Σχολιάζει ο Α. Ι. Καλαμάτας
«Ένα όμως ερώτημα αναδύεται σπαρακτικό, πολλά χρόνια τώρα, και με ένταση αυξανόμενη: πως φτάσαμε εκεί; Εννοώ, στα πράγματα της Παιδείας, πως φτάσαμε εκεί; Υπήρξαν μεταρρυθμίσεις και νόμοι, βελτιώσεις και μέτρα, συλλαλητήρια και συζητήσεις. Και θα ήταν άδικο να ειπωθεί ότι έλειψαν οι ενσυνείδητες προσπάθειες, ούτε ότι δεν κτίσθηκαν σχολεία και πανεπιστημιακές αίθουσες. Εκεί όμως που έχει φτάσει η Παιδεία, κανείς μας από όσους πράγματι πονούν για τον τόπο δεν το δέχεται εύκολα. Μήτε ίσως το φανταζόταν. Λίγη σημασία έχει αν μια μεταρρύθμιση είναι καλύτερη από τις προηγούμενες, αν αυτός ή ο άλλος υπουργός έκανε όσα έπρεπε, αν όλοι εμείς που κινούμαστε στο χώρο της παιδείας πράττομε το σωστό. Πέρα και πάνω από αυτά, το ερώτημα παραμένει: πως φτάσαμε εκεί; Διότι, ενώ όλοι ομνύουν στο ρόλο και τη σημασία της Παιδείας, τώρα, τόσα χρόνια μετά, οι βασικοί της άξονες, η λειτουργία και το κύρος της, παραμένουν πληγωμένοι και διάτρητοι.
Πως φτάσαμε λοιπόν εκεί; Πως έφτασαν τα παιδιά, στα πιο ξέγνοιαστα ίσως χρόνια τους, να τρέχουν από φροντιστήριο σε φροντιστήριο, πως φτάσαμε στην υστερία που συνοδεύει τις εισαγωγικές εξετάσεις, πως δεν επαναστάτησε η ψυχή μας όταν η λαχτάρα και η απόγνωση οδηγούσε χιλιάδες νέους μας στις ξένες χώρες; Ακόμα όμως και όταν έχει αποκτηθεί, εδώ ή στην ξενιτειά, το περιπόθητο πτυχίο – ή και το “διδακτορικό” αργότερα – υπάρχει ένας εφιάλτης που γίνεται ολοένα και απειλητικότερος: η ανεργία που θερίζει τα όνειρα και τις νεανικές ψυχές, και σφραγίζει την πικρή τους καθημερινότητα […]
[…] Έτσι, το ερώτημα “πως φτάσαμε εκεί” παραμένει πάντοτε μετέωρο και αιχμηρό. Ύστερα από μερικές δεκαετίες, γενιές ίσως, ελπίζω πάντα ότι η Ελλάδα και οι άνθρωποί της θα γεύονται την πρόοδο και την ευημερία. Είθε τότε να έχουν αποκτήσει πραγματική αγάπη και συνείδηση για τον τόπο τους και αξίες άλλες από τις σημερινές. Τότε, το ερώτημα “πως έφτασαν εκείνοι εκεί;” θα κυριαρχεί. Και αν έχω μια βεβαιότητα, είναι ότι αναπάντητο ερώτημα θα αφορά κυρίως δύο όψεις οδυνηρές της σημερινής Ελλάδας. Μια Παιδεία που παραπαίει και κάθε χρόνο μετρά τις αγωνίες της· και ένα περιβάλλον, μοναδικό και ανεκτίμητο, των νησιών και της ελληνικής γης, που όσο περνά ο καιρός κακοποιείται και αλλοιώνεται. Τα τελευταία μάλιστα χρόνια με κατατρύχει η σκέψη – σκέψη βασανιστική, αλλά επίμονη – ότι αυτά τα δύο συνδέονται. Ίσως λοιπόν οδηγήσουν κάποτε σε μιαν απάντηση που εμείς οι σημερινοί δεν βρίσκουμε εύκολα τα λόγια ή την τόλμη να εκφράσουμε».
ΣΧΟΛΙΟ: Οι Πανελλαδικές Εξετάσεις πλησιάζουν, για κόμη μια χρονιά, με την αγωνία όσων εμπλέκονται σ’ αυτές, μαθητών, γονιών και δασκάλων να κορυφώνεται. Πόσοι όμως από εμάς αναρωτηθήκαμε ποτέ το καίριο κατά τη γνώμη μου ερώτημα που θέτει ο πολύς Γιώργος Γραμματικάκης: «πως φτάσαμε εκεί;» Σε μια συζήτηση που είχα προχθες, ημέρα Λαμπρής, στο γιορτινό πασχαλινό τραπέζι, με μια δασκάλα που δεν είναι πια σε σχολική τάξη, στην ερώτησή της γιατί εδώ και χρόνια δεν αλλάζει σχεδόν τίποτα στο χώρο της εκπαίδευσης, της απάντησα πως εκείνοι που κυρίως φέρουν την ευθύνη είμαστε εμείς οι εκπαιδευτικοί που δεν λέμε να αλλάξουμε νοοτροπία και να στοχαστούμε ζητήματα Παιδείας όπως ο Γιώργος Γραμματικάκης. Και να σκεφτεί κανείς ότι το παραπάνω απόσπασμα με τίτλο: «Το αναπάντητο ερώτημα» είναι από το βιβλίο του Ένας αστρολάβος του Ουρανού και της Ζωής, (42013 ), Ηράκλειο: Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, σσ. 275-281. Το έγραψε όταν παλαιότερο κείμενό του, από τα Κοσμογραφήματα είχε πέσει ως θέμα της Έκθεσης στις Πανελλαδικές Εξετάσεις του 1999, (το απόσπασμα για τον «πολιτισμό της καθημερινότητας» στα: Κοσμογραφήματα, Αθήνα 41997: Πόλις, σ. 156).