Αρχείο ετικέτας Βιβλιοπαρουσιάσεις

Ανάστημα της ποίησης

Γράφει ο Α. Ι. Καλαμάτας

ΤΑΣΟΥΛΑ ΚΑΡΑΓΕΩΡΓΙΟΥ, Ναυαγού τάφος ειμί (επιτύμβια επιγράμματα από την Παλατινή Ανθολογία), εκδ. Γαβριηλίδης, Αθήνα 2016

«Ένα νεκροταφείο είναι όλος ο κόσμος του πολιτισμού μας», γράφει στον Λύκο της στέπας ο κορυφαίος Γερμανός συγγραφέας Έρμαν Έσσε. Και πράγματι δεν έχει άδικο, φτάνει να σκεφτεί κανείς ό,τι ο θάνατος συνιστά τη βασικότερη δοκιμασία του ανθρώπινου προσώπου. Γράφοντας ετούτες τις γραμμές για το ενδιαφέρον βιβλίο της φιλολόγου καθηγήτριας Τασούλας Καραγεωργίου με τίτλο Ναυαγού τάφος ειμί (επιτύμβια επιγράμματα από την Παλατινή Ανθολογία), που πρόσφατα κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Γαβριηλίδης, συνοδευμένο με ζωγραφιές του Γιώργου Ξένου, ήρθε στο νου μου εκείνη η ξεχωριστή τοιχογραφία στη μονή Βαρλαάμ των Μετεώρων, η οποία παριστάνει τον αββά Σισώη, ασκητή των αρχών του 4ου αιώνα, με υψωμένα τα χέρια κι έκπληκτη έκφραση να σκύβει πάνω σε μια μαρμάρινη σαρκοφάγο που μέσα της έχει το σκελετό του Μ. Αλεξάνδρου. Στην επιγραφή, εντός περίτεχνου πλαισίου, ένα ασκημένο μάτι στην ανάγνωση επιγραφών θα διαβάσει τα εξής ποιητικότροπα λόγια του αγίου Ιωάννου του Δαμασκηνού: «ορώ σε τάφε, δειλιώ σου (την) θέαν κ(αι) καρδιοστάλακτον δάκρυον χέω. Χρέος το κ(οι)νόφλητον εις νουν λαμβάνω. Πώς γαρ [μέλλω διελ]θείν πέρ(ας)τοιούτον, αι [θάνατε, τις δύναται] φυγ[είν] σε;»

Κάμω αυτούς τους ιδιότυπους θα ‘λεγα συλλογισμούς, καθώς το βιβλίο της κας. Καραγεωργίου αποτελεί ξεχωριστή έκδοση για την ελληνική βιβλιογραφία του 2016. Και ετούτο γιατί η συγγραφέας καταφέρνει να προσαρμόσει ένα μνημειώδες κείμενο της αρχαιοελληνικής και  βυζαντινής γραμματολογίας στο σημερινό κοινωνικό και πολιτισμικό γίγνεσθαι. Πρόκειται για τη γνωστή Παλατινή Ανθολογία (Anthologia Palatina), καθιερωμένη σήμερα στη φιλολογική έρευνα με την ονομασία Anthologia Graeca, η οποία περιλαμβάνει 4000 περίπου ποιήματα, χωρισμένα σε 15 βιβλία, που καλύπτουν μια μακρά χρονική περίοδο 17 αιώνων (από τον 7ο π. Χ., μέχρι και τον 10ο μ.Χ.).

Αυτό το βιβλίο πριν δύο εβδομάδες, παρουσία της ίδιας συγγραφέως, έγινε γνωστό στο βιβλιόφιλο κοινό της Μυτιλήνης στην ωραία εκδήλωση που οργάνωσε και φιλοξένησε το βιβλιοπωλείο της πόλης μας Book and Art, με ομιλητές τον Παναγιώτη Σκορδά, δρ. Φιλολογίας του ΕΚΠΑ και τον Παύλο Τριανταφυλλίδη, προϊστάμενο της Εφορείας Κλασικών Αρχαιοτήτων Λέσβου. Διαβάζοντάς το μέσα σε μια βραδιά, διαπίστωσα ό,τι πρόκειται για ένα βιβλίο που άνετα θα μπορούσε να προσαρμοστεί στις διδακτικές ανάγκες αρκετών μαθημάτων που διδάσκονται στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση, κυρίως στο Λύκειο, όπως λόγου χάριν όλα τα φιλολογικά και εικαστικά μαθήματα, τα θρησκευτικά, την κοινωνιολογία. Ενταγμένο, βέβαια, στο πλαίσιο της διαθεματικότητας και της διεπιστημονικότητας. Ετούτη η πρότασή μου, δεν σχετίζεται μόνο με το φιλολογικό και ιστορικό περιεχόμενο του βιβλίου, το οποίο με περίτεχνο τρόπο η συγγραφέας μεταφέρει στον ειδικό αναγνώστη. Σχετίζεται και με το λίαν επίκαιρο πρόβλημα που σήμερα βιώνει ολάκερη η ανθρωπότητα, κι αυτό δεν είναι άλλο από την προσφυγιά και τη μετανάστευση. Γι’ αυτό ειδικά το ζήτημα η εκπαίδευση οφείλει να διαδραματίσει πρωταγωνιστικό ρόλο, κομίζοντας στους μαθητές και τις μαθήτριες κουλτούρα ανοχής και συναδέλφωσης με κάθε πολιτισμικά διαφορετικό άνθρωπο.

Όπως θα διαπιστώσει ο αναγνώστης, οι άριστες μεταφραστικές δοκιμές που κάμει η συγγραφέας των επιτύμβιων επιγραμμάτων από το έβδομο βιβλίο της Παλατιανής Ανθολογίας, αφορούν ναυαγούς και ναυάγια ανθρώπων αλλοτινών καιρών αυτού του κόσμου. Κύριο, όμως, χαρακτηριστικό αυτών των μεταφραστικών δοκιμών είναι η προσαρμογή τους στις σημερινές τραγικές εικόνες αντίστοιχων ναυαγών και ναυαγίων με πρόσφυγες και μετανάστες στη Μεσόγειο Θάλασσα. Εξ’ ου και η άκρως πετυχημένη «εικαστική ανάγνωση» του γνωστού ζωγράφου Γιώργου Ξένου, με έργα που αποτυπώνουν «την τραγικότητα του ανθρώπου στην αιώνια πάλη του με το υγρό στοιχείο», (σ. 9). Ειλικρινά στην ανάγνωση που έκαμα, οι προσλαμβάνουσες παραστάσεις των ζωγραφικών έργων του Γιώργου Ξένου, γραμμικά με ταξίδεψαν πίσω στο χρόνο, αλλά και με γοργούς διασκελισμούς ταυτόχρονα με μετέφεραν στην τραγικότητα σημερινών ναυαγών και ναυαγίων των προσφύγων και μεταναστών. «Ναυαγού τάφος ειμί»: παρελθόν και παρόν συνυπάρχουν. Σ’ αυτήν την αυθαίρετη, αν θέλετε, προσωπική υποψία, η λειτουργία του χρόνου μέσα από δραματικές εικόνες, θέλω να πιστεύω ό,τι συνεγείρει ανθρώπινες συνειδήσεις για πρόσφυγες και μετανάστες που στην προσπάθειά τους να αναζητήσουν μια καλύτερη ζωή, βιώνουν τις συνέπειες του θανάτου χάνοντας τη ζωή τους μέσα στη θάλασσα, φαινόμενο άλλωστε τόσο παλαιό: «ναυαγός είμ’ εγώ που βλέπεις· / κι αν ντράπηκε η θάλασσα / που μ’ έχει σκοτώσει / να γυμνώσει το σώμα μου από τ’ άθλια τα ράκη, / με χέρια ξεδιάντροπα άνθρωπος μ’ έχει ξεντύσει, / ντροπή τόση αποκτώντας όσο το κέρδος του. / Και μακάρι μ’ αυτά να ντυθεί / και μ’ αυτά στο παλάτι του Άδη να πάει / και ο Μίνωας είθε εκεί να τον δει / να φορεί τα δικά μου κουρέλια», (σ. 93).

Ορθά η συγγραφέας σημειώνει ό,τι οι σύντομες αφηγήσεις των επιτύμβιων σημάτων με θέμα τη βίαιη διακοπή της ζωής «κατά τη διάρκεια της πάλης του ανθρώπου με το ακαταμάχητο θηρίο της θάλασσας», (σ. 9), στη μακρά διαδρομή των αιώνων αφήνουν τον απόηχό τους και στα αντίστοιχα «θαλασσινά μοιρολόγια και αφηγηματικά τραγούδια της δημοτικής  ποίησης». Κι όχι μόνον. Αλλά και σε εικόνες σημερινές, τραγικές, σαν κι αυτή του τρίχρονου Σύρου Αϊλάν που πέρυσι το νεκρό σώμα του πετάχτηκε από τα κύματα της θάλασσας στα τουρκικά παράλια. Σ’ αυτήν την εικόνα, άνετα θα ταίριαζε το επίγραμμα του Αντίπατρου Σιδωνίου (2ος αιώνας π. Χ.), για τον «μικρόν Κλεόδημον». Η μετάφραση του εν λόγω επιγράμματος από την κα. Καραγεωργίου, πραγματικά είναι γροθιά στο στομάχι: «Τον μικρούλι Κλεόδημο, / βυζανιάρικο βρέφος, ακόμα, καθώς / στο πλευρό στηρίζονταν του πλοίου / βοριάς θρακικός το παρέσυρε / μέσα στ’ άγριο το πέλαγος / και το κύμα ευθύς την ψυχή του μωρού την αφάνισε. / Αχ Ινώ, ανελέητη νύμφη της θάλασσας, / τον ομήλικο του Μελικέρτη / απ’ τον  Άδη τον μαύρο δεν γλίτωσες», (σ. 39). Τολμώ ετούτο τον παραλληλισμό, κεντρίζοντας μέσα μου τη δύναμη να πω ό,τι η ποιητική κληρονομιά της αρχαιότητας και της βυζαντινής περιόδου – εδώ η Παλατινή Ανθολογία – όταν περίτεχνα συνταιριάζεται και προσαρμόζεται με σημερινά γεγονότα, δείχνει τη μακρά διάρκειά της στο χρόνο. Αυτό, άλλωστε, αποδεικνύεται αν κανείς λάβει υπόψη αυτά που γράφουν γι’ αυτήν οι P. E. Easterling – B. M. W. Knox, «το επίγραμμα είναι ιδιαίτερα ταιριαστό στην καλοδιατυπωμένη και σύντομη έκφραση του αισθήματος, και συγγραφείς απ’ όλες τις περιόδους έγραψαν για τις μεταπτώσεις της ζωής και ιδιαίτερα για το θάνατο», (στο: Ιστορία της Αρχαίας Ελληνικής Λογοτεχνίας, μτφρ. Ν. Κονομή, Χρ. Γριμπά, Μ. Κονομή, εκδ. Παπαδήμα, Αθήνα 2000, σ. 809. Πρβλ. Albin Lesky, Ιστορία της Αρχαίας Ελληνική Λογοτεχνίας, μτφρ. Α. Τσοπανάκης, εκδ. Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 1972, σσ. 1020-1021).

Για την Παλατινή Ανθολογία η βιβλιογραφία είναι εκτεταμένη. Σχετικές ειδήσεις ο αναγνώστης μπορεί να βρει στο λήμμα «Ανθολογία Παλατινή· Anthologia Papatina» του Λεξικού Αρχαίων Συγγραφέων Ελλήνων και Λατίνων του Paul Kroh, μτφρ. Δ. Λυπουρλής – Λ. Τρομάρας, εκδ. University Studio Press, Θεσσαλονίκη 1996, σσ. 65-66. Αξιοσημείωτες είναι και οι πολλές εκδόσεις της, με βασική εκείνη του F. Jacobs στη Λειψία κατά τα έτη 1794-1803 σε 13 τόμους. Αντίτυπα αυτής της έκδοσης βρίσκονται στην ιστορική βιβλιοθήκη του παλαιού Γυμνασίου Μυτιλήνης. Αξιοσημείωτες, όμως, είναι και οι μεταφράσεις της στη λατινική, αγγλική, γερμανική, γαλλική και την ιταλική γλώσσα. Στην ελληνική, από την πληθώρα των μεταφράσεων που κατά καιρούς έχουν γίνει, ενδεικτικά αναφέρω του Παναγή Λεκατσά, του Άρη Δικταίου, του Γιώργου Ιωάννου και του Οδυσσέα Ελύτη.

