Η ΛΕΣΒΟΣ ΤΟ 1912. Λεπτομερής αποτύπωση της εικόνας του νησιού από την πρώτη ελληνική διοίκηση. ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: Αντώνης Βογιατζής. ΠΡΟΛΟΓΟΣ: Βασίλειος Μαρκεζίνης. Εκδόσεις Αιολίδα / Μυτιλήνη 2011
Του ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ Ι. ΚΑΛΑΜΑΤΑ
Ας αρχίσω από μια βασική διαπίστωση. Έχω τη γνώμη πως υπάρχουν κάποια πράγματα που ενώ σχετίζονται με την Ιστορία, τα έχουμε χάσει και ίσως, θα έπρεπε, να προσπαθήσουμε να τα επανακτήσουμε, γιατί είμαι σίγουρος πως μέσα στον λαβυρινθώδη κόσμο που σήμερα ζούμε, με το είδος της ιστορικής γνώσης που εντέχνως μας πλασάρεται από λογής – λογής «επιστημονικοφανείς ιστορικές σχολές», μόνο Ιστορία και επιστήμη της Ιστορίας δεν είναι. Έχω την εντύπωση πως όσοι σπουδάζουμε και μελετούμε την Ιστορία του Νεότερου και Σύγχρονου Ελληνισμού – σ’ αυτή εντάσσεται και το γεγονός των εκατοντάχρονων της απελευθέρωσης της Λέσβου από τους Οθωμανούς το 1912 – ότι έχουμε απομακρυνθεί από τις πρωτογενείς πηγές του. Ομιλώ, εδώ, για εκείνον τον τεράστιο όγκο των ιστορικών τεκμηρίων, που ενώ μας δίνονται πλουσιοπάροχα, εμείς πολλές φορές, ως «άριστοι» ερανιστές, επιλέγουμε όσα μας βολεύουν και «κομμένα και ραμμένα» στα μέτρα μας, δεν τα ερμηνεύουμε σωστά, αντικειμενικά, αλλά υποκειμενικά, μέθοδος που η ιστορική επιστήμη δεν ακολουθεί, απορρίπτει. Αποτέλεσμα όλων αυτών, το πραγματικό χάσμα, με τη γνωστή ιστορική στάση που παρακάμπτει τα ιστορικά γεγονότα, που τα παρερμηνεύει, δεν τα αποτιμά όπως πράγματι συνέβησαν, στην πραγματική τους διάσταση, στοχεύοντας έτσι στη γνωστή ιδεολογικοποίησή τους, η οποία συχνότατα φέρνει στο προσκήνιο τη γνωστή διελκυστίνδα, με τους γνωστούς, βέβαια, συνειρμούς: από τη μια ο άκρατος εθνικισμός, ιστορική νοοτροπία που ξεκινά από τον 19ο αιώνα και μετά, κι από την άλλη η αποδόμηση καθετί εθνικού, από την profane ιστοριογραφία, η οποία εναγωνίως προτάσσει το κοινότυπο πια και αφελές θα ‘λεγα ρητό: «είναι καιρός πια να ξαναγράψουμε την Ιστορία μας».
Εν προκειμένω, για να μην μακρηγορώ και να περάσω στη σύντομη παρουσίαση του βιβλίου, στις εκδηλώσεις για τα Ελευθέρια της Λέσβου από τον οθωμανικό ζυγό (1912-2012), που διάφοροι φορείς του νησιού μας εφέτος κάνουν, πολλά ακούγονται και γράφονται, άλλα είναι σοβαρά κι άλλα ευτράπελα, ιδιαίτερα τα τελευταία, που σχετίζονται με το Συνέδριο Ιστορίας που σε λίγες ημέρες θα διεξαχθεί στο Δημοτικό Θέατρο Μυτιλήνης, υπό την αιγίδα της Περιφέρειας Βορείου Αιγαίου και τριών επιστημονικών φορέων του νησιού μας, την Εταιρεία Λεσβιακών Μελετών, την Εταιρεία Αιολικών Μελετών και τον Σύνδεσμο Φιλολόγων Λέσβου. Πράγματι, είναι να γελά κανείς όταν κάποιοι αυτοαναγορεύονται ιστορικοί. Στην περίπτωσή μας, για την ώρα, εδώ έχω να πω το εξής: η Ιστορία πρωτίστως ανήκει στους ιστορικούς.
