Αρχείο ετικέτας Βία

Για την ενδοοικογενειακή βία. Μια θεολογική ματιά



Λήψη αρχείου

 

Γιατί τόση βία;

Του ΠΑΝΤΕΛΗ ΣΑΒΒΙΔΗ

1. Η εικόνα του πεσμένου, και χτυπημένου βάναυσα, αστυνομικού είναι σοκαριστική. Η αντίδραση που δημιουργεί στην κοινή γνώμη είναι αγανάκτηση και η αγανάκτηση αυτή δεν, νομίζω, πως θα δικαιώσει τους διαδηλωτές. Η προσωπική βίαιη εμπειρία είτε διαδηλωτή, είτε αστυνομικού μας ενδιαφέρει. Αλλά, ένα γενικό ερώτημα που προβάλει είναι γιατί τόση βία;

2. Η απάντηση στο ερώτημα είναι θέμα έρευνας ειδικών επιστημόνων. Η δική μου προσέγγιση είναι πολιτική.

3. Όχι, μόνο, δεν έχει επέλθει το τέλος της Μεταπολίτευσης αλλά, προσωπικά πιστεύω, πως δεν επήλθε ούτε καν το τέλος του Εμφύλιου διχασμού. Του διχασμού της δεκαετίας του ’40. Διότι ο παλαιότερος διχασμός, ο διχασμός του ’16, εξέλιπε, ίσως, διότι εξέλιπαν και οι πολιτικοί χώροι που τον εξέφραζαν.

4. Η διάσταση του Εμφυλίου επηρέασε καθοριστικά μια κοινωνία που δεν ανέχεται και πολλές, διαφορετικές τάσεις. Ίσως και δεν μπορεί και να τις διαμορφώσει. Η πολιτική της παιδεία είναι ενστικτώδης. Από ένστικτο, κυρίως, και από οικογενειακή παράδοση τοποθετείται πολιτικά. Μια κοινωνία που δεν έχει συνειδητοποιήσει, ακόμη, τι συνέβη το 1989 και ένα μέρος της ζει με φανταστικούς μύθους περί χαμένου παραδείσου.

Το μετεμφυλιακό κράτος, η δεκαετία του ΄60, τα αναφομοίωτα ευρωπαϊκά κινήματα, η δικτατορία και ένας, εκ του ασφαλούς, «επαναστατισμός» μεταπολιτευτικός διαμόρφωσαν ένα πολιτικό υποσυνείδητο που ακόμη είναι ενεργό. Σταλινικά, μαοϊκά φιλοχοτζεικά, ακόμη και επαναστατικά κινήματα, μπορεί να μην υπάρχουν στη Ρωσία, την Κίνα, την Αλβανία ή τις χώρες της Λατινικής Αμερικής, πυρήνες, όμως, (σέχτες στην αριστερή ορολογία) υπάρχουν στην Ελλάδα.

Αυτό το πολιτικό υποσυνείδητο που διαμορφώθηκε στην Ελλάδα μετά τον εμφύλιο μεταβιβάζεται από γενιά σε γενιά. Ο λόγος, κατά την άποψή μου είναι η αδυναμία παραγωγής πολιτικής θεωρίας και σοβαρών πολιτικών σχηματισμών στην Ελλάδα. Ακόμη και οι αντιλήψεις του ευρωκομμουνισμού δεν είχαν απήχηση στην ελληνική κοινωνία. Οι όποιοι αναθεωρητές του κομμουνισμού που διψούσαν για εξουσία έπρεπε να αλλάξουν πολιτική για να την δουν. Να γίνουν, δηλαδή, ΣΥΡΙΖΑ. Τον οποίο, ΣΥΡΙΖΑ, ευνόησε η συγκυρία της οικονομικής χρεοκοπίας και η αγανάκτηση από ένα ανίκανο πολιτικό σύστημα που δεν μπορεί να διασφαλίσει ούτε την αναπαραγωγή του.

