν’ ακούει τα παραμιλητά του κόσμου»[16]. Και η γενιά αυτή έχει τη διάρκεια της, ακόμη και σήμερα, να υπενθυμίζει διαρκώς το πώς μπορούμε να στεκόμαστε ενάντια σε βεβαιότητες που διχάζουν τον άνθρωπο.
[1] Ομιλία που έγινε στο Δημοτικό Θέατρο Καλλονής, το Σάββατο 16 Νοεμβρίου 3013, κατά την παρουσίαση της ποιητική συλλογής του Γιάννη Κωνσταντέλλη, Τα παραμιλητά του κόσμου.
[2] Τα Παραμιλητά του κόσμου, εκδ. Αιολίδα, Μυτιλήνη 2013, 50.
[3] Αυτόθι, 61.
[4] Αυτόθι, 90.
[5] PG. 37, 507
[6] Τα Παραμιλητά του κόσμου, 96-97.
[7] Αυτόθι, 24.
[8] Αυτόθι, 28.
[9] Αυτόθι, 101-102.
[10] Αναφορά στον Ανδρέα Εμπειρίκο, εκδ. Ύψιλον, Αθήνα 1980, 17.
[11] Κύκλω της Σελήνης, εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα 2001, 35.
[12] Τα Παραμιλητά του κόσμου, 94.
[13] Αυτόθι, 83.
[14] Αυτόθι, 30.
[15] 2 χ 7 ε, εκδ. Ίκαρος , Αθήνα 1996.
[16] Τα Παραμιλητά του κόσμου, 11-12.