Η συγγραφέας Τασούλα Καραγεωργίου, διδάκτωρ Φιλολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Κρήτης και σχολική σύμβουλος φιλολόγων, έχει στο ενεργητικό της κι άλλα βιβλία, οκτώ ποιητικές συλλογές, δύο μεταφράσεις, ένα δοκίμιο κι ένα λυρικό αφήγημα για παιδιά. Το τελευταίο της εδώ σήμερα παρουσιαζόμενο βιβλίο δεν απευθύνεται μόνο σε ειδικό κοινό, αλλά και σε κάθε βιβλιόφιλο αναγνώστη. Εύχομαι να ‘ναι καλοτάξιδο.

Η ΑΛΩΣΗ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ· Επιστημονική Επιμέλεια: Ευάγγελος Χρυσός, εκδ. Ακρίτας, Αθήνα 1994, σσ. 391· [Συλλογικός Τόμος]

Γράφει ο Α. Ι. ΚΑΛΑΜΑΤΑΣ

Η έρευνα για την Άλωση της Κωνσταντινούπολης στις 29 Μαΐου 1453  εμπλουτίστηκε με τον παρόντα τόμο. Πρόκειται για συλλογική προσπάθεια ειδικών επιστημόνων που καταγράφουν τις ιστορικές συντεταγμένες που οδήγησαν στην πτώση της Βασιλεύουσας. Μολονότι τα γεγονότα της Άλωσης έχουν επανειλημμένα αναλυθεί και ερμηνευτεί, ο παρών τόμος προσφέρει στην ιστορική έρευνα ένα corpus μελετημάτων, οι οποίες σκιαγραφούν πολύπλευρα τις τελευταίες ημέρες της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας.

Η συλλογή των κειμένων, όπως υπογραμμίζει ο επιμελητής του τόμου καθηγητής βυζαντινολόγος Ευάγγελος Χρυσός, έγινε «sine ira et studio» και την ευθύνη για το περιεχόμενο τους έχουν αποκλειστικά οι συγγραφείς τους. Αυτό συνακόλουθα καταδεικνύει και τις «ερμηνευτικές τάσεις» του κάθε μελετήματος. Η ερμηνεία των ιστορικών γεγονότων της Άλωσης συντελείται στο πλαίσιο της διακρίβωσης αυτών, υπό την «οπτική γωνία του κάθε ερευνητή». Ωστόσο, στην προσέγγιση και την κατανόησή τους παραμένει σταθερή η άποψη ότι η πτώση της Πόλης το 1453 δεν έγινε απροσδόκητα. Στην προκείμενη περίπτωση, η δουλεία που προέκυψε επέφερε μεν την πνευματική κατάπτωση, επέτρεψε δε στο Γένος να ανασυντάξει τις δυνάμεις του και  να επιβιώσει. Τούτο άριστα μπορεί κανείς να το διαγνώσει στο γεγονός ότι στη μακρά περίοδο της Οθωμανοκρατίας ο Ελληνισμός ανάπλασε το παρόν με το παρελθόν του, συντήρησε τη μακραίωνη βυζαντινή παράδοση και αφομοίωσε νέες ιδέες, όπως αυτές της Αναγέννησης και του Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού, στοχεύοντας έτσι στην Εθνική Παλιγγενεσία του 1821.

Οι περισσότερες μελέτες του παρόντος τόμου συγκλίνουν στην παραπάνω θέση. Η πρώτη, του Ph. Serrand, τιτλοφορούμενη «Η καταστροφή μιας εικόνας», παρουσιάζει με τρόπο ποιητικό, την «εσωτερική εικόνα» της Πόλης προς τον κόσμο της Δύσης και της καθ’ ημάς Ανατολής. Εδώ, η «εσχατολογική διάσταση» των γεγονότων, δείχνει τη «στάση των ίδιων των Βυζαντινών απέναντι στη μοίρα της Πόλης τους». Είναι γνωστό, άλλωστε, ότι η αίσθηση του τέλους της Κωνσταντινούπολης, για τους Ρωμηούς κατοίκους του πρώτου μισού του 15ου αιώνα, θεωρήθηκε ως αντανάκλαση φυσικών φόβων που προερχόταν από την εμπειρία πολλών επιθέσεων και πολιορκιών. Προσεκτική ανάλυση των πρωτογενών πηγών, καταδεικνύει πως σκοτεινές και αλύτρωτες δυνάμεις καταστροφής και διαφθοράς της ιδιωτικής και δημόσιας βυζαντινής κοινωνίας ενέδρευαν παντού, εξωθώντας τον επίλεκτο λαό της Νέας Ιερουσαλήμ να εκπίπτει από την υψηλή κλήση στην οποία είχε κληθεί. Για το λόγο αυτό δεν ήσαν λίγοι οι βυζαντινοί λόγιοι που πίστευαν ότι κάθε εσωτερικός ή εξωτερικός εχθρός, όπως η πανώλη, ο πόλεμος, ακόμη και οι σεισμοί, αποτελούσαν θεϊκή παρέμβαση ως τιμωρία για αμαρτίες που είχαν διαπραχθεί. Ο Ιωσήφ Βρυέννιος ο πυρίπνους σοφός διδάσκαλος, γνωστός από τη ρήση του «ουκ αρνησόμεθά σε, φίλη ορθοδοξία, ου ψευσόμεθά σε, πατροπαράδοτον σέβας», στον 14ο αιώνα, όταν το κακό της πτώσης της Βασιλεύουσας φαινόταν μη αναστρέψιμο, με λεπτομερή τρόπο καταγράφει την αντίσταση ολίγων στην κατάσταση φθοράς στην οποία είχε περιέλθει μεγάλο μέρος του βυζαντινού λαού: «Αν η εικόνα των τιμωριών που μας επιβάλει ο Θεός, προκαλεί αμηχανία και σύγχυση, ας αναλογιστούμε τους παραλογισμούς μας και τότες θα εκπλαγούμε γιατί ακόμη δεν μας κτύπησε κεραυνός… Παραπονιόμαστε στο Θεό είτε βρέχει είτε δε βρέχει, είτε κάνει κρύο είτε κάνει ζέστη, πως δίνει πλούτο στον ένα ενώ αφήνει τον άλλο φτωχό, πως πνέει νοτιάς ή έρχεται καταιγίδα από βοριά, και εντελώς απλά μεταμορφωνόμαστε σε αδιάλλακτους δικαστές του Θεού. Πολλοί από μας αδιάντροπα βλασφημούν την ορθόδοξη πίστη, το Σταυρό, το Νόμο, τους αγίους, τον ίδιο το Θεό, όταν ακόμη κι ένας άπιστος δε θα έκανε τόσο πολύ… Αυταπατόμαστε όταν πιστεύουμε στους αστρολόγους, πως η ύπαρξή μας δηλαδή κατευθύνεται από τις Ώρες, την Τύχη, τις Μοίρες, την Ειμαρμένη, τα σημάδια του Ζωδιακού Κύκλου και των Πλανητών. Είμαστε βέβαιοι πως οι Νηρηίδες ζουν στη θάλασσα και πως Στοιχειά υπάρχουν παντού…  Προσέχουμε τα όνειρα και πιστεύουμε πως λένε το μέλλον. Κρεμάμε φυλακτά στο λαιμό μας και εξασκούμε τη μαντεία… Απομακρυνόμαστε ακόμη πιο πολύ και από την αρετή ψάχνοντας συνεχώς το κακό… Αυτές και άλλες είναι οι αμαρτίες που μας καθιστούν αξίους των τιμωριών μας, με τις οποίες ο Θεός μας επισκέπτεται ως πληρωμή γι’ αυτά τα λάθη και άλλες ίσης βαρύτητας κακοήθειες. Έτσι τιμωρεί ο Θεός το λαό Του»[1]. Η περιγραφή αυτή μαρτυρά τη αίσθηση πως το πλήθος των αμαρτιών της Πόλης έκαμε αναπόφευκτη τη θεία εκδίκηση και δεν υπάρχει αμφιβολία πως για τους βυζαντινούς το τέλος της, πέρα από οποιαδήποτε ιστορική ερμηνεία, προήλθε και μέσα από ένα ισχυρό κτύπημα εσωτερικών εχθρών έχοντας εσχατολογική διάσταση.

Η δεύτερη μελέτη, γραμμένη από τον Γ. Πρίντζιπα, εκθέτει τους  ιστορικούς, αυτόπτες μάρτυρες της Άλωσης. Οι Γ. Σφραντζής, Δούκας, Μ. Κριτόβουλος και Λ. Χαλκοκονδύλης προσεγγίζονται με βάση την παλαιότερη μελέτη του Ν. Β. Τωμαδάκη[2].

Η τρίτη μελέτη του Αθανάσιου Αγγέλου παρουσιάζει αρκετό ενδιαφέρον. Προσεγγίζει από διαφορετική σκοπιά τον πρώτο μετά την Άλωση Οικουμενικό Πατριάρχη Γεννάδιο Β΄ Σχολάριο. Για λόγους που έχω εξηγήσει σε σχετικό άρθρο μου[3], η μελέτη του κ. Αγγέλου παρακάμπτει τη μοναδική ως σήμερα μονογραφία του π. Θ. Ζήση, Γεννάδιος Β΄ Σχολάριος Βίος – συγγράμματα – διδασκαλία, Πατριαρχικό Ίδρυμα Πατερικών Μελετών, Θεσσαλονίκη 1980. Ωστόσο, η άποψή του ότι ως «βυζαντινός λόγιος» ο Γεννάδιος είχε μια ιδιότυπη στάση, που τον έκανε να εξαρτιέται από το δυτικό σχολαστικισμό, φρονώ ότι είναι διερευνήσιμη, στο πλαίσιο της συσχέτισής του με τον Θωμά Ακινάτη, τον οποίο και εκτενώς είχε μεταφράσει.

Ακολουθούν δύο μελέτες παρόμοιες ως προς τη θεματολογία τους. Η μία, του Κ. Κωνσταντινίδη παρουσιάζει τους Κωνσταντινοπουλίτες πρόσφυγες στην Μεγαλόνησο και τη δραστηριότητά τους στην αντιγραφή χειρογράφων στη Μονή Μαγγάνων, και η άλλη της Μ. Ευθυμίου, διαπραγματεύεται το ρόλο που έπαιξαν οι Εβραίοι κατά τις ημέρες της Άλωσης.

Τον  Νικόλαο Κουζάνο, φιλόσοφο-θεολόγο και το έργο του «De pace fidei» προσεγγίζει ο Γερμανός ιστορικός E. Meuthen. Υπό τη σκιά της άλωσης της Πόλης ο Ν. Κουζάνος, συνέγραψε τον παραπάνω διάλογο, διαπνεόμενος από την ιδέα της συγκλίσεως των θρησκειών.

Η έβδομη μελέτη, του W. Brandmuller παρουσιάζει την αντίδραση της Ρώμης στην  πτώση της Κωνσταντινούπολης. Η αξιοπιστία όμως του άρθρου είναι ελέγξιμη, γιατί με κέντρο βάρους τη στάση του Πάπα Νικολάου Ε΄ και όσα συνέβησαν στη Σύνοδο Φερράρας – Φλωρεντίας (1438-1439), ο συγγραφέας επιχειρεί  μονοσήμαντη και μεροληπτική θεώρηση των γεγονότων, στηριζόμενος  σε μονομερείς ως επί το πλείστον πηγές, όπως του G. Hofmann και του J. Gill, και αποσιωπώντας τα απομνημονεύματα του Σίλβεστρου Συρόπουλου, αλλά και το έργο του Κ. Γιαννακόπουλου, Βυζαντινή Ανατολή και Λατινική Δύση, Εστία, Αθήνα 1966, σσ.131-170.

