Αρχείο ετικέτας Νεοελληνική Εκπαίδευση

Τρεις ριζούλες δάφνη, κι επιτέλους ας ημερέψουμε οι θεολόγοι!

Γράφει ο Α. Ι. ΚΑΛΑΜΑΤΑΣ

Απέναντι στη γνωστή εδώ και μια επταετία ιδιότυπη θρησκευτική φαυλοκρατία της ομάδας κρούσης για διάσωση του «Ορθόδοξου χαρακτήρα» του μαθήματος των Θρησκευτικών (μτΘ), η οποία καθημερινά δεν χάνει την ευκαιρία να προκαλεί με τα αντιπαιδαγωγικά και αντιθεολογικά της φληναφήματα, αναρωτιέμαι τι μπορεί κανείς να αντιτάξει; Να μπει στη διαδικασία και να αντιπαραθέσει επιχειρήματα; Να προσπαθήσει ξανά και ξανά να πει  πως σκοπός ενός διαλόγου για το μτΘ δεν είναι να κατακρίνει και να καταδικάσει την όποια αντίθετη άποψη, αλλά με αγάπη να θυμίσει ότι η ανειλικρινής μας στάση έναντι του μαθήματος, δείχνει την κενότητα και τη μοναξιά μας. Αυτό με νηφαλιότητα και σοβαρότητα, από όσους στη διδακτική πράξη υποστηρίζουμε το ΝΠΣ πλειστάκις έχει γίνει. Μόνο που τα ώτα των μελών ετούτης της ομάδας κρούσης είναι ερμητικά κλειστά. Δεν επιθυμούν να ακούσουν. Ταμπουρωμένοι πίσω από την απομόνωση και τη μοναξιά τους, όχι μόνο δεν θέλουν να ακούσουν αλλά αρνούνται και τον διάλογο, γιατί αυτός καθώς λένε είναι προσχηματικός. Από την έκδοση των αποφάσεων ακύρωσης του ΝΠΣ από το ΣτΕ – καθ’ όλα σεβαστές – και εξής η τακτική τους έχει αλλάξει. Τώρα βρισκόμαστε προ των πυλών δικαστικών διώξεων θεολόγων που εφαρμόζουν το ΝΠΣ. Εκεί που για μια επταετία ήμασταν μάρτυρες της πιο σκληρής πολεμικής ενάντια στις αλλαγές που έχουν γίνει στο μτΘ, τη σκυτάλη τώρα παίρνουν γονείς και μαθητές, οι οποίοι υπό την καθοδήγηση των περιβόητων «Ορθοδοξοαμυντόρων», θα εκφοβίζουν με μηνύσεις και διώξεις θεολόγους και δασκάλους γιατί εφρμόζουν το ΝΠΣ. Δυστυχώς, στις πολλαπλές προκλήσεις του καιρού μας, έχει προστεθεί κι αυτή: έχει φυράνει ο τόπος μας από νηφάλιους ανθρώπους. «Περνάμε χρόνια αδιανόητου φανατισμού. Λίγοι άνθρωποι απομένουν ακόμα νηφάλιοι», κατά Ζήσιμο Λοραντζάτο. Κι όμως: «να μη βιαζόμεθα· είν’ επικίνδυνον πράγμα η βία», βλέπω να κουνάει το δάχτυλό του από μακριά ο Αλεξανδρινός ποιητής μας Κ. Π. Καβάφης. Στην προκειμένη περίπτωση θα ήθελα να θέσω ένα ερώτημα, προς όλους εκείνους, που σαν τους διάνους και τους ασπάλακες, προκαλούν σύγχυση και πανικό, όχι μόνο στη θεολογική εκπαιδευτική κοινότητα αλλά σε γονείς και μαθητές, θεωρώντας πως το ΝΠΣ είναι “αντιορθόδοξο”, “πολυθρησκειακό” και “συγκρητιστικό”. Μπορεί, άραγε, κάποια στιγμή στο άμεσο μέλλον, στο τρέχον σχολικό έτος, να τολμήσουν το εξής απλό: να καθίσουν σε ένα κοινό τραπέζι διαλόγου με όλους τους επίσημους φορείς, παιδαγωγικούς και θεολογικούς και μακριά από νοοτροπίες «θρησκευτικής κακογουστιάς», σοβαρά να συζητήσουν γιατί αυτός ο επαναπροσδιορισμός της ταυτότητας του μτΘ, επαναπροσδιορισμός που σχετίζεται με εν γένει προβλήματα Φιλοσοφίας της Παιδείας; Αν και η απάντηση θεωρώ πως είναι αρκετά δύσκολη, έχω τη γνώμη πως αν ευθύς εξ αρχής ληφθεί σοβαρά υπόψη το πρόταγμα της αγίας αγάπης, υπάρχει ελπίδα συνεννόησης στους θεολόγους. Ειδεμή στα δημόσια φόρουμ θα συνεχίσουν να συμβαίνουν πράματα και θάματα. Πολλοί θα είναι εκείνοι, ειδικοί και μη ειδικοί, που με αφορμή το ΝΠΣ του μτΘ, θα ικανοποιούν ανάγκες της προσωπικής τους ταυτοτικής επιβεβαίωσης, γεγονός που όλο και περισσότερο θα επαληθεύει την άποψη ότι η αντίδρασή τους είναι «καρπός άγνοιας, ημιμάθειας, παιδαγωγικής ανεπάρκειας, αδιακρισίας». Επιμένω στον όρο “ταυτοτικοί’, γιατί γι’ αυτούς ο μοναδικός αληθινός δρόμος είναι ο εμφύλιος πόλεμος. Είναι θλιβερό το γεγονός ότι στις επικοινωνιακές αρένες του αχανούς Διαδικτύου ο θεολογικός κόσμος είναι κατακερματισμένος σε θρησκευτικά υποσύνολα, τα περισσότερα εκ των οποίων είναι τόσο ακραία που νηφάλιος νους αδυνατεί να συλλάβει, με κύριο χαρακτηριστικό τους την αδιαλλαξία. Προς παραμυθίαν, λοιπόν,  η παρακάτω ιστορία είναι άκρως διδακτική:

«Μια μέρα μετά το απόδειπνο ένας γέρος είχε βγει έξω από το μοναστήρι και καψάλιζε. Τον πλησιάζω, μου δείχνει τα υπολείμματα ενός κισσού.

– Τον ξεκώλωσα, μου λέει.

– Έχει βαθιές ρίζες, του λέω.

– Άααα, μου απαντά. Έσκαψα εβδομήντα πόντους βαθιά, δεν άφησα θέρμελο από δαύτον. Τώρα θα φυτέψω ένα δεντρολίβανο να ομορφίσει και να μυρίσει ο τόπος.

Έπειτα μιλήσαμε για αμπέλια, για ελιές, του ζήτησα να μου δώσει μια ριζούλα δάφνη.

– Τώρα είναι αργά, μου λέει. Έλα αύριο, θα πάω στην ποταμιά να σου βγάλω μια.

– Δεν πειράζει, του λέω, και αύριο αργά θα είναι γιατί θα φύγω πρωί – πρωί.

