Αρχείο ετικέτας Ιωακείμ Γ΄

ΑΝΔΡΕΑ ΝΑΝΑΚΗ, Μητροπολίτου Αρκαλοχωρίου, Πτυχές σχέσεων Εκκλησίας – Πολιτείας στον 20ό αιώνα, εκδ. Μπαρμπουνάκη, Θεσσαλονίκη 2017, σσ. 272

Γράφει ο ΧΑΡΗΣ ΑΝΔΡΕΟΠΟΥΛΟΣ*

Δέκα μελετήματα συγκροτούν το υπό τον τίτλο «Πτυχές Σχέσεων Εκκλησίας – Πολιτείας στον 20ό αιώνα» νέο βιβλίο του Μητροπολίτου Αρκαλοχωρίου της Εκκλησίας της Κρήτης και καθηγητού Εκκλησιαστικής Ιστορίας στη Θεολογική Σχολή του Α.Π.Θ. κ. Ανδρέα Νανάκη, το οποίο εκδίδεται σε μια κρίσιμη στιγμή κατά την οποία το ευρύτερο ζήτημα των σχέσεων της Εκκλησίας με την Πολιτεία εμφανίζεται στο προσκήνιο με αξιοζήλευτη περιοδικότητα αποτελώντας – το τελευταίο διάστημα όλο και συχνότερα, όλο και εντονότερα– θέμα «ημερησίας διατάξεως» στην ατζέντα του δημοσίου διαλόγου, εν όψει μάλιστα και της επικείμενης συνταγματικής αναθεωρήσεως. Πρόσφατα μάλιστα  το θέμα απασχόλησε την Ιερά Σύνοδο της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, κατά την διάρκεια των εργασιών της, στις αρχές (3 – 6) Οκτωβρίου 2017.

Ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Αρκαλοχωρίου και πανεπιστημιακός καθηγητής κ. Ανδρέας Νανάκης, δεν χρειάζεται ιδιαίτερες συστάσεις. Eίναι πολύ γνωστός, όχι μόνο στον ακαδημαϊκό χώρο και ιδιαιτέρως σ΄ αυτόν της ιστορικής επιστήμης λόγω του πλουσίου έργου του στον κλάδο της Νεώτερης Εκκλησιαστικής Ιστορίας, αλλά και στο ευρύ κοινό χάρις είτε στις συχνές, δημόσιες παρεμβάσεις του με εισηγήσεις σε επιστημονικές ημερίδες και συνέδρια, είτε μέσω της αρθογραφίας του στον Τύπο (σε εφημερίδες της Κρήτης, σε θεολογικά / εκκλησιαστικά περιοδικά, παλαιότερα στα «ΝΕΑ» και εσχάτως στην «ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ», όπου προσφάτως [11.06.2017] εδημοσίευσε το άρθρο του «Η Εκκλησία της Ελλάδος και η χούντα 1967 – 1974» το οποίο έκανε «θραύση»…). Εξ αιτίας της πλούσιας σχετικής εργογραφίας και της εν γένει ποιμαντικής και επιστημονικής του δραστηριότητας έχει καταγραφεί στην εκκλησιαστική και ακαδημαϊκή κοινότητα ως ο κατ΄ εξοχήν ιστορικός της Εθναρχίας, της πολιτικής και εκκλησιαστικής εκφράσεως της Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως, ως ένας εκ των επαϊόντων του πλέγματος των  σχέσεων Κωνσταντινουπόλεως – Αθηνών, αλλά και βαθύς γνώστης, από εκκλησιαστικής και ιστορικής σκοπιάς, του θέματος των σχέσεων Εκκλησίας – Πολιτείας. Πρόκειται για το θέμα με το οποίο ασχολείται εις το παρόν σύγγραμμά του αναδεικνύοντας μέσα από τα κείμενα – μελετήματα του βιβλίου του τις βαθύτερες ιστορικές πτυχές αυτών των προβληματικών από την ίδρυση του νεοελληνικού κράτους (1830) και μέχρι σήμερα (άλλοτε με περιόδους μεγάλων εντάσεων και άλλοτε με ύφεση) σχέσεων ανάμεσα στους δύο θεσμούς (διοικούσα Εκκλησία – Κράτος). Ο συγγραφέας του βιβλίου δεν αρκείται στις επισημάνσεις και τις διαπιστώσεις, αλλά καταθέτει τις απόλυτα τεκμηριωμένες απόψεις και προτάσεις του, ενσωματώνοντάς τες στα κείμενά του με λόγο ευαγγελικό και πατερικό και εν παντί εκκλησιολογικό, για το δέον γενέσθαι μιας ειρηνικής συνυπάρξεως μέσω του αλληλοσεβασμού των ρόλων, για μια πορεία που θα κατατείνει στην ενίσχυση και σφυρηλάτηση αρμονικών σχέσεων μεταξύ των θεσμικών φορέων της Εκκλησίας και της Πολιτείας.

Αποτέλεσμα εικόνας για Πτυχές σχέσεων Εκκλησίας – Πολιτείας στον 20ό αιώνα

Στις σελίδες του κυρίως μέρους (σσ. 47-219) του θεματολογικά πολυδιάστατου και πολυποίκιλου αυτού συγγράμματος, το οποίο κυκλοφόρησε τον περασμένο Ιούλιο από τις «Εκδόσεις Μπαρμπουνάκη» της Θεσσαλονίκης, οι επιμέρους θεματικές ενότητες αντιστοιχούν στα δέκα κατά καιρούς και περιστάσεις δημοσιευθέντα κείμενα – μελετήματα του Σεβ. Μητροπολίτου Αρκαλοχωρίου κ. Ανδρέα, τα οποία είναι τα εξής:

