Αρχείο ετικέτας Βιβλιοπαρουσιάσεις

Έναν αιώνα πριν. Η Λέσβος το 1912

Η ΛΕΣΒΟΣ ΤΟ 1912. Λεπτομερής αποτύπωση της εικόνας του νησιού από την πρώτη ελληνική διοίκηση. ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: Αντώνης Βογιατζής. ΠΡΟΛΟΓΟΣ: Βασίλειος Μαρκεζίνης. Εκδόσεις Αιολίδα / Μυτιλήνη 2011

Του ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ Ι. ΚΑΛΑΜΑΤΑ

Ας αρχίσω από μια βασική διαπίστωση. Έχω τη γνώμη πως υπάρχουν κάποια πράγματα που ενώ σχετίζονται με την Ιστορία, τα έχουμε χάσει και ίσως, θα έπρεπε, να προσπαθήσουμε να τα επανακτήσουμε, γιατί είμαι σίγουρος πως μέσα στον λαβυρινθώδη κόσμο που σήμερα ζούμε, με το είδος της ιστορικής γνώσης που εντέχνως μας πλασάρεται από λογής – λογής «επιστημονικοφανείς ιστορικές σχολές», μόνο Ιστορία και επιστήμη της Ιστορίας δεν είναι. Έχω την εντύπωση πως όσοι σπουδάζουμε και μελετούμε την Ιστορία του Νεότερου και Σύγχρονου Ελληνισμού – σ’ αυτή εντάσσεται και το γεγονός των εκατοντάχρονων της απελευθέρωσης της Λέσβου από τους Οθωμανούς το 1912 – ότι έχουμε απομακρυνθεί από τις πρωτογενείς πηγές του. Ομιλώ, εδώ, για εκείνον τον τεράστιο όγκο των ιστορικών τεκμηρίων, που ενώ μας δίνονται πλουσιοπάροχα, εμείς πολλές φορές, ως «άριστοι» ερανιστές, επιλέγουμε όσα μας βολεύουν και «κομμένα και ραμμένα» στα μέτρα μας, δεν τα ερμηνεύουμε σωστά, αντικειμενικά, αλλά υποκειμενικά, μέθοδος που η ιστορική επιστήμη δεν ακολουθεί, απορρίπτει. Αποτέλεσμα όλων αυτών, το πραγματικό χάσμα, με τη γνωστή ιστορική στάση που παρακάμπτει τα ιστορικά γεγονότα, που τα παρερμηνεύει, δεν τα αποτιμά όπως πράγματι συνέβησαν, στην πραγματική τους διάσταση, στοχεύοντας έτσι στη γνωστή ιδεολογικοποίησή τους, η οποία συχνότατα φέρνει στο προσκήνιο τη γνωστή διελκυστίνδα, με τους γνωστούς, βέβαια, συνειρμούς: από τη μια ο άκρατος εθνικισμός, ιστορική νοοτροπία που ξεκινά από τον 19ο αιώνα και μετά, κι από την άλλη η αποδόμηση καθετί εθνικού, από την profane ιστοριογραφία, η οποία εναγωνίως προτάσσει το κοινότυπο πια και αφελές θα ‘λεγα ρητό: «είναι καιρός πια να ξαναγράψουμε την Ιστορία μας».

Εν προκειμένω, για να μην μακρηγορώ και να περάσω στη σύντομη παρουσίαση του βιβλίου, στις εκδηλώσεις για τα Ελευθέρια της Λέσβου από τον οθωμανικό ζυγό (1912-2012), που διάφοροι φορείς του νησιού μας εφέτος κάνουν, πολλά ακούγονται και γράφονται, άλλα είναι σοβαρά κι άλλα ευτράπελα, ιδιαίτερα τα τελευταία, που σχετίζονται με το Συνέδριο Ιστορίας που σε λίγες ημέρες θα διεξαχθεί στο Δημοτικό Θέατρο Μυτιλήνης, υπό την αιγίδα της Περιφέρειας Βορείου Αιγαίου και τριών επιστημονικών φορέων του νησιού μας, την Εταιρεία Λεσβιακών Μελετών, την Εταιρεία Αιολικών Μελετών και τον Σύνδεσμο Φιλολόγων Λέσβου. Πράγματι, είναι να γελά κανείς όταν κάποιοι αυτοαναγορεύονται ιστορικοί. Στην περίπτωσή μας, για την ώρα, εδώ έχω να πω το εξής: η Ιστορία πρωτίστως ανήκει στους ιστορικούς.

Στο βιβλίο μας τώρα: Η Λέσβος το 1912, που κι αυτό εντάσσεται στον εορτασμό των 100 χρόνων από την απελευθέρωση. Πρόκειται για φωτοαναστατική έκδοση παλαιότερου βιβλίου με τίτλο: Διάφοραι μελέται περί των νήσων. Α΄ Λέσβος που εκδόθηκε στη Μυτιλήνη το 1913. Η σημερινή επανέκδοσή του, με πρόλογο του γνωστού νομικού και πανεπιστημιακού καθηγητή Βασίλειου Μαρκεζίνη – παρεμπιπτόντως, εδώ, κάμω μια παρένθεση για να συστήσω ανεπιφύλακτα το διάβασμα ενός βιβλίου του κ. Μαρκεζίνη που εκδόθηκε πέρυσι, πρόκειται για ένα προσωπικό δοκίμιο με άκρως επίκαιρο τίτλο: Η Ελλάδα των κρίσεων – με εισαγωγή και επιμέλεια του Αντώνη Βογιατζή, προέδρου του Μουσείου της Πόλεως των Αθηνών, πέραν του ότι φέρνει εμάς τους νεότερους, πολύ κοντά στα γεγονότα της σταδιακής ολοκλήρωσης και ενσωμάτωσης της Λέσβου με το ελληνικό κράτος, μετά το 1912, στοχεύει να αναδείξει και κάτι που διαφεύγει σε πολλούς. Με άξονα πάντα τον ιστορικό χρόνο, τους αργούς και τους γοργούς ρυθμούς του, που αποτελούν τη διάσταση της ανθρώπινης δράσης, στέκεται και κινείται η φύση, ο τόπος, ως αντικείμενα της γεωγραφίας, της γεωλογίας, της οικονομίας, του εμπορίου, τέλος της παιδείας του. Πρόκειται για τη μικροϊστορία, η οποία κινείται στα όρια του σύντομου χρόνου, στο επίπεδο των γεγονότων που έρχονται σταδιακά και εγγράφονται στο μακρύ χρόνο, στη μακροϊστορία με τις πολυεπίπεδες μεταβολές της, για να αποτελέσουν σε μέλλοντα χρόνο, αντικείμενο ιστορικής σπουδής, μελέτης και ανάλυσης, ιδιαίτερα μάλιστα, όταν μέσα από αυτές μπορεί να δομηθεί καλύτερα το μέλλον ενός λαού.

Η Σύγχρονη Ιστορία της Λέσβου, λοιπόν και κυρίως η μικροϊστορία της, αποτελεί γόνιμο πεδίο για να αποκρυπτογραφηθεί η συνάντηση του νησιού με την Ιστορία του ευρύτερου Ελληνισμού, στη διαχρονία του, όπως αυτή διαγράφεται στη μακρά διάρκεια των αιώνων. Εδώ, ίσως, έρχεται και δένει απόλυτα ο σοφός λόγος του μεγάλου Γάλλου ανθρωπολόγου και ιστορικού, Claude Levi – Strauss, που έλεγε ότι «όλα τα πράγματα είναι ιστορία, εκείνο που ειπώθηκε χτες είναι ιστορία, εκείνο που ειπώθηκε πριν ένα λεπτό είναι ιστορία».

Πάνω σε αυτή λοιπόν τη σκέψη, εμείς σήμερα, που πατάμε πάνω σε αυτό τον τόπο και σε αυτή τη γη, που ποτίστηκε με αίμα, από τη γενιά των παππούδων μας, ερχόμαστε να εορτάζουμε και να μνημονεύουμε ιστορικά γεγονότα που συνθέτουν τη Νεότερη και Σύγχρονη Ιστορία της Λέσβου. Με ακριβή ιστορική ματιά, καλούμαστε να μελετήσουμε και να λάβουμε σοβαρά υπόψη ιστορικά τεκμήρια, όπως αυτά του παρουσιαζόμενου εδώ απόψε βιβλίου. Μακριά από συναισθηματισμούς και ιδεολογικές φορτίσεις, μακριά από εκ του πονηρού σκοπιμότητες, νηφάλια να σκύψουμε στο διαθέσιμο υλικό που πλουσιοπάροχα μας δίνει ένα παλαιό βιβλίο, ένα βιβλίο γραμμένο από τους πρωταγωνιστές, της μετά την απελευθέρωση του νησιού περιόδου. Πάνω απ’ όλα κυρίαρχο παραμένει το αίτημα μιας νηφάλιας θεώρησης της τοπικής ιστορίας μας, του τόπου και των ανθρώπων του, που απαιτεί μια ειδική όραση, στη βάση της ιστορική, η οποία απορρέει από το μεγάλο ιστορικό βάρος της Λέσβου. Όταν η Ιστορία αναπόφευκτα συναντά τη φυσική γεωγραφία, όπου η δεύτερη προσφέρει στην πρώτη τις μαρτυρίες και τα τεκμήρια των φυσικών συνθηκών και του περιβάλλοντος, τότε μιλάμε για ιστορική γεωγραφία και κατ’ επέκταση για τοπική ιστορία, που ως επιστημονικός κλάδος σήμερα, βάσει των προσφερόμενων πηγών επιχειρεί, να ανασυνθέσει το ιστορικό παρελθόν ενός τόπου και να ερμηνεύσει τη σχέση του ανθρώπου με το έδαφος και το κλίμα.