5. Υπήρξε ενεργοποίηση εμφυλιακών αντανακλαστικών και από την άλλη πλευρά του πολιτικού φάσματος. Της ακροδεξιάς. Δεν βρήκε απήχηση και διότι η κύρια μήτρα μέσα στην οποία λειτουργούσε εγκατέλειψε τα “κακά της παιδιά” και διότι οι ιδεολογικές της αναφορές είναι ξεπερασμένες.

6. Το “αριστερό υποσυνείδητο” της κοινωνίας τρέφεται από τις εξής παραμέτρους:

  • Μια αίσθηση ότι το κράτος πρέπει να φροντίζει για τα πάντα.
  • Την οικονομική κρίση
  • Την κρίση της πανδημίας
  • Την αίσθηση πως η εκτόνωση δικαιολογεί οποιαδήποτε συμπεριφορά
  • Την χρησιμοποίηση των ΑΕΙ από τα αριστερά κόμματα για αλίευση μελών και στελεχών. Πουθενά στην πραγματική ζωή οι συνθήκες δεν επηρεάζουν τα ενεργά κοινωνικά άτομα να αναζητήσουν πολιτικές διεξόδους στην αριστερά. Ούτε η μαρξιστική της μορφή που έχει αιχμή την οικονομία, ούτε η κοινωνική της που υποστηρίζει κάθε είδους μειονότητες και είναι, συνήθως, εθνομηδενιστική βρίσκουν απήχηση. Στα πανεπιστήμια η πρώτη επαφή των νέων με την πραγματικότητα τους καθιστά εύκολα θύματα μιας ψευδούς ιδεολογίας που όπου εφαρμόστηκε ως πολιτική πράξη ευνόησε τις νομενκλατούρες και όχι την κοινωνία.
  • Την ψευδαίσθηση ότι έχουμε να κάνουμε με μια νεοφιλελεύθερη κυβέρνηση. Και, φυσικά, την δαιμονοποίηση του νεοφιλελευθερισμού.
  • Την έκλειψη του μεσαίου χώρου. Ο μανιχαϊσμός της κοινωνίας δεν ανέχεται μετριοπάθεια. Η κοινωνία τάσσεται με τους δύο ακραίους πόλους του πολιτικού φάσματος. Δεν είναι τυχαίο ότι έχουν επιβιώσει η Δεξιά και η Αριστερά. Και ότι οποιαδήποτε μετριοπαθής προσπάθεια δεν έχει καμιά τύχη.
  • Την κομματική αξιοποίηση του κράτους.

7. Οι παρενέργειες όλων αυτών είναι, σε ένα αστικό, κοινοβουλευτικό σύστημα η αξιωματική αντιπολίτευση να μην πιστεύει ούτε στους κανόνες του, ούτε στη λειτουργία του. Ορθότερα, η αξιωματική αντιπολίτευση “ψαρεύει” στην αριστερά αλλά δεν έχει ιδεολογία. Διότι σήμερα ιδεολογίας στερείται η αριστερά, πλην της μαρξιστικής της εκδοχής (που έχει μείνει στη μαρξιστική θεωρία και στις πρακτικές εφαρμογές της, κυρίως, τις λενινοσταλινικές).

8. Συντιθέμενη από στελέχη που επιζητούν πάση θυσία την εξουσία, αντί οιουδήποτε τιμήματος, αυτή η αριστερή αξιωματική αντιπολίτευση δέχεται στους κόλπους της οποιαδήποτε τάση μπορεί να της φέρει ψήφους και να την νομιμοποιήσει στους μικροχώρους της. Ακόμη και μορφές που υποστηρίζουν βίαιες και επαναστατικές δραστηριοποιήσεις. Αντιεξουσιαστές τους οποίους φρόντισε κατά την άσκηση της εξουσίας και βίαια αναρχικά ρεύματα..