Τα επόμενα τέσσερα άρθρα παρουσιάζουν τον απόηχο που είχε η Άλωση της Βασιλεύουσας στον σλαυϊκό και ισλαμικό κόσμο. Η J. Kalic, μελετά το ρόλο των Σέρβων κατά την πτώση της, οι V. Tapkova-Zaimova και A. Miltenova, προσεγγίζουν την Άλωση μέσα από την ιστορικοαποκαλυπτική λογοτεχνία της Βουλγαρίας, ο ρώσος ιστορικός D. Afinogenov παραθέτει άγνωστες ειδήσεις για την Άλωση μέσα στα ρωσικά χρονικά και ο S. Aksin παρουσιάζει την οθωμανική άποψη γι’ αυτή.

Εξίσου σημαντικές είναι και οι επόμενες τρεις μελέτες. Ο Μ. Βαρβούνης προσφέρει μια διεισδυτική προσέγγιση των «λαϊκών αντιλήψεων» των Ελλήνων για την Άλωση. Λαϊκές παραδόσεις, δημοτικά τραγούδια και διηγήσεις, δικαιολογούσαν κατά πολύ το χαρακτηρισμό της Πόλης ως «εθνικό και θρησκευτικό σύμβολο». Ο W. Puchner περιγράφει τη θεατρική δραματουργία του 16ου και 17ου αιώνα και τον αντίκτυπο που είχε σ’ αυτή η Άλωση. Τέλος, ο πρωτοπρ. Γ. Δ. Μεταλληνός με τον ευαίσθητο πάντα τρόπο που χαρακτηρίζει το λόγο του μας πλοηγεί στην ιστορική πορεία του Γένους μετά την Άλωση. Βασικός άξονας των απόψεων του πατρός Γεωργίου είναι η οικουμενική συνείδηση της Ρωμανίας, στη βυζαντινή και μεταβυζαντινή διάστασή της.

Τις σελίδες του συγκεκριμένου έργου κοσμούν πολλές λιθογραφίες και χαλκογραφίες της Κωνσταντινούπολης. Ξεχωριστή είναι η χαλκογραφία του 1728 που παρατίθεται στο τέλος του τόμου. Το παράρτημα με τα χρονικά της Άλωση είναι ο μεγεθυντικός φακός, απ’ όπου αυτούσια έρχονται κοντά μας τα ιστορικά γεγονότα.

[1] L’ Etat intellectuel et moral des Byzantins au XIVe siècle, Mélanges Charles Diehl, vol. I, Paris,  225.

[2] Δούκας, Κριτόβουλος, Σφραντζής, Χαλκοκονδύλης. Περί Αλώσεως της Κωνσταντινουπόλεως, Αθήναι 1953.

[3] Ο Ποιμήν, 63 (1998) 149-151.

Δημοσιεύθηκε παλαιότερα στον ιστότοπο:

Η ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΜΕΣΟΠΕΛΑΓΑ

ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ Ν. ΜΟΣΧΟΣ Συνοπτική ιστορία της Χριστιανικής Εκκλησίας. Η πρώτη χιλιετία τ. Α΄, εκδ. Ακρίτας, Αθήνα 2008, σσ. 244 + Γενικό Ευρετήριο σσ. 12

Γράφει ο Α. Ι. ΚΑΛΑΜΑΤΑΣ

Παλαιότερα ο π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ τεκμηριώνοντας την άποψη περί ιστορικότητας της χριστιανικής πίστης, με χαρακτηριστικό τρόπο υποστήριζε ότι ο Χριστιανισμός ως «θρησκεία των ιστορικών», «καταφεύγει δυναμικά στην ιστορία». Γι΄ αυτό και η διδασκαλία του είναι «μαρτυρία πίστεως σε ορισμένα γεγονότα του παρελθόντος, σε ορισμένα συγκεκριμένα δεδομένα της ιστορίας». Δίνοντας έμφαση στην ιστορικότητα του ίδιου του χριστιανικού Πιστεύω, ο επιφανής Ρώσος ορθόδοξος κληρικός και ιστορικός, έλεγε ότι αυτό «περιέχει την όλη ουσία του Χριστιανισμού σ’ ένα απλό ιστορικό σχεδίασμα σαν μια “ιστορία της σωτηρίας” από τη δημιουργία προς την τελείωση, προς την έσχατη κρίση και το τέλος της ιστορίας»[1].

Η επίδραση που άσκησε ο π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ, στους μεταγενέστερους εκκλησιαστικούς ιστορικούς υπήρξε τεράστια. Τούτο μπορεί κανείς να το διαγνώσει και στο παρουσιαζόμενο εδώ βιβλίο του Δημητρίου Ν. Μόσχου, Καθηγητή στη Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Η γοητεία της σπουδής σε όποιον σελίδα – σελίδα το περιδιαβεί, θα σηματοδοτηθεί από την ανακάλυψη μιας συνιστώσας των ιστορικών τεκμηρίων, τις οποίες πρώτος ο π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ έθεσε στο πολύπλευρο και διεισδυτικό συγγραφικό του έργο, στις τάσεις των οποίων όλο και περισσότερο θητεύει σήμερα η εκκλησιαστική ιστορική επιστήμη.

Είναι πράγματι γεγονός ότι η σύγχρονη εκκλησιαστική ιστοριογραφία, απαλλαγμένη από αδυναμίες παλαιότερων εποχών έχει καταφέρει να αποτυπώσει ένα διαφορετικό λόγο, που συνεχώς ιχνηλατεί πρόσωπα και γεγονότα, βλέποντας την Εκκλησιαστική Ιστορία ως ιστορικό και θεολογικό έργο. Έγνοια του εκκλησιαστικού ιστορικού είναι δυναμικά πάντοτε, άλλοτε να θεάται κι άλλοτε να αποτιμά το μακρινό και εγγύτερο θεολογικό και εκκλησιαστικό παρελθόν. Για τον εκκλησιαστικό ιστορικό που θέλει να έχει καλή σχέση με την επιστήμη που υπηρετεί, είναι αυτόδηλο ότι το υφάδι της ενασχόλησής του με ιστορικά γεγονότα και πρόσωπα που σχετίζονται με την Εκκλησία και το έργο της, στη διαδρομή δύο χιλιάδων και πλέον ετών, με τα πρόσωπα που τη διακονούν, αλλά και γενικότερα με τη Θρησκευτική Ιστορία[2] δομείται πάνω σ’ ένα βασικό άξονα. Πέραν της αντικειμενικότητας[3], η σχέση του ίδιου του εκκλησιαστικού ιστορικού με τα ίδια τα εκκλησιαστικά ιστορικά γεγονότα εξαρτάται πάντα από τον τρόπο που τα καταγράφει και τα ερμηνεύει. Κύρια επιδίωξή του είναι η νηφάλια προσέγγιση και ανάλυσή τους, στην προοπτική που θέλει τον χριστιανό ιστορικό, να βλέπει την ιστορία σαν «μυστήριο και τραγωδία – μυστήριο της σωτηρίας και τραγωδία της αμαρτίας»[4].

Όσον αφορά τώρα στην παρουσίαση του συγκεκριμένου βιβλίου, ευθύς εξ αρχής, θα ήθελα να ξεκαθαρίσω δύο θεωρητικά ζητήματα. Το πρώτο σχετίζεται με την Εισαγωγή (σσ. 17-34). Ο συγγραφέας μετά από μια σύντομη ανασκόπηση διαφόρων ιστορικών σχολών που αναπτύχθηκαν κυρίως από την εποχή του Διαφωτισμού και ύστερα, και οι οποίες επηρέασαν η καθεμιά την Εκκλησιαστική Ιστορία, (διαφωτιστικός ορθολογισμός, θετικισμός, ιδεαλισμός, ρομαντισμός, σχολή των Annales, ρωσική θεολογία της Sobornost, θεολογική γενιά του ’60), προβαίνει στην πραγμάτευση της ύλης με επιστημονικά κριτήρια και προτάσεις, για μια θεολογική ερμηνεία των γεγονότων της μακραίωνης ιστορικής διαδρομής της Χριστιανικής Εκκλησίας.

Συγκεκριμένα υποστηρίζει ότι, ο εκκλησιαστικός ιστορικός οφείλει να τοποθετείται κριτικά έναντι των εκκλησιαστικών ιστορικών γεγονότων, ούτως ώστε να είναι σε θέση να ξεκαθαρίζει τη σχέση της Εκκλησιαστικής Ιστορίας με το «εσχατολογικό μέλλον» της διδασκαλίας της Εκκλησίας. Για να το επιτύχει αυτό, οφείλει με τον καλύτερο τρόπο να ακολουθεί τη μεθοδολογία που βλέπει αντικειμενικά και κριτικά τα εκάστοτε ιστορικά γεγονότα. Υπ’ αυτήν την έννοια, ορθά ο συγγραφέας υποστηρίζει ότι «καμμιά θεολογία δεν διαγράφει ποτέ τα γεγονότα, ούτε τα επινοεί», διότι «ηθελημένη διαστρέβλωση» αυτών κινδυνεύει να «διασύρει συνολικά το έργο της Εκκλησιαστικής Ιστορίας». Όμορες προς την Εκκλησιαστική Ιστορία επιστήμες, όπως η Κοινωνική Ανθρωπολογία και η Κοινωνιολογία, για τον συγγραφέα είναι δυνατόν να προσφέρουν το απαραίτητο υλικό για εφαρμόσει ο εκκλησιαστικός ιστορικός τη μέθοδο εκείνη ερμηνείας του εσχατολογικού μηνύματος του Ευαγγελίου, με αποτέλεσμα να κάμει μια άλλη ανάγνωση της κοινωνίας που αυτοπροσδιορίζεται ως χριστιανική.

Το δεύτερο θεωρητικό ζήτημα αφορά στη μεθοδολογία παρουσίασης της Ιστορίας της Χριστιανικής Εκκλησίας κατά την πρώτη χιλιετία, (σσ. 35-242). Αν και ο τρόπος της παρουσίασης των ιστορικών γεγονότων είναι συνοπτικός, καταβάλλεται προσπάθεια αυτά να καταγραφούν και να αποτιμηθούν με νηφαλιότητα. Επισκοπώντας χίλια χρόνια εκκλησιαστικών και θεολογικών αγώνων, ο συγγραφέας πετυχαίνει να αποδώσει διαγραμματικά την Ιστορία της Χριστιανικής Εκκλησίας κατά την πρώτη χιλιετία της, μια χιλιετία της οποίας το τέλος συμπίπτει με το οριστικό Σχίσμα Ανατολικής και Δυτικής Εκκλησίας (1054).

Σκοπός του έργου είναι να δώσει ένα «οδηγητικό νήμα» στην έρευνα της Ιστορίας του Χριστιανισμού, η οποία δεν είναι μόνο σύνθετη, αλλά θέτει επί τάπητος και την ερμηνεία των ιστορικών γεγονότων, μέσα από την «οπτική γωνία της ορθόδοξης θεολογίας», που ορθά ο συγγραφέας τη θέλει να βρίσκεται σε ένα συνεχή «διάλογο με όλα τα ιστοριογραφικά ρεύματα της εποχής της νεωτερικότητας». Ο αναγνώστης, είτε αυτός σχετίζεται άμεσα, είτε έμμεσα με τη θεολογική επιστήμη, άνετα μπορεί να συνεχίσει μόνος του το εγχείρημα της ιστορικής σπουδής του Χριστιανισμού, με πρόσθετο οπλισμό τη σχετική βιβλιογραφία που παραθέτει ο συγγραφέας στο τέλος κάθε κεφαλαίου, αλλά και την επιπλέον βιβλιογραφία που πλουσιοπάροχα σήμερα προφέρεται. Όπως λόγου χάριν, δύο πρόσφατα μεταφρασμένα στην ελληνική γλώσσα και εκδοθέντα βιβλία, του Bamber Gascoigne, Συνοπτική Ιστορία του Χριστιανισμού, μτφρ. Μαρία Τσάτσου, εκδ. Ενάλιος, Αθήνα 2008, και του Α. Ντ. Λη, Παγανιστές και Χριστιανοί στην Ύστερη Αρχαιότητα. Ένα ανθολόγιο πηγών, μτφρ. Χαρίκλεια Τσαλιγοπούλου, εκδ. Ενάλιος, Αθήνα 2009[5].