Όλη η περίοδος που για τη Λέσβο συμβατικά αρχίζει το 1912 και φτάνει μέχρι σήμερα, είναι ο μεγάλος άγνωστος, για το ευρύτερο κοινό, και κυρίως για ένα μεγάλο μέρος του εκπαιδευτικού χώρου. Συνεπώς, οι εκθέσεις των πρώτων αξιωματούχων του ελληνικού κράτους, των Χαράλαμπου Βοζίκη, Προέδρου της Βουλής των Ελλήνων, Δημήτριου Συράκη, «Νομογεωπόνου», Τιμολέοντα Αρχοντόπουλου, Γεωπόνου, Αθανάσιου Σοφιανόπουλου, Διευθυντή της Υπηρεσίας Βιομηχανίας και Μεταλλείων Νήσων Αιγαίου και Νείλου Σακελλάριου, Καθηγητή του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, που επισκέφθηκαν την Λέσβο και κατέγραψαν λεπτομερώς τη γεωλογία, τη γεωργία, την κτηνοτροφία, την οικονομία και την εκπαίδευσή της, στο πέρασμα από την οθωμανική στην ελληνική επικράτεια, που με συστηματικό και έγκυρο τρόπο παρατίθενται στις σελίδες του βιβλίου, προβάλλουν ταυτόχρονα και την φτώχεια, που πέρασε το νησί, αλλά και την ελπίδα που δημιούργησε στους κατοίκους του, το γεγονός της απελευθέρωσής του. Ορθότατα στο πρόλογό του ο Βασίλειος Μαρκεζίνης επισημαίνει ότι οι ίδιες εκθέσεις των παραπάνω Ελλήνων αξιωματούχων – συνοπτικά βιογραφικά τους σχεδιάσματα μας δίνει στην εισαγωγή του ο Αντώνης Βογιατζής – μαρτυρούν «τον επαγγελματισμό των πρώτων εκείνων Ελλήνων δημοσίων υπαλλήλων, που με υπομονή, γνώση, κατανόηση και, ακόμα, με συγκινητική ανθρωπιά για τα δεινά του φτωχότερου τμήματος των κατοίκων της νήσου, παρεσκεύασαν τις καταγραφές τους, κατέδειξαν τις αδυναμίες της οικονομίας της και προέβησαν σε υποδείξεις, με πολύ καλή επίγνωση της καταστάσεως και γνώση για τα μέτρα που υπεδείκνυαν».

Κλείνοντας τη σύντομη παρουσίαση του βιβλίου, θεωρώ απαραίτητη την παρακάτω προσωπική υπόμνηση. Την ανάγκη της Ιστορίας την αισθάνομαι καθημερινά. Αν και μη Λέσβιος στην καταγωγή, η πάνω από δεκαετία παρουσία μου σε αυτόν τον τόπο, συζητώντας, διαβάζοντας και ταξιδεύοντας σε κάθε γωνιά του, νιώθω τη σημασία κάθε μνημείου που συναντώ, νιώθω την κάθε λέξη που δεν γνώριζα στο δικό λεξιλόγιο, και εννοώ τη Λεσβιακή ντοπιολαλιά, νιώθω το κάθε σημείο που βρίσκεται στο πιο απάνεμο σημείο μιας βουνοπλαγιάς, νιώθω το καρδιοχτύπι κάθε μαθητή και κάθε μαθήτριας, που ως εκπαιδευτικός μου χαρίζεται κάθε μέρα.

Και με αυτά γράφεται κάθε στιγμή Ιστορία, για να θυμηθούμε ξανά τα λόγια του Claude Levi – Strauss, που παραπάνω επεσήμανα. Τα έργα και οι ημέρες μιας κοινότητας ανθρώπων, όπως υπήρξαν οι Λέσβιοι μετά το 1912, η αγροτική, βιομηχανική και πολιτιστική τους δημιουργία, αποτελεί πολύτιμη κληρονομιά για την Ιστορία του Ελληνισμού, στην ολότητά του. Ζητούμενο είναι πάντα, η σφυρηλάτηση της συνέχειας και της ενότητας του λαού μας, σε καιρούς ιδιαίτερα δύσκολους, όπως αυτοί που σήμερα ζούμε.

Δημοσιεύθηκε στην εφ. ΕΜΠΡΟΣ, Σάββατο 3 Νοεμβρίου 2012 (Εμπρός).

ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΓΟΥΝΑΡΗ, Εικόνες της Μονής Λειμώνος Λέσβου

Του ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ Ι. ΚΑΛΑΜΑΤΑ

ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΓΟΥΝΑΡΗ, Εικόνες της Μονής Λειμώνος Λέσβου, Έκδοση: Κέντρο Βυζαντινών Ερευνών -University Studio Press, Θεσσαλονίκη 1999, [ΒΥΖΑΝΤΙΝΑ ΜΝΗΜΕΙΑ 11][1]

Όταν το 1974 το Κέντρο Βυζαντινών Ερευνών του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης με τη λαμπρή σειρά ΒΥΖΑΝΤΙΝΑ ΜΝΗΜΕΙΑ[2] εγκαινίαζε τις πολύτιμες εκδόσεις του, έθετε τις βάσεις για μια λεπτομερή έκδοση επιστημονικών μελετών που αφορούσαν στη Βυζαντινή και Μεταβυζαντινή Τέχνη.

Από το πρώτο Διοικητικό Συμβούλιο, με Διευθυντή τον κ. Ιωάννη Καραγιαννόπουλο, Καθηγητή της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, έως και τον σημερινό κ. Συμεών Πασχαλίδη, Καθηγητή του Τμήματος Ποιμαντικής και Κοινωνικής Θεολογίας ΑΠΘ, το Κέντρο Βυζαντινών Ερευνών, αγκαλιάζει με ζέση προσπάθειες προβολής εξεχόντων βυζαντινών και μεταβυζαντινών μνημείων. Σ’ αυτή, ακριβώς την προσπάθεια ανήκει η ενδέκατη στη σειρά έκδοσή του, με θέμα την παρουσίαση της πλουσιότατης συλλογής μεταβυζαντινών εικόνων που διαθέτει η Ιερά Μονή Λειμώνος Λέσβου, γνωστή και ως Μονή του Αγίου Ιγνατίου του Αγαλλιανού.

Είναι από τις λιγοστές φορές, που η Ιερή Πατριαρχική και Σταυροπηγιακή Μονή Λειμώνος, επιβλητική και μοναδική σε έκταση κτισμάτων Μονή της Λέσβου, με τη παρούσα μελέτη του κ. Γ. Γεωργίου Γούναρη, Ομότιμου Καθηγητή της Βυζαντινής Αρχαιολογίας στο Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Α.Π.Θ., προβάλλεται δυναμικά προς τα έξω. Αν εξαιρέσει κανείς τις φιλότιμες προσπάθειες του νυν Ηγουμένου της, πανοσιολογιοτάτου πατρός Νικοδήμου Παυλόπουλου, που με περίσσευμα καρδίας, εδώ και πολλά χρόνια εργάζεται αόκνως για τη Μονή της μετάνοιάς του, καθώς επίσης και την άλλη μελέτη του κ. Γούναρη, Μεταβυζαντινές τοιχογραφίες στη Λέσβο, εκδεδομένη από την Αρχαιολογική Εταιρεία Αθηνών το 1997 [δεύτερη έκδοση Αθήναι 1998], σε επίπεδο επιστημονικής έρευνας, δεν έχει προβληθεί όσο θα έπρεπε[3], μολονότι διαθέτει ένα από τα πλουσιότερα αρχεία χειρογράφων, αρχετύπων και παλαιοτύπων βιβλίων. Και όχι μόνο. Σε ότι αφορά στην αρχιτεκτονική, το ζωγραφικό διάκοσμο του Καθολικού, τα κειμήλια, τα λείψανα και τις εικόνες, η Μονή είναι εξαιρετικά πλούσια, κατέχοντας σημαντική θέση ανάμεσα στα μεταβυζαντινά μνημεία της Ελλάδας.

Από τη μέχρι σήμερα σχετική έρευνα περί της μεταβυζαντινής τέχνης, γνωρίζουμε ότι αυτή γνώρισε ιδιαίτερη άνθηση σε πολλά θρησκευτικά κέντρα της Χριστιανικής Ανατολής. Μέσα από ένα ευρύ φάσμα ζωγραφικών ρευμάτων, η εκκλησιαστική τέχνη μετά την άλωση, ρωμαλέα προσμίχθηκε με πολλαπλά δυτικά καλλιτεχνικά στοιχεία, χωρίς ωστόσο να απολησμονήσει το γεγονός ότι συνέχιζε τη μακρά βυζαντινή παράδοση. Αυτό, τουλάχιστον, διαφαίνεται από το υψηλό επίπεδο ζωγράφων, όπως ο Κρητικός Δομήνικος Θεοτοκόπουλος[4] και ο Επτανήσιος Παναγιώτης Δοξαράς.[5]

Οι μεταβυζαντινοί ζωγράφοι ειδικότερα του 15ου και 16ου  αιώνα, με τη ζωγραφική τους σε μεγάλα μοναστικά κέντρα της ηπειρωτικής κυρίως Ελλάδας, θέλησαν πιστά να αποτυπώσουν το θανάσιμο πλήγμα που είχε υποστεί ο Ελληνισμός με την άλωση της Πόλης. Όπως εύστοχα έχει ονομαστεί η Κρητική Σχολή με τον Θεοφάνη Στρελίτζα ή Μπαθά (γνωστός και ως Θεοφάνης ο Κρης), έγινε πρότυπο με «πανορθόδοξη ακτινοβολία», αφού τα έργα της ήταν εμπνευσμένα από τη ζωγραφική της παλαιολόγειας περιόδου.[6]

Όπως θα διαπιστώσει ο αναγνώστης, το παρόν βιβλίο του κ. Γούναρη, έρχεται να εμπλουτίσει τη σχετική με τη μεταβυζαντινή τέχνη βιβλιογραφία. Αρκετές από τις εικόνες της Μονής Λειμώνος που ερευνώνται, σχετίζονται με την Κρητική Σχολή (βλ. εικ. 27, 28 σσ. 85-88, εικ. 40, 41 σσ. 101-104, εικ. 44 σσ. 107-108, εικ. 57 σσ. 124-125, εικ. 59 σσ. 126-128, εικ. 92 σσ. 139-140). Διαρθρωμένο σε τρία μέρη, παρουσιάζει διεξοδικά ένα μέρος – τις καλύτερες κατά τον συγγραφέα – από την πλουσιότατη συλλογή, εικόνες (περίπου τριακόσιες) της Μονής.