Μετά ρωτώντας με, πω και ξέρω απ’ αυτά, άρχισε να μου μιλάει για το πώς ήταν παλιά, όταν είχε πρωτοέρθει σαν εργάτης. Τα δάση της καρυδιάς, τα αμπέλια και το κρασί, οι ελιές… Τότε πήρα θάρρος και τον ρώτησα

– Καλά, πως και έγινες καλόγερος; Ήταν πολύ πιο κοντός από μένα και στεκόταν και χαμηλότερα. Σηκώνει τα μάτια και μειδιώντας γλυκά μού λέει:

– Λες να με γελάσανε;

Την άλλη μέρα πρωί – πρωί περίμενε στην πόρτα του μοναστηριού με τρεις ριζούλες δάφνη», (Θανάσης Σιδερέας, «Τρεις ριζούλες δάφνη», στο: Ερουρέμ, 2: 361).

Τρεις ριζούλες δάφνη, κι επιτέλους ας ημερέψουμε οι θεολόγοι!

Πογκρόμ κατά των κλασικών

Του ΤΑΚΗ ΘΕΟΔΩΡΟΠΟΥΛΟΥ

Η διδασκαλία τους υπήρξε πάντα προσχηματική. Ακόμη και στην εποχή μου που κάναμε, ελέω δικτατορίας, αρχαία ελληνικά από την Α΄ Γυμνασίου, λατινικά διδασκόμασταν στα δύο τελευταία χρόνια του λυκείου, στο «κλασικό». Κλίσεις, χρονικές αντικαταστάσεις, στοιχεία συντακτικού και, το χειρότερο, κείμενα σύγχρονα, γραμμένα ειδικά για να μας διδάσκουν γραμματική. Καμία επαφή με τη λατινική γραμματεία, Βιργίλιο ή Κικέρωνα. Και ελάχιστη επαφή με τον μεγάλο ρωμαϊκό πολιτισμό. Ο ρωμαϊκός πολιτισμός ήταν το μεγάλο απωθημένο της νεοελληνικής ιδεολογίας. Μαθαίναμε πάνω – κάτω πως ό,τι άξιζε από τόσους αιώνες Ιστορίας ήταν ό,τι μπόρεσαν να μιμηθούν και να αντιγράψουν από τους Έλληνες. Ακόμη και η μεγάλη ελληνική λογοτεχνία που δημιουργήθηκε κατά τη Ρωμαϊκή περίοδο μάς ήταν άγνωστη. Πολύβιος, Πλούταρχος, Λουκιανός, αλλά και Μάρκος Αυρήλιος δεν υπήρχαν. Τα λατινικά και η Ρωμαϊκή περίοδος θάμπωναν την εικόνα του εθνικού ναρκισσισμού μας στον καθρέφτη και η σιωπή που τα περιέβαλλε υπηρετούσε την ανάγκη να μη θεωρηθεί το Βυζάντιο συνέχεια της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Το σχίσμα των Εκκλησιών δεν επηρέασε μόνον τον τρόπο που κάνουμε τον σταυρό μας. Επηρέασε και την παιδεία μας. Τα λατινικά χρειάζονταν μόνον για τις εξετάσεις στη Νομική. Κυρίως τους χρησίμευαν για να τα ξεχάσουν μόλις άρχιζαν να ασκούν το επάγγελμα. Τίποτε δεν άλλαξε έκτοτε.

Η κατάργηση της διδασκαλίας τους είναι συμβολική. Εντάσσεται στη γενικότερη τάση αποψίλωσης της εκπαίδευσης από τις κλασικές αξίες. Μόνον και μόνον ο χαρακτηρισμός των ελληνικών και των λατινικών, των δύο κλασικών γλωσσών του πολιτισμού μας, ως νεκρών, δείχνει την αδιαφορία αλλά και τον φόβο των ιδεοληπτικών, ακαλλιέργητων διπλωματούχων πανεπιστημιακών της πολιτικής. Έσβησαν την «Αντιγόνη», διέγραψαν τη σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία και τώρα καταργούν την, έστω προσχηματική, διδασκαλία των λατινικών. Για να την αντικαταστήσουν με την περίφημη κοινωνιολογία. Διότι προφανώς θεωρούν ότι το τελευταίο, κατά προτίμηση κακογραμμένο, πόνημα αποφοίτου του Παντείου με θέμα τη σχέση ταξικής πάλης και εκπαίδευσης είναι σημαντικότερο. Ο δε συγγραφέας του, ως απόφοιτος του Παντείου, ξέρει σίγουρα πολύ περισσότερα από τον Σοφοκλή, ο οποίος, καλός και άξιος, αλλά δεν είχε ιδέα από μαρξισμούς και μετανεωτερικότητες. Άσε που ο Ευριπίδης ήταν σεξιστής, οι δε Έλληνες, συλλήβδην ρατσιστές. Περιμένω μετά τη δικαστική απαγόρευση της λέξης «λαθρομετανάστης» να καταργηθεί και η λέξη «βάρβαρος» και το κείμενο του Ηροδότου να υποστεί τη σχετική επεξεργασία.

Το πογκρόμ εναντίον της κλασικής καλλιέργειας έχει και ψυχολογικά ερείσματα: τη φοβούνται διότι αυτή αναδεικνύει τις αναπηρίες της δικής τους σκέψης.

ΠΗΓΗ

Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ

2ο Πανελλήνιο Συνέδριο Θεολόγων εκπαιδευτικών με Διεθνή Συμμετοχή: «Προκλήσεις και Προοπτικές της Θρησκευτικής Εκπαίδευσης στο Σύγχρονο Σχολείο»· Θεολογική Σχολή (Θεσσαλονίκη 14-16 Σεπτεμβρίου 2018)

https://blogs.sch.gr/akalamatas/files/2018/08/ΤΟΜΟΣ-ΠΕΡΙΛΗΨΕΩΝ.pdf

Μητέρα Γραμματική

Του Ν. Δ. ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΠΟΥΛΟΥ / Φιλολόγου – Συγγραφέα

Utinam essem bonus Grammaticus J. SCALIGER

Ω​​ραία φθινοπωρινή μέρα στο βορινό νησί και η σχολική τάξη είχε εμπρός της την άπλα του Αιγαίου. Δασκαλούδια και δάσκαλος είχαν κέφι κι ας ήταν ώρα Γραμματικής. Φιλοξενούσαν και επίσημον επισκέπτη, τον αναπληρωτή του ανύπαρκτου γενικού επιθεωρητή, που τους παρακολουθούσε με προσήλωση και ενθαρρυντικό χαμόγελο να παλεύουν με μια κατηγορία τριτοκλίτων. Το μάθημα κολύμπησε καλά και ο επισκέπτης δήλωσε στον διδάξαντα ότι λυπάται που δεν μπορεί, λόγω ειδικότητας, να του συντάξει έκθεση υπηρεσιακής ικανότητος.

Μηδαμινό το κακό. Η ανήκεστος βλάβη ήταν ότι αποκόπηκε, σχετικά νωρίς, από τις τάξεις της Γραμματικής και φθονούσε τρομερά τη συνάδελφό του Ειρήνη, που είχε το προνόμιο μια ζωή να αναστρέφεται με τον ευεργετικότατο Αχ. Α. Τζάρτζανο και δικαιότατα προσωνυμήθηκε «Μαμά Γραμματική»! Αυτός, που τις διδακτικές του ώρες καταβρόχθιζαν η λογική και η ψυχολογία, αναπολούσε ευτυχέστερες μέρες, όταν ενηδόνως παρέβαλλε τον Τζάρτζανο με τις παλαιότερες Γραμματικές του Φιλικού, του Παντελάκη, του Ζαγγογιάννη, του Φάβη, αλιευμένες στο Μοναστηράκι, αλλά και με την Ιστορική Γραμματική του Σταματάκου, τα Ακαδημεικά Αναγνώσματα του Γ. Χατζιδάκι και τις πανεπιστημιακές παραδόσεις Γλωσσολογίας του Γ. Κουρμούλη. Με τη συντροφιά τέτοιων γραμματικών – και συντακτικών– ανδρών είχε ταξιδέψει εύελπις, όταν άρχιζε τον διδασκαλικό του βίο, στην Ανατολική Μεσόγειο και ύστερα στα ψηλά του Αιγαίου. Εκεί μετακένωσε στις τάξεις του, παίζων άμα και σπουδάζων, τα αττικά της σχολικής Γραμματικής και τα διαλεκτικά των άλλων. Οι ελπίδες του δεν αποδείχθηκαν φρούδες.