Υπ’ αυτές τις προϋποθέσεις, ο συγγραφέας οργανώνει το υλικό του σε δύο μέρη. Στο πρώτο παρουσιάζει την Ιστορία της Εκκλησίας από την ίδρυσή της μέχρι το διάταγμα των Μεδιολάνων (313), (σσ. 37-89). Στο δεύτερο, την περίοδο όπου ο χριστιανική οικουμένη ήταν ενιαία (313-1054), (σσ. 93-242). Εκείνο, ωστόσο, που εδώ οφείλω να επισημάνω με καίριο τρόπο είναι το γεγονός ότι, ο συγγραφέας ευθύς εξ αρχής θέτει το κρίσιμο ερώτημα: κατά πόσο η Εκκλησία αποτέλεσε το «προνομιακό πεδίο απολογητικής» της χριστιανικής πίστης, ή την «απόλυτη απόδειξη της ολοκληρωτικής αποτυχίας της;».

Μια πρώτη ερμηνεία ο αναγνώστης μπορεί να αναζητήσει ανατρέχοντας στα συμπεράσματα που παραθέτει ο συγγραφέας στο τέλος κάθε κεφαλαίου, όπως ότι, ο «Χριστιανισμός μετεξελίχθηκε από “κίνημα του Ιησού” στον πολιτιστικό και θρησκευτικό χώρο του Ιουδαϊσμού, σε μια ανεξάρτητη κίνηση ανθρώπων από αρκετά έως τελείως διαφορετικά θρησκευτικά και πολιτιστικά περιβάλλοντα, που επεξεργάσθηκε το αρχικό παράδοξο βίωμα της Αποκάλυψης του ενός βιβλικού Θεού στο πρόσωπο και το έργο ενός Μεσσία που σταυρώνεται και ανασταίνεται και αναμένεται να επανέλθει για να σώσει και να κρίνει τον κόσμο», (σ. 43), ή ότι, η Χριστιανική Εκκλησία κατά την περίοδο 135-313, με το άνοιγμά της στον ελληνορωμαϊκό κόσμο και την αντιπαράθεσή της με αυτόν, καταφέρνει να διασφαλίσει την διδασκαλία της και να δώσει ιδιαίτερη βαρύτητα στην «έμπρακτη ηθική (αγάπη, διακονία), σε αντιδιαστολή με τον Γνωστικισμό, στην προφητεία (χάρισμα)», εξηγώντας γιατί αυτός ο τρόπος ζωής οδηγούσε στου «διωγμούς (μαρτύριο)», (σ. 88).

Το βιβλίο του Δ. Μόσχου, σε έκδοση φροντισμένη από τις εκδόσεις Ακρίτας, αποτελεί ευπρόσδεκτη συμβολή στην εκκλησιαστική ιστορική επιστήμη.

Υποσημειώσεις

[1] Χριστιανισμός και Πολιτισμός, μτφρ. Ν. Πουρναράς, εκδ. Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 2000, σ. 40. Για τη προσφορά του π. Γ. Φλωρόφκσυ στη Θεολογία βλ., «π. Γεώργιος Φλωρόφκσυ. Από τη θεολογία των Πατέρων στη “νεοπατερική σύνθεση”», Σύναξη τχ. 64 (Οκτώβριος – Δεκέμβριος 1997) 4-82. Πρβλ. N. Berdyaev, Το πεπρωμένο του ανθρώπου στο σύγχρονο κόσμο, μτφρ. Ευτυχία Β. Γιούλτση, εκδ. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 1980, σ. 18.

[2] Επίκαιρη επισκόπηση του ζητήματος γύρω απ’ αυτόν τον κλάδο της ιστορικής επιστήμης βλ. Olwen Hufton «Τι είναι Θρησκευτική Ιστορία σήμερα;», στον τόμο: Τι είναι Ιστορία σήμερα;, μτφρ. Κώστας Αθανασίου, εκδ. Νήσος, Αθήνα 2007, σσ. 115-154.

[3] Γενικότερα σ’ ότι αφορά στο ερώτημα κατά πόσο η ιστορία μπορεί να είναι αντικειμενική βλ. W. H. Walsh, Εισαγωγή στη Φιλοσοφία της Ιστορίας, μτφρ. Φ. Βώρος, εκδ. Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα 1994, σσ. 145-182.

[4] π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ, Χριστιανισμός και Πολιτισμός, σ. 85.

[5] Το δεύτερο ειδικότερα, έρχεται να συμπληρώσει προγενέστερες μελέτες για την μακρά περίοδο διαλόγου και συγκρούσεως του Χριστιανισμού με τα θρησκευτικές παραδόσεις της Ύστερης Αρχαιότητας. Βλ. Ε. Ρ. Ντοντς, Εθνικοί και Χριστιανοί σε μια εποχή αγωνίας. Όψεις της θρησκευτικής εμπειρίας από τον Μάρκο Αυρήλιο ως τον Μ. Κωνσταντίνο, μτφρ. Κ. Αντύπας, εκδ. Αλεξάνδρεια, Αθήνα 1995. Peter Brown, Ο κόσμος της ύστερης αρχαιότητας (150-750 μ.Χ.), μτφρ. Ελένη Σταμπόγλη, εκδ. Αλεξάδρεια, Αθήνα 1998. Δ. Κυρτάτας, Επίκρισις. Η κοινωνική δομή των χριστιανικών κοινοτήτων από τον πρώτο έως τον τρίτο αιώνα, εκδ. Εστία, Αθήνα 1992.

Δημοσιεύθηκε στο περιοδικό: Επιστημονική Επετηρίς Ιεράς Μητροπόλεως Μυτιλήνης, Ερεσού και Πλωμαρίου ΑΓΙΑ ΣΙΩΝ, 3 (2008) 216-219.

Θ. Ι. Ζιάκας· Ελλήνων Πάσχα: μεταξύ δύο κόσμων

Του ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΖΙΑΚΑ

Το βιβλίο* αυτό διαπιστώνει ότι το σύστημα κοσμοθεωρητικού προσανατολισμού, που προσφέρει το κείμενο της Ιλιάδας για τον κόσμο της Ιωνίας του 8ου π. Χ., αιώνα, παραμένει αξιόπιστο και για τον σύγχρονο δικό μας κόσμο. Το ίδιο διαπιστώνει και για το Ευαγγελικό κείμενο, ένα κείμενο τον 1ου και του 2ου αιώνα μ. Χ., όπως τουλάχιστον το προσέλαβαν οι Έλληνες Πατέρες της Εκκλησίας. Αλλά πώς μπορούν οι κόσμοι των κειμένων αυτών να είναι και δικός μας κόσμος; Αυτό είναι το προκλητικό ερώτημα του βιβλίου.

Οι «κόσμοι» των δύο κειμένων είναι κοσμο-εικόνες, αντιλήψεις για τον κόσμο. Όχι ο ίδιος ο κόσμος. Οπότε, ή ο κόσμος είναι δεδομένος και ανεξάρτητος από τα κείμενα, ή είναι δημιούργημά τους.

Με άλλα λόγια: Ή υπάρχει μια στατική, αναλλοίωτη ανθρώπινη «φύση» και τα μεγάλα πολιτισμικά κείμενα μας λένε απλώς «τι είναι και πώς λειτουργεί», ή η εν λόγω «φύση μας» δεν είναι και τόσο «δεδομένη και αναλλοίωτη». Δηλαδή είναι κάτι που διαπλάθεται, με βάση ενυπάρχουσες ίσως δυνατότητες, οι οποίες όμως δεν ενεργοποιούνται από μόνες τους, αυτόματα, αλλά χρειάζονται ειδικές πολιτισμικές επεξεργασίες, κατευθυνόμενες από τη γνώση των δυνατοτήτων αυτών, δηλαδή από κάποια «μεγάλα κείμενα».

Αν υπάρχει ανθρώπινη φύση, που επιδέχεται «καλή αλλοίωση», τότε ο ρόλος των μεγάλων κειμένων εμφανίζεται πράγματι ουσιαστικός: Εφόσον αυτά μας «έφτιαξαν» είναι όντως ο «κόσμος μας». Περιέχουν τα «πρότυπα», τους «ελκυστές», τα «κέντρα έλξης», του κόσμου μας.

Εδώ μεσολαβεί όμως ένα δεύτερο παράδοξο: Πώς μπορεί το ιλιαδικό κείμενο να είναι «ο κόσμος μας» και το ευαγγελικό κείμενο να είναι επίσης «ο κόσμος μας», αφού τα πρότυπά τους είναι εντελώς διαφορετικά και εν πολλοίς ασυμβίβαστα; Αν ο κόσμος μας είναι «και των δύο», τότε πρέπει να βρισκόμαστε κάπου «ανάμεσα», σαν σε κάποιου είδους ελλειπτική τροχιά γύρω από δύο εστιακά κέντρα. Θα πρέπει να μιλάμε τότε για μια «ένταξη» στους διαφορετικούς κόσμους τους και συνάμα για «απόκλιση» απ’ αυτούς.

Με αυτή την ελλειπτική έννοια -και με τα δύο νοήματα του όρου- η Ιλιάδα είναι όντως ο κόσμος μας. Θα διευκρινίσω την ιδιότυπη αυτή ιδέα του βιβλίου με δύο παραδείγματα, το ένα χριστιανικό και το άλλο ομηρικό.

α. Χριστιανικό παράδειγμα: «Χριστός Ανέστη και Χρόνια Πολλά!»

Μια φορά (πρόκειται για αληθινή ιστορία) επιστρέφοντας από τη λειτουργία της Αναστάσεως, ο «προοδευτικός» (τότε) Τάσιος (Αναστάσιος), εύχεται στον πατέρα του «Χρόνια Πολλά».

– «Τον κακό σου τον καιρό», του αποκρίνεται ο γέρος!

Πέρασαν «χρόνια πολλά», για να κατανοήσει ο Τάσιος το νόημα της απάντησης: Εφόσον ο Χριστός αναστήθηκε, είναι φανερό ότι ο θάνατος πατήθηκε, ότι το κράτος του καταλύθηκε. Το να ζητάμε το λίγο, όταν έχουμε το παν, είναι τουλάχιστον ηλιθιότητα. Τον κακό μας τον καιρό λοιπόν.

Ο γέρος βρισκόταν, προφανώς, στον αναστάσιμο κόσμο του. Ήθελε να ανήκει σ’ αυτόν ολοκληρωτικά. Ο γιος του, ο Τάσιος, ανήκοντας στον νεωτερικό μας κόσμο, δεν πίστευε στην Ανάσταση. Εφόσον όμως μετείχε στην «εορτή των εορτών», την «πανήγυρη των πανηγύρεων», μετείχε εν μέρει και στον πατερικό κόσμο. Ο πατερικός κόσμος ήταν, εν μέρει, και δικός του κόσμος: «ο κόσμος μας».

Το παράδειγμα δίνει τις δυο «ακραίες» γραμμές του φάσματος. Ο «Χριστός Ανέστη», η μία. «Χρόνια Πολλά», η άλλη. Ο πολύς κόσμος (μας) βρίσκεται ανάμεσα. Τα λέει και τα δύο μαζί: «Χριστός Ανέστη και Χρόνια Πολλά!»

β. Ομηρικό παράδειγμα: το επεισόδιο Αχιλλέα -Λυκάονα.

Ο Αχιλλέας είχε αιχμαλωτίσει τον γιο τον Πριάμου, Λυκάονα, και τον είχε πουλήσει στη Λήμνο, αλλά τον εξαγόρασαν οι δικοί του. Έντεκα μέρες γλεντούσε με τους φίλους του, καθώς ήρθε από τη Λήμνο. Πάνω στις δώδεκα όμως τον ξανάριξε ο θεός στα χέρια του Αχιλλέα. Ήταν τη στιγμή που έφευγε από το ποτάμι, όπου είχε αναμερίσει να δροσιστεί. Ήταν χωρίς περικεφαλαία και ασπίδα. Ούτε δόρυ δεν είχε. Όλα τα είχε ρίξει κάτω – γιατί τον βασάνιζε ο κάματος κι ο ιδρώτας.

Βλέποντάς τον, ο Αχιλλέας οργίστηκε και ετοιμάστηκε να τον στείλει κατευθείαν στον άλλο κόσμο. Αλλά εκείνος μόλις τον είδε έτρεξε, γονάτισε μπροστά του και με χίλια παρακάλια του ζητούσε να τον λυπηθεί. Λαχταρούσε με την καρδιά του να ξεφύγει τον κακό θάνατο και τη μαύρη μοίρα. «Χρόνια Πολλά» ζητούσε ο κακομοίρης!