Στην Εισαγωγή, γίνεται μια σύντομη αναφορά στο ιστορικό της ίδρυσής της (16ος αιώνα) από τον άγιο Ιγνάτιο Αγαλλιανό και σκιαγραφείται η συλλογή των εικόνων, με μια καίρια επισήμανση και παρότρυνση του κ. Γούναρη προς τη νεοσύστατη Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων Λέσβου: να συντηρήσει τη συλλογή των εικόνων (σσ. 25-27), αφού η κατάσταση διατήρησής τους είναι κακή με φθορές και απολεπίσεις.

Σημαντική και δόκιμη είναι η συνεισφορά του συγγραφέα στην παράθεση πληροφοριών για τη θέση που έχουν οι εικόνες στη λατρεία της Ορθόδοξης Εκκλησίας (σσ. 27-31), τον τρόπο κατασκευής και τις τεχνικές της ζωγραφικής τους: εγκαυστική, τέμπερα και ψηφιδωτό (σσ. 31-32), τις κατηγορίες τους: λατρευτικές, διδακτικές, του Δωδεκαόρτου (σσ. 32-34), τα διάφορα καλλιτεχνικά εργαστήρια: Κωνσταντινούπολης, Θεσσαλονίκης, Αγίου Όρους, Καστοριάς, Αχρίδας, Κρήτης, με τους διάσημους ζωγράφους τους (σσ. 34-35) και τέλος για τα καλλιτεχνικά ρεύματα που μετά την πτώση της Βασιλεύουσας Πόλης αναπτύχθηκαν στον ευρύτερο βαλκανικό χώρο, όπως της Κρήτης, του Αγίου Όρους, των Μετεώρων, της Κέρκυρας, αλλά και της Ρωσίας,[7] με παράθεση ονομάτων σημαντικών ζωγράφων: Ανδρέα Ρίτζου και του γιου του Νικολάου, Ανδρέα Παβία, Νικολάου Τζαφούρη, Θεοφάνη Στρελίτζα Μπαθά, Μιχαήλ Δαμασκηνού, Γεωργίου Κλόντζα, Εμμανουήλ Τζάνε, Θεοδώρου Πουλάκη, Φράγκου Κατελάνου, Διονυσίου του εκ Φουρνά των Αγράφων, Γεωργίου Μητροφάνοβιτς, Αγγέλου Πιτζιμάνου, (σσ. 35-40). Το ενδιαφέρον αυτό υλικό συμπληρώνεται με ενδεικτική βιβλιογραφία, ασφαλές τεκμήριο για περαιτέρω έρευνα από κάθε ενδιαφερόμενο αναγνώστη (σ. 41).

Ακολουθεί ο κατάλογος των εικόνων της Μονής Λειμώνος, με αναλυτική παρουσίαση της καθεμιάς. Οι ογδόντα περίπου εικόνες, ερευνώνται από το συγγραφέα διεξοδικά (σσ. 43-161). Εν πρώτοις αναφέρεται η θέση, η προέλευση, η ύλη – τεχνική, οι διαστάσεις, η διατήρηση και η χρονολόγησή τους, κατόπιν γίνεται ανάλυσή τους με συγκριτική και βιβλιογραφική τεκμηρίωση. Κατά την ταπεινή γνώμη μου αυτός ο τρόπος προσέγγισης με λαγαρή και κατανοητή γλώσσα, είναι άρτιος, σαφής και χαρακτηρίζεται από την ακρίβεια, τη σαφήνεια και τη ορθή ταξινόμηση του υλικού.

Η μελέτη του κ. Γούναρη, καρπός μακροχρόνιας και επίμονης ενασχόλησης του με τη Μονή Λειμώνος, συμπληρώνεται με το παράρτημα εικόνων, έγχρωμο στο μεγαλύτερο μέρος του, γενικό και εικονογραφικό ευρετήριο (σσ. 63-282).

Επιλογικά θα ‘λεγα πως η παρούσα έκδοση πρέπει να αποτελέσει το ερέθισμα για περισσότερη έρευνα και άλλων θησαυρών της Μονής, η οποία επιβάλλεται να γίνει από επιτελείο ειδικών επιστημόνων.

Η έκδοση και επιμέλεια του τόμου από τον εκδοτικό οίκο University Studio Press A.E. της Θεσσαλονίκης, είναι από κάθε άποψη καλαίσθητη και αντάξια των προδιαγραφών του: άριστη ποιότητα εκτύπωσης και εικονογράφησης. Όπως επίσης και η άλλη εκδεδομένη από τον ίδιο εκδοτικό οίκο, μελέτη του κ. Γούναρη, Εισαγωγή στην Παλαιοχριστιανική Αρχαιολογία. Α΄ Αρχιτεκτονική, Θεσσαλονίκη 1999.

[1] Δημοσιεύθηκε παλαιότερα στην εφ. Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, (15 Αυγούστου 2000), και στο περιοδικό Κληρονομία, 32(2002)496-499. Η σημερινή εδώ αναδημοσίευση, με ολίγες προσθήκες, γίνεται λόγω της γιορτής (14 Οκτωβρίου) του κτίτωρα της Ιεράς Μονής Λειμώνος Αγίου Ιγνατίου του Αγαλλιανού.

[2] Ενδεικτικά σημειώνω μερικές από τις μελέτες που δημοσιεύτηκαν στη σειρά αυτή: Στυλιανού Πελεκανίδη, Σύνταγμα των παλαιοχριστιανικών ψηφιδωτών δαπέδων της Ελλάδος, Νησιωτική Ελλάς, [Βυζαντινά Μνημεία 1], Θεσσαλονίκη 1974. Παναγιώτη Λ. Βοκοτοπούλου, Η Εκκλησιαστική Αρχιτεκτονική εις την Δυτικήν Στερεάν Ελλάδα και την ΄Ηπειρον από του τέλους του 7ου μέχρι του τέλους του 10ου αιώνος, [Βυζαντινά Μνημεία 2], Θεσσαλονίκη 1975. Άννας Τσιτουρίδου, Ο ζωγραφικός διάκοσμος του αγίου Νικολάου Ορφανού στη Θεσσαλονίκη. Συμβολή στη μελέτη της παλαιολόγειας ζωγραφικής κατά τον πρώιμο 14ο αιώνα, [Βυζαντινά Μνημεία 6], Θεσσαλονίκη 1986.

[3] Στην ίδια τροχιά, επιστημονικής τεκμηρίωσης χειρογράφων και παλαιτύπων εκδόσεων ανήκουν και οι εργασίες που δημοσιεύθηκαν στα Πρακτικά του Επιστημονικού Συνεδρίου που έγινε για τη Μονή Λειμώνος (27-30 Σεπτεμβρίου 2001). Βλ. Ιερά Μονή Λειμώνος. Ιστορία – Παλαιογραφία – Τέχνη, επιστημονική επιμέλεια Απόστολος Σπανός – Αθανάσιος Καλαμάτας, Αθήνα 2009. Επίσης, βλ. Απόστολος Φ. Σπανός, Συνοπτική Ιστορία Ιεράς Μονής Λειμώνος, Έκδοση Ιεράς Μονής Λειμώνος, Μυτιλήνη 2008.

[4] Για τον Δομήνικο Θεοτοκόπουλο σημαντική είναι η συλλογή κειμένων στο τετράτομο έργο Δομήνικος Θεοτοκόπουλος. Τεκμήρια για τη ζωή και το έργο του, Βυζάντιο και Ιταλία, Έργα στην Ιταλία, Ρετάμπλ σε ισπανικές εκκλησίες, επιμέλεια Νίκος Χατζηνικολάου, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης 1999.

[5] Βλ. Δημήτρη Δ. Τριανταφυλλόπουλου, «Πρόοδος» και «συντήρηση» στο πεδίο της εκκλησιαστικής και θρησκευτικής ζωγραφικής. Η περίπτωση του 18ου αιώνα, εκδ. Ίδρυμα Γουλανδρή – Χορν, Αθήνα 1993, σσ. 31-38

[6] Βλ. Παναγιώτη Λ. Βοκοτοπούλου, Η Κρητική Ζωγραφική τον 16ο  αιώνα, εκδ. Ίδρυμα Γουλανδρή – Χορν, Αθήνα 1993, σ. 18.