Αποτέλεσμα εικόνας για Μητέρα γραμματική

Μάθημα στην ύπαιθρο. Ήπειρος 1946. Φωτογραφία της Βούλας Παπαϊωάννου.

Αυτά τού ήλθαν στον νου όταν διάβασε στο περιοδικό «Φρέαρ» (Ιούλιος 2017) το προσγειωμένο, θαρραλέο και μελαγχολικότατο άρθρο «Η φιλολογική κατάρτιση και επάρκεια των μελλοντικών φιλολόγων. Το σημαντικότερο πρόβλημα της Φιλοσοφικής Σχολής» του καθηγητή της Φιλοσοφίας –και όχι της Κλασικής Φιλολογίας– Κώστα Ανδρουλιδάκη. Εκεί διαβάζει κανείς και τις εξής καταθλιπτικές διαπιστώσεις:

«Το κυριότερο πρόβλημα, από την άποψη που μας απασχολεί, συνιστά το γλωσσικό επίπεδο των φοιτητών. Δεν πρέπει να εξακολουθήσει να παραμένει εφτασφράγιστο μυστικό ότι μεγάλο μέρος των φοιτητών των Φιλοσοφικών Σχολών έχει σοβαρότατα προβλήματα όσον αφορά στα ελληνικά τους (αρχαία και νέα): ορθογραφία, γραμματική, σύνταξη, στίξη, συλλαβισμό, τονισμό – αφήνω στην έκφραση, λεξιλόγιο, γλωσσικό πλούτο (ή μάλλον γλωσσική πενία) ή σε ακόμη ειδικότερα πεδία, όπως η ετυμολογία. Το πρόβλημα αυτό δεν περιορίζεται, φυσικά, στους φοιτητές των Φ.Σ., αλλά αφορά και μεγάλο μέρος των σημερινών “μορφωμένων”. Είναι, όμως, προφανές ότι οι ελλείψεις στην ελληνομάθεια και γενικότερα στη φιλολογική, ιστορική, ανθρωπιστική (ουμανιστική) κατάρτιση των μελλοντικών (και ικανού μέρους των σημερινών, ιδίως των νεοτέρων) φιλολόγων, είναι απαράδεκτες, ενώ οι σχετικές ελλείψεις σε άλλες κατηγορίες πολιτών είναι απλώς λυπηρές.

»Ας μου επιτραπεί εδώ να μιλήσω πιο συγκεκριμένα. Η βαθμολόγηση των γραπτών των φοιτητών κατά τις εξετάσεις αλλά και άλλων εργασιών τους αποτελεί μια δεινή εμπειρία, χωρίς υπερβολή, ένα ψυχικό τραύμα. Πολλά γραπτά (πιθανώς τα περισσότερα) βρίθουν από τερατώδη γλωσσικά σφάλματα (γραμματικά, συντακτικά, λεξιλογίου, εκφραστικά). Αμέτρητες φορές, όταν βλέπεις λάθη βαριά σε στοιχειώδη πράγματα (π.χ. στην ορθογραφία, στις κλίσεις των ουσιαστικών, των επιθέτων ή των ρημάτων, αλλά και στον συλλαβισμό ή στη στίξη, αφήνω στον τονισμό), αναρωτιέσαι: Μα είναι ποτέ δυνατόν, είναι επιτρεπτό, οι άνθρωποι αυτοί να διδάξουν φιλολογικά μαθήματα;»

Utinam essem bonus grammaticus – είθε να ήμουν καλός γραμματικός– είχε ευχηθεί ο δεινός J. J. Scaliger και ασφαλώς δεν αυθαιρετεί ο R. Pfeiffer, όταν στη σπουδαία του «Ιστορία της Κλασικής Φιλολογίας» δίνει στο grammaticus του Σκαλιγέρου ευρύτατη σημασία. Και μακάρι οι νεότερες γενιές των φιλολόγων να έκαναν την ίδια ευχή, έστω και εννοώντας το «καλός γραμματικός» ως ισοδύναμο του «επαρκής γνώστης του Τζαρτζάνου». Και πάλι, τρεις και τετράκις μακάρι να υπήρχαν σε όλη την Ελλάδα δύο έστω νεόκοποι σχολικοί φιλόλογοι που θα μακάριζαν εαυτούς αν είχε μεταφραστεί στη γλώσσα μας η «Ελληνική Γραμματική» του E. Schwyzer.

ΠΗΓΗ

Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ

Eλληνισμός με συνείδηση Σιγκαπούρης

Του ΧΡΗΣΤΟΥ ΓΙΑΝΝΑΡΑ

Απορούσε ο έφηβος: «Γιατί να ταυτίζουμε την τιμή της σημαιοφορίας με τις επιδόσεις στα μαθήματα και την αριστεία; H αριστεία επιβραβεύεται με την υψηλή βαθμολογία, γιατί να προστίθεται και η διάκριση της σημαιοφορίας;».

Tο ερώτημα του εφήβου καίριο, αποκλείεται να το θέσουν οι κομματικοί πραιτωριανοί του υπουργείου Παιδείας. O έφηβος θέλει να ξεχωρίσει τον ρεαλισμό της γνησιότητας από τη συμβατικότητα της εθιμοτυπίας. Oι πραιτωριανοί λειτουργούν μόνο με κίνητρα εντυπωσιοθηρίας. Oποιο κόμμα κι αν κυβερνάει. Γι’ αυτό και οι ενστάσεις της αντιπολίτευσης στην απόφαση του υπουργείου για κλήρωση της σημαιοφορίας ήταν μόνο συμβατικές.

H απάντηση που θα έδινε στον έφηβο ένας ευφυής και καταρτισμένος παιδαγωγός δεν είναι δυνατό να μεταγραφεί σε επιφυλλιδογραφικό λόγο (παγιδευμένον εξ ορισμού στην ιδεολογική εκφραστική). H περίπου μεταγραφή της απάντησης θα τόνιζε ότι: H βαθμολογία αξιολογεί και επιβραβεύει την ατομική επίδοση του μαθητή, ικανοποιεί και ανταμείβει το άτομο. H σημαιοφορία, ως προνόμιο του αρίστου, εντάσσει την ατομική επίδοση στην κοινωνία των σχέσεων που συγκροτούν την «τάξη» και το «σχολείο». Tην εξαρτά από την άμιλλα, την καλλιέργεια (ποιότητα) κοινωνικού ήθους που προϋποθέτει η απόδοση τιμής από όλους στον ένα: τον εκάστοτε πρώτο.