Το πρώτο κείμενο τιτλοφορείται «Ο Οικουμενικός Πατριάρχης Ιωακείμ Γ΄ και τα αποκαλυπτήρια του ανδριάντα στη Θεσσαλονίκη» (σσ. 47-65). Πρόκειται για ομιλία η οποία εκφωνήθηκε την Κυριακή 7-12-2014 στην αίθουσα τελετών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και ακολούθησαν τα αποκαλυπτήρια του αδριάντα του Ιωακείμ Γ΄ έμπροσθεν της Θεολογικής Σχολής. Ο συγγραφέας καταγράφει την πορεία του αοιδίμου Οικουμενικού Πατριάρχου Ιωακείμ Γ΄ (Δεβετζή ή Δημητριάδη) και τον αγώνα του για την αναγκαιότητα της συνυπάρξεως και της συνεργασίας όλων των Ορθοδόξων – του «ρωμαίικου» – στο πλαίσιο μιας ορθόδοξης κοινοπολιτείας, εξαίροντας, παραλλήλως, το χάρισμα που είχε ο Ιωακείμ να προσλαμβάνει τον μεταβαλλόμενο κόσμο, να τοποθετείται σ΄ αυτόν και να διαμορφώνει το αύριο του Οικουμενικού Πατριαρχείου και το μέλλον του, οριοθετώντας τους σκοπούς και τους στόχους του μέσα στο χρόνο, αναπλαισιώνοντας / αναπροσαρμόζοντας καταλλήλως την πολιτική του. Όπως έπραξε κατά τη δεύτερη πατριαρχία του (1901 – 1912) όταν, στη δίνη των κοσμογονικών αλλαγών που επέφεραν την διάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και τον διαμελισμό της σε έθνη / κράτη της Βαλκανικής, θα στραφεί – αυτός ο δυναμικότερος και γνησιότερος εκφραστής της εθναρχίας και της εθναρχούσης Εκκλησίας – προς την Αθήνα, σηματοδοτώντας τη νέα πολιτική, αυτή της συμπορεύσεως του Πατριαρχείου με το εθνικό μας κέντρο. Είναι η εποχή που ο Ιωακείμ επανδρώνει τη Μακεδονία και τις δοκιμαζόμενες από τον βουλγαρικό εθνικισμό Μητροπόλεις με αρχιερείς που εμφορούνται, όχι πλέον από την εθναρχική, αλλά την εθνική συνείδηση, την εθνική ιδέα και ιδεολογία. Οι περισσότεροι απ΄ τους αρχιερείς αυτούς εγκαθίστανται στη Μακεδονία πριν από τον Παύλο Μελά και τους Ελληνες προξένους, οι οποίοι ήλθαν από την Αθήνα, για να ενισχύσουν και διαμορφώσουν το εθνικό φρόνημα των ντόπιων πληθυσμών που δοκιμάζονταν από την δράση των εξαρχικών βουλγάρων εθνικιστών.

«Το “ανάθεμα” στον Ελευθέριο Βενιζέλο» (1916)» (σσ. 67 – 76) είναι το δεύτερο μελέτημα. Πρόκειται για ανακοίνωση του Σεβ. Αρκαλοχωρίου στο Συνέδριο «100 χρόνια από το κίνημα Εθνικής Άμυνας» που πραγματοποιήθηκε στη Θεσσαλονίκη τον Ιανουάριο του 2016. Εδώ περιγράφονται και αναλύονται από τον συγγραφέα τα τραγικά γεγονότα των πολιτικών αντιπαραθέσεων ανάμεσα στους βενιζελόφρονες (υποστηρικτές του Ελευθέριου Βενιζέλου)  και τους βασιλόφρονες (υποστηρικτές του Βασιλέως Κωνσταντίνου Α΄) που έλαβαν χώρα στη περίοδο του εθνικού διχασμού (1915-1917) και στα οποία ενεπλάκη, ως μη ώφειλε, η ελλαδική Εκκλησία, επί αρχιεπισκοπείας Θεοκλήτου Α΄ (Μηνοπούλου), συμπορευομένη και συνεργούσα με τη βασιλική παράταξη και το παραστρατιωτικό κίνημα των «επιστράτων» στην αποτρόπαιη πράξη του «αναθέματος» κατά του Ελευθέριου Βενιζέλου. Πρόκειται για μια ανάμειξη  την οποία απεριφράστως είχε καταδικάσει το 2000 και ο μακαριστός Αρχιεπίσκοπος Αθηνών κυρός Χριστόδουλος (Παρασκευαΐδης) δηλώνοντας ευθαρσώς ότι «θα έπρεπε κάποτε η Εκκλησία να ζητήσει συγγνώμη από τον λαό για την ανάμειξή της στις πολιτικές διαμάχες του αιώνος που πέρασε και ειδικότερα για την ανάμειξή της στον εθνικό διχασμό, ο οποίος ταλάνισε τον Ελληνισμό (…) Ήταν πραγματικό λάθος να αποφασίζονται αναθέματα για πολιτικούς λόγους και η Εκκλησία να χρησιμοποιείται, κατά κάποιον τρόπο, για να επενδύσουν πάνω εις αυτήν οι διάφοροι πολιτικοί άνδρες τις δικές τους επιδιώξεις» («Τα Νέα», 03.04.2000, σ. 40).  Ο Σεβ. Αρκαλοχωρίου αντιμετωπίζει το «ανάθεμα» ως μια πράξη μισαλλοδοξίας, αλλά και απογνώσεως των βασιλοφρόνων της παλαιάς Ελλάδος, καθώς έβλεπαν δυναμικώς ανερχόμενο προς την εξουσία τον Βενιζέλο (ο οποίος και εξελέγη πρωθυπουργός τον Ιούνιο του 1917), θεωρεί, ωστόσο, ότι η επιρροή του «αναθέματος» περιορίσθηκε στην επικράτεια του κράτους των Αθηνών και δεν κατόρθωσε να επιδράσει στις ευρύτερες συνειδήσεις του Ελληνισμού. Τούτο  απεδείχθη λίγα χρόνια αργότερα όταν οι προσφυγικοί πληθυσμοί που εγκαταστάθηκαν στην Ελλάδα ήταν προσκείμενοι στο Βενιζέλο και χάρη σ΄ αυτούς είχε τα θριαμβευτικά αποτελέσματα των εκλογών του 1928.