[7] Για τη Ρωσία ειδικότερα πρέπει να σημειώσουμε μια παράλληλη έκδοση με τίτλο: Το κάλλος της μορφής. Μεταβυζαντινές εικόνες ΙΕ΄ – ΙΗ΄ αιώνων, εκδόσεις Δόμος, Αθήνα 1995.

Εικόνες της μονής Λειμώνος Λέσβου

Η ΨΩΡΟΚΩΣΤΑΙΝΑ ΚΑΙ Ο ΒΕΝΙΑΜΙΝ Ο ΛΕΣΒΙΟΣ

Η ΨΩΡΟΚΩΣΤΑΙΝΑ ΚΑΙ Ο ΒΕΝΙΑΜΙΝ Ο ΛΕΣΒΙΟΣ. Το παρόν ως Ιστορία και η Ιστορία ως παρόν

Υπό του ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ Ι. ΚΑΛΑΜΑΤΑ

ΟΛΙΓΑ ΠΡΟΛΟΓΙΚΑ

Ανέκαθεν η Ιστορία υπήρξε ιδιαίτερα προσφιλές πεδίο για ένα μέρος λογοτεχνών. Τα αποτελέσματα, βέβαια, ανάλογα την εποχή και το δημιουργό διαφέρουν. Όποιος τουλάχιστον καταπιάνεται με το ζήτημα αυτό, όπως σωστά έχει υποστηριχθεί, οφείλει να κάμει τις «απαραίτητες ταξινομήσεις»[1]· κι αναφέρομαι κυρίως στον ιστορικό όχι μόνο της Λογοτεχνίας, αλλά και στον καθεαυτό ιστορικό. Επιπροσθέτως, λαμβάνοντας υπόψη την παραπάνω θέση, θα ήθελα να καταστήσω σαφή ακόμη μια βασική παράμετρο: οφείλουμε να βλέπουμε και να θεωρούμε την Ιστορία μας, όχι μόνο ως ένα ένδοξο πολλές φορές παρελθόν, αλλά και ως ένα διαρκές παρόν. Φέρνω ως παράδειγμα τους δύο βασικούς πρωταγωνιστές του βιβλίου της κας. Παπαδριανού, την Χατζηκώστα – Αϊβαλιώτη και τον Διδάσκαλο του Γένους Βενιαμίν Λέσβιο, και προτείνω να τους δούμε μέσα από ένα διπλό ή μάλλον έναν πολλαπλό καθρέφτη. Ας υποθέσουμε ότι κάθε κάτοπτρο είναι κι ένα γεγονός από το βίο τους. Υπ’ αυτήν την έννοια, έχω τη γνώμη ότι τίποτε απ’ τα δύο αυτά πρόσωπα και τα γεγονότα της μετεπαναστατικής περιόδου, δεν μπορεί να ολοκληρώσει τη μορφή του, παρά μόνο μέσα από τη σύνθεση δυο τουλάχιστον ειδώλων από εκείνα που προκαλεί. Από το βασικό, δηλαδή, κι ανεπανάληπτο τρόπο με τον οποίο καθρεφτίζονται στη «δική τους εποχή», και κατόπιν από τα «παραλλαγμένα είδωλα μιας άλλης εποχής» ή «εποχών» που τα ανακαλεί στη μνήμη και τα σπουδάζει[2]. Κι ομιλώ για τη δική μας εποχή, τη σημερινή και τον τρόπο που διαβάζουμε βιβλία σαν της κας. Παπαδριανού, τα οποία μας κάμουν να ξαναθυμούμαστε πρόσωπα και γεγονότα που καθόρισαν την ιδιοπροσωπία του Νεότερου Ελληνισμού.

Ωστόσο, εκείνο που οφείλουμε να δούμε για την δεκαπενταετία κατά την οποία διαδραματίζονται τα γεγονότα του βιβλίου και, βέβαια, τα πρόσωπα που πρωταγωνιστούν σ’ αυτά· ενδεικτικά αναφέρω την τραγική καταστροφή του Αϊβαλιού τον Ιούνιο του 1821, την Πανώρια Χατζηκώστα – Αϊβαλιώτη και τον γνωστό Βενιαμίν Λέσβιο, είναι γεγονότα και πρόσωπα ενταγμένα στη δική τους εποχή, με τα δικά τους θα ‘λεγα «συστήματα ιδεών», τα οποία εμείς σήμερα, προσπαθούμε να ερμηνεύσουμε.
Συνέχεια

Σεραφείμ ο Μυτιληναίος (ci. 1667 – ci 1735). Ένας λησμονημένος λόγιος

Γράφει ο ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ Ι. ΚΑΛΑΜΑΤΑΣ

Κ. ΠΑΠΟΥΛΙΔΗΣ, Το πολιτικό και θρησκευτικό κίνημα του Ιεροεθνισμού και οι πρωτοπόροι του. Σεραφείμ ο Μυτιληναίος (ci. 1667 – ci 1735), εκδ. Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 2008, σσ. 276[1].

Το πολιτικό και θρησκευτικό κίνημα του Ιεροεθνισμού και οι πρωτοπόροι του: Σεραφείμ ο Μυτιληναίος ci. 1667-ci. 1735

Για τον Σεραφείμ Μυτιληναίο, τον επονομαζόμενο Στέφανο Πωγωνάτο η μέχρι σήμερα ιστορική έρευνα δεν έχει καταφέρει να αποκαταστήσει την προσφορά του στο υπόδουλο Γένος. Κι αυτό διότι ο Λέσβιος αυτός λόγιος του δεύτερου μισού του 17ου και του πρώτου μισού του 18ου αιώνα, υπήρξε ιδιαίτερα αμφιλεγόμενη προσωπικότητα. Σε ένα μεγάλο ποσοστό η υπάρχουσα βιβλιογραφία τον αποτιμά αρνητικά, ενώ δεν λείπουν και οι θετικές κρίσεις για την προσωπικότητά του. Όσον αφορά στην αρνητική θεώρηση ενδεικτικά αναφέρω εδώ δύο βασικούς εκπροσώπους της ελληνικής ιστοριογραφίας του 19ου αιώνα, τον Γαλαξιδιώτη Κωνσταντίνο Σάθα και τον Μακεδόνα Γεώργιο Ζαβίρα, οι οποίοι στα δύο βασικότερα έργα τους, τη Νεοελληνική Φιλολογία, Αθήνα 1868 ο πρώτος, και το Νέα Ελλάς ή Ελληνικόν Θέατρον, Θεσσαλονίκη 1972 ο δεύτερος, βασιζόμενοι στα ιδιαίτερα επικριτικά σχόλια του συγχρόνου του Σεραφείμ Λαρισαίου λογίου Αλέξανδρου Ελλάδιου, τον κατατάσσουν στις προσωπικότητες εκείνες που με την παρουσία του στις πόλεις που έδρασε, δημιούργησε πολλά προβλήματα. Όσον αφορά στη θετική θεώρηση, ο Σεραφείμ Μυτιληναίος, με πρωτεργάτη τον Γεώργιο Βαλέτα, υπήρξε ο λόγιος εκείνος που με το εθνοδιαφωτιστικό του έργο έγινε πρόδρομος του Νεοελληνικού Διαφωτισμού και της εθνεγερσίας της Επανάστασης του 1821, (βλ. «Σεραφείμ Μυτιληναίος. Πρόδρομος της Εθνεγερσίας και του Διαφωτισμού», Αιολικά Γράμματα 1(1971)226-235). Την ίδια θεώρηση κάμει και ο Στυλιανός Μπαϊρακτάρης στη μονογραφία του Σεραφείμ Μυτιληναίος. Ο λησμονημένος πρωτοπόρος (1670-1735), Αθήνα 1973. Στην περίπτωση αυτή αξίζει να αναφέρω και το γεγονός ότι στη νεότερη Λεσβιακή ιστοριογραφία, ο Σεραφείμ παραμένει ο φωτισμένος και δραστήριος κληρικός, που με το φωτεινό και μαχητικό του πνεύμα αγωνίστηκε να σκορπίσει το ζόφο της δουλείας από τα Γένος, (Π. Παρακευαΐδης, Η Λέσβος κατά την Τουρκοκρατία. Οι αιώνες της ανάκαμψης (17ος -18ος), Μυτιλήνη 2001, σσ. 95-97. Πρβλ., και την μυθιστορηματική βιογράφηση του Σεραφείμ από τον Στράτο Χατζηγιάννη, Οι Πωγωνάτοι της Λέσβου, Μυτιλήνη 1980, σσ. 77-126).

Ενώ, λοιπόν, μέχρι σήμερα η βιβλιογραφία ήταν διχασμένη, η παρουσιαζόμενη εδώ μονογραφία του Κυριάκου Κ. Παπουλίδη, Λέκτορα Νεοελληνικών Σπουδών στο Τμήμα Νεοελληνικής Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Adam Mickiewcz στο Poznam της Πολωνίας, έρχεται και καλύπτει το υπάρχον κενό και αποκαθιστά την παρουσία του Σεραφείμ Μυτιληναίου στην Ιστορία του Νέου Ελληνισμού.