H πρωτιά δεν είναι προνόμιο ταξικό ούτε εξαγοράζεται με χρηματισμό ή «φροντιστήριο». Προσφέρεται σε όλους όταν λειτουργεί η άμιλλα, και την άμιλλα την καθιστούν δυνατή η αυστηρή αξιολόγηση, το αξιόπιστο εξεταστικό σύστημα, η αμερόληπτη βαθμολογία. ΠAΣOK και N.Δ. κακούργησαν με έγκλημα απανθρωπίας, σαράντα ολόκληρα χρόνια, ξεριζώνοντας κάθε λογική «κοινωνικοποίησης» του παιδιού από το ελληνικό σχολείο. Aπό το νηπιαγωγείο ώς και το διδακτορικό, η παιδεία στην Eλλάδα είναι αποκλειστικά και μόνο χρηστική, πρωτόγονα ατομοκεντρική – γι’ αυτό και είμαστε η μόνη χώρα διεθνώς με παραδεκτό και αυτονόητο το καρκίνωμα της παραπαιδείας (φροντιστήριο).

H ελληνική κοινωνία, εξήντα χρόνια τώρα, δεν στέλνει τα παιδιά της στο σχολείο για να μυηθούν στη χαρά της κοινωνίας, στη δυναμική της συνεργασίας, στο άθλημα της ελευθερίας από το εγώ και της δημιουργικής μετοχής στο εμείς. Στέλνει ο Eλλαδίτης το παιδί του στο σχολείο μόνο για να του εξασφαλίσει «εφόδια» ατομικής κατοχύρωσης, «όπλα» ατομικής επιβολής, να προσλάβει τη γνώση σαν εργαλείο (ένα «χαρτί») που θα του χρησιμεύσει για βιοπορισμό. Eξήντα χρόνια τώρα, μεθοδικά, προγραμματικά, θεσμικά, το σχολειό (και το πανεπιστήμιο) στην Eλλάδα αποκλείει έστω και την πρόθεση να ετοιμάζει πολίτες, να καλλιεργεί κοινωνικές προτεραιότητες, συνείδηση «δημοσίου συμφέροντος». Eτοιμάζει οπαδούς, διεκδικητές ατομικών και μόνο δικαιωμάτων, εκβιαστές, που από το Δημοτικό κιόλας ξέρουν τη λογική των «καταλήψεων», της πρόκλησης κοινωνικού κόστους. Tο σχολειό ετοιμάζει βανδάλους, τροφοδοτεί το κοινωνικό περιθώριο, την ψυχοπαθολογία της εκδικητικής αλογίας.

Eίμαστε μάλλον η μοναδική χώρα διεθνώς που έχει παραδώσει τα πανεπιστήμιά της να τα νέμονται οι αδίστακτες κομματικές συντεχνίες: Iδρύονται πανεπιστήμια, για να ικανοποιηθεί η επιχώρια εκλογική πελατεία. Στελεχώνονται, για να βολευτεί και ανταμειφθεί η στρατευμένη στο κόμμα δευτεράντζα της επιστήμης και της διανόησης. Λειτουργούν τα πανεπιστήμια, όταν το επιτρέπουν οι κομματικές νεολαίες, κάτω από την τρομοκρατία της αυθαιρεσίας τους και μόνο σαν ανταγωνιστικό πεδίο άγρευσης ψηφοφόρων.

Στον τομέα της Παιδείας ο πολιτικός εκχυδαϊσμός μας και η καπηλεία της δημοκρατίας φτάνουν στα όρια της ανυπόφορης κακουργίας. Φενακιζόμαστε ότι είναι θέμα «ελευθερίας» να μπορεί κάθε κομματική κυβέρνηση να εφαρμόσει τη δική της «πολιτική» στην Παιδεία. Ωσάν να μη βλέπουμε, εξήντα χρόνια τώρα, ότι οι «πολιτικές» διαφοροποιούνται μόνο με τερτίπια εντυπωσιασμού. Pωτήθηκε ποτέ ο λαός αν συμφωνεί με τη μία και ενιαία πολιτική, πράσινη, γαλάζια, ψευτοκόκκινη, που έχει κυριολεκτικά στρεβλώσει, διαλύσει, αχρηστέψει τη γλώσσα; Συμφωνεί με το «πρακτοριλίκι» της «απροκατάληπτης» ιστοριογραφίας που απεργάζεται μεθοδικά έναν Eλληνισμό με συνείδηση Σιγκαπούρης;

Kατά κοινή ομολογία η Άννα Διαμαντοπούλου ήταν η μόνη που τόλμησε να επιδιώξει την αποκατάσταση στοιχειώδους λογικής συνέπειας στη λειτουργία της εκπαίδευσης. Όσα πρόλαβε να κατορθώσει ήρθε αμέσως μετά η «εθνικόφρων» παρωδία (Σαμαράς) με υπουργό τον Kων. Aρβανιτόπουλο εντεταλμένον να ξηλώσει κάθε ίχνος ελπίδας που έσπειρε η Διαμαντοπούλου. Στο κενό και το δικό της εγχείρημα, ίσως γιατί, παρά τα τόσα θετικά του, ήταν επίσης παγιδευμένο στη χρηστική εκδοχή της Παιδείας, δηλαδή στο απόλυτο τίποτα.

Eίναι περισσότερο από φανερό: η λέξη Eλλάδα παραπέμπει πια μόνο σε ένα τυπικό κρατικό μόρφωμα, όχι σε πραγματικότητα κοινωνίας, συλλογικότητας που κοινωνεί ανάγκες, στόχους, ελπίδες. H γλώσσα έχει εσκεμμένα καταστραφεί, λογική συν-εννόησης δεν υπάρχει, οι χρηστικές προτεραιότητες και ο ατομοκεντρισμός έχουν αποθηριώσει τα ήθη και τη νοο-τροπία, η ιστορική συνείδηση απαλείφθηκε για χάρη της ξιπασιάς του «εξευρωπαϊσμού», της λιγούρας του «δανειολήπτη».

Όταν οι επαγγελματίες της εξουσίας, η δημοσιογραφία και η (κατά τη φιλοδοξία της) διανόηση δεν μπορούν να διακρίνουν τη διαφορά της βαθμολογικής επιβράβευσης από την κοινωνική δυναμική της άμιλλας, διαφορά της χρηστικής «παιδείας» από τη χαρά της μετοχής και κοινωνίας, το παιχνίδι είναι πια χαμένο. Όσοι μπορούν φεύγουν, οι υπόλοιποι περιμένουμε ποια μορφώματα θα προκύψουν από την κρατική διάλυση.

ΠΗΓΗ

Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ

Στο έλεος των ανέμων οι δεκαεφτάρηδες· έρχονται οι Πανελλαδικές Εξετάσεις

Σχολιάζει ο Α. Ι. Καλαμάτας

«Ένα όμως ερώτημα αναδύεται σπαρακτικό, πολλά χρόνια τώρα, και με ένταση αυξανόμενη: πως φτάσαμε εκεί; Εννοώ, στα πράγματα της Παιδείας, πως φτάσαμε εκεί; Υπήρξαν μεταρρυθμίσεις και νόμοι, βελτιώσεις και μέτρα, συλλαλητήρια και συζητήσεις. Και θα ήταν άδικο να ειπωθεί ότι έλειψαν οι ενσυνείδητες προσπάθειες, ούτε ότι δεν κτίσθηκαν σχολεία και πανεπιστημιακές αίθουσες. Εκεί όμως που έχει φτάσει η Παιδεία, κανείς μας από όσους πράγματι πονούν για τον τόπο δεν το δέχεται εύκολα. Μήτε ίσως το φανταζόταν. Λίγη σημασία έχει αν μια μεταρρύθμιση είναι καλύτερη από τις προηγούμενες, αν αυτός ή ο άλλος υπουργός έκανε όσα έπρεπε, αν όλοι εμείς που κινούμαστε στο χώρο της παιδείας πράττομε το σωστό. Πέρα και πάνω από αυτά, το ερώτημα παραμένει: πως φτάσαμε εκεί; Διότι, ενώ όλοι ομνύουν στο ρόλο και τη σημασία της Παιδείας, τώρα, τόσα χρόνια μετά, οι βασικοί της άξονες, η λειτουργία και το κύρος της, παραμένουν πληγωμένοι και διάτρητοι.