Το τρίτο κείμενο έχει τίτλο: «Ο Μητροπολίτης Κυζίκου Καλλίνικος και ο καθηγητής Ανδρούτσος αντιπαραθέτονται για την εκλογή του Μελετίου Μεταξάκη (1921)» (σσ. 77 – 95). Πρόκειται για εισήγηση στην Ημερίδα: «Μητροπολίτης Βεροίας Καλλίνικος», στη Μητρόπολη Βεροίας τον Οκτώβριο του 2012. Η μελέτη αυτή έχει ως αντικείμενο την έριδα που προκάλεσε η εκλογή του από Αθηνών Αρχιεπισκόπου Μελετίου Μεταξάκη, το Νοέμβριο του 1921, ως Οικουμενικού Πατριάρχου, η οποία εκλογή από την πλευρά των Αθηνών θεωρήθηκε «αντικανονική». Επί της ουσίας, όμως, η αντίδραση είχε πολιτικά αίτια, καθώς, από τον προηγούμενο χρόνο, ήτοι από τον Νοέμβριο του 1920, μετά την ήττα του Βενιζέλου στις εκλογές αυτής της χρονιάς, την Αθήνα ήλεγχε ήδη ο επανακάμψας στον Θρόνο Βασιλεύς Κωνσταντίνος Α΄, ο οποίος μάλιστα ανάμεσα στις πρώτες του μέριμνες περιέλαβε την επαναφορά στον αρχιεπισκοπικό θρόνο του (βασιλόφρονος) Θεοκλήτου Α΄ (Μηνοπούλου), υποχρεώνοντας τον μέχρι τότε (βενιζελικό) Αθηνών Μελέτιο Μεταξάκη να αποχωρήσει (Φεβρουάριος 1921) και να μεταβεί στην Αμερική, όπου θα παραμείνει μέχρι την εκλογή του, εννέα μήνες αργότερα (Νοέμβριος 1921), στον πατριαρχικό θρόνο της Κωνσταντινουπόλεως. Πρωταγωνιστές στη νομοκανονική αντιπαράθεση γύρω από το θέμα της εκλογής Μεταξάκη την οποία καταγράφει ο Σεβ. Αρκαλοχωρίου είναι από τη μία πλευρά ο καθηγητής Δογματικής και Χριστιανικής Ηθικής του Πανεπιστημίου Αθηνών Χρήστος Ανδρούτσος, ο οποίος, ως εκφραστής της τότε κρατούσης καταστάσεως των Αθηνών, θεώρησε την εκλογή του Μεταξάκη ως αντικανονική και από την άλλη ο (από Βερροίας και Ναούσης) Μητροπολίτης Κυζίκου Καλλίνικος Δελικάνης, ο οποίος με τα κείμενά του υπερασπίσθηκε σθεναρά την εκλογή του Μελετίου. Ενδιαφέρουσα αντιπαράθεση, με ικανά νομοκανονικά επιχειρήματα και από τις δύο πλευρές, τα οποία προβληματίζουν δημιουργικά τον αναγνώστη, αποτελώντας, ωστόσο, το περίβλημα της αντιπαραθέσεως, το περιεχόμενο της οποίας ήταν σαφέστατα ιδεολογικοπολιτικό. Μια αναμέτρηση ανάμεσα στη βασιλική και την βενιζελική παράταξη.

«Η επίσκεψη του Ελευθερίου Βενιζέλου στο Οικουμενικό Πατριαρχείο την 1η Νοεμβρίου 1930» (σσ. 97 – 112) είναι το τέταρτο κείμενο το οποίο απετέλεσε επιστημονική ανακοίνωση του Σεβ. Αρκαλοχωρίου κ. Ανδρεά στο ΙΑ΄ Διεθνές Κρητολογικό Συνέδριο που πραγματοποιήθηκε στο  Ρέθυμνο τον  Οκτώβριο του 2011 . Το γεγονός της επισκέψεως του Βενιζέλου στο Φανάρι, μία ημέρα μετά την υπογραφή στην Άγκυρα του Ελληνοτουρκικού Συμφώνου Φιλίας (30.10.1930) από τον Έλληνα πρωθυπουργό και τον Πρόεδρο της Τουρκίας Μουσταφά Κεμάλ, υπήρξε μείζον, όχι μόνο γιατί Έλληνας πρωθυπουργός επισκεπτόταν για πρώτη φορά το Πατριαρχείο, αλλά και διότι η Τουρκία δεν είχε επισήμως αναγνωρίσει τον Πατριάρχη Φώτιο (Μανιάτη) ως μη ανταλλάξιμο, κάτι που συνέβη ένα περίπου μήνα μετά (Δεκέμβριος του ΄30). Μια αναγνώριση, πάντως, προβληματική ως προς την πραγματική, την οικουμενική υπόσταση του Πατριαρχείου την οποία εκφράζει, για την ανά την οικουμένη Ορθόδοξη Εκκλησία, το πρόσωπο του Πατριάρχου και η Μεγάλη εν Κωνσταντινουπόλει του Χριστού Εκκλησία, καθώς οι τουρκικές αρχές απέφυγαν την χρήση του όρου «Πατριάρχης» και «Οικουμενικό Πατριαρχείο», συνεχίζοντας να θεωρούν τον Κωνσταντινουπόλεως ως «αρχιπαπά» (baspapaz), σύμφωνα με την πρακτική που εφάρμοζαν μετά την Μικρασιατική Καταστροφή και, δυστυχώς, εξακολουθούν να εφαρμόζουν μέχρι σήμερα. Στη θερμή προσφώνηση του Πατριάρχου Φωτίου για την «αποσκοπούσα να υπηρετήση την ειρηνική σχέση  μεταξύ των δύο λαών»  επίσκεψή του σε Άγκυρα και Κωνσταντινούπολη, ο Βενιζέλος θα αναφερθεί «εις τα προσπαθείας, τας οποίας καταβάλλομεν αι δύο Κυβερνήσεις Αθηνών και Αγκύρας δια να φέρομεν την ειρήνην εις την Ανατολήν, ήτις αποτελεί όρον απαραίτητον δια την πρόοδον και ευημερίαν των λαών αυτής», διαβεβαιώντας, παραλλήλως, τον Πατριάρχη ότι «κατά την εποχήν αυτήν καθ΄ην αλλαχού παρατηρείται χαλάρωσις τις του θρησκευτικού αισθήματος, το αίσθημα τούτο παραμένει θερμόν εν Ελλάδι, η δε ελληνική κοινωνία ολόκληρος θα εξακολουθήσωμεν πάντοτε να είμεθα πιστά πνευματικά τέκνα της Μεγάλης Εκκλησίας». Την επίσκεψη και τις επαφές του Βενιζέλου προβάλλει θετικά το βενιζελικό «Βήμα», ενώ από την αντιβενιζελική, αντιπολιτευόμενη «Καθημερινή» διατυπώνονται πολλές επιφυλάξεις ειδικά για την υπογραφή του Συμφώνου Φιλίας και μάλιστα δια της γραφίδος του εκδότου της Γεωργίου Βλάχου, ο οποίος υπογράφει και τα σχετικά άρθρα («Γ.Α.Β.»).