Όπως είναι γνωστό, οι απαρχές του 18ου αιώνα χαρακτηρίζονται από τις πρώτες οργανωμένες πολιτικές δραστηριότητες των Ελλήνων για την απελευθέρωση του Ελληνισμού από τον οθωμανικό ζυγό. Χαρακτηριστικές είναι οι περιπτώσεις Ελλήνων λογίων που έδρασαν κυρίως στη μακρινή Ρωσία, όπως του «κλεινού» Ευγένιου Βούλγαρι, που με τα αλλεπάλληλα υπομνήματά του προς την Αικατερίνη  Β΄, έκαμε πράξη το εθνικό του όραμα για εθνική αποκατάσταση. Στα πλαίσια αυτά είναι που αντίστοιχες πατριωτικές πρακτικές αποτέλεσαν το προοίμιο των συλλογικών αγώνων των Ελλήνων για εθνική χειραφέτηση. Εδώ είναι που ο λόγιος ιερομόναχος Σεραφείμ ο Μυτιληναίος και το κίνημα του Ιεροεθνισμού, εμφανίστηκαν ιστορικά ως οι δυο κύριες συνιστώσες μιας εταιριστικής κίνησης, οι οποίες δραστηριοποιήθηκαν τόσο με τον πολιτικό, όσο και με το θρησκευτικό τους ρόλο στη μάχη για την  απελευθέρωση των Ελλήνων.

Στην παρούσα μελέτη του Κυριάκου Παπουλίδη, για πρώτη φορά  παρουσιάζεται λεπτομερώς η πολύπλευρη προσωπικότητα του λογίου ιερομόναχου Σεραφείμ Μυτιληναίου, ως βασικού πρωταγωνιστή και πρωτεργάτη της οργανωμένης πολιτικής δραστηριότητας των υπόδουλων Ελλήνων. Μια σειρά από  ανέκδοτες και εκδιδόμενες αρχειακές πηγές, φέρνουν στο φως την πολυσχιδή δραστηριότητα του Σεραφείμ Μυτιληναίου στην ανάπτυξη του κινήματος του Ιεροεθνισμού, μέσα στα πλαίσια των ευρωπαϊκών πολιτικών και θρησκευτικών ανταγωνισμών κατά τη διάρκεια του 18ου αιώνα.

Στη εν λόγω μελέτη γίνεται λόγος για το βίο και τη δράση του Σεραφείμ Μυτιληναίου, η οποία ξεκινά από τη γενέτειρά του Μυτιλήνη και διέρχεται μια σειρά από πόλεις, όπως η Κωνσταντινούπολη, η Μόσχα, το Λονδίνο, το Άμστερντάμ, η Βιέννη, η Κοπεγχάγη, η Κωνστάντζα, η Βαρσοβία, η Αγία Πετρούπολη, (σσ. 19-124). Στις πόλεις αυτές ο Σεραφείμ βρέθηκε όχι μόνο για σπουδές, όπως στη Μεγάλη του Γένους Σχολή στην Κωνσταντινούπολη και στο Ελληνικό Κολλέγιο της Οξφόρδης στο Λονδίνο, αλλά και για πολιτική δράση, είτε ως απεσταλμένος του Οικουμενικού Πατριαρχείου προς τον Μ. Πέτρο στη Ρωσία, είτε ως ενεργά αναμειγμένος στη σύσταση της Εταιρείας των Ελλήνων, την ορθά από το Ζαχαρία Τσιρπανλή χαρακτηριζόμενη «Σοσιετά των Γραικών», της οποίας προκήρυξης συντάκτης ήταν ο ίδιος ο Σεραφείμ, τυπωμένη σε τυπογραφείο της Κρακοβίας 1720, με σαφή πατριωτικό και πολιτικό χαρακτήρα, γι’ αυτό και ο όρος Ιεροεθνισμός. Καθ’ όλη αυτή τη διάρκεια των αλλεπάλληλων μετακινήσεών του, ο Σεραφείμ ήρθε σε επαφή σημαντικά πολιτικά και εκκλησιαστικά πρόσωπα, τον Οικουμενικό Πατριάρχη Καλλίνικο Β΄, το λόγιο Πατριάρχη Ιεροσολύμων Δοσίθεο Νοταρά, τον Μ. Πέτρο, τον ελληνιστή καθηγητή στην Οξφόρδη Dr. Benjamin Woodroffe, το λόγιο και πολυμαθή ιεράρχη Μητροπολίτη Φιλαδελφείας Νεόφυτο, τη βασίλισσα της Μεγάλης Βρετανίας και Ιρλανδίας Άννα, τον πρίγκιπα της Σαβοΐας Ευγένιο, τον καγκελάριο της Πολωνίας Σεμπέκ, τον Ρώσο Αρχιεπίσκοπο Νόβγοροδ Θεοφάνη Προκόποβιτς, κ.ά.

Το μεταφραστικό έργο του Σεραφείμ σχετίζεται με την αναθεώρηση της μετάφρασης της Καινής Διαθήκης, του γνωστού λογίου ιερομονάχου Μάξιμου Καλλιουπολίτη στα 1703, γεγονός που τον έφερε αντιμέτωπο με τον Οικουμενικό Πατριάρχη Γαβριήλ Γ΄. Το ζήτημα της μετάφρασης της Αγίας Γραφής και ιδιαίτερα της Καινής Διαθήκης στην Ιστορία της Εκκλησίας, κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας δυστυχώς είχε οδυνηρές διαστάσεις και δημιούργησε πολλαπλά προβλήματα. Ήδη πριν από τον 17ο αιώνα υπήρξαν ευάριθμες μεταφράσεις βιβλικών κειμένων που δεν δημιούργησαν σοβαρό πρόβλημα στην Εκκλησία, εκτός από την μετάφραση του Ιωαννίκιου Καρτάνου της Παλαιάς και Νέας Διαθήκης το 1536. Από την εποχή όμως της μετάφρασης του Μάξιμου Καλλιουπολίτη που εκδόθηκε στη Γενεύη το 1638, όταν ο Μάξιμος είχε πεθάνει, μολονότι είχε την υποστήριξη του μαρτυρικού Οικουμενικού Πατριάρχη Κύριλλου Λούκαρι, η ίδια γνώρισε τρεις καταδίκες από ισάριθμες Τοπικές Συνόδους, στην Κωνσταντινούπολη το 1638 και το 1642 και στο Ιάσιο το 1641-1642, (βλ. Μ. Ι. Μανούσακας, «Νέα στοιχεία για την πρώτη μετάφραση της Καινής Διαθήκης στη δημοτική γλώσσα από το Μάξιμο Καλλιουπολίτη», Μεσαιωνικά και Νέα Ελληνικά 2(1986)7–70). Για το θέμα των μεταφράσεων κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας, η βιβλιογραφία είναι ιδιαιτέρα σημαντική. Ο πρωτοπρ. Γ. Δ. Μεταλληνός, μας έχει δώσει μια εξαιρετική μελέτη, Το ζήτημα της μεταφράσεως της Αγίας Γραφής εις την νεοελληνικήν, εκδ. Αρμός, Αθήνα 2004.

Η επανέκδοση, λοιπόν, της μετάφρασης της Καινής Διαθήκης από τον Σεραφείμ Μυτιληναίο, αν και συνάντησε τη μήνιν του Αλέξανδρου Ελλάδιου, στόχο είχε να δώσει τη δυνατότητα στον υπόδουλο Ελληνισμό να μελετά την Καινή Διαθήκη στην γλώσσα του. Ο Κυριάκος Παπουλίδης στο παρουσιαζόμενο εδώ βιβλίο του (σσ. 125-184), με σαφήνεια εκθέτει όλα τα προβλήματα που προέκυψαν απ’ αυτό το εγχείρημα του Σεραφείμ. Αναφέρεται στη γλώσσα της μετάφρασης, τα προβλήματά της, το λεξιλόγιο, την ορθογραφία και παραθέτει σχετικό παράρτημα με τον πρόλογο του έγραψε ο Σεραφείμ στο Λονδίνο το 1703, κάνοντας σχετικά σχόλια και παραθέτοντας το καταδικαστικό συνοδικό γράμμα του Οικουμενικού Πατριάρχη Γαβριήλ Γ΄ το 1704.

Σύμφωνα με τον Ρώσο συγγραφέα G. Episov, που στα 1876 σ’ ένα άρθρο του βιογράφησε τον Σεραφείμ, (το άρθρο αυτό μεταφράστηκε από τον Κ. Παλαιολόγο και με τίτλο: «Ο Έλλην κληρικός Σεραφείμ» δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Παρνασσός 4(1886)28-51), ο Λέσβιος λόγιος κληρικός στα 1732 συνελήφθη στην Αγία Πετρούπολη για κατασκοπία, φυλακίστηκε και καταδικάστηκε σε ισόβια εξορία στην κωμόπολη Οχότσκ της Σιβηρίας. Ο συγγραφέας σκιαγραφεί το γεγονός αυτό, δημοσιεύοντας το κείμενο της καταδίκης από τα ρωσικά αρχεία, υποστηρίζοντας παράλληλα ότι ο Σεραφείμ καταδικάστηκε χωρίς καν να δικαστεί, (σσ. 185-232). Τα πρόσωπα που άμεσα αναμείχθηκαν στην καταδίκη, ήταν η αυτοκράτειρα της Ρωσίας Άννα Ιβάνοβνα και ο Αρχιεπίσκοπος Νόβγοροδ Θεοφάνης Προκόποβιτς. Ωστόσο, πίσω από την καταδίκη, ως ηθικός αυτουργός ήταν ο Αλέξανδρος Ελλάδιος, γεγονός που κατά τον συγγραφέα, ενισχύει την άποψη ότι οι ανακριτικές αρχές της Αυτοκρατορικής Ρωσίας, στηρίχθηκαν στις κατηγορίες που ο ίδιος είχε δημοσιεύσει στα 1714, δεκαοκτώ δηλαδή χρόνια πριν, στο έργο του Status Praesens Ecclesiae Graecae.