Πως φτάσαμε λοιπόν εκεί; Πως έφτασαν τα παιδιά, στα πιο ξέγνοιαστα ίσως χρόνια τους, να τρέχουν από φροντιστήριο σε φροντιστήριο, πως φτάσαμε στην υστερία που συνοδεύει τις εισαγωγικές εξετάσεις, πως δεν επαναστάτησε η ψυχή μας όταν η λαχτάρα και η απόγνωση οδηγούσε χιλιάδες νέους μας στις ξένες χώρες; Ακόμα όμως και όταν έχει αποκτηθεί, εδώ ή στην ξενιτειά, το περιπόθητο πτυχίο – ή και το “διδακτορικό” αργότερα – υπάρχει ένας εφιάλτης που γίνεται ολοένα και απειλητικότερος: η ανεργία που θερίζει τα όνειρα και τις νεανικές ψυχές, και σφραγίζει την πικρή τους καθημερινότητα […]

[…] Έτσι, το ερώτημα “πως φτάσαμε εκεί” παραμένει πάντοτε μετέωρο και αιχμηρό. Ύστερα από μερικές δεκαετίες, γενιές ίσως, ελπίζω πάντα ότι η Ελλάδα και οι άνθρωποί της θα γεύονται την πρόοδο και την ευημερία. Είθε τότε να έχουν αποκτήσει πραγματική αγάπη και συνείδηση για τον τόπο τους και αξίες άλλες από τις σημερινές. Τότε, το ερώτημα “πως  έφτασαν εκείνοι εκεί;”  θα κυριαρχεί. Και αν έχω μια βεβαιότητα, είναι ότι αναπάντητο ερώτημα θα αφορά κυρίως δύο όψεις οδυνηρές της σημερινής Ελλάδας. Μια Παιδεία που παραπαίει και κάθε χρόνο μετρά τις αγωνίες της· και ένα περιβάλλον, μοναδικό και ανεκτίμητο, των νησιών και της ελληνικής γης, που όσο περνά ο καιρός κακοποιείται και αλλοιώνεται. Τα τελευταία μάλιστα χρόνια με κατατρύχει η σκέψη – σκέψη βασανιστική, αλλά επίμονη – ότι αυτά τα δύο συνδέονται. Ίσως λοιπόν οδηγήσουν κάποτε σε μιαν απάντηση που εμείς οι σημερινοί δεν βρίσκουμε εύκολα τα λόγια ή την τόλμη να εκφράσουμε».

Αποτέλεσμα εικόνας για πανελλάδικές εξετάσεις σκίτσα

ΣΧΟΛΙΟ: Οι Πανελλαδικές Εξετάσεις πλησιάζουν, για κόμη μια χρονιά, με την αγωνία όσων εμπλέκονται σ’ αυτές, μαθητών, γονιών και δασκάλων να κορυφώνεται. Πόσοι όμως από εμάς αναρωτηθήκαμε ποτέ το καίριο κατά τη γνώμη μου ερώτημα που θέτει ο πολύς Γιώργος Γραμματικάκης: «πως φτάσαμε εκεί;» Σε μια συζήτηση που είχα προχθες, ημέρα Λαμπρής, στο γιορτινό πασχαλινό τραπέζι, με μια δασκάλα που δεν είναι πια σε σχολική τάξη, στην ερώτησή της γιατί εδώ και χρόνια δεν αλλάζει σχεδόν τίποτα στο χώρο της εκπαίδευσης, της απάντησα πως εκείνοι που κυρίως φέρουν την ευθύνη είμαστε εμείς οι εκπαιδευτικοί που δεν λέμε να αλλάξουμε νοοτροπία και να στοχαστούμε ζητήματα Παιδείας όπως ο Γιώργος Γραμματικάκης. Και να σκεφτεί κανείς ότι το παραπάνω απόσπασμα με τίτλο: «Το αναπάντητο ερώτημα» είναι από το βιβλίο του Ένας αστρολάβος του Ουρανού και της Ζωής, (42013 ), Ηράκλειο: Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, σσ. 275-281. Το έγραψε όταν παλαιότερο κείμενό του, από τα Κοσμογραφήματα είχε πέσει ως θέμα της Έκθεσης στις Πανελλαδικές Εξετάσεις του 1999, (το απόσπασμα για τον «πολιτισμό της καθημερινότητας» στα: Κοσμογραφήματα, Αθήνα 41997: Πόλις, σ. 156).

Για ακόμη μια χρονιά… θα πούμε “κάθε πέρυσι και καλύτερα”

Γράφει ο Α. Ι. ΚΑΛΑΜΑΤΑΣ

Σε λίγες ημέρες αρχίζουν οι πανελλαδικές εξετάσεις. Χιλιάδες μαθητές θα κάμουν τον αγώνα τους για να διεκδικήσουν μια θέση σε μια πανεπιστημιακή σχολή. Και χιλιάδες γονείς θα προσμένουν από τα παιδιά τους την επιτυχία για να σπουδάσουν και να πάρουν ένα πτυχίο.

Όμως, ελάχιστοι είναι εκείνοι που τολμούν να ψελλίσουν το εξής απλό: αυτό το σύστημα εισαγωγής στο πανεπιστήμιο δεν μπορεί να συνεχιστεί άλλο. Είναι παρωχημένο, ξεπερασμένο, εδώ και δεκαετίες κομμένο και ραμμένο στη λογική της παπαγαλίας, του φροντιστηρίου, της απαξίωσης του σχολείου, της αφηρημένης γνώσης, του βολέματος πολλών από εμάς τους εκπαιδευτικούς και γονιών μαζί, μιας ψευδαίσθησης ότι ο τελειόφοιτος του Λυκείου είναι έτοιμος, έχει τα «κότσια» να πάει να σπουδάσει σε μια πανεπιστημιακή σχολή.

Ωστόσο, εκείνο που εισπράττει κανείς απ’ όλη αυτήν τη διαδικασία που παλαιότερα, στα χρόνια της εφηβίας μας λέγονταν πανελλήνιες εξετάσεις, ενώ σήμερα λέγονται πανελλαδικές – «άλλαξε ο Μανωλιός κι έβαλε τα ρούχα του αλλιώς» λέει ο σοφός λαός μας – είναι μια απ’ τα ίδια.

Φίλες και φίλοι αναγνώστες, το παρακάτω σχήμα, και λέω σχήμα γιατί περικλείει την παιδεία στα ασφυκτικά πλαίσια της εκπαίδευσης, της κατάρτισης, είναι σ’ όλους πια γνωστό.

Για ακόμη μια χρονιά οι απόφοιτοι της Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης – οφείλω εδώ με έμφαση να σημειώσω ότι αυτοί είναι τα μόνα θύματα – θα συρθούν σε εξεταστικά κέντρα (εξεταστικά κάτεργα θα ’λεγα), για να εξεταστούν σε τέσσερα μαθήματα, ανάλογα με την κατεύθυνση λέμε σήμερα, ανάλογα με τις δέσμες λέγαμε παλιότερα, με στόχο να πάρουν ένα πτυχίο, χαρτί το λένε οι περισσότεροι, για να βρουν δουλειά. Επαγγελματικό προσανατολισμό επί το λογιώτερον το έχουμε βαφτίσει αυτό. Τι μύθος κι αυτός, αναρωτιέται κανείς, αν βέβαια, στοχάζεται σωστά. Τέτοια, δυστυχώς, είναι η απαξίωση των σπουδών, ιδιαίτερα στον καιρό μας.