«Ο Ιωάννης Μεταξάς (1938) και η εκλογή του Αθηνών Χρυσάνθου του από Τραπεζούντος» (σσ. 113-130) είναι το πέμπτο μελέτημα το οποίο δημοσιεύτηκε στον Τιμητικό Τόμο: «Σπουδή στην κατακόρυφη και οριζόντια κοινωνικότητα», για τον ομότιμο καθηγητή Βασίλειου Ι. Γιούλτση, Θεσσαλονίκη 2007 (σσ. 113-130). Πρόκειται για κείμενο το οποίο μαζί με το δέκατο («Εκκλησία και Πολιτεία στην ελληνική επικράτεια») αποτελούν, κατά τη γνώμη μας, το «ψαχνό» του βιβλίου καθώς σ΄ αυτά τα κείμενα / μελετήματα καταγράφονται οι δύο από τις τρείς ακραίες πολιτειακές παρεμβάσεις της τελευταίας 80ετίας, τα δύο από τα τρία αρχιεπισκοπικά ζητήματα που επέφεραν ισχυρό κλονισμό στις σχέσεις Εκκλησίας – Πολιτείας στη διάρκεια του 20ού αιώνος.  Εν προκειμένω εξετάζεται από τον συγγραφέα το αρχιεπισκοπικό ζήτημα Δαμασκηνού Παπανδρέου – Χρυσάνθου Φιλιππίδη (1938-1941), που προκλήθηκε στη διάρκεια του δικτατορικού καθεστώτος της 4ης Αυγούστου (1936-1941), επί  πρωθυπουργίας Ιωάννου Μεταξά, όταν ο τελευταίος με ευθείες παρεμβάσεις του –  δικαστικών κατ΄ αρχήν και εν συνεχεία νομοθετικών –  ανέτρεψε την υπό της Ιεραρχίας γενομένη κανονική εκλογή (Νοέμβριος 1938) στην Αρχιεπισκοπή του (βενιζελικού) Μητροπολίτου Κορινθίας Δαμασκηνού Παπανδρέου, επιβάλλοντας τη θέλησή του για ανάδειξη αρεστού Αρχιεπισκόπου. Ετσι, αφού σε πρώτη φάση, με διάφορες μεθοδείες, επέτυχε την ακύρωση της εκλογής του Δαμασκηνού στο Συμβούλιο της Επικρατείας, σε δεύτερη κατέφυγε στην έκδοση αναγκαστικού νόμου με τον οποίο μετέφερε το δικαίωμα εκλογής Αρχιεπισκόπου από τη Ιερά Σύνοδο της Ιεραρχίας (ολομελείας) στη «μικρά» (12μελή) Διαρκή Σύνοδο, και μάλιστα με το σύστημα του «τριπροσώπου», έτσι ώστε την τελική επιλογή να έχει η κυβέρνηση. Υπό την απειλή δε της συγκροτήσεως «Αριστίνδην» Συνόδου επιβλήθηκε στη Διαρκή Σύνοδο να μην περιλάβει στο τριπρόσωπο το όνομα του Δαμασκηνού, ο οποίος άλλωστε ούτε είχε παραιτηθεί ούτε είχε αποδεχθεί την απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, έτσι ώστε η δικτατορική κυβέρνηση ανέδειξε, τελικώς (Δεκέμβριος 1938), στον αρχιεπισκοπικό Θρόνο τον εκλεκτό της, τον από Τραπεζούντος Χρύσανθο (Φιλιππίδη), προσκείμενο στη βασιλική παράταξη. Αν και επισημαίνει την αντικανονικότητα του τρόπου εκλογής του Χρυσάνθου στην Αρχιεπισκοπή, ο συγγραφέας αναφέρεται με κολακευτικά λόγια στον «δυναμικό και διαπρεπή ιεράρχη του Οικουμενικού Θρόνου», θεωρώντας ότι είναι ζητούμενο αν ο Χρύσανθος χωρίς την ενθάρρυνση του Μεταξά ενδιαφερόταν ουσιαστικά για τη θέση του Αθηνών καθώς και αν υιοθετούσε, ενέκρινε και αποδεχόταν τα γενόμενα που τελικά ο Μεταξάς με τη στρατιωτική πυγμή του καθεστώτος επέβαλε καταλύοντας κάθε κανονική τάξη στα εσωτερικά (interna corporis) της Εκκλησίας. Στη σκέψη αυτή οδηγείται ο συγγραφέας εκτιμώντας ότι η άρνηση του Χρυσάνθου να ορκίσει την δωσίλογη κυβέρνηση Τσολάκογλου (1941) και η εν συνεχεία αποπομπή του (την οποία ο Σεβ. Αρκαλοχωρίου χαρακτηρίζει «ηρωϊκή και ένδοξη έξοδο») από την Αρχιεπισκοπή, με Συντακτική Πράξη της κατοχικής κυβερνήσεως, συνιστούν δύο γεγονότα που δηλώνουν κατ΄ ουσίαν  την βούληση του Χρυσάνθου να εξέλθει από όλη αυτή την περιπέτεια της εμπλοκής και συνεργασίας του με το δικτατορικό καθεστώς Μεταξά και την πολιτική χειραγωγήσεως της Εκκλησίας με την οποία η δικτατορία της «4ης Αυγούστου» πορεύθηκε, αντιμετωπίζοντας την Εκκλησία ως προέκταση του κρατικού μηχανισμού, χρήσιμου για την επιβολή των ιδεολογικών της σκοπιμοτήτων. Συγκρίνοντας τον Αρχιεπίσκοπο Αθηνών Ιερώνυμο (Κοτσώνη) που αρχιεράτευσε και αυτός σε περίοδο δικτατορίας (1967-1973) με την περίπτωση του Αρχιεπισκόπου Χρυσάνθου (Φιλιππίδη), ο Σεβ. Αρκαλοχωρίου θα επισημάνει ότι «ο Αθηνών Ιερώνυμος που θαύμαζε τον Χρύσανθο και με παρόμοιο αντικανονικό τρόπο είχε ανέλθει στη θέση του Αθηνών, στα γεγονότα του Πολυτεχνείου το 1973,  δεν τόλμησε την παράλληλη ηρωϊκή έξοδο…». (Πράγματι: πόσο διαφορετικές θα ήταν στην διοικούσα Εκκλησία οι εξελίξεις και πόσο διαφορετικά θα είχε γραφεί η – πολιτική και εκκλησιαστική – Ιστορία εκείνης της θλιβερής περιόδου εάν ο τότε Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος Κοτσώνης είχε σταθεί στο πλευρό των φοιτητών, όπως π.χ. είχε πράξει ο τότε (τιτουλάριος) Επίσκοπος Ανδρούσης και νυν Αρχιεπίσκοπος Αλβανίας κ. Αναστάσιος Γιανουλάτος; Θεωρούμε ότι – πρωτίστως και κυρίως για τον μακαριστό Αρχιεπίσκοπο κυρό Ιερώνυμο – θα είχε γραφεί πολύ διαφορετικά…)