Το βιβλίο του Κυριάκου Παπουλίδη, στηριζόμενο σε αρχειακή έρευνα και αξιοποιώντας την υπάρχουσα βιβλιογραφία, πιστεύω ότι επιλύει αρκετά προβλήματα της ιδεολογικής ταυτότητας και δράσης του λησμονημένου Σεραφείμ Μυτιληναίου και ταυτόχρονα ανοίγει νέους δρόμους στην έρευνα, δείχνοντας το τρόπο με τον οποίο αυτή οφείλει να είναι γόνιμη, αντικειμενική και αξιόπιστη.

[1]  Δημοσιεύθηκε στην Επιστημονική Επετηρίδα της Ιρεάς Μητροπόλεως Μυτιλήνης, Ερεσού και Πλωμαρίου ΑΓΙΑ ΣΙΩΝ, 3 (1998).

Σεπτεμβιανά (6 Σεπτεμβρίου 1955). 60 χρόνια μετά…

Ακόμη ένας ¨Θρήνος για την Πόλη”: “Δεν σε πρέπανε αυτά, σαρανταπληγιασμένη μου Πόλη! Δεν σε άξιζαν τα χουνέρια που σε κάνανε! Πώς βάσταξες, εσύ, Πόλη των πόλεων, σ’ εκείνο το ανατριχιαστικό, το τραγικό στα μάτια μας μεταμεσονύχτιο υπερθέαμα, που σε τσουρούφλιζε, σε καβούρντιζε και έλιωνε την ομορφιά σου την ασίγαστη; Αντί να υπερυψώνονται ουρανομήκεις πυρές εις δόξαν του μεγαλείου σου, να αξιωθούμε εμείς, οι λάτρεις της διαιωνίου αίγλης σου, τον πόνο εκείνου του φλεγόμενου εφιάλτη, έναν πόνο που μας ξερίζωνε το μέσα μας! Είναι μπελί πόσες μικρές και μεγάλες πυρκαγιές κόρωσαν εκείνη τη νύχτα πάνω στο σώμα σου αφήνοντας λαβωματιές ανεπούλωτες”.

ΘΩΜΑΣ ΚΟΡΟΒΙΝΗΣ, ’55, εκδ. Άγρα, Αθήνα 2012, 386.

΄55

Ο Θωμάς Κοροβίνης με το ’55, που εκδόθηκε το 2012, συνεχίζει να μας εκπλήξει με τα βιβλία του. Σ’ αυτό το μυθιστόρημα η Πολίτιισσα Ταυταλιανή θεία του Μαρίκα, λογία μα και μποέμισσα, αφηγείται όσα συνέβησαν τον Σεπτέμβριο του 1955 στην Κωνσταντινούπολη, και την επίδρασή τους στις σχέσεις των δύο λαών.

Τα ξωκλήσια και η λαϊκή ευσέβεια

Του ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ Ι. ΚΑΛΑΜΑΤΑ

Τα ξωκλήσια και η λαϊκή ευσέβεια[1]

Έχουμε αναρωτηθεί ποτέ πόσο μας αφορά ένα χριστιανικό βιβλίο, και μάλιστα όταν αυτό σχετίζεται με αυτό που στη λειτουργική πράξη της Εκκλησίας μας συχνά ονομάζουμε λαϊκή ευσέβεια[2]; Παραμένει, νομίζω, αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι τα ήθη της λαϊκής ευσεβείας, όπως αυτά αποτυπώνονται στη μακρόχρονη παράδοση της Εκκλησίας, λαμβάνουν πραγματική αξία όταν συνδέονται με τη λειτουργική ατμόσφαιρα και κυρίως με την εσωτερική ζωή της Εκκλησίας που είναι η μετάνοια, η συντριβή, η κατάνυξη. Τούτη η λαϊκή ευσέβεια αιώνες τώρα νοηματοδοτείται στα μικρά και ταπεινά ξωκλήσια της πατρίδας μας, που ακροβολισμένα καταμεσής του «πουθενά», λιτά και απέριττα, παραμένουν πολλές φορές ξεχασμένα από τα χρυσοποίκιλτα ράσα και τις μακριές αγιαστούρες. Δεν θα ήταν υπερβολή να λεχθεί, ότι τα ξωκλήσια είναι «βωμοί ιερότητας και μοναξιάς». Στέκουν μακριά από εκείνη την τυποποιημένη θρησκευτικότητα που πολλές φορές συναντάμε σε μεγάλους ναούς, εκεί που αρκετοί δήθεν «πνευματικοί πατέρες», παρουσιάζουν στον απλό πιστό, ένα Θεό φύλακα των εντολών και κανόνων. Σωστά έχει υποστηριχθεί, ότι «το κατώφλι των ξωκλησιών ο πιστός το προσπερνά είτε από τύχη, είτε από ανάγκη. Στα μικρά τους προαύλια κάθε στιγμή συναντά φύση και Θεό, ταυτόχρονα». Απτό. Διάχυτο ολόγυρα. Όπως τον βιώνει, τον νοιώθει. Είναι αυτό που συχνά έλεγε ένας πανεπιστημιακός δάσκαλός μου: «λυτρώνεσαι μέσα σ’ αυτά, κι αμφιβάλλω αν λογής – λογής ρασοφόροι και κατηχητές έχουν ζήσει ποτέ αυτό που αισθάνεται ένας απλός πιστός όταν βγαίνει από ένα ξωκλήσι, βαθιά λυτρωμένος».

Στις παραπάνω σκέψεις, πιστοί οδηγοί δύο λογοτέχνες μας. Ο πρώτος, ο κυρ Αλέξανδρος της Σκιάθου, ο  Παπαδιαμάντης μας, σ’ ένα διήγημά του, Η Γλυκοφιλούσα, με γλαφυρό ύφος γράφει: «επάνω εις τον βράχον ήτο κτισμένον το παρεκκλήσιον, μαστιζόμενον από θυέλλας και λαίλαπας, λικνιζόμενον από το αειτάραχον και πολύρροιβδον κύμα, ναναριζόμενον από τα άσματα τα οποία ο άνεμος έψαλλε δι’ αυτό εις τους σκληρούς βράχους και εις τα ηχώδη άντρα. Οι τέσσαρες τοίχοι ίσταντο ακόμη αρραγείς, πετροθεμελιωμένοι, σώζοντες μικρόν επίχρισμα από παλαιού καιρού περί την μεσημβρινοδυτικήν γωνίαν, χορταριασμένοι και μαυροπράσινοι περί την βορειανατολικήν. Η στέγη, φέρουσα ακόμη ολίγας κεράμους και πλάκας, εστηρίζετο επί δοκού με πολλάς ακτίνας εκ σκληράς καστανέας. Ολόγυρα εις τους τοίχους, υψηλά άνω των υπερθύρων και υπό τα γείσα της στέγης, ωραία μικρά πινάκια παλαιών χρόνων ήσαν εγκολλημένα, σχηματίζοντα μέγαν σταυρόν επί της χιβάδος του ιερού Βήματος προς ανατολάς, μετά υποποδίου εις σχήμα ανεστραμμένου Τ εκ πέντε άλλων πινακίων, και άλλους δύο σταυρούς δεξιόθεν και αριστερόθεν, ύπερθεν των δυο παραθύρων του χορού, και τέταρτον σταυρόν άνωθεν της φλιάς της εισόδου, δυσμόθεν. Και τα ωραία παλαιά πιατάκια ήσαν όλα χρωματιστά, γαλάζια και υποπράσινα και κιτρινωπά και λευκά, με κλαδάκια και με λούλουδα και με ανθρωπάκια και με πουλιά, φιλοκάλως και κομψώς διατεθειμένα, στίλβοντα εις τον ήλιον, χάρμα των οφθαλμών, κειμήλια υψηλά κείμενα, στερεά βαλμένα εις τας κόγχας των, αφελή αναθήματα, λείψανα παλαιών χρόνων, περισώσματα αρπαγών και δηώσεων παντοίων. Και ο απλούς ούτος στολισμός παρείχε μεγάλην χάριν, μεμειγμένην με άρρητον τρυφερόν θέλγητρον, εις το μικρόν βραχοφυτευμένον παρεκκλήσιον, εμπνέων εις τον επισκέπτην μεγάλην επιθυμίαν να διασκελίση το κατώφλιον, να εισέλθη εις τον πενιχρόν ναΐσκον, ν’ ανάψη κηρίον, να κάμη τον σταυρόν του, και ν’ ασπασθή ευλαβώς την εικόνα της Παναγίας της Γλυκοφιλούσης, της ζωγραφισμένης παρειάν με παρειάν με το πρόσωπον του υπερθέου και υπερηγαπημένου Βρέφους της»[3].

Ο δεύτερος, ο Άγγελος Βλάχος, στο γνωστό από τα παιδικά μας χρόνια ποίημά μου Η μικρά Εκκλησιά γράφει:

«Εις το βουνό ψηλά εκεί
είν’ εκκλησιά ερημική·
το σήμαντρό της δεν κτυπά…
―δεν έχει ψάλτη ουδέ παπά!

Ένα κανδήλι θαμπερό,
και ένα πέτρινο σταυρό,
έχει στολίδι μοναχό
το εκκλησάκι το φτωχό.

Αλλ’ ο διαβάτης σαν περνά,
στέκεται και το προσκυνά,
και με ευλάβεια πολλή
τον άσπρο του σταυρό φιλεί.

Επάνω στο σταυρό εκεί
είναι εικόνα μυστική!
Μ’ αίμα την έγραψ’ ο θεός,
και την λατρεύει ο λαός»[4].