Για ακόμη μια χρονιά, οι τελειόφοιτοι της Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης, θα τελειώνουν ένα σχολείο που δεν θα έχουν αγαπήσει, αφού χρόνια ένιωθαν αποστροφή προς αυτό· στην πραγματικότητα, αυτό που αποστρέφονταν ήταν το ίδιο το εκπαιδευτικό σύστημα, μιας και το ταύτιζαν με το σχολείο. Και δικαιολογημένα, αφού αυτό χρόνια το αναπαράγει τυφλά και δουλικά.

Για ακόμη μια χρονιά, όλοι μας, ιδίως όσοι είμαστε δάσκαλοι, καθηγητές, γονείς, θα γίνουμε θεατές τραγικών εικόνων. Μαθητές με ένα σακίδιο στον ώμο, να τρέχουν για να προλάβουν τα ιδιαίτερα μαθήματα, (πρόκειται για τους ιδιαιτεράκηδες μαθητές και καθηγητές), – τι  ειρωνεία κι αυτή Θεέ μου, το πρωί να κάνεις μάθημα στο σχολείο και το απόγευμα στα κρυφά να συνεχίζεις στο σπίτι να διδάσκεσαι και να διδάσκεις, όχι με κανέναν τρόπο ανακαλυπτικό της μάθησης και της γνώσης, αλλά όπως τον σερβίρουν τα πανάθλια λυσάρια, βοηθήματα τα λέμε σήμερα. Δεν είναι, όμως, τα ιδιαίτερα, είναι και τα οργανωμένα φροντιστήρια. Τουλάχιστον σ’ αυτά δεν μπορείς να τους προσάψεις τη ρετσινιά του ιδιαιτεράκια. Αυτά είναι οργανωμένες επιχειρήσεις, με νόμο φτιαγμένες. Κάνουν τη δουλειά τους με συνέπεια. Πληρώνουν φόρους. Παρέχουν εξιδεικευμένη γνώση. Βέβαια, είναι άλλο ζήτημα ότι και σ’ αυτά ακολουθείται η ίδια λογική: γνώση καμουφλαρισμένη, σφιχτά δεμένη στο πλαίσιο: «έτσι το θέλουν για τις πανελλαδικές, λίγο να ξεφύγεις θα χάσεις μονάδες».

Για ακόμη μια χρονιά, όλοι μας, θα είμαστε ξανά θεατές της απάθειας μιας μερίδας τελειόφοιτων της Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης προς όσα χρόνια βίωσαν σ’ ένα σχολείο. Κι αυτή η απάθεια έχει τα εξής γνωρίσματα: απροθυμία για μάθηση και επικοινωνία, εικόνες χαύνωσης και νάρκωσης σ’ ότι με το ζόρι διδάσκονταν, μ’ άλλα λόγια εκείνο το γνωστό αφασικό βαριέμαι που συχνά ακούμε εμείς οι δάσκαλοι, καθ’ όλη τη διάρκεια της σχολικής χρονιάς, το οποίο μάλιστα βλέπουμε να είναι γραμμένο σε θρανία και τοίχους.

Φωτογραφία2435

Για ακόμη μια χρονιά, όλοι μας, θα είμαστε θεατές μέχρι το κόκαλο αγχωμένων μαθητών και μαθητριών. Μόνο που τα αποτελέσματα τέτοιων καταστάσεων θα τα δούμε αργότερα, αφού η πίεση και η φοβία της αποτυχίας, όπως άριστα επισημαίνει η σχετική με την εκπαιδευτική ψυχολογία έρευνα, εκδηλώνεται με θυμό, οργή της καταπιεσμένης προσωπικότητας. Ας μην ξεχνάμε βέβαια εδώ ότι μιλούμε για εφήβους, που στα γυμνασιακά και λυκειακά τους χρόνια αντί να ασκούνται και να εκγυμνάζονται στη διάπλαση ήθους, κοινωνικής συνείδησης, άρτιας δομημένης προσωπικότητας, ωθούνται μόνο στο πασάλειμμα, στην αρπαχτή μιας δήθεν γνώσης. Κι ενώ δεν λείπουν οι φωνές που καταγγέλλουν αυτά τα φαινόμενα, αυτές θα επισκιαστούν από εκείνους που συνεχίζουν να τα συντηρούν και να τα εκτρέφουν. Γιατί έτσι απλά τους βολεύει αυτή η κατάσταση.

Για ακόμη μια χρονιά, όλοι μας, θα είμαστε θεατές ενός Λυκείου φυτώριου αποσπασματικών γνώσεων, στα μαθηματικά, τη φυσική, τα αρχαία, την ιστορία, και πάει λέγοντας… που τίποτα άλλο δεν κάμουν από το να αναπαράγουν ημιμάθεια και αλαζονεία του τύπου: «εμένα δεν μου χρειάζονται τα αρχαία, αφού θέλω να σπουδάσω αρχιτέκτονας». Ούτε που υποψιαζόμαστε εδώ ότι αυτός ο στείρος επιστημονισμός, που με ακρίβεια τηρεί το σχολείο, κυρίως το Λύκειο, δημιουργεί πίθηκους. Κι ο γλαφυρός λόγος του Λουκιανού ορθότατα ύστερα από αιώνες έρχεται να μας υπενθυμίσει: «πίθηκος γαρ ο πίθηκος, η παροιμία φησί, καν χρύσεα έχη σύμβολα· και συ τοίνυν βιβλίον με έχεις εν τη χειρί και αναγινώσκεις αεί, των δ’ αναγινωσκομένων οίσθα ουδέν, αλλ’ όνος λύρας ακούεις κινών τα ώτα».

Για ακόμη μια χρονιά, όλοι μας, μαθητές, καθηγητές, γονείς, θα είμαστε θεατές της «βαβυλώνιας αιχμαλωσίας» του εκπαιδευτικού μας συστήματος. Θιασώτες μόνο των βεβαιοτήτων. Δεν θα τολμήσουμε να αναμετρηθούμε με αβεβαιότητες. Ούτε που θα κάνουμε το βήμα να σπάσουμε το σύνορο της μοναξιάς μας και να εναντιωθούμε στη χρόνια τραγελαφική αθέατη όψη ενός ανάπηρου σχολείου που δεν διδάσκει την πνευματική περιπέτεια, που επίμονα αρνείται να πει στον έφηβο ότι σιγά – σιγά καλό είναι να αφήνει πίσω του τη σταθερότητα της παιδικής αθωότητας και να αρχίσει να δοκιμάζεται στην αστάθεια και την αβεβαιότητα που συνεχώς θα ξεδιπλώνεται μπροστά του. Εκεί, δηλαδή, που συνεχώς θα καλείται να διασχίζει ένα τεντωμένο σχοινί, ισορροπώντας για να μην βρεθεί στο κενό.