«… τίη όλοφύρεαι ούτως;» (τι ολοφύρεσαι έτσι;), άκουσε τη βροντερή φωνή του Αχιλλέα. Εδώ πέθανε ο Πάτροκλος, που ήταν πολύ καλύτερός σου. Δεν βλέπεις πόσο κι εγώ είμαι ωραίος και μεγαλόσωμος; Κι είμαι από γενναίο πατέρα κι από θεά μητέρα. Όμως και μένα με περιμένει ο θάνατος και η δυνατή η μοίρα. Και του βυθίζει το σπαθί στο σβέρκο.

[«…αλλά, φίλος, Θάνε και συ. τίη ολοφύρεαι ούτως; / κάτθανε και Πάτροκλος, ό περ σέο πολλόν αμείνων. / Ούχ οράας οίος καί εγώ καλός τε μέγας τε; / πατρός δ’ είμ’ αγαθοίο, θεά δέ με γείνατο μήτηρ / αλλ’ επί τοι καί εμοί θάνατος καί μοίρα κραταιή», (Φ 100-110)]. Η φράση έγινε παροιμιώδης: «Κάτθανε και Πάτροκλος». Τουτέστιν: Έτσι κι αλλιώς θα πεθάνουμε. Το θέμα είναι να πεθάνουμε έντιμα και ένδοξα. Αυτός είναι ο κόσμος της Ιλιάδας.

Ο Αχιλλέας πιστεύει, βεβαίως, στην μετά θάνατον ύπαρξη της ψυχής, αλλά μη νομιστεί ότι αυτός είναι ο λόγος που δεν λογαριάζει τον θάνατο. Αυτή η αθανασία της ψυχής δεν έχει καμιά αξία. Καλύτερα δούλος σ’ αυτή τη ζωή παρά βασιλιάς στην άλλη, δηλώνει κατηγορηματικά. Μόνο αυτή εδώ, η μοναδική ζωή μας, έχει αξία.

Η αθανασία των Ορφικών, του Πυθαγόρα, του Πλάτωνα, και όλων των μεταγενέστερων, έχει απαξιωθεί προκαταβολικά στην αυγή του αρχαιοελληνικού πολιτισμού, από τον Ποιητή των ποιητών, ο οποίος «την Ελλάδα πεπαίδευκεν», κατά τον ίδιο τον αρνητή του, τον Πλάτωνα. (Πολιτεία 606 e.) Μόνο την Ανάσταση θα ήταν διατεθειμένος να συζητήσει ο Ποιητής. Το διαβλέπουμε στα λόγια του Σαρπηδόνα: «Καλέ μου, αν ήταν απ’ τον πόλεμο ξεφεύγοντας ετούτον /εμείς αγέραστοι κι αθάνατοι να ζήσουμε αιώνια, / μήτε κι εγώ μαθές ανάμεσα στους πρώτους θα χτυπιόμουν, / μήτε να μπεις και σένα θα ‘σπρωχνα στην δοξαντρούσα μάχη. / Μα τώρα έτσι κι αλλιώς μας ζώνουνε του χάρου οι Λάμιες όλους, / αρίφνητες. Θνητός δε δύνεται να τις ξεφύγει. Πάμε / να ιδούμε κάποιο αν θα δοξάσουμε για αν μας δοξάσει κάποιος!», [Μ 322 – 328, μτφρ. Ν. Καζαντζάκη – Ι. Θ. Κακριδή].

Τα δικά μας «Χρόνια Πολλά» είναι μάλλον σαν του Λυκάονα. Συνιστούν αυταξία. Αποφυγή του θανάτου πάση θυσία. Βεβαίως δεν υποτιμούμε την «ποιοτική» διάσταση της ζωής, αλλά τη βάζουμε δεύτερη. Γι’ αυτό και στην ευχή «χρόνια πολλά» προσθέτουμε συνήθως «και καλά». Το τι σήμερα εννοούμε «καλά» ας μην το σχολιάσουμε καλύτερα…

Αν στον γέρο Όμηρο ευχόμασταν τέτοιου είδους «Χρόνια Πολλά» θα εισπράτταμε σίγουρα ένα «τον κακό σου τον καιρό». Συνεπώς είμαστε στον κόσμο του Ομήρου, αν πιστεύουμε στην μετά θάνατον ύπαρξη της ψυχής και συγχρόνως μακριά του, αν της δίνουμε αξία. Είμαστε στον κόσμο του Ομήρου, αν καταφάσκουμε τη ζωή, αλλά πολύ μακριά του, αν αυτό που καταφάσκουμε είναι η «ζωούλα» μας.

Αλλά πού τέμνεται ο κόσμος του Ευαγγελίου και ο κόσμος της Ιλιάδας; Προφανώς στον κακό μας τον καιρό. Στο ότι ο Όμηρος απαιτεί αρετή και τόλμη. Στο ότι όλο το ομηρικό έπος είναι «αρετής έπαινος», [«Πάσα μεν η ποίησις τω Ομήρω αρετής έστιν έπαινος», (Μέγας Βασίλειος, Προς τους νέους, Υ26.)] Τέμνεται επίσης στην αναστάσιμη «ποιότητα διαθέσεως», [Μαξίμου Ομολογητού, Κεφάλαια Θεολογικά, VI κ’, ΡΟ τ. 90, στ. 1312C]. Υπ’ αυτή την έννοια είναι και δεν είναι «ο κόσμος μας».

Θα κλείσω το σημείωμά μου με την διαστολή του νεωτερικού από το ομηρικό πρότυπο: Και τα δύο είναι «ατομοκεντρικά», με την έννοια ότι ξεχωρίζουν το άτομο από την ομάδα και του δίνουν αξία. Όμως το ομηρικό άτομο είναι «πολύ πιο άτομο» από το άτομο του νεωτερικού Διαφωτισμού. Το δεύτερο είναι λιγότερο συνεκτικό από το πρώτο, πράγμα που οφείλεται, μάλλον, στην ανεπαρκή χειραφέτησή του από τον μεσαιωνικό κολεκτιβισμό.

*Πρόλογος στο βιβλίο του Πάνου Τζώνου, Η Ιλιάδα. Ο κόσμος μας, εκδ. Εξάντας, Αθήνα 2003.

ΠΗΓΕΣ

Αντίφωνο

Άρδην

Η ΑΓΩΝΙΑ ΤΟΥ ΠΟΙΗΤΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΤΟΥ ΧΑΜΕΝΟΥ ΤΡΟΠΟΥ

Με αφορμή Τα Παραμιλητά του κόσμου του Γιάννη Κωνσταντέλλη[1]

Γράφει ο ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ Ι. ΚΑΛΑΜΑΤΑΣ

Όταν ο Γιάννης Κωνσταντέλλης πριν λίγο καιρό με προσκάλεσε να παρουσιάσω την τελευταία ποιητική συλλογή του ένιωσα ένα καταιγισμό συναισθημάτων. Πρώτα απ’ όλα χαρά για την τιμή που μου έκαμε να είμαι ένας εκ των ομιλητών κοντά σας απόψε. Ομολογώ ότι χάρηκα ιδιαίτερα διότι ένας σημαντικός άνθρωπος των γραμμάτων του τόπου μας, συνετός, φιλομαθής, συγκροτημένος και το κυριότερο, ποιητής του κάλλους σε καιρούς δύσκολους, με τιμά με την εμπιστοσύνη του να διαβώ το μονοπάτι της βιβλιοπαρουσίασης.

Έναντι, όμως, των συναισθημάτων χαράς και περηφάνιας θα ‘λεγα, υπήρξαν και συναισθήματα δύσκολα. Ευθύς εξαρχής διερωτήθηκα: ποια εντύπωση θα αποκομίσουν θεατές και ακροατές, βλέποντας στο πάνελ έναν θεολόγο να μιλά για την ποίηση; Να παρουσιάζει ένα βιβλίο ποίησης; Το λέγω αυτό, γιατί πολλοί από εμάς έχουμε συνηθίσει να εντάσσουμε το θεολογικό κόσμο σ’ ένα αυστηρό πλαίσιο αρχών και κανόνων καθώς πρέπει, αδυνατώντας όμως να κατανοήσουμε ότι αυτό που συνιστά τη Θεολογία ως πράξη και ζωή είναι το άνοιγμά της στο κόσμο, αυτό άλλωστε σημαίνει η Εκκλησία «γίνεται όταν ανοίγεται», κι όχι η περιχαράκωση σε δεσμά και εξαρτήσεις, που πολλές φορές γίνονται ο «εφιάλτης Θεολογίας και Εκκλησίας».

Το θέμα της παρουσίασης του βιβλίου του Γιάννη είναι καθεαυτό ολίγον δύστροπο κι ανυπότακτο. Δύστροπο και ανυπότακτο, διότι από την αρχή που έπεσε στα χέρια μου, διέβλεψα κάποια αδυναμία να το τιθασεύσω. Και λέγω αδυναμία, μιας και η ποίηση δεν τιθασεύεται. Αντιθέτως απλώνεται σ’ ολάκερο τον κόσμο. Όποιος αγαπά την ποίηση, όποιος γράφει ποίηση, στοχεύει στην απόκτηση του ζητουμένου, του απόλυτου είναι. Νομίζω να γνωρίζετε ότι ο  κόσμος της τέχνης, η μουσική, η ζωγραφική, το θέατρο, η ποίηση, παν ότι αποτελεί το περιεχόμενο του κάλλους της ανθρώπινης ύπαρξης, της ομορφιάς που σώζει τον κόσμο – για να θυμηθούμε και λίγο τον Φ. Ντοστογιέφσκη – είναι μια διαφυγή που με μιας ανοίγει το δρόμο προς την αιωνιότητα, «στην πιο σκοτεινή γωνιά του σύμπαντος / η αιωνιότητα κλαίει», καθώς γράφει κι Γιάννης στην Αυταπάτη[2].

Ευθύς εξ αρχής οφείλω να σας ξεκαθαρίσω ότι το ποιητικό έργο του Γιάννη, από Το Φωτώνυμο, μέχρι και Τα Παραμιλητά του κόσμου – όλες οι ποιητικές του συλλογές, με ιδιόχειρες αφιερώσεις από τον ίδιο κοσμούν την προσωπική μου  βιβλιοθήκη –  είναι ένα έργο που κινείται ενάντια σε βεβαιότητες. Και επειδή προσωπικά μου αρέσουν οι αβεβαιότητες, οι «γλυκύτατες αβεβαιότητες, αυτές που κρύβουν μέσα τους το μυστήριο της ανεπάρκειάς μας»,καθώς γράφει ένας αγαπητός πανεπιστημιακός διδάσκαλος των θεολογικών γραμμάτων, αυτές είναι που πάντα μας οδηγούν στην επιφύλαξη, σ’ εκείνο το κόμπιασμα να βλέπουμε τον κόσμο, να τον αγγίζουμε με τα ακροδάκτυλά μας, μήπως με την ποιητική υπέρβαση καταφέρουμε και ψηλαφίσουμε το χρόνο. Γι’ αυτήν την αβεβαιότητα άλλωστε γράφει κι ο Γιάννης στο ποίημά του Έκτοτε, δίνοντας στο γεγονός του θανάτου αγαπημένων του προσώπων νόημα, καίρια επισημαίνοντας: «ήρθε στο τέλος κουτσαίνοντας κι η αβεβαιότητα»[3].