Το έκτο και το έβδομο μελέτημα αφορούν στο ίδιο πρόσωπο: στον Μητροπολίτη Ιωαννίνων και μετέπειτα Αρχιεπίσκοπο Αθηνών Σπυρίδωνα Βλάχο, του οποίου εξαίρεται η τόλμη, η αποφασιστικότητα και η παρρησία, ως αρχιερέως, να αντιπαρατεθεί με την πολιτική εξουσία όταν  αισθάνεται ότι αδικείται (βλ. εις 6o κείμενο / μελέτημα: «Η διαμαρτυρία του Σπυρίδωνος προς τον Στ. Γονατά για την μετάθεσή του από τα Ιωάννινα [1923]», σσ. 131-144. Μελέτημα το οποίο δημοσιεύτηκε στον Τιμητικό Τόμο για τον ομότιμο Καθηγητή Γρηγόριο Δ. Ζιάκα, Θεσσαλονίκη, 2008). Επιπροσθέτως επισημαίνεται η μετριοπάθεια και  σύνεση, ως αρετές με τις οποίες πολιτεύθηκε προτάσσοντας διαρκώς το συμφέρον της Εκκλησίας, όταν παραμερίζοντας τα ιδεολογικά (φιλοβασιλικά) του φρονήματα θα πρωτοστατήσει το 1938 στην εκλογή του (βενιζελικού) Κορινθίας Δαμασκηνού Παπανδρέου στην Αρχιεπισκοπή, ή όταν το 1951, ως Αρχιεπίσκοπος, εκφράζοντας εμπράκτως την μαρτυρία της Εκκλησίας για την ειρηνική και ενωτική της αποστολή στην κοινωνική και πολιτική ζωή της Ελλάδος, θα ζητήσει από την κυβέρνηση (των Νικ. Πλαστήρα και Σοφ. Βενιζέλου) να αποτραπεί η δικαστική απόφαση θανατικής καταδίκης του ηγετικού στελέχους του τότε  παράνομου ΚΚΕ Νίκου Μπελογιάννη. Κάτι που, ως γνωστόν, τελικά, δεν απεφεύχθη παρά τις παρεμβάσεις τόσο του Αρχιεπισκόπου Σπυρίδωνος, όσο και πολιτικών, διανοουμένων και καλλιτεχνών από την Ελλάδα (βουλευτές της Ενιαίας Δημοκρατικής Αριστεράς – ΕΔΑ) και το εξωτερικό (Σαρλ ντε Γκώλ, Πωλ Ελυάρ, Ζαν Κοκτώ, Ζαν-Πωλ Σαρτρ, Ναζίμ Χικμέτ, Πάμπλο Πικάσσο, Τσάρλι Τσάπλιν, κ.α.) που προσπάθησαν να σώσουν τον Μπελογιάννη (βλ. εις 7o κείμενο: «Ο από Ιωαννίνων Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος Σπυρίδων εν μέσω εκκλησιαστικών και πολιτικών διχασμών», σσ. 145-158. Ανακοίνωση στο Συνέδριο για τα 100 χρόνια της Σχολής Βελλάς [1911-2011], Ιωάννινα, Οκτώβριος 2011).

Όγδοο κείμενο: «Η Εκκλησία και ο Νίκος Καζαντζάκης. Ο μύθος για τον αφορισμό και την κηδεία του (1957)» (σσ. 159-175). Πρόκειται για ανακοίνωση του Σεβ. Αρκαλοχωρίου η οποία παρουσιάσθηκε σε Συνέδριο για τον Νίκο Καζαντζάκη, τον Σεπτέμβριο του 2007 στο Ηράκλειο της Κρήτης για τα πενήντα χρόνια (1957-2007) από τον θάνατό του. Ο συγγραφέας καταρρίπτει δύο μύθους: πρώτον, τον περί αφορισμού του Καζαντζάκη και δεύτερον, τον περί μη τελέσεως κηδείας κατά την εκκλησιαστική τάξη, μύθους που καλλιέργησαν κύκλοι των θρησκευτικών οργανώσεων αλλά και αθέων, οι οποίοι για δικούς τους λόγους επιζητούσαν και ήθελαν έναν αφορισμένο Καζαντζάκη. Ανασκευάζοντας τους συγκεκριμένους μύθους ο συγγραφέας, αφού επισημάνει ότι όταν απεβίωσε ο Καζαντζάκης τον Οκτώβριο του 1957 στην πόλη Φράιμπουργκ της Γερμανίας και η σορός του μεταφέρθηκε στην Αθήνα προκειμένου να εκτεθεί σε λαϊκό προσκύνημα πριν μεταφερθεί στο τελικό της προορισμό (στη Κρήτη), όντως, ο τότε Αθηνών Θεόκλητος Β΄(Παναγιωτόπουλος, ο από Πατρών), αρνήθηκε την παραμονή της σορού του Καζαντζάκη σε ναό των Αθηνών, φοβούμενος «όχι αδίκως», όπως σημειώνει ο συγγραφέας, τις «αντιδράσεις κάποιων ακραίων χριστιανικών ομάδων που τελικά έδρασαν και στο Ηράκλειο πλησίον του Αγ. Μηνά κατά την κηδεία του Καζαντζάκη». Αφορισμός εκ μέρους της αυτοκέφαλης Εκκλησίας της Ελλάδος εις βάρος του Καζαντζάκη, εξ επόψεως νομοκανονικής, δεν μπορούσε να υπάρξει δοθέντος του ότι αυτός ως γέννημα – θρέμμα της Κρήτης και κάτοικος του εξωτερικού υπήγετο στην πνευματική δικαιοδοσία του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Εις ότι αφορά την κηδεία του: ετελέσθη στη γενέτειρά του, στο Ηράκλειο, την 5η Νοεμβρίου 1957, κατά τα εκκλησιαστικώς κεκανονισμένα, προεξάρχοντος του Αρχιεπισκόπου Κρήτης Ευγενίου (Ψαλιδάκη), παρισταμένων του Υπουργού Παιδείας Αχιλ. Γεροκωστοπούλου (της Κυβερνήσεως Κων. Καραμανλή), του αρχηγού του κόμματος των Φιλελευθέρων Γεωργίου Παπανδρέου και του βουλευτού, επίσης, των Φιλελευθέρων Κων. Μητσοτάκη, του πρύτανη του ΑΠΘ Ιωαν. Κακριδή, και πολλών άλλων επισήμων. Την σορό του Καζαντζάκη στην τελευταία του κατοικία, στον Mαρτινέγκο, συνόδευσε ο στρατιωτικός ιερέας π. Σταύρος Καρπαθιωτάκης. Εις ότι αφορά την πίστη καθ΄ εαυτή και τη σχέση του Καζαντζάκη με το Θεό, ο συγγραφέας εκτιμά ότι «ο Καζαντζάκης δεν έκλεισε ποτέ το κεφάλαιο του Θεού στη ζωή του. Δεν μπόρεσε να διαγράψει τον Θεό. Σ΄ αυτό βοήθησε και η παράδοση της Κρήτης. Ο πολιτισμός της. Η παρακαταθήκη που παραδίδεται από γενιά σε γενιά (…) ο Καζαντζάκης, ανάστημα της πολιτιστικής παράδοσης και της πενυματικής παρακαταθήκης, όπως την γνωρίζει και τη βιώνει στη γενέτειρά του, την Κρήτη, έχει τη δωρεά της ρωμαλέας δυσεύρετης και δημιουργικής σκέψης, με την οποία αναζητά διαρκώς και διακαώς τον Θεό…», παραθέτοντας εν προκειμένω ανάλογες απόψεις των μακαριστών Νικ. Ματσούκα, καθηγητού Δογματικής και Φιλοσοφίας της Θεολογικής του ΑΠΘ, του Κων. Τσάτσου, ακαδημαϊκού και διατελέσαντος Προέδρου της Δημοκρατίας, καθώς και του Πατριάρχου Αθηναγόρα (Σπύρου). Ο τελευταίος όταν είχε ερωτηθεί (1961) για το λογοτεχνικό έργο του Καζαντζάκη απήντησε ότι «τα βιβλία του Καζαντζάκη κοσμούν την Πατριαρχική βιβλιοθήκη», καταρρίπτοντας έτσι τον μύθο περί αφορισμού του κρητικού λογοτέχνη και συγγραφέα από την Εκκλησία.