Στο βιβλίο μας τώρα: Η Λέσβος το 1912, που κι αυτό εντάσσεται στον εορτασμό των 100 χρόνων από την απελευθέρωση. Πρόκειται για φωτοαναστατική έκδοση παλαιότερου βιβλίου με τίτλο: Διάφοραι μελέται περί των νήσων. Α΄ Λέσβος που εκδόθηκε στη Μυτιλήνη το 1913. Η σημερινή επανέκδοσή του, με πρόλογο του γνωστού νομικού και πανεπιστημιακού καθηγητή Βασίλειου Μαρκεζίνη – παρεμπιπτόντως, εδώ, κάμω μια παρένθεση για να συστήσω ανεπιφύλακτα το διάβασμα ενός βιβλίου του κ. Μαρκεζίνη που εκδόθηκε πέρυσι, πρόκειται για ένα προσωπικό δοκίμιο με άκρως επίκαιρο τίτλο: Η Ελλάδα των κρίσεων – με εισαγωγή και επιμέλεια του Αντώνη Βογιατζή, προέδρου του Μουσείου της Πόλεως των Αθηνών, πέραν του ότι φέρνει εμάς τους νεότερους, πολύ κοντά στα γεγονότα της σταδιακής ολοκλήρωσης και ενσωμάτωσης της Λέσβου με το ελληνικό κράτος, μετά το 1912, στοχεύει να αναδείξει και κάτι που διαφεύγει σε πολλούς. Με άξονα πάντα τον ιστορικό χρόνο, τους αργούς και τους γοργούς ρυθμούς του, που αποτελούν τη διάσταση της ανθρώπινης δράσης, στέκεται και κινείται η φύση, ο τόπος, ως αντικείμενα της γεωγραφίας, της γεωλογίας, της οικονομίας, του εμπορίου, τέλος της παιδείας του. Πρόκειται για τη μικροϊστορία, η οποία κινείται στα όρια του σύντομου χρόνου, στο επίπεδο των γεγονότων που έρχονται σταδιακά και εγγράφονται στο μακρύ χρόνο, στη μακροϊστορία με τις πολυεπίπεδες μεταβολές της, για να αποτελέσουν σε μέλλοντα χρόνο, αντικείμενο ιστορικής σπουδής, μελέτης και ανάλυσης, ιδιαίτερα μάλιστα, όταν μέσα από αυτές μπορεί να δομηθεί καλύτερα το μέλλον ενός λαού.
Η Σύγχρονη Ιστορία της Λέσβου, λοιπόν και κυρίως η μικροϊστορία της, αποτελεί γόνιμο πεδίο για να αποκρυπτογραφηθεί η συνάντηση του νησιού με την Ιστορία του ευρύτερου Ελληνισμού, στη διαχρονία του, όπως αυτή διαγράφεται στη μακρά διάρκεια των αιώνων. Εδώ, ίσως, έρχεται και δένει απόλυτα ο σοφός λόγος του μεγάλου Γάλλου ανθρωπολόγου και ιστορικού, Claude Levi – Strauss, που έλεγε ότι «όλα τα πράγματα είναι ιστορία, εκείνο που ειπώθηκε χτες είναι ιστορία, εκείνο που ειπώθηκε πριν ένα λεπτό είναι ιστορία».
Πάνω σε αυτή λοιπόν τη σκέψη, εμείς σήμερα, που πατάμε πάνω σε αυτό τον τόπο και σε αυτή τη γη, που ποτίστηκε με αίμα, από τη γενιά των παππούδων μας, ερχόμαστε να εορτάζουμε και να μνημονεύουμε ιστορικά γεγονότα που συνθέτουν τη Νεότερη και Σύγχρονη Ιστορία της Λέσβου. Με ακριβή ιστορική ματιά, καλούμαστε να μελετήσουμε και να λάβουμε σοβαρά υπόψη ιστορικά τεκμήρια, όπως αυτά του παρουσιαζόμενου εδώ απόψε βιβλίου. Μακριά από συναισθηματισμούς και ιδεολογικές φορτίσεις, μακριά από εκ του πονηρού σκοπιμότητες, νηφάλια να σκύψουμε στο διαθέσιμο υλικό που πλουσιοπάροχα μας δίνει ένα παλαιό βιβλίο, ένα βιβλίο γραμμένο από τους πρωταγωνιστές, της μετά την απελευθέρωση του νησιού περιόδου. Πάνω απ’ όλα κυρίαρχο παραμένει το αίτημα μιας νηφάλιας θεώρησης της τοπικής ιστορίας μας, του τόπου και των ανθρώπων του, που απαιτεί μια ειδική όραση, στη βάση της ιστορική, η οποία απορρέει από το μεγάλο ιστορικό βάρος της Λέσβου. Όταν η Ιστορία αναπόφευκτα συναντά τη φυσική γεωγραφία, όπου η δεύτερη προσφέρει στην πρώτη τις μαρτυρίες και τα τεκμήρια των φυσικών συνθηκών και του περιβάλλοντος, τότε μιλάμε για ιστορική γεωγραφία και κατ’ επέκταση για τοπική ιστορία, που ως επιστημονικός κλάδος σήμερα, βάσει των προσφερόμενων πηγών επιχειρεί, να ανασυνθέσει το ιστορικό παρελθόν ενός τόπου και να ερμηνεύσει τη σχέση του ανθρώπου με το έδαφος και το κλίμα.