Τολμώ να πω, και το υποστηρίζω αυτό με πάθος, ότι Τα Παραμιλητά του κόσμου, με άκρως εξομολογητικό τρόπο είναι εκείνος ο ποιητικός λόγος που μέσα του κρύβει πολλές εκπλήξεις. Πρώτη ποιητική έκπληξη, ο περιορισμός των ανεπίτρεπτων αντικειμενοποιήσεων, απλουστεύσεων, γενικεύσεων, στερεοτύπων δηλαδή, με τα οποία πολλοί, στο μικρόν αυτόν εδώ τόπο για να περιοριστώ στη Λέσβο μας, όταν λένε ότι γράφουν ποίηση, συνεχώς μας βομβαρδίζουν. Ενάντια κινείται ο Γιάννης στην κομμένη και ραμμένη στα μέτρα της αντοχής μας υπαρξιακή πάλη με το απόλυτο, ενάντια κινείται στον πολλαπλώς από κήρυκες στις μέρες μας πνευματικό ωφελιμισμό, ενάντια στην εδραίωση κατεστημένων σχημάτων ασφάλειας. Σε μια από τις Αντιστίξεις του, σαν να συνθέτει μουσικό κομμάτι, μιας και ο όρος αντίστιξη χρησιμοποιείται ευρέως από μουσικούς, γράφει: «Αναπάντητα ερωτήματα: / Πώς να γιατρευτεί η φλεγμονή του χρόνου; / Τί να μεταφράσει ο λόγος απ’ την αίσθηση; / Αίσθηση ή παραίσθηση του χρόνου; / Φάντασμα, άραγε, του χρόνου η ζωή μας; / Στον τυφλό χρόνο πώς να μιλήσει κανείς με νοήματα; / Η ψυχή όνειρο της σάρκας; / Είμαστε ή δεν είμαστε; / Ερωτεύεσαι μόνο την εικόνα του πόθου σου; / Ο έρωτας μνήμη ή λήθη θανάτου; / Η αιωνιότητα θα ‘ναι ακίνητη; / Το πνεύμα του ποταμού είν’ η ροή του; / Έχει, δεν έχει νόημα το τίποτα; / Το υπερβατικό μες στο εφήμερο; / Τρελαίνεσαι ή λογικεύεσαι μέσα στις αντιφάσεις; / Οι λέξεις μήπως μας αιχμαλωτίζουν; / Έφτασαν οι προπομποί; / Πού οδηγεί ο δρόμος;»[4] Σαφέστατα, εδώ, πρόκειται για εκείνα τα υπαρξιακά ζητήματα, τις «στοχαστικές ενδοσκοπήσεις» ενός ανθρώπου που διαρκώς αναζητά την υπέρβαση του εαυτού του. Μόνιμος οδηγός σ’ αυτήν την αναζήτηση η υπέρβαση της καταφυγής σε βεβαιότητες, η πορεία στο δύσκολο δρόμο της «ψηλάφησης του άθλου που γεννά ανάκραση του τρόπου να υπάρχω», ως άνθρωπος. Κάπου, εδώ, ο Γιάννης αναψηλαφεί τίμια και ειλικρινά, κάτι που ίσως φανεί παράτολμο, την πιστεύω ακράδαντα όμως τούτη την αναψηλάφηση. Ποια είναι αυτή; Τα Αναπάντητα ερωτήματα είναι ερωτήματα που λιώνουν σε χωνευτήρι και ξαναβγαίνουν στην επιφάνεια ξαναπλάθοντας την ανθρώπινη φύση, ξαναφέρνοντας στο προσκήνιο τα ίδια Αναπάντητα ερωτήματα. Άλλωστε έτσι πλάστηκε ο άνθρωπος, διαρκώς να αναζητά. Κάπου, εδώ, αγαπητέ Γιάννη συναντιέσαι με ένα μεγάλο ποιητή, βγαλμένο από τη σάρκα της Εκκλησίας, τον μεγάλο Πατέρα Γρηγόριο τον Θεολόγο, που σ’ ένα ποίημά του ύμνο προς το Θεό κι αυτός με ερωτήματα ποιητικά μάς εκπλήσσει: «Ω πάντων επέκεινα· τι γαρ θέμις άλλο σε μέλπειν; Πώς λόγος υμνήσει σε; Συ γαρ λόγω ουδενί ρητός· Πώς νοός αθροίσει σε; Σύ γαρ νόω ουδενί ληπτός»[5].

Αν και τα 80 ποιήματα των Παραμιλητών του κόσμου είναι ποιητικές εκπλήξεις, σταχυολογώ ενδεικτικά ακόμη μια και προχωρώ ευθύς αμέσως στην αποκάλυψη αυτής. Το άδειασμα της ανθρώπινης ύπαρξης κυρίες και κύριοι, η ερήμωση του ανθρώπου από το περιεχόμενό του, πάντα ήταν ένας «ανθρωπολογικός μηδενισμός». Έρχεται όμως η ποίηση και αντικαθιστά στην πράξη τούτον τον μηδενισμό, με τη μόνη δυνατότητα ίσως για ζωή, τον έρωτα. Ενάντια και εδώ κινείται ο Γιάννης, ενάντια στο σύνηθες σχήμα που απεμπολεί τον έρωτα από τη ζωή μας. Κατάδυση στον έρωτα, «ανάσταση του έρωτα» τα Ερωτικά σπαράγματά του: «…Να μυρίζω τον ύπνο σου… / Στα χείλη μου ακόμα η μυρωδιά σου… / Περίμενα τη νύχτα να με φωτίσει το βλέμμα σου. / … Στις άκρες των δακτύλων μου / σε θυμάται η αφή μου και καίγεται»[6]. Προσοχή εδώ κυρίες και κύριοι, μην με θεωρήσετε βέβηλο, ακόλαστο, που λέγω τέτοια λόγια, ούτε βέβαια τον Γιάννη που με γλώσσα ποιητική μας αποκαλύπτει τι κρύβει η ανάσταση του έρωτα. Τα ερωτήματα εδώ είναι καίρια, νομίζω. Μπορεί να ανθίζει ο έρωτας σε νεκρωμένες στάσεις ζωής, αυτές που πολλές φορές, με δική μας πάντα ευθύνη καταδικάζουμε τον εαυτό μας; Και για να γυρίσω ξανά την πλάστιγγα προς την πλευρά της Θεολογίας και να τολμήσω το ερμηνευτικό μου σχόλιο στην παραπάνω ποιητική έκπληξη του Γιάννη, θα σας ρωτήσω και τούτο: μήπως συνηθίσαμε να βλέπουμε τη Θεολογία μέσα από «δρόμους στερήσεων και ερήμωσης», για δήθεν πίστη σε έναν ανέραστο Θεό; Και αν απαντήσετε στα ερωτήματα αυτά καταφατικά, θα σας ρωτήσω ακόμη και τούτο: τότε γιατί ο Θεός δημιούργησε την κτίση και τον άνθρωπο; Και γιατί ο άνθρωπος φτιάχτηκε ελεύθερος;

Έχω τη γνώμη ότι «πίσω από την εγελιανή λογική σας» καθώς παραστατικότατα γράφει ο Γιάννης στη 2η Αντίστιξή του: «-Θα δώσει κάποτε ο Θεός / να κλάψουν κάποτε / πάνω στα ερείπια της λογικής τους»[7] – μας πολλοί από εμάς. Νομίζω ότι τα παραπάνω ερωτήματα, μολονότι μερίστηκαν μπορούν να συνοψιστούν σε ένα και μοναδικό, άκρως καταιγιστικό ερώτημα. Τί είναι αυτό που τελικά μένει στον αιώνα τον άπαντα από την αλήθεια των πραγμάτων – αυτός άλλωστε είναι ό έρωτας, η αλήθεια των πραγμάτων του ανθρώπου – και τί είναι αυτό που χάνεται; Ο ίδιος ο Γιάννης, έχω τη γνώμη ότι εδώ δίνει απάντηση: «Μες στην παλίρροια του φέγγους / τρεμάμενες φλογίτσες των ψυχών / εκεί που το φως συναντάει το φως /  Να κρατούσα το φως σου / μέσα στον ύπνο των χεριών μου»[8]. Η θέση αυτή του ποιητή Γιάννη Κωνσταντέλλη, στην προκειμένη περίπτωση, στην περίπτωση του έρωτα, αν και δύσκολη στην ανακάλυψή της, είναι άκρως καθαρή. Εντάσσεται στα πλαίσια της γιατρειάς που δίνει η ίδια ποίηση σε στάσεις ζωής που φαλκιδεύουν την ανθρώπινη ύπαρξη και την κλείνουν στα όρια μιας κλειστής πραγματικότητας. Το επισημαίνει ακόμη καθαρότερα αυτό ο Γιάννης  στο τελευταίο ποίημα του βιβλίου του, την Ποιητική διαλεκτική: «Θα ήθελα μια Ποίηση μόνο με την αφή / να μην μπερδεύουν οι λέξεις τα αισθήματα / …Εντέλει η Ποίηση  / είναι δυσχέρεια ψυχική / μια αισθηματική βραδυγλωσσία. / Θα ταφώ μέσα στην Ποίηση / ιδεόγραμμα μιας απουσίας / σώμα μέσα στο σώμα μου / σαν διάθλαση»[9].

Ας μου επιτραπεί εδώ ξανά ένας ακόμη θεολογικός αναστοχασμός, άμεσα συνδεόμενος με την θέαση του έρωτα στην ποίηση του Γιάννη. Αν και δεν ήρθα εδώ για να σας κάμω θεολογικό σεμινάριο, έχω τη γνώμη ότι αυτό που ευθύς αμέσως θα σας εκθέσω, δένει άψογα με τις ποιητές εκπλήξεις του Γιάννη. Όταν ο άνθρωπος κυρίες και κύριοι αδυνατεί να κατανοήσει την αναφορικότητα της κτίσης – μέρος της κτίσης είναι και ο έρωτας, ας μην το ξεχνάμε αυτό – και δεσμεύεται στην ενθαδικότητά της, πέραν από το δικό του αφανισμό στην άβυσσο της ανυπαρξίας, καταδικάζει σε μηδενισμό και την ίδια την κτιστή πραγματικότητα. Γι’ αυτό και ο άνθρωπος που είναι ξεκομμένος από την κτίση, αδυνατεί να κατανοήσει και το ίδιο τον Θεό. Είναι ο άνθρωπος του τίποτα και του πουθενά. Γι’ αυτό και η «ποίηση έγινε για να διορθώνει τα λάθη του Θεού, ή εάν όχι, τότε, για να δείχνει πόσο λανθασμένα εμείς συλλάβαμε την δωρεά του». Η τελευταία πρόταση κυρίες και κύριοι δεν είναι δική μου, είναι του Οδυσσέα Ελύτη[10]. Ναι του Ελύτη, καλά ακούσατε. Ξεκάθαρα και χωρίς κανέναν ενδοιασμό, κυρίες και κύριοι, θα μπορούσαμε να πούμε ότι στη σκέψη των ποιητών μας, δεν υφίσταται καμιά υποτίμηση της κτιστής πραγματικότητας. Πως αλλιώς να ερμηνεύσει κανείς προγενέστερη ποιητική έκπληξη του Γιάννη; «Στη λόγχη παραμόνευε ο Έρωτας / θα την πιάσω την Άσπιλη, μονολογούσε· / στη λόχμη η Άσπιλη έπιασε τον Έρωτα. / Έτσι το είχε σχεδιάσει μέσα στη σκέψη της»[11].

Στα ασφυκτικά όρια μιας ομιλία – βιβλιοπαρουσίασης, είναι αδύνατο να παρακολουθήσει κανείς την ανάπτυξη της σκέψης ενός συγγραφέα. Ακόμη πιο δύσκολο είναι όταν το παρουσιαζόμενο βιβλίο είναι ποίηση. Ωστόσο, όπως προείπα και στο εισαγωγικό μου προανάκρουσμα, η τιθάσευση του ποιητικού υλικού είναι πρόκληση όμορφη, συνάμα όμως και δύσκολη. Παρά ταύτα θα ήθελα να οδηγήσω και σ’ ένα άλλο επίπεδο τη σκέψη σας. Σε επάλληλα ποιήματα των Παραμιλητών του κόσμου ο Γιάννης συγκρούεται με το γεγονός του χρόνου και του θανάτου. Ο αναγνώστης που με προσοχή θα διατρέξει τις σελίδες του βιβλίου, δεν είναι δύσκολο να παρατηρήσει ότι ποιήματα, όπως Η Ψυχή σου, Έρημα νησιά, Η Εκφορά, Η Υποψία, Στο δόκανο του χρόνου, Ο χρόνος του θανάτου μας, Η Φαρμακεία, Ο Χρόνος μου, Έκτοτε, Η αποδημία της θείας Δομετιανής, Ο Χρόνος του και Όψεις του χρόνου, είναι μια διαρκής μνήμη θανάτου η οποία παρέχει σ’ όποιον τη γεύεται την πείρα της υπαρξιακής πάλης, της άσκησης στην αυτοσυνειδησία, στο υψηλό ρίσκο που σου δίνει η ποίηση όταν γράφεις για τον έρωτα, το θάνατο και το χρόνο. Αλλιώς δεν εξηγείται η ποιητική έκπληξη και μαστοριά στις Όψεις του χρόνου: «Χρόνος εφιάλτης ευθανασίας / Χρόνος του έρωτα και Χρόνος του θανάτου / Χρόνος για να δικαιολογείται ο θάνατος / Χρόνος σαν ρόγχος Χρόνος σαν βρόγχος»[12]. Συνεκτικός ιστός ενότητας της ποίησης του Γιάννη σ’ όλη την έκταση τούτης της θεματικής κατάταξης των ποιημάτων του, παραμένει η καθάρια νοηματοδότηση του ανθρώπινου προσώπου. Πρόκειται εδώ για εκείνη τη συνιστώσα του ποιητικού λόγου, που γεννά προσδοκίες και δεν ταλανίζεται σε μεσοβέζικες παραμορφώσεις υπαρξιακών ζητημάτων.