Το ένατο κείμενο του βιβλίου υπό τον τίτλο «Σχέσεις Εκκλησίας και Αριστεράς στην Ελλάδα μεταξύ του 20ού και 21ού αιώνα» (σσ. 177-192) αποτελεί ανακοίνωση η οποία παρουσιάσθηκε από τον Σεβ. Αρκαλοχωρίου στο Επιστημονικό Συνέδριο: «Εκκλησία και Αριστερά», στην Θεσσαλονίκη, τον Ιανουάριο του 2013. Ο συγγραφέας παρότι εξ αρχής αναγνωρίζει και επισημαίνει ότι η κοσμοθεωρία της Αριστεράς ως εδραζομένη στις αρχές του διαλεκτικού υλισμού αρνείται ως κρατική δομή, εξουσία και πολιτική, όχι μόνο την ύπαρξη του Θεού, αλλά και κάθε υπερβατικής δυνάμεως, θυμάται και αναπολεί τις τον διάλογο και τις συζητήσεις που επεχείρησε ομάδα διανοητών της μεταπολιτεύσεως με την αριστερή κοσμοθεωρία στις οποίες συμμετείχε και ο ίδιος ως νέος τότε πτυχιούχος της Φιλοσοφικής και της Θεολογικής Σχολής του ΑΠΘ. Επρόκειτο για τις «εβδομάδες ελευθέρου διαλόγου», όπως είχαν ονομασθεί, οι οποίες για σειρά ετών οργανώνονταν σε κάθε περίοδο της Μεγάλης Τεσσαρακοστής και στις οποίες είχαν κληθεί και αριστεροί στοχαστές, όπως ο Κωστής Μοσκώφ, ο Κώστας Ζουράρις, αλλά και ο Στέλιος Ράμφος που συνομιλούσαν με τον Παναγιώτη Νέλλα, τον Νίκο Ματσούκα, τον Χρήστο Γιανναρά, τον π. Βασίλειο Γοντικάκη, κ.α. Επίσης, ο συγγραφέας απομυθοποιώντας την στεροτυπική αντίληψη που θέλει σώνει και καλά τον αριστερό ψηφοφόρο απέναντι ή και εχθρικό προς την Εκκλησία υπενθυμίζει ότι ο Γιάννης Πασαλίδης, ως Πρόεδρος της ΕΔΑ το 1958, κατά τον αγιασμό του Κοινοβουλίου προσέγγισε και ασπάσθηκε τον σταυρό. Παραλλήλως, παραθέτει και την καθαρή και ίσια και ανεπιτήδευτα αυθόρμητη απάντηση που έδωσε (εν έτει 1975, καταγραφείσα σε επιφυλλίδα της εποχής) στον Χρήστο Γιανναρά ο «απλός ιδεολόγος της Αριστεράς, ο κυνηγημένος – χωρίς να΄ ναι “οργανωμένος” – γερο ψαράς κάποιοι νησιού, όταν ρωτήθηκε «γιατί είναι αριστερός, γιατί προτίμησε αυτή τη βασανισμένη ζωή, μ΄ αυτό το σκληρό τίμημα;»: «Για τη Δικαιοσύνη παιδί μου. Για να μη πλουταίνει ο πλούσιος σε βάρος του φτωχού, για να χαιρόμαστε όλοι δίκαια του Θεού τα δώρα» (βλ. Γιανναρά, Χρ., Κεφάλαια Πολιτικής Θεολογίας, Η Εκκλησία και οι πολιτικές ιδεολογίες, Αθήνα, 1983). Το μελέτημα αυτό – το 9ο του βιβλίου – του Σεβ. Αρκαλοχωρίου προσφέρεται ως προβληματισμός για τη στάση της επίσημης – και νυν κυβερνώσης – Αριστεράς της σήμερον, σε σχέση με την Αριστερά (Ε.Δ.Α.) της εποχής του Γιάννη Πασαλίδη, τον οποίο αναφέρει ο Σεβ. Ανδρέας, καθώς – θα προσθέταμε εμείς – και της Αριστεράς του 1965  των Ηλία Ηλιού, Μανώλη Γλέζου και Λεωνίδα Κύρκου της Αριστεράς (Ε.Δ.Α.), η οποία  όταν η τότε Κυβέρνηση του Στεφ. Στεφανοπούλου (των λεγομένων αποστατών της Ενώσεως Κέντρου) επιχειρούσε (τον Νοέμβριο του ΄65) να ελέγξει τη λειτουργία της νομίμου και κανονικής υπό τον Αρχιεπίσκοπο Χρυσόστομο Β΄ (Χατζησταύρου)  Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος στο θέμα της εκλογής Μητροπολιτών και προωθούσε προς τούτο νομοθετική ρύθμιση για τη συγκρότηση «Αριστίνδην» Συνόδου, ήταν – η Ε.Δ.Α. – η μόνη πολιτική παράταξη που ρητά και κατηγορηματικά αντετάχθη απολύτως στον διορισμό «Αριστίνδην» Συνόδου. Την ώρα που οι άλλοι μεγάλοι και μικροί πολιτικοί σχηματισμοί (η επίσημη «Ενωση Κέντρου» δια του Γ. Παπανδρέου, η Ε.Ρ.Ε. δια του Παν. Κανελλοπούλου και το μικρό «Κόμμα Προοδευτικών» του Σπυρίδωνος Μαρκεζίνη) καθώς και μερίδα ιεραρχών (οι οποίοι δύο χρόνια μετά θα συνταχθούν – ορισμένοι μάλιστα θα δεχθούν να γίνουν και μέλη της – με την 8μελή «Αριστίνδην» Σύνοδο που θα διορίσει το δικτατορικό καθεστώς του ΄67) και κληρικών συγκατένευαν για τη σύσταση «Αριστίνδην» Συνόδου, η Ε.Δ.Α. (των Ηλία Ηλιού, Μανώλη Γλέζου και Λεωνίδα Κύρκου, που αποτελούσαν τότε την ηγεσία της) διεκήρυττε την αντίθεσή της, θεωρώντας ότι «αυτό θα αποτελούσε πλήρη επέμβαση στα εσωτερικά της Εκκλησίας ενώ κατά την άποψη της Ε.Δ.Α. τέτοιες παρεμβάσεις είναι ανεπίτρεπτες» (βλ. εφημ. «Ελευθερία» [Αθηνών], 25.11.1965, σελ. 1 και 7, και  «Μακεδονία», 25.11.1965, σελ. 1 και 8). Τέτοιες πολιτικές προσωπικότητες  θα μπορούσαν, ασφαλώς ν΄ αποτελέσουν πρότυπα για τη σημερινή ηγεσία και τα στελέχη της Αριστεράς όσον αφορά στη σχέση τους με την Εκκλησία, η οποία αν δεν είναι σχέση πίστεως, θα μπορούσε κάλλιστα να υπάρχει και – στο πλαίσιο των υφισταμένων ήδη διακριτών ρόλων – να λειτουργεί ως σχέση αμοιβαίου σεβασμού. Η Εκκλησία μας, όχι μόνο ως μυστήριο της διηνεκούς αποκαλύψεως του Θεού στον άνθρωπο – όπως το βιώνουν και πολλοί αριστεροί στα πολιτικά φρονήματα και χριστιανοί στη πίστη Έλληνες πολίτες, πολίτες που ψηφίζουν Αριστερά, αλλά την Εκκλησία δεν την αρνούνται – αλλά και ως έκφραση μιας μακραίωνης πολιτιστικής παραδόσεως και στοιχείο της ταυτότητας του Γένους μας – έναν τέτοιο σεβασμό ασφαλώς τον αξίζει και σίγουρα τον δικαιούται.