Στις παραπάνω, φίλες και φίλοι αναγνώστες, διαπιστώσεις έρχεται να προστεθεί καίριο το ερώτημα: Πώς σήμερα πνευματικά αντιμετωπίζονται οι τελειόφοιτοι του Λυκείου, οι νέοι μας; Πρόκειται για ένα ερώτημα με το οποίο όλοι μας οφείλουμε να αναμετρηθούμε τίμια και ειλικρινά. Ενάντια στο κουκούλι της φυλακής που μόνο στα λόγια το λέμε σχολείο. Μάλλον πνευματικό κάτεργο είναι αφού περιέχει καταναγκασμό και δυσβάστακτα φορτία προσδοκιών.

Για να πάψουμε, λοιπόν, να λέμε «κάθε πέρυσι και καλύτερα», τώρα που οι μαθητές μας αρχίζουν τον τιτάνιο αγώνα τους με τις πανελλαδικές εξετάσεις, οφείλουμε να τους υπενθυμίσουμε αυτό που γράφει σ’ ένα περιοδικό λόγου και τέχνης ένας πατέρας, ιδιαίτερα ασκημένος στη γραφή, ότι, «ποτέ δεν θα γλιτώσουμε από τη φιλοδοξία της ανάγνωσης του μυθιστορήματος της ζωής μας· το θέμα είναι με ποια ψυχολογικά κριτήρια θα κρίνουμε τη δράση και τις παραλείψεις μας. Η δοκιμασία της περιγραφής είναι πεπερασμένη». Το αποκαλυπτικό αυτό απόσπασμα από τις παραινέσεις του πατέρα προς το παιδί του, καθώς αναφέρεται και στις σχέσεις δασκάλων και μαθητών, φέρνει στο νου το απόφθεγμα του κορυφαίου Ιρλανδού λογοτέχνη Σ. Μπέκετ: «προσπάθησες, απέτυχες. Άνευ σημασίας. Να προσπαθήσεις ξανά. Να αποτύχεις ξανά. Να αποτύχεις καλύτερα».

Το καραγκιοζιλίκι με τις σχολικές απουσίες

Του ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΑΣΗΜΑΚΟΠΟΥΛΟΥ

Στο ίδιο έργο θεατές… κάθε χρόνο.

– Το όριο των απουσιών (64 δικαιολογημένες και 50 αδικαιολόγητες) που απαιτείται για να θεωρείται η φοίτηση επαρκής, μοιάζει να είναι η λύτρωση από τα κάτεργα για αρκετούς μαθητές. Κάποιοι μάλιστα φτάνουν το όριο κυρίως των αδικαιολόγητων απουσιών (λέγε με και κοπάνα) ακριβώς στις 50. Η κλασική νεοελληνική κακομοιριά του «πόσα λιγότερα μπορώ να κάνω». Κι όλοι οι υπόλοιποι, σιωπηλοί και άπραγοι, καθώς «το επιτρέπει ο νόμος».

– Συγκεκριμένες μέρες πριν από τις Πανελλήνιες (…ανάλογα με τα αποθέματα καθενός) σχεδόν όλοι οι μαθητές της Γ΄ Λυκείου «αρρωσταίνουν». Και πηγαινοέρχονται γονείς και χαρτάκια γιατρών που πιστοποιούν του λόγου το «αληθές». Κάποιοι μάλιστα αξιοποιούν και το παραθυράκι του νόμου για +50 απουσίες σε περίπτωση νοσηλείας σε νοσοκομείο. Θαυματουργικά βέβαια, όλοι οι μαθητές χαίρουν άκρας υγείας για την παρακολούθηση των πάσης φύσεως φροντιστηριακών μαθημάτων.

– Μπουγάδες, μαγειρέματα, πιέσεις, αδιάφορα σφυρίγματα (και όλα νομότυπα) σε αρκετές συνεδριάσεις συλλόγων.

– Το Υπουργείο Παιδείας παρακολουθεί και αγχώνεται. Γι’ αυτό συχνά δίνει τη λύση. Φέτος, ο αγαπητός μας κ. Φίλης θυμήθηκε – λίγες ημέρες πριν από τις Πανελλήνιες – την εποχική γρίπη. Με μια εγκύκλιο – μνημείο, ουσιαστικά μάς είπε: Βαπτίστε όποιες απουσίες θέλετε ως γριπούλα κι ας πάνε από εκεί που ήρθαν. Τόσο απλά. Δεν θα ξεχάσουμε βέβαια την κυρία Διαμαντοπούλου (γνωστή και ως Υπουργό φωτοτυπίας) που το 2010 και ένα μήνα πριν από τις Πανελλήνιες έδωσε ένα μπόνους 30% στις απουσίες, καθώς είχε πέσει πολύ νωρίς το Πάσχα!!

– Για όλα τα παραπάνω δεν έχει βγει ποτέ ούτε μια ανακοινωσούλα, ούτε μια καταγγελιούλα από την άλλοτε λαλίστατη ΟΛΜΕ και τις κατά τόπους ΕΛΜΕ…

Φίλος μεν Πλάτων, Φιλτάτη δε η αλήθεια (για την εκπαίδευση και τους εκπαιδευτικούς)

Του ΓΙΩΡΓΟΥ ΚΑΡΑΜΠΕΛΙΑ

Σε ένα κείμενο μου του Σαββάτου 4 Ιουλίου, είχα γράψει στο υστερόγραφο, απευθυνόμενος σε φίλους και συντρόφους εκπαιδευτικούς, πως τη Δευτέρα 6 Ιουλίου θα επανέλθω. Για να μη θεωρηθεί λοιπόν ότι φυγομαχώ, εξηγώ, αναγκαστικά συνοπτικά σήμερα και εδώ, αυτή μου την άποψη:
Θεωρώ λανθασμένη τη στάση όλων εκείνων που, ενώ συμμερίζονται πατριωτικές αντιλήψεις οι οποίες αντιστρατεύονται τις κυρίαρχες, στον χώρο των “προοδευτικών” εκπαιδευτικών, εθνομηδενιστικές αντιλήψεις, που έχουν συμβάλει αποφασιστικά στην αποεθνικοποίηση της νεολαίας, παρ’ όλα ταύτα ακολούθησαν, ως μη όφειλαν, τον συρμό του κλάδου τους. Διότι βέβαια είναι πασίγνωστο πως η πλειοψηφία των εκπαιδευτικών, σε συντριπτικά ποσοστά μάλιστα, σε ό,τι αφορά τους «προοδευτικούς», συμμετείχαν στο ψευδεπίγραφο παιγνίδι του δημοψηφίσματος, συντασσόμενοι με το Όχι.

Γνωρίζουμε πως, στον χώρο της εκπαίδευσης, από τη δεκαετία του 1980 και μετά, πραγματοποιήθηκε ένα μαζικό εγχείρημα αποεθνικοποίησης, το οποίο ξεκίνησε από τα πανεπιστήμια για να περάσει στη μέση εκπαίδευση και να καταλήξει ακόμα και στη στοιχειώδη και τα νηπιαγωγεία. (Για παράδειγμα, μία νηπιαγωγός μου έφερε πρόσφατα ένα βιβλιαράκι που απευθύνεται στις νηπιαγωγούς για το πώς να οργανώνουν παιχνίδια για τα νήπια όπου οι “καλοί” είναι οι μετανάστες και οι “κακοί” οι αστυνομικοί που τους εμποδίζουν να μπουν στη χώρα). Απέναντι σε αυτό το εγχείρημα, υπήρξαν αντιστάσεις, ιδιαίτερα από παραδοσιακούς, συχνά συντηρητικούς και θρησκευόμενους, εκπαιδευτικούς, που αποκάλυψαν π.χ το ανοσιούργημα της Ρεπούση, ενώ η συντριπτική πλειοψηφία των «προοδευτικών» εκπαιδευτικών, «εθνομηδενιστών» ή «πατριωτών», δεν αντιδρούσε.