9. Γνωρίζοντας πως δεν μπορεί να επιβιώσει πολιτικά και πολύ περισσότερο να διεκδικήσει την εξουσία στο πεδίο της πολιτικής αντιπαράθεσης, ο ΣΥΡΙΖΑ προσπαθεί να διαμορφώσει ιδιαίτερες συνθήκες, όπως αυτές που τον έφεραν στην εξουσία την πρώτη φορά. Τότε εκμεταλλεύτηκε μια κοινωνική δυσαρέσκεια σήμερα προσπαθεί να ενεργοποιήσει ανάλογα αντανακλαστικά.

Αυτό επιχειρεί τις τελευταίες ημέρες. Προφανώς, θα γνωρίζει καλά, αν όχι όλος ο ΣΥΡΙΖΑ, τουλάχιστον, κάποια στελέχη του πως η “Αραβική Άνοιξη” ξεκίνησε με τη βάναυση συμπεριφορά τυνήσιων αστυνομικών προς έναν μικροπωλητή.

10. Τόσο στη Νέα Σμύρνη όσο και στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης τα χαρακτηριστικά που περιέγραψα παραπάνω είναι εμφανή.

11. Το φαινόμενο της κοινωνικής αντίδρασης είναι περίπλοκο και χαοτικό και αυτά που ανέφερα είναι πλευρές, μόνο, της εκδήλωσής του. Ας μην ληφθούν γραμμικά. Στους κόλπους όσων αντιδρούν υπάρχουν και άνθρωποι που δεν επηρεάζονται από κόμματα αλλά σε αντιδράσεις τους ωθούν οι αντιλήψεις που έχουν διαμορφώσει ή το ένστικτό τους. Δεν είναι όλα ούτε προδιαγεγραμμένα, ούτε οργανωμένα. Αυτόν τον πολύ κόσμο που αντιδρά αυθόρμητα επιχειρούν, και θα επιχειρήσουν απο δω και πέρα να χειραγωγήσουν, τα πολιτικά κόμματα που έχουν επιλέξει αυτού του είδους την πολιτική συμπεριφορά και πρακτική. Ο ΣΥΡΙΖΑ είναι ένα από αυτά.

12. Ας πάμε, τώρα, σε δύο άλλες παραμέτρους. Ο ένας είναι η κυβέρνηση και ο άλλος οι διαμορφωτές του πολιτικού συστήματος.

13. Η κυβέρνηση δεν είχε την ικανότητα να αντιληφθεί τι έρχεται. Η αποσταθεροποίηση ξεκίνησε από την υπόθεση Κουφοντίνα και, τόσο τα κυβερνητικά στελέχη όσο και οι υποστηρικτές της αναπαρήγαγαν στο δημόσιο λόγο το στερεότυπο πως “η Δημοκρατία δεν εκβιάζεται, ούτε απειλείται, ούτε κινδυνεύει”.

Και, όμως, η Δημοκρατία και απειλείται και εκβιάζεται και αποσταθεροποιείται. Για να τα αποφύγει, χρειάζεται καλή διαχείριση της ύπαρξής της. Όχι, απλώς, ικανοποίηση του λαϊκού αισθήματος. Και, τώρα, μπορεί να υπάρχουν οπαδοί της αντίληψης πως πρέπει να οδηγηθεί η πολιτεία σε μια ακραία ρήξη με τις ομάδες που προκαλούν τις ταραχές. Είναι αυτή λύση; Μήπως εμβαθύνει η επιλογή αυτή τις πληγές; Είναι αυτό, εκείνο που έχει ανάγκη η χώρα αυτήν τη στιγμή;

14. Ενθαρρυμένη από τις αντιδράσεις της κοινής γνώμης η κυβέρνηση δεν φρόντισε να είναι προσεκτική στη διαχείριση της αστυνομικής συμπεριφοράς. Η δικαιολογία ότι και οι αστυνομικοί άνθρωποι είναι, δεν στέκει Άνθρωποι είναι αλλά ειδικά εκπαιδευμένοι. Υπάρχουν στιγμές που μια σπίθα αρκεί για να αποσταθεροποιήσει τη χώρα.