Ο Γιάννης Κωνσταντέλλης, κυρίες και κύριοι, σε κάθε του ποίημα αιχμαλωτίζει την ανθρώπινη ύπαρξη στο κάλλος και στην ωραιότητα και την οδηγεί σε μια ζωή συνεχούς θαυμασμού. Την ντύνει με φως. Καλλοποιός ενέργεια στον άνθρωπο το φως, εντός του διασπασμένου κόσμου, αποτελεί την αληθινή ωραιότητα. «Χάρη στο φως αντέχω», φωνάζει ο ποιητής: «Φως ερπετό / Φως χρυσάνθεμο της νύχτας / Φως του ανέμου / Φως παγωμένο / Φως κυανό /  Φως ασημί στον ελαιώνα / Φως των ματιών / Φως τυφλό / Φως της λαγνείας / Φως του οργασμού / Φως των χεριών / Φως της φωνής σου / Φως εκ Φωτός»[13].

Κυρίες και κύριοι, χρέος της ύπαρξης μας είναι η ζωή, τούτη η εμπειρία, τούτος ο τρόπος, που νοηματοδοτεί συνεχώς εδώ και τώρα, ξανά και ξανά, τα πράγματα. Ο τρόπος που συνθέτει τον κόσμο, η συνάντηση με το θαύμα: «…όχι συμβάσεις πια, έλα / έλα δώσ’ μου το χέρι σου / υπάρχει και δεν υπάρχει η ουτοπία»[14], είναι ποιητικός λόγος που γεννά προσδοκία και αναμονή, πράξεις ερωτικές, που αρνούνται τις συμβάσεις, που προτιμούν το αντάρτικο ενάντια στην υποκριτική πειθαρχία σε ανέραστες καταστάσεις ζωής. Και για να τεκμηριώσω αυτή τη θέση μου θα επικαλεστώ ξανά τον Ελύτη, που ξεκάθαρα λέγει ότι «όπου υπάρχει η Ποίηση, εκεί κι ο Θεός. Την ομορφιά εστιάζει. Επιτυγχάνει να συμβιούν η αγαλλίαση κι ο τρόμος, η θλίψη και η ηδονή, η αδιάκοπη μεταβολή και η αιωνιότητα. Η Ποίηση αφαιρεί απ’ τα πράγματα το πέπλο της συνήθειας, καθιστά ορατή την αθέατη όψη του κόσμου, χάρη στην επικράτειά της συνενώνονται όλα τ’ ασυμβίβαστα… Μ’ ένα είδος αλχημείας μετατρέπει σε πόσιμο χρυσό, τα δηλητηριώδη νερά που ρέουν από τον θάνατο στη ζωή. Γιατί σκοπός της είναι η κρυμμένη ομορφιά, μ’ άλλα λόγια η απώτερη ουσία του κόσμου».[15] Κι όλο αυτό το επιτυγχάνει άριστα ο Γιάννης με τον ακριβό ποιητικό του λόγο.

Από πού τα Παραμιλητά του κόσμου; Εδώ έχει την τιμητική της η Jazz μουσική και ο Αμερικανός λογοτέχνης Τζακ Κέρουακ, ο εκπρόσωπος της γενιάς των μπήτνικς , της γενιάς των χίπις και του πανκ. Ο Γιάννης από το πρώτο του κιόλας ποίημά του μας εισάγει στην γενιά αυτή: «…Χρόνια μετά σχεδιάζοντας μια ομιλία για τους μπητ / ξεχώρισα ένα χωρίο του Κέρουακ / που μου φάνηκε πως ταίριαζε μ’ αυτό το ποίημα / που είχα αρχινήσει: / Δίπλα στην κουκέτα του ένα ραδιόφωνο Ζενίθ / για ν’ ακούει τα παραμιλητά του κόσμου»[16]. Και η γενιά αυτή έχει τη διάρκεια της, ακόμη και σήμερα, να υπενθυμίζει διαρκώς το πώς μπορούμε να στεκόμαστε ενάντια σε βεβαιότητες που διχάζουν τον άνθρωπο.

[1] Ομιλία που έγινε στο Δημοτικό Θέατρο Καλλονής, το Σάββατο 16 Νοεμβρίου 3013, κατά την παρουσίαση της ποιητική συλλογής του Γιάννη Κωνσταντέλλη, Τα παραμιλητά του κόσμου.

[2] Τα Παραμιλητά του κόσμου, εκδ. Αιολίδα, Μυτιλήνη 2013, 50.

[3] Αυτόθι, 61.

[4] Αυτόθι, 90.

[5] PG. 37, 507

[6] Τα Παραμιλητά του κόσμου, 96-97.

[7] Αυτόθι, 24.

[8] Αυτόθι, 28.

[9] Αυτόθι, 101-102.

[10] Αναφορά στον Ανδρέα Εμπειρίκο, εκδ. Ύψιλον, Αθήνα 1980, 17.

[11] Κύκλω της Σελήνης, εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα 2001, 35.

[12] Τα Παραμιλητά του κόσμου, 94.

[13] Αυτόθι, 83.

[14] Αυτόθι, 30.

[15] 2 χ 7 ε, εκδ.  Ίκαρος , Αθήνα 1996.

[16] Τα Παραμιλητά του κόσμου, 11-12.

Τα παραμιλητά του κόσμου

Ο αξέχαστος Νίκος Γιανναδάκης

Του ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ Ι. ΚΑΛΑΜΑΤΑ

Είναι ενθαρρυντικό το γεγονός ότι άνθρωποι που, ενώ δεν πέρασαν ποτέ από τα πανεπιστημιακά έδρανα της Θεολογίας, έχουν μια αντίληψη των ιστορικών και θεολογικών πραγμάτων άκρως σημαντική, μας «ξεστραβώνουν» θα έλεγα εμάς τους θεολόγους και κατ’ επέκτασιν τους ιστορικούς. Ο αξέχαστος Νίκος Γιανναδάκης, γνωστός διευθυντής του περιοδικού Παλίμψηστον, περιοδικό με πλούσιο υλικό από τις ανθρωπιστικές επιστήμες, αλλά και Έφορος της Βικελαίας Δημόσιας Βιβλιοθήκης στο Ηράκλειο της Κρήτης, με σημαντικότατο εκδοτικό έργο, ένας εξαίρετος άνθρωπος, που μας έφυγε κι αυτός νωρίς, σ’ ένα βιβλίο του με τίτλο: Δύο εκδοχές της Ιστορίας – κυκλοφόρησε στα 1999 από τις εκδόσεις Αρμός – στις σελίδες 38-40 γράφει τα εξής καταπληκτικά: «οι δύο από τις εκδοχές για ό,τι είναι δυνατόν να θεωρηθεί σήμερα ως “ιστορία” – εκδοχές τις οποίες απλώς σκιαγραφήσαμε και μόνον υπαινικτικά κρίναμε – παρουσιάζουν την ακόλουθη διαφορά, τούτην εδώ: η μία – η ελληνική-χριστιανική – είναι θεμελιωμένη στην παραδοχή του “αρρήτου” και στην εκ μέρους του ανθρώπου αναγνώριση του γεγονότος ότι η δια της λογικής πρόσβαση στην “ουσία” του “αρρήτου” είναι ένα εγχείρημα εξ ορισμού ατελέσφορο· η άλλη – δηλαδή εκείνη του ιστορικού υλισμού – παραπέμπει αδιάκοπα σε μιάν “αντικειμενική” και πάντα κλεισμένη μέσα στα όρια του “φυσικού” “αλήθεια”, της οποίας η κατοχή παρέχει αυτομάτως το δικαίωμα της παρέμβασης (συχνά με “όλα τα μέσα”) στη λεγόμενη σφαίρα της κοινωνικής πράξης με την πρόθεση να εκτραπούν τα πάντα προς μια και μοναδική κατεύθυνση· η μια πάλι – η ελληνική-χριστιανική – είναι σαν πλασμένη από χέρι αόρατο σε μια πολυαίωνη διαδρομή, στην οποία έχουν κατισχύσει διαδοχικά ποικιλόμορφα και εντελώς διαφορετικά μεταξύ τους κοινωνικά και πολιτικά καθεστώτα·  η άλλη πάλι – δηλαδή εκείνη του ιστορικού υλισμού – είναι κατασκευασμένη από τον νου ορισμένων, οπωσδήποτε ιδιοφυών ανθρώπων, όμως δεν παύει να υφίσταται  – όπως άλλωστε συμβαίνει με όλα τα ανθρώπινα – την επενέργεια την αναπόφευκτη του νόμου της γέννησης, της ανάπτυξης και της φθοράς· η μια τέλος – η ελληνική-χριστιανική -, με το να αναγάγει τον ανθρώπινο λόγο και την ανθρώπινη πράξη, σε κάτι το μη λογικά καθορισμένο και μη κωδικοποιημένο, σώζει διαρκώς το στοιχείο και της τραγικότητας και της ελευθερίας σε κάθε κρίσιμη ανθρώπινη εκλογή, ενώ, συνάμα, το μυστικό στοιχείο που ενέχεται στα γεγονότα της ύπαρξης, του έρωτος και του θανάτου, κατά κανέναν τρόπο δεν αναιρείται ούτε εξοστρακίζεται αλλά πάντοτε συνανήκει στη ζωή τούτη, που, κατά τον Schmemann, “δόθηκε στον άνθρωπο για να είναι ένα μυστήριο της παρουσίας του Θεού, για να είναι κοινωνία με τον Θεό”· η άλλη, τέλος – δηλαδή εκείνη του ιστορικού υλισμού -, με το να θεσπίζει για τον ανθρώπινο λόγο και την ανθρώπινη πράξη ως κριτήριο της αλήθειας ή της αξίας τους κάτι το φαινομενικά συγκεκριμένο, όπως αυτό οριοθετείται από την παραδοχή ότι η εξέλιξη της ανθρώπινης κοινωνίας διέπεται απόλυτα από “αντικειμενικούς” και επιδεκτικούς έλλογης περιγραφής “νόμους”, απολήγει συχνά και στη θέσπιση μιας εξουσιαστικής αρχής η οποία αποφαίνεται και γνωμοδοτεί για την εκάστοτε πολιτική “αλήθεια-οδηγό” της ανθρώπινης πράξης – “αλήθεια-οδηγό”, την οποία επιβάλλει τελικά».

Σαφέστατα, εδώ, κι αυτό με παρρησία οφείλω να το ομολογήσω, πρόκειται για ένα βιβλίο που σύμφωνα με το επιμελητή του Σωτήρη Γουνελά, παρουσιάζει πρόσθετο ενδιαφέρον «καθώς η περίοδος που διανύουμε είναι αρκετά ταραγμένη. Η ταραχή αφορά αφ’ ενός το “σημείο μηδέν”, στο οποίο έχει φτάσει η ελληνική κοινωνία και πρέπει να το αντιληφθεί το γρηγορότερο, και αφ’ ετέρου τα σημεία τριβής ανάμεσα σ’ αυτό που λέμε πνευματική μας παράδοση και σε όλα τα άλλα με τα οποία μας βομβαρδίζει ο σύγχρονος κόσμος. Η σκέψη του Γιανναδάκη αναντίρρητα συμβάλλει στο ξεκαθάρισμα μα και στην περιλάλητη αυτογνωσία μας», (σ. 12).