Όλη η περίοδος που για τη Λέσβο συμβατικά αρχίζει το 1912 και φτάνει μέχρι σήμερα, είναι ο μεγάλος άγνωστος, για το ευρύτερο κοινό, και κυρίως για ένα μεγάλο μέρος του εκπαιδευτικού χώρου. Συνεπώς, οι εκθέσεις των πρώτων αξιωματούχων του ελληνικού κράτους, των Χαράλαμπου Βοζίκη, Προέδρου της Βουλής των Ελλήνων, Δημήτριου Συράκη, «Νομογεωπόνου», Τιμολέοντα Αρχοντόπουλου, Γεωπόνου, Αθανάσιου Σοφιανόπουλου, Διευθυντή της Υπηρεσίας Βιομηχανίας και Μεταλλείων Νήσων Αιγαίου και Νείλου Σακελλάριου, Καθηγητή του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, που επισκέφθηκαν την Λέσβο και κατέγραψαν λεπτομερώς τη γεωλογία, τη γεωργία, την κτηνοτροφία, την οικονομία και την εκπαίδευσή της, στο πέρασμα από την οθωμανική στην ελληνική επικράτεια, που με συστηματικό και έγκυρο τρόπο παρατίθενται στις σελίδες του βιβλίου, προβάλλουν ταυτόχρονα και την φτώχεια, που πέρασε το νησί, αλλά και την ελπίδα που δημιούργησε στους κατοίκους του, το γεγονός της απελευθέρωσής του. Ορθότατα στο πρόλογό του ο Βασίλειος Μαρκεζίνης επισημαίνει ότι οι ίδιες εκθέσεις των παραπάνω Ελλήνων αξιωματούχων – συνοπτικά βιογραφικά τους σχεδιάσματα μας δίνει στην εισαγωγή του ο Αντώνης Βογιατζής – μαρτυρούν «τον επαγγελματισμό των πρώτων εκείνων Ελλήνων δημοσίων υπαλλήλων, που με υπομονή, γνώση, κατανόηση και, ακόμα, με συγκινητική ανθρωπιά για τα δεινά του φτωχότερου τμήματος των κατοίκων της νήσου, παρεσκεύασαν τις καταγραφές τους, κατέδειξαν τις αδυναμίες της οικονομίας της και προέβησαν σε υποδείξεις, με πολύ καλή επίγνωση της καταστάσεως και γνώση για τα μέτρα που υπεδείκνυαν».
Κλείνοντας τη σύντομη παρουσίαση του βιβλίου, θεωρώ απαραίτητη την παρακάτω προσωπική υπόμνηση. Την ανάγκη της Ιστορίας την αισθάνομαι καθημερινά. Αν και μη Λέσβιος στην καταγωγή, η πάνω από δεκαετία παρουσία μου σε αυτόν τον τόπο, συζητώντας, διαβάζοντας και ταξιδεύοντας σε κάθε γωνιά του, νιώθω τη σημασία κάθε μνημείου που συναντώ, νιώθω την κάθε λέξη που δεν γνώριζα στο δικό λεξιλόγιο, και εννοώ τη Λεσβιακή ντοπιολαλιά, νιώθω το κάθε σημείο που βρίσκεται στο πιο απάνεμο σημείο μιας βουνοπλαγιάς, νιώθω το καρδιοχτύπι κάθε μαθητή και κάθε μαθήτριας, που ως εκπαιδευτικός μου χαρίζεται κάθε μέρα.
Και με αυτά γράφεται κάθε στιγμή Ιστορία, για να θυμηθούμε ξανά τα λόγια του Claude Levi – Strauss, που παραπάνω επεσήμανα. Τα έργα και οι ημέρες μιας κοινότητας ανθρώπων, όπως υπήρξαν οι Λέσβιοι μετά το 1912, η αγροτική, βιομηχανική και πολιτιστική τους δημιουργία, αποτελεί πολύτιμη κληρονομιά για την Ιστορία του Ελληνισμού, στην ολότητά του. Ζητούμενο είναι πάντα, η σφυρηλάτηση της συνέχειας και της ενότητας του λαού μας, σε καιρούς ιδιαίτερα δύσκολους, όπως αυτοί που σήμερα ζούμε.
Δημοσιεύθηκε στην εφ. ΕΜΠΡΟΣ, Σάββατο 3 Νοεμβρίου 2012 (Εμπρός).