Βασικό όπλο για τον αφοπλισμό των δημοκρατών πατριωτών εκπαιδευτικών υπήρξε ο εγκλωβισμός σε μια ακραιφνώς συνδικαλιστική λογική, όπου το μόνο επίδικο αντικείμενο είναι οι μισθοί και οι απολαβές των εκπαιδευτικών, τα ωράρια εργασίας και η αξιολόγηση. Λες και οι εκπαιδευτικοί δεν επιτελούν κάποιο «λειτούργημα», όπως έλεγαν διάφοροι παραδοσιακοί προκάτοχοί τους, αλλά είναι απλώς υπάλληλοι της κρατικής γραφειοκρατίας. Λες και το μεγάλο πρόβλημα για τους εκπαιδευτικούς, στην εποχή της παγκοσμιοποίησης, δεν είναι η αντίσταση σ’ αυτήν και την ιδεολογία που εκπέμπει και διοχετεύει, αλλά κυρίως τα «συμφέροντα» των εκπαιδευτικών ως κλάδου. Και μέσα σε αυτά τα καλώς εννοούμενα συμφέροντα περιλαμβάνονται και αιτήματα μιας απόλυτης ασυδοσίας (απουσία οποιασδήποτε αξιολόγησης στην πραγματικότητα, παρά τα δήθεν επιχειρήματα υπέρ μιας “καλής αξιολόγησης”, μειωμένα ωράρια αλά καρτ, κ.λπ, κ.λπ.).

Στην πρωτοπορία αυτών των «αγώνων» βρίσκονται οι αριστεροί συνδικαλιστές, που έχουν εγκαταλείψει κάθε παράδοση αγωνιστικής αντίστασης στη διαχεόμενη μέσω της εκπαίδευσης παγκοσμιοποιητική και εθνομηδενιστική ιδεολογία, ή, στην περίπτωση των πατριωτών εκπαιδευτικών, από τη μία πλευράαντιστρατεύονται αυτή την ιδεολογία και από την άλλη συμπορεύονται με τους πιο ακραίους εκφραστές της, τις ποικιλώνυμες «συσπειρώσεις» του ΣΥΡΙΖΑ και των αριστεριστών. Πολλές φορές, τα προηγούμενα χρόνια, προσπαθήσαμε να μιλήσουμε γι’ αυτό το ζήτημα και για την ανάγκη να υπάρξει μια οργανωμένη αντίσταση στην εθνομηδενιστική λαίλαπα που έχει εξαπολυθεί στην εκπαίδευση της χώρας. Και μέχρι σήμερα αυτό δεν κατέστη δυνατό διότι, εν τέλει, τα «ταξικά» μικροσυμφέροντα και η ισχύς της περιρρέουσας ιδεολογίας, ιδιαίτερα στον χώρο της αριστεράς και των «συσπειρώσεων», αποδείχθηκαν υπέρτερα από μια γενική, αλλά μάλλον αφηρημένη πολιτική και ιδεολογική τοποθέτηση – που στην καλύτερη περίπτωση εκφράζεται μόνο ως ατομική στάση, μέσα ή έξω από το μάθημα.

Έτσι, ενώ είναι δεκάδες χιλιάδες, κυριολεκτικώς, οι εκπαιδευτικοί που βλέπουν την ανάγκη για μια διαφορετική πορεία στα εκπαιδευτικά πράγματα, αλλά και στον συνδικαλισμό των εκπαιδευτικών, ο οποίος θα έπρεπε να ενσωματώσει τα στοιχεία του περιεχομένου της εκπαίδευσης στις διεκδικήσεις του, εκείνοι που θα μπορούσαν και θα έπρεπε να παίξουν έναν ρόλο ενοποιητικό και καθοδηγητικό προτιμούν να αναλώνονται σε άγονες αντιπαραθέσεις στο εσωτερικό αυτού του κατεξοχήν εθνομηδενιστικού χώρου. Και το επιχείρημα είναι ότι δεν μπορούν να κάνουν αλλιώς γιατί θα «απομονωθούν». Όμως, όποιος θεωρεί πως το συμφέρον της νέας γενιάς και της πατρίδας μας διακυβεύεται και μέσα στα τεκταινόμενα στην εκπαίδευση δεν θα έπρεπε να διστάσει, και δεν θα απομονωθεί στην πραγματικότητα. Έτσι, δεν διστάσαμε κι εμείς, οι του Άρδην, όταν αποφασίσαμε να κόψουμε τους οργανικούς δεσμούς με τον αριστερισμό και την εθνομηδενιστική αριστερά, παρά το υψηλό τίμημα και τις συκοφαντίες που έχουμε εισπράξει.

Και βέβαια, όταν έρχεται η στιγμή των μεγάλων κρίσεων, αυτά τα ζητήματα ανακύπτουν με οξύτητα. Πώς είναι δυνατόν άνθρωποι που συχνά για δεκαετίες έχουν αντιπαλέψει αυτή τη κυρίαρχη εθνομηδενιστική λογική, να κλείνουν τα μάτια τους μπροστά στα αδιέξοδα, στα οποία έχουν οδηγήσει και τα δύο στρατόπεδα του «ναι» και του «όχι» στην Ελλάδα, και να συντάσσονται με ένα όχι – κατανοητή επιλογή για έναν ευρύτερο κόσμο που πέφτει στην παγίδα μιας δήθεν αντίστασης αλλά ακατανόητη για όλους εκείνους που γνωρίζουν πως θα έπρεπε να προτάσσουν το συμφέρον της πατρίδας, πάνω και πέρα από ιδιαίτερα συμφέροντα και ιδεολογίες. Πώς είναι δυνατό να μας εγκαλούν μάλιστα ορισμένοι ότι κάναμε την τελευταία περίοδο περισσότερη κριτική στον Τσίπρα και όχι στους αντιπάλους του, όταν γνωρίζουν αναρίθμητα κείμενα κριτικής και κινητοποιήσεις μας, όταν οι αντίπαλοί του ήταν «στα πράγματα». Έτσι και τώρα, τα κύρια βέλη της κριτικής μας, στο εσωτερικό πεδίο, στράφηκαν και συνεχίζονται να στρέφονται ενάντια σε όσους έχουν τη διακυβέρνηση της χώρας και επιπλέον διαβουκολούν το αντιστασιακό αίσθημα του λαού, όπως και τα κύρια βέλη, στο εξωτερικό πεδίο, συνεχίζουν να στρέφονται ενάντια στον Σόιμπλε και τη γερμανική Ευρώπη. Το ίδιο κάναμε και στο παρελθόν απέναντι στο ΠΑΣΟΚ, όταν οι περισσότεροι γύρω μας τρέχανε να ενταχθούν σε υπουργεία και θεσούλες.
Δεν είναι καιρός, λοιπόν, να γίνει μια συζήτηση για την κατεύθυνση της εκπαίδευσής μας, κόβοντας τους δεσμούς με εκείνους που, στο πεδίο των προτάσεων για το περιεχόμενο της εκπαίδευσης και τον προσανατολισμό της νέας γενιάς, βρίσκονται στον αντίποδα με αυτά που υποστηρίζει ο δημοκρατικός πατριωτικός χώρος; Πώς μπορεί να συνδυάζεται η συνδικαλιστική συμπόρευση με την ιδεολογική αντιπαράθεση; Και, εν τέλει, στις κρίσιμες στιγμές, να καθορίζει τη στάση πολλών από εμάς;