Ωστόσο, όσοι έχουν έρθει σε επαφή με ολόκληρο το έργο του Γιανναδάκη, επίσης, θα έχουν προσέξει και κάτι ακόμη. Το αναφέρω εν τάχει. Έχει σχέση με το ευσύνοπτο και ουσιαστικό σημείωμά του στην έκδοση του έργου του Διονυσίου Αρεοπαγίτου, Περί Μυστικής Θεολογίας, με εισαγωγή του Vladimir Lossky, εκδ. Πολύτυπο, Αθήνα 1983. Σ’ αυτό ο αξέχαστος Κρητικός στοχαστής γράφει: «Η Μυστική Θεολογία του Διονυσίου Αρεοπαγίτου είναι ένα έργο που εισάγει στο χώρο της σιωπής, που σκοπεύει το ανείπωτο. Ο λόγος του δεν είναι “φιλοσοφικός” με τη σημερινή, τρέχουσα σημασία της λέξης, γιατί αφετηρία του έχει τον “φόβον” εκείνο που είναι η βασιλική προς την “σοφία” οδός. Η παρουσία αυτού του “φόβου” είναι άρρηκτα συναρτώμενη με αυτό που οι καιροί μας ασταμάτητα και μεθοδικά αποδιώχνουν: την επίγνωση του μυστηρίου. Και χωρίς την επίγνωση του μυστηρίου, ή, έστω, την υποψία για τα όρια της ανθρώπινης λογικής, ο λόγος αυτού του έργου δύσκολα γίνεται βατός», (σ. 9).

Βία και Μονοθεϊσμός

Του Α. Ι. ΚΑΛΑΜΑΤΑ

Στα τόσα που ακούγονται στις μέρες μας για τη βία και πως με αυτή διαπλέκεται η  πολιτική, ξεχωριστό ενδιαφέρον παρουσιάζει το βιβλίο της Ρετζίνα Σβαρτζ, Βία και  Μονοθεϊσμός. Η κατάρα του Κάιν. Όποιος το διαβάσει θα μείνει έκπληκτος από την επιβλητική και βαθύτατη έρευνα των βιβλικών πηγών, την οποία με συνέπεια επιχειρεί η εν λόγω συγγραφέας, Καθηγήτρια της Αγγλικής Φιλολογίας στο Northwestern University. Αν και «αιρετικό» για τη «μαχόμενη ορθόδοξη θεολογία», το βιβλίο τούτο κάμει μια διαφορετική ανάγνωση του μονοθεϊσμού. Συνέχεια

Ευτυχώς η μνήμη του Ιωάννη Συκουτρή δεν χάθηκε…

ΤΑΚΗΣ ΘΕΟΔΩΡΟΠΟΥΛΟΣ, Βερονάλ, εκδ. Μεταίχμιο, Αθήνα 2015.

Γράφει ο Α. Ι. ΚΑΛΑΜΑΤΑΣ

Βερονάλ - metaixmio.gr

Η πρώτη ανάγνωση υπήρξε ιδιαίτερα απολαυστική. Ο συγγραφέας, γνωστός κι από άλλα βιβλία του, δεξιοτέχνης της γραφής. Τον διαβάζω συχνά και στην ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ.

Εδώ, σε 163 σελίδες, αφήνει στην άκρη τους κατά καιρούς ηθικολόγους και ηθικολάγνους που, δυστυχώς, είναι άφθονοι στον τόπο μας, και με κοφτερή λογοτεχνική γλώσσα αποκαθιστά την πολύπλευρη προσωπικότητα του Ιωάννη Συκουτρή (1901-1937), που δυστυχώς μέρος της πανεπιστημιακής κριτικής, κι όχι μόνον, του πρώτου μισού του 20ου αιώνα, επολέμησε.

Ευτυχώς που υπήρξαν ο Κωστής Παλαμάς κι ο Άγγελος Σικελιανός, που θρήνησαν τον πρόωρο χαμό του και αποτίμησαν θετικά το έργο του. Και ευτυχώς που και σήμερα, ένα σχεδόν αιώνα μετά την αξιοπρόσεκτη παρουσία του κορυφαίου κλασικού και βυζαντινού φιλολόγου στα ελληνικά γράμματα Ιωάννη Συκουτρή, υπάρχουν συγγραφείς, όπως ο Τάκης Θεοδωρόπουλος, που με λογοτεχνική μαστοριά αφηγείται την πολυκύμαντη ζωή του.

Ώσπερ ξένος και αλήτης ή Σάρκωση: η μετανάστευση της αγάπης…

Του ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ Ι. ΚΑΛΑΜΑΤΑ

ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ ΣΤΑΜΟΥΛΗΣ, Ώσπερ ξένος και αλήτης ή Σάρκωση: η μετανάστευση της αγάπης, εκδ. Ακρίτας, Αθήνα 2010.

ΩΣΠΕΡ ΞΕΝΟΣ ΚΑΙ ΑΛΗΤΗΣ Η' ΣΑΡΚΩΣΗ: Η ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ / ΣΤΑΜΟΥΛΗΣ Α. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ

Όπως κάθε μέρα, έτσι και σήμερα, περνώντας από το αγαπημένο βιβλιοπωλείο της Μυτιλήνης, για να πάω στο σχολείο μου, στάθηκα στη βιτρίνα του. Εκείνο που αμέσως τράβηξε την προσοχή μου ήταν ο τίτλος ενός βιβλίου: Ώσπερ ξένος και αλήτης ή Σάρκωση: η μετανάστευση της αγάπης. Ο συγγραφέας γνωστός από τα φοιτητικά  μου χρόνια στη Θεολογική Σχολή Θεσσαλονίκης, σήμερα πετυχημένος πανεπιστημιακός δάσκαλος, με σειρά εξαιρετικών και ρωμαλέων βιβλίων: ο Χρυσόστομος Σταμούλης. Στα χνάρια, βέβαια, του δασκάλου μας, του αξέχαστου Νίκου Ματσούκα. Αγόρασα το βιβλίο και σε ένα ωριαίο κενό του σχολείου που διδάσκω το μάθημα των Θρησκευτικών, κάθισα και το διάβασα. Ανακουφίστηκα! Για άλλη μια φορά γεύτηκα καθάρια θεολογική γλώσσα.

Το έδωσα και σε μια συνάδελφο φιλόλογο, να το διαβάσει. Έμεινε έκπληκτη από το ακριβό λόγο του συγγραφέα λέγοντάς μου ορθά κοφτά: «βιβλίο αναφοράς για κάθε κατατρεγμένο του κόσμου». Θυμήθηκα τα λόγια του Μπερδιάγιεφ: «ο άνθρωπος δεν ζει για το ψωμί, αλλά ζει με το ψωμί και πρέπει όλοι να ‘χουν ψωμί. Μόνο όταν η κοινωνία αναδομηθεί έτσι που ο καθένας θα ‘χει ψωμί, τότε πια θα τεθεί το πνευματικό πρόβλημα ενώπιον του ανθρώπου με τη μεγαλύτερη οξύτητά του». Στην προκειμένη περίπτωση, το βιβλίο του Χρυσόστομου Σταμούλη προτάσσει αυτό που σήμερα διακυβεύεται και είναι πολύ απλό: έχει πολλές φορές επισημανθεί το γεγονός ότι, στον «σύνθετο πλανήτη» που ζούμε, αυτόν των πολλών πολιτισμών, των πληροφοριών, των αντίρροπων δυνάμεων, για να «γίνουμε περισσότερο ο εαυτός μας», απαιτείται πάνω απ’ όλα να «διευρύνουμε την ύπαρξή μας», να ανοιχθούμε προς τον άλλο, όσο κι αν αυτός είναι διαφορετικός από εμάς. Η χριστιανική αγάπη, για να έχει αληθινό περιεχόμενο, δεν μπορεί να είναι μια αφηρημένη έννοια, αλλά να συνδέεται με τον πλησίον, τον οποιοδήποτε πλησίον, τον άλλο, είτε αυτός είναι αλλόφυλος κι αλλόθρησκος είτε ετερόδοξος.

Στην Ορθοδοξία, όταν αυτή δεν στρεβλώνεται από επίπλαστους εθνικισμούς κι άλλους -ισμούς, ο άλλος είναι φίλος. Οι συνήθεις κραυγές που αυτάρεσκα οικειοποιούνται τον εθνικό και θρησκευτικό μύθο περί καθαρότητας φυλής και θρησκείας, έρχονται σε πλήρη αντίθεση με την πρωταρχική έγνοια των Ελλήνων Πατέρων της Εκκλησίας, οι οποίοι στην προσπάθειά τους να νοηματοδοτήσουν την έννοια του πλησίον, ρητά και απερίφραστα λέγουν πως κάθε άρνηση προσφοράς προς αυτόν, αποτελεί άρνηση προσφοράς προς τον ίδιο το Χριστό. Το βιβλίο προλογίζει ο Μητροπολίτης Νιγηρίας Αλέξανδρος και διατίθεται από τις πάντα φροντισμένες εκδόσεις Ακρίτας. Διαβάστε το.

Βλ., και τα όσα γράφει η ΛΙΤΣΑ ΧΑΤΖΗΦΩΤΗ στο περιοδικό ΕΦΗΜΕΡΙΟΣ: antidosis ~ Χρυσόστομος Σταμούλης

ΣΤΡΑΤΗ ΠΑΡΑΣΚΕΥΑΪΔΗ, Ο Φιλόλογος και ο Φιλόσοφος. Διάλογοι και Μελέτες

ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ

Εκδήλωση –παρουσίαση του βιβλίου: Ο Φιλόλογος και ο Φιλόσοφος. Διάλογοι και Μελέτες του εξαίρετου φιλολόγου κ. Στράτου Παρασκευαΐδη πραγματοποιήθηκε στην Αίθουσα Εκδηλώσεων του Πειραματικού ΓΕ.Λ. Μυτιλήνης του Πανεπιστημίου Αιγαίου στις 6 Δεκεμβρίου 2015 και ώρα 18.00. Το βιβλίο παρουσίασε η φιλόλογος του Πειραματικού ΓΕ. Λ. Μυτιλήνης κ. Μαρία Ζαφειρίου. Εισήγηση για το σχολικό βιβλίο από τα μέσα του 19ου αιώνα και εντεύθεν έκαμε ο φιλόλογος του ίδιου σχολείου κ. Γιώργος Αντωνάκης, με αφορμή έκθεση σχολικού βιβλίου που λαμβάνει χώρα στην Αίθουσα Εκδηλώσεων, βιβλίων που προέρχονται από τη βιβλιοθήκη του αείμνηστου Γυμνασιάρχη Σταύρου Παρασκευαΐδη και ευγενώς προσέφεραν οι υιοί του Στρατής και Παναγιώτης. Παρέμβαση έκανε ο κ. Αθανάσιος Καλαμάτας, θεολόγος, ο οποίος και επιμελήθηκε την έκδοση του βιβλίου. Τη συζήτηση διηύθυνε ο κ. Γιώργος Διγιδίκης , φιλόλογος και Υποδιευθυντής του Πειραματικού ΓΕ. Λ. Μυτιλήνης. Την εκδήλωση τίμησαν με την παρουσία τους ο Σεβασμιότατος Μητροπολίτης Μυτιλήνης κ.κ. Ιάκωβος, ο Διευθυντής Περιφερειακής Εκπαίδευσης Β. Αιγαίου κ. Αριστείδης Καλάργαλης, ο οποίος και χαιρέτισε την εκδήλωση και φιλόμουσοι συμπολίτες μας.

πειρ λυκ ΠΑΡΑΣΚΕΥΑ'Ι'ΔΗΣ 015 πειρ λυκ ΠΑΡΑΣΚΕΥΑ'Ι'ΔΗΣ 014πειρ λυκ ΠΑΡΑΣΚΕΥΑ'Ι'ΔΗΣ 008πειρ λυκ ΠΑΡΑΣΚΕΥΑ'Ι'ΔΗΣ 003 πειρ λυκ ΠΑΡΑΣΚΕΥΑ'Ι'ΔΗΣ 002DSCN1364DSCN1380