Το βιβλίο κατακλείεται με το (δέκατο) κείμενο «Εκκλησία και Πολιτεία στην Ελληνική Επικράτεια» (σσ. 193 – 219), ένα μελέτημα το οποίο δημοσιεύεται στον υπό έκδοση Τιμητικό Τόμο για τον Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Πριγκηποννήσων κ. Ιάκωβο (Σωφρονιάδη). Όπως προείπαμε, το κείμενο αυτό, μαζί με το προεκτεθέν πέμπτο, αποτελούν, κατά τη γνώμη μας, το «ψαχνό» του βιβλίου εστιάζοντας και αναλύοντας ιστορικά στις πολυκύμαντες σχέσεις Πολιτείας – Εκκλησίας από την εποχή της βαυαροκρατίας και της αυτογνωμόνου – πραξικοπηματικής – ανακηρύξεως της αυτοκεφαλίας (1833), οπότε δρομολογήθηκε ένα οιονεί καθεστώς «ανεξαρτησίας» της ελλαδικής Εκκλησίας από το Πατριαρχείο.  Παραλλήλως από εκείνη την εποχή επιβλήθηκε η υποταγή της θεσμικής Εκκλησίας στην Πολιτεία, στο πλαίσιο του συστήματος της «νόμω κρατούσης Πολιτείας», διαμορφώνοντας μια σχέση εξαρτήσεως που άλλοτε ήταν χαλαρή (ήπια πολιτειοκρατία) και άλλοτε εξελίσσετο  σε υποδούλωση της Εκκλησίας στο Κράτος (ακραία πολιτειοκρατία), κυρίως σε περιόδους δικτατορικών καθεστώτων όπως εκείνα του στρατηγού Θεοδ. Παγκάλου (1925-1926), του Ιωαν. Μεταξά (1936-1941) και της δικτατορίας των Συνταγματαρχών (1967-1974) που θέλησαν να υποτάξουν την Εκκλησία στις ιδεολογικοπολιτικές τους σκοπιμότητες. Στο κείμενό του αυτό ο Σεβ. Αρκαλοχωρίου θεωρεί ως τελευταία πολιτειοκρατική παρέμβαση στην Εκκλησία της Ελλάδος αυτή της δικτατορίας του 1967 με την εκλογή από «Αριστίνδην» Σύνοδο ως Αρχιεπισκόπου του αρχιμανδρίτου Ιερωνύμου Κοτσώνη, παρέμβαση τις επιπτώσεις της οποίας έχει παρουσιάσει και αναλύσει εις το υπό τον τίτλο ««Η Εκκλησία της Ελλάδος και η χούντα 1967 – 1974» άρθρο του που εδημοσίευσε η “Καθημερινή” τον περασμένο Ιούνιο. Στην ίδια συνάφεια ο συγγραφέας εκτιμά ότι από την Μεταπολίτευση (1974) και εντεύθεν, ιδίως δε μετά την ψήφιση του Καταστατικού Χάρτου του 1977 και την κατάργηση του κυβερνητικού εκπροσώπου, επί αρχιεπισκοπείας Σεραφείμ (Τίκα), διαμορφώνεται μια ελεύθερη Εκκλησία σε μια δημοκρατική πολιτεία. Αποψη την οποία επιβεβαίωσε και ο Μακαριώτατος Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος κ. Ιερώνυμος στην Ιεραρχία της 26ης.06.2017 όταν, αναφερόμενος «στην τόλμη αρχιερέως μας (σ.σ.: επρόκειτο για τον Μητροπολίτη Ελασσώνος Ιάκωβο Μακρυγιάννη) στη δεκαετία του 1960 (σ.σ.: για την ακρίβεια: τον Νοέμβριο του ΄65) να σχίσει Βασιλικό Διάταγμα, θυροκολλημένο στον μητροπολιτικό ναό, που απηγόρευε την σύναξη της Ιεραρχίας μας» (βλ. «Εκκλησία», τχ. 7, Ιουλίου 2017, σελ. 473), θα επισημάνει το γεγονός ότι σήμερα η Ιεραρχία δύναται να συνέρχεται ελευθέρως και αυτοβούλως και ν΄ αποφασίζει για τη ζωή και τη λειτουργία της Εκκλησίας της Ελλάδος. Ως κατακλείδα στο κείμενο αυτό περιέχεται η ανάλυση των σχέσεων κανονικής ενότητας που συνδέουν την αυτοκέφαλη Εκκλησίας της Ελλάδος με το Οικουμενικό Πατριαρχείο και η περιγραφή των κανονικών δικαιοδοσιών του Οικουμενικού Θρόνου σε εκκλησιαστικές επαρχίες της ελληνικής επικρατείας, όπως αυτές των Μητροπόλεων των Νέων Χωρών (επαρχίες της Μακεδονίας, της Ηπείρου, της Θράκης και των νήσων του Αιγαίου, η διοίκηση των οποίων έχει παραχωρηθεί από το 1928 επιτροπικώς στην αυτοκέφαλη Εκκλησία της Ελλάδος), της Εκκλησίας της Κρήτης (ιδιαίτερη ημιαυτόνομη  εκκλησιαστική επαρχία έχουσα την κανονική εξάρτησή της απ΄ το Οικουμενικό Πατριαρχείο), τις (πέντε) Μητροπόλεις των Δωδεκανήσων και την Εξαρχία της Πάτμου (που υπάγονται απ’  ευθείας στο Πατριαρχείο) και το Άγιον Όρος, με Επίσκοπό του τον Οικουμενικό Πατριάρχη.