Σίγουρα η πατρίδας μας δε είναι η μόνη χώρα, που σε κάμπους και βουνά έχει ξωκλήσια. Συχνά σε σημεία έντονης φυσικής ομορφιάς, όπως σε κορυφές λόφων και βουνών, σε χαράδρες και σε παραθαλάσσιους τόπους, τα ξωκλήσια τονίζουν τον έντονο θρησκευτικό χαρακτήρα της πατρίδας μας. Με την εντυπωσιακή ποικιλία τους σε μέγεθος και σχήμα, σε υλικά και κατασκευή, διακόσμηση και χρώμα, πάντα τραβούν την προσοχή και καθηλώνουν με την ομορφιά τους το μάτι του προσκυνητή και  ταξιδιώτη. Η γοητεία τους όμως δεν είναι μόνον οπτική. Ως σημεία θρησκευτικής πίστης και αναφοράς, τα ξωκλήσια αποτελούν τον τόπο συνάντησης του πιστού με το Θεό, ταυτόχρονα όμως μαρτυρούν και τον τρόπο έκφρασης της λαϊκής ευσέβειας, με όλες εκείνες τις λαϊκές αντιλήψεις, που καταγόμενες από λατρευτικές και τελετουργικές πρακτικές, μερικές από τις οποίες πιθανόν να έχουν ρίζες σε προχριστιανικές εποχές. Ως εκ τούτου, η μελέτη τους είναι ένα σημαντικό «κλειδί» στην εξερεύνηση της ελληνικής λαϊκής θρησκευτικότητας. Κάτι ανάλογο δηλαδή που σκοπεύει το παρουσιαζόμενο απόψε βιβλίο του Χαράλαμπου Δεμίρη για τα ξωκλήσια της Ερεσού.

Θα ήθελα εδώ παρενθετικά να τονίσω και κάτι που ίσως δεν είναι ιδιαίτερα γνωστό: η μελέτη των ξωκλησιών, ταυτόχρονα είναι και μελέτη της θρησκείας του λαού μας, που δεν πρέπει να περιορίζεται στη ρητά εκπεφρασμένη συμπεριφορά και το εννοιολογικό περιεχόμενό της, αλλά να συμπεριλαμβάνει και το ενσώματο, το βιωματικό, το συναισθηματικό, αυτό δηλαδή που δεν εκφράζεται με λέξεις, αλλά επιτελείται. Πρόκειται για μια άποψη που μας πηγαίνει κατευθείαν στο ζητούμενο του φαινομένου της θρησκευτικότητας, όπου η καταγραφή της θρησκευτικής ταυτότητας ενός λαού περνά και μέσα από το κανάλι της λαϊκής λατρείας[5]. Τούτης αγκωνάρια είναι τα ξωκλήσια.

Αυτό, λοιπόν, που εν κρυπτώ βρίσκεται στα ταπεινά ξωκλήσια της πατρίδας μας, είναι η ίδια ελληνορθόδοξη αυτοσυνειδησία του πιστού λαού μας, είναι η ταπείνωση των απλών ανθρώπων που μπροστά στο μεγαλείο του Θεού, αλλά και τα «πάθια και τους καημούς» των ανθρώπων, όπως σοφά έλεγε ο Παπαδιαμάντης. Έχοντας έντονη τη συναίσθηση της αμαρτωλότητας, ο πιστός προσκυνητής τους αναζητά σ’ αυτά την αληθινή ταπείνωση, κι όχι εκείνη την ταπεινολογία των ουκ ολίγων σήμερα καθώς πρέπει χριστιανομαθημένων. Την ταπείνωση, που στηρίζεται στο γνήσιο ευχαριστιακό και λειτουργικό ήθος. Αυτή, που πηγάζει από τη βαθιά συνείδηση ότι, όπως στη Θεία Ευχαριστία οι ιερείς «δανείζουν» στο Χριστό τα χέρια και το στόμα τους, το απλό άναμα του κεριού σ’ ένα ξωκλήσι, συντροφευμένο πολλές φορές από λάδι και λιβάνι, δίνει νόημα στην παρεχόμενη από Εκείνον Θεία Χάρη.

Γι’ αυτό και στις Λειτουργίες στα ξωκλήσια υπάρχει έντονο το κοινοτικό στοιχείο, κι όχι η ιδιωτικοποίηση που τελευταία έχει γίνει της μόδας, όπως λόγου χάριν η τέλεση Γάμων, προς ικανοποίηση της ανθρώπινης φιλοδοξίας και προβολής. Αν μελετήσει κανείς λογοτεχνικά κείμενα, θα βρει πληθώρα αναφορών, όπου απλοί πιστοί έξω από την πόλη ή το χωρίο τους, κατά παρέες βαδίζουν προς τα ξωκλήσια για να λειτουργηθούν, και μετά τη Θεία Λειτουργία να γευματίζουν και να συζητούν, όλοι μαζί, ζώντας έτσι κοινοτικά. Υπ’ αυτήν την έννοια η Λειτουργία συνάπτει τους διασκορπισμένους ανθρώπους σε μια ενότητα, την Εκκλησία. Φτάνει να δει κανείς τον τρόπο γιορτής όταν ένα ξωκλήσι γιορτάζει τη μνήμη του αγίου όπου είναι αφιερωμένο. Η Θεία Λειτουργία που τελείται σ’ αυτό δεν είναι απλά μέσο αλλά σκοπός, είναι η ίδια η ζωή των πιστών. Όταν μνημονεύεται ο άγιος δεν συντηρείται απλά η συνήθεια της κάθε χρόνο μνημόνευσής του, αλλά υπογραμμίζεται η ουσιαστική χριστοκεντρική και εκκλησιολογική πραγματικότητα, που η Εκκλησία βιώνει με τη λατρεία της. Στα ξωκλήσια η γιορτή ενός αγίου ή μιας αγίας, ζει, εικονίζει και εκφράζει πράξη λειτουργική, που αρχίζει με τον «Ευλογημένη η Βασιλεία του Πατρός» και τελειώνει με τη γνωστή «συστολή» των Τιμίων Δώρων στο Άγιο Ποτήριο μετά τη Μετάληψη. Τότε που ο ιερέας «συστέλλει», δηλαδή συγκεντρώνει στο Άγιο Ποτήριο ότι άλλο υπάρχει στο δισκάριο εκτός από τον Αμνό.

Πρόκειται εδώ, για το συνταίριασμα της θεολογικής διδασκαλίας της Εκκλησίας με τη λαϊκή ευλάβεια και ευσέβεια. Οφείλω, εδώ, να κάμω μια διευκρίνιση προς αποφυγή παρεξηγήσεων. Μιας και μιλώ για λαϊκή ευσέβεια και πως αυτή παίρνει «σάρκα και οστά» στα ταπεινά ξωκλήσια, πρέπει να την κατανοήσουμε υπό το πρίσμα της διατύπωσης ακριβούς θεολογικού λόγου, επισημαίνοντας τις επικίνδυνες υπερβολές, αλλά και την τάση να ειδωλοποιείται η πίστη. Το λέγω αυτό διότι δεν είναι λίγα τα γεγονότα, όπου πολλοί φρονούν ότι η πίστη στο Θεό επιτυγχάνεται με μαγικούς τρόπους.

Ως ακροτελεύτιο της ομιλίας μου λόγο αφήνω τον τρόπο όπου στα ξωκλήσια η λαϊκή ευσέβεια έρχεται και δένει άψογα με την εθιμική και ηθογραφική παράδοση του λαού μας. Παράδοση ζωντανή που ξεκινά από τα αρχέτυπά και τα ριζώματά της μέσα στους αιώνες, τα οποία καθορίζουν και μάλιστα αμετάκλητα το βίο, το χαρακτήρα, την ιδιοφυία  και τον τρόπο γενικότερα που αντιλαμβάνεται την ύπαρξή του ο λαός μας. Έξω απ’ αυτήν την εξελισσόμενη, ζωντανή παράδοση δεν υπάρχει ζωή αυθεντική. Παράδοση που είναι και συνέχειά της. Συνέχεια που ο αξέχαστο Ζήσιμος Λορεντζάτος στις Ρωμιές του μας φέρνει με πρόσωπο με πρόσωπο, νοηματοδοτώντας την με τα εξής ρωμαλέα λόγια: «στα γράμματα (αλλά και σε άλλες εκδηλώσεις κάθε πολιτισμού ανθρωπινού) δεν υπάρχει διαχωριστική γραμμή ανάμεσα σε πεθαμένους και ζωντανούς: και αυτό είναι παράδοση. Έχομε πεθαμένους που κατευθύνουν τη ζωή μας, τη ζωή του σήμερα ή κάθε νιόκοπης γενιάς, όπως έχομε ζωντανούς που όσο περισσότερο φωνάζουν, τόσο περισσότερο βλέπομε πως είναι πρωθύστερα πεθαμένοι: και αυτό είναι παράδοση να ζουν μονάχα οι ζωντανοί (και ας έχουν, καμιά φορά, μερικοί από αυτούς πεθάνει χρόνους πρωτύτερα). Και κάθε νιόκοπη πάλι γενιά, κατευθύνει εκείνη τη ζωή της παράδοσης: και αυτό είναι παράδοση. Από την άποψη αυτή, εκείνο που λέμε ή ονομάζουμε πρωτοποριακό δεν υπάρχει. Είναι μια άπλερη φαντασία μας. Μονάχα η παράδοση υπάρχει πλέρια. Γιατί η παράδοση είναι η ζωή, και μάλιστα η ανώτερη φάση της ζωής που δεν ξεχωρίζει πεθαμένους από ζωντανούς: και αυτό είναι παράδοση. Κάθε φορά που έχομε αληθινή ζωή έχομε παράδοση. Έχομε προσθήκη, περπάτημα, πλουτισμό της παράδοσης. Οι έσχατοι γίνονται πρώτοι, οι πρώτοι έσχατοι. Όσοι αποτελούν την παράδοση μπορεί να πει κανένας πως έχουν όλοι την ίδια πάντα χρονολογία, τη σημερινή. Η παράδοση δεν είναι τα περασμένα ή τα μελλούμενα, αν και είναι περισσότερο τα μελλούμενα παρά τα περασμένα, αφού η παράδοση ζει στο αιώνιο τώρα: και αυτό είναι παράδοση. Μια δύναμη που συμβαδίζει  με τη ζωή και που η ζωή (στην ανώτερη φάση της) συμβαδίζει μαζί της: ζωή και παράδοση ταυτόσημες»[6].