Το βιβλίο του Σεβ. Αρκαλοχωρίου κ. Ανδρέα, το οποίο είναι αφιερωμένο «τω π. Ειρηναίω Δεληδήμω» ως «ευγνωμοσύνης αντίδωρον» και προλογίζεται καταλλήλως  από τον Σεβ. Μητροπολίτη Ιλίου, Αχαρνών και Πετρουπόλεως Δρ. Αθηναγόρα (Δικαιάκο),  προσφέρει στον αναγνώστη την ευκαιρία να προβληματισθεί για σειρά σημαντικών πολιτικο – εκκλησιαστικών γεγονότων που σημάδεψαν την νεώτερη ιστορία του τόπου, να συλλογισθεί για τις αιτίες που τα προκάλεσαν και να αναστοχασθεί για το φλέγον και ακανθώδες ζήτημα των σχέσεων Εκκλησίας – Πολιτείας, το οποίο είναι διαχρονικό, τα τελευταία δε έτη ιδιαίτερα επίκαιρο. Ο συγγραφέας υπό την διττή ιδιότητά του, ως ιεράρχης και πανεπιστημιακός δάσκαλος, στα κείμενά του αποκαλύπτει και υπογραμμίζει όχι μόνο ιστορικές αλήθειες, αλλά πρωτίστως και, κυρίως, τον σωτηριολογικό και μεταμορφωτικό ρόλο της Εκκλησίας στο σύγχρονο κόσμο contra στους «πειρασμούς της εξουσίας» που εμφιλοχωρούν στις σχέσεις των ανθρώπων και τη λειτουργία των θεσμών. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει στο εισαγωγικό του σημείωμα «(…) η επίγεια στρατευομένη Εκκλησία διεξάγει μια πάλη, όχι προς αίμα και σάρκα, αλλά προς τις αρχές και τις εξουσίες, τους κοσμοκράτορες του σκότους του αιώνος τούτου. Προς τα πονηρά πνεύματα (Εφ. 6,12)…», απευθύνοντας προσκλητήριο πορείας με οδηγό τη νηπτική παράδοση βάσει της οποίας «καλούμεθα να είμαστε πρωτίστως προσευχομένη Εκκλησία, διότι μόνο έτσι δυνάμεθα να αντισταθούμε στον αντίδικο και στα πονηρά του έργα». Παρομοιάζοντας, εξ άλλου, τους πειρασμούς του διαβόλου με οποίους βρέθηκε αντιμέτωπος η Ιησούς πορευόμενος μετά τη βάπτιση του για 40 ημέρες στην έρημο (Λκ. 4, 1-13) με τους πειρασμούς τους οποίους συναντά ο χριστιανός κάθε εποχής, κληρικός ή λαϊκός, ο συγγραφέας θεωρεί ότι «αυτοί οι πειρασμοί στην Εκκλησία δημιουργούν το δράμα, αλλά και την επίγεια ελπίδα του Χριστού. Ωστόσο, αυτό το δράμα έχει αίτιο φθαρτό και πεπερασμένο, ενώ η ελπίδα του ανθρώπου στηρίζεται στο μυστήριο της γέννησης, της σάρκωσης, του Σταυρού και της Αναστάσεως του Θεού Λόγου, του Χριστού. Αυτή η σχέση εξισορροπεί, αμβλύνει τους πειρασμούς και τις δοκιμασίες στις πτυχές των σχέσεων Εκκλησίας – Πολιτείας».

Πρόκειται για ένα θαυμάσιο βιβλίο με κείμενα / μελετήματα στα οποία η Θεολογία και η Ιστορία συμπορεύονται ευχαριστιακά,  δίδοντας την αφορμή, το έναυσμα για την εισόδευση του αναγνώστη στα ενδότερα του μυστηρίου της Εκκλησίας. Για μια ειρηνική προσέγγιση του πολύπαθου θέματος των σχέσεων της Εκκλησίας με τη Πολιτεία και για μια διευθέτησή του, μέσω ενός εντίμου και ειλικρινούς διαλόγου που θα βασίζεται στη βαθειά γνώση του χαρακτήρα και της φύσεως των δύο θεσμών, την πλήρη συνεκτίμηση όλων των κοινωνικών, ιστορικών, πολιτειολογικών και εκκλησιολογικών δεδομένων που συνθέτουν το όλο πλαίσιο αναφοράς των σχέσεών τους και θα αποσκοπεί στην αρμονική συνύπαρξη, τον αλληλοσεβασμό. Οι «Πτυχές» – το νέο βιβλίο του Σεβ. Αρκαλοχωρίου κ. Ανδρέα Νανάκη –  αυτό ακριβώς εισηγούνται και εύχονται.

*  Ο  Χάρης Ανδρεόπουλος είναι Θεολόγος Καθηγητής Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης, Δρ. Εκκλησιαστικής Ιστορίας  ΑΠΘ (xaan@theo.auth.gr), συνεργάτης της εφημερίδος «Ελευθερία» Λαρίσης και της πύλης εκκλησιαστικών ειδήσεων Αmen.gr