[1] Ομιλία στην παρουσίαση του βιβλίου του κ. Χ. Δεμίρη, Ξωκλήσια της Ερεσού, εκδ. Σύλλογος των απανταχού Ερεσίων «Ο ΘΕΟΦΡΑΣΤΟΣ», Αθήνα 2011, που έγινε στην Ερεσό (8 Αυγούστου 2011).

[2] Για μια πρώτη προσέγγιση του θέματος σημαντικά είναι όσα γράφει στη μελέτη του ο Λ. Σιάσος, Από την εκκλησιαστική στη λαϊκή ευσέβεια, εκδ. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 2010.

[3] Άπαντα, Κριτική έκδοση Ν. Δ. Τριανταφυλλόπουλος, τ. 3ος, εκδ. Δόμος, Αθήνα 1989, 73-74.

[4] «Τριάκοντα ασμάτια», Νέα Εστία τχ. 539(Χριστούγεννα1949)182.

[5] Για το θέμα βλ. Ν. Αικατερινίδης, «Απαρχές (λατρευτικές και ευετηρίας) στη νεοελληνική εθιμολογία», Λαογραφία 37(1993-1994)61-81. Γ. Α. Μέγας, Ελληνικαί εορταί και έθιμα της λαϊκής λατρείας, Αθήναι 1979. Μ. Γ. Βαρβούνης, Λαϊκή λατρεία και θρησκευτική συμπεριφορά των κατοίκων της Σάμου, Αθήνα 1992.

[6] Οι Ρωμιές, εκδ. Δόμος, Αθήνα 1990, 30-31.

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΚΑΡΙΩΤΟΓΛΟΥ, Μαθητικό Συναξάρι. Ιστορίες Παιδείας οδυνηρές και ωφέλιμες, εκδ. Ακρίτας, Αθήνα 2001

Του ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ Ι. ΚΑΛΑΜΑΤΑ

ΜΑΘΗΤΙΚΟ ΣΥΝΑΞΑΡΙ - ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΟΔΥΝΗΡΕΣ κ ΩΦΕΛΙΜΕΣ

(Εξώφυλλο της 1ης έκδοσης, εξαντλημένης)

Αν και κυκλοφορεί η 2η έκδοση (Γρηγόρη, Αθήνα 2013), το εν λόγω βιβλίο πρωτοκυκλοφόρησε το 2001 από τις εκδόσεις Ακρίτας. Όταν το διάβασα, αναπαύτηκα πνευματικά. Από τότε, σχεδόν κάθε χρόνο, πριν ανοίξουν τα σχολειά, εκεί στο μεταίχμιο Αυγούστου – Σεπτεμβρίου, το ξεφυλλίζω, παίρνοντας δύναμη για τη νέα σχολική χρονιά που θα ‘ρθει. Με τρόπο γλωσσικά λιτό και ανεπιτήδευτο, ο  αγαπητός συνάδελφος Αλ. Καριώτογλου μέσα από μικρές ιστορίες παιδείας οδυνηρές και ωφέλιμες, παρουσιάζει στους αναγνώστες, δασκάλους, καθηγητές και ιδιαίτερα στους θεολόγους συναδέλφους, τον τρόπο όπου η ελληνορθόδοξη ορθόδοξη πίστη και αγωγή στο σχολείο, ξεφεύγει από τα στερεότυπα του ευσεβισμού και γίνεται βίωμα και εν Χριστώ Ζωή. Ιστορίες όπως «Χριστός Ανέστη, Σάρα!», «Δεν αγαπώ το Θεό, είναι άδικος», «Ένας δύσκολος προϊστάμενος», «Αντώνης ο αμαρτωλός», «Το δάκρυ του Ηλία», «Τι είναι αγάπη;», «Μάθημα στο νεκροταφείο», «Μάθημα Εικονομαχίας», «Σήμερα …ξαναβαφτίστηκα», ιστορίες πραγματικές, μυούν τον αναγνώστη σε ένα τρελό πανηγύρι αυτοπροσφοράς και αληθινής κατάθεσης ψυχής.

Μαθητικό Συναξάρι

(Εξώφυλλο της 2η έκδοσης)

Με δύο βιβλία ανά χείρας…

JOSEPH ROTH και ROBERT MUSIL για μια καλή σπουδή του πρώτου μισού του 20ού αιώνα. Κλασικά πια λογοτεχνικά έργα, με ερμηνευτικό ιστορικό εύρος· άλλωστε θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν και λίαν προφητικά, για όσα σήμερα συμβαίνουν στην Ευρώπη, μιας και με ακρίβεια περιγράφουν τις δικτατορίες του περασμένου αιώνα.

Πού να πάω εγώ, ένας Τρόττα;

Η “Kρύπτη των Καπουτσίνων, το μυθιστόρημα που συμπληρώνει το αριστούργημα του Γιόζεφ Ροτ “Το Εμβατήριο του Ραντέτσκυ”, είναι μια μελαγχολική, συγκινητική ελεγεία για τον χαμένο κόσμο της Αυστροουγγρικής Αυτοκρατορίας. Εξιστορεί την ανέμελη ζωή ενός μέλους τρίτης γενιάς της περίφημης οικογένειας Τρόττα στα χρόνια πριν τον Πρώτο Παγκόσμιο πόλεμο, την ενθουσιώδη στράτευση και την άδοξη σύλληψή του και εξορία στην Σιβηρία, την απόδρασή του, την απώλεια των ψευδαισθήσεων για τα στρατιωτικά ιδεώδη, την επιστροφή του και την αποστράτευσή του. Σε μια μεταπολεμική Βιέννη που μαστίζεται από οικονομική κρίση, όπου οι παλιές οικογένειες έχουν χάσει όλα τα προνόμιά τους, ο Τρόττα προσπαθεί να αναβιώσει έναν προβληματικό γάμο και να συμβιβαστεί με τη σκληρή και περίπλοκη κοινωνική πραγματικότητα της Βιέννης, καθώς εμφανίζονται τα πρώτα σημάδια της ναζιστικής ωμότητας που καταφθάνει απειλητικά.

Το τέλος είναι μια γυμνή αυτοπροσωπογραφία του Γιόζεφ Ροτ. Δεν είναι το πρόσωπο ενός μυθιστορηματικού ήρωα σε κάποια φανταστική κατάσταση. Είναι το συναίσθημα στο οποίο ο Ροτ δίνει φωνή in propria persona σε όλα τα γραπτά του εκείνης της εποχής: η ατμόσφαιρα της οριστικής κατάρρευσης και της απελπισίας, όπως βιώνεται κι εκφράζεται στα κείμενά του του 1935 με 1938.

ΔΥΟ ΑΞΙΟΠΡΟΣΕΚΤΕΣ ΚΡΙΤΙΚΕΣ:

  • http://www.kathimerini.gr/820021/article/politismos/vivlio/o-atelhs-8rhnos–enos-megaloy-syggrafea
  • http://www.kathimerini.gr/803500/article/politismos/vivlio/mia-elegeia-gia-to-xameno-parel8on

“Οι αναστατώσεις του οικότροφου Ταίρλες” υπήρξε το πρώτο βιβλίο του Ρόμπερτ Μούζιλ και, παρ’ όλο που το έγραψε σε ηλικία είκοσι πέντε ετών, συγκαταλέγεται, σύμφωνα με την έγκυρη εφημερίδα “Die Zeit”, ανάμεσα στα εκατό αριστουργήματα της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Πρόκειται για ένα βιβλίο προφητικό, γιατί περιγράφει με ακρίβεια τις δικτατορίες του εικοστού αιώνα, αλλά αποτελεί και μια θαυμάσια ανάλυση της εφηβείας, που στηρίζεται σε αληθινά γεγονότα.
Ο νεαρός Ταίρλες ανακαλύπτει συνεχώς τον εαυτό του και τον κόσμο, τρομάζει και απορεί. Μέσα σ’ ένα αυστηρό ίδρυμα των αρχών του εικοστού αιώνα, όπου εκπαιδεύονται τα παιδιά των καλύτερων οικογενειών της Αυστρίας, συμβαίνουν τρομερά πράγματα. Μέσα στο ημίφως, σε μικρά καμαράκια κάτω από τη στέγη ή κάτω από τη γη, συνυπάρχει ένας άλλος κόσμος, που για να τον βρεις δε χρειάζεται παρά να χρησιμοποιήσεις μια σκάλα αυτού του “αξιοπρεπούς κτιρίου”.

ΜΙΑ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΥΣΑ ΚΡΙΤΙΚΗ: 

  • http://rnbnet.gr/details.php?id=11262