15. Βεβαίως, τα προβλήματα που αντιμετωπίζει η κυβέρνηση είναι πολλά και σύνθετα και η ικανότητα των μελών της πεπερασμένη. Αλλά, πριν έρθεις σε μια τέτοια κατάσταση φροντίζεις τις εφεδρείες σου.

16. Τις μεγαλύτερες ευθύνες, όμως, τις έχει αυτό που αποκαλούμε “Σύστημα”. Το οποίο, για μια χούφτα δολάρια είναι διατεθειμένο να πουλήσει ακόμη και τη μάνα του. Όχι να ενδιαφερθεί για τη χώρα.

17. Ελέγχοντας τα Μέσα Ενημέρωσης, τα πολιτικά κόμματα και την όποια οικονομική ζωή απέμεινε, το “Σύστημα” δεν επιτρέπει να αναδιαμορφωθεί το πολιτικό σκηνικό. Αλλά ένα αστικό, κοινοβουλευτικό πολιτικό σύστημα δεν μπορεί να έχει αξιωματική αντιπολίτευση ένα μόρφωμα σαν το ΣΥΡΙΖΑ. Έτσι, υπάρχει μια αναντιστοιχία πολιτικού φάσματος και αναγκών της κοινωνίας και μια αναντιστοιχία λειτουργίας της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας με αξιωματική αντιπολίτευση τύπου ΣΥΡΙΖΑ.

18. Το αδιέξοδο που δημιουργείται στην πολιτική συνείδηση ενός ανθρώπου που δεν θέλει ούτε το ΣΥΡΙΖΑ, ούτε την κυβερνώσα παράταξη, μπορεί να είναι εκρηκτικό.

19. Οι διαχειριστές των πολιτικών υποθέσεων μπορεί να πιστεύουν και να υπηρετούν οποιαδήποτε ιδεολογία και πολιτική επιθυμούν. Δεν επιτρέπεται, όμως, να μην έχουν διαβάσει όχι τον Μαρξ αλλά τους μαρξιστές. Επειδή έχουν ασχοληθεί με τον εργάτη (εργαζόμενο) ως υποκείμενο έχουν αναλύσει τις επιδράσεις και χειραγωγήσεις του. Εκεί θα ανακαλύψουν, οι σημερινοί διαμορφωτές των πολιτικών υποθέσεων, τι σημαίνει και πως λειτουργούν οι ιδεολογικοί μηχανισμοί. Δεν έχουν καμία σχέση με αυτό που επιχειρεί η σημερινή κυβέρνηση.

Προϋπόθεση για να κερδίσεις την πολιτική εξουσία είναι να κυριαρχήσεις πρώτα ιδεολογικά. Αλλά και προϋπόθεση για να χάσεις την εξουσία είναι να απωλέσεις την ιδεολογική ηγεμονία.

ΠΗΓΗ

ΑΝΙΧΝΕΥΣΕΙΣ

Βία και Μονοθεϊσμός

Του Α. Ι. ΚΑΛΑΜΑΤΑ

Στα τόσα που ακούγονται στις μέρες μας για τη βία και πως με αυτή διαπλέκεται η  πολιτική, ξεχωριστό ενδιαφέρον παρουσιάζει το βιβλίο της Ρετζίνα Σβαρτζ, Βία και  Μονοθεϊσμός. Η κατάρα του Κάιν. Όποιος το διαβάσει θα μείνει έκπληκτος από την επιβλητική και βαθύτατη έρευνα των βιβλικών πηγών, την οποία με συνέπεια επιχειρεί η εν λόγω συγγραφέας, Καθηγήτρια της Αγγλικής Φιλολογίας στο Northwestern University. Αν και «αιρετικό» για τη «μαχόμενη ορθόδοξη θεολογία», το βιβλίο τούτο κάμει μια διαφορετική ανάγνωση του μονοθεϊσμού. Συνέχεια

Μπροστά στη βαρβαρότητα

Του ΓΙΩΡΓΟΥ ΡΑΚΚΑ

A woman watches victims in the 10th district of Paris, Friday, Nov. 13, 2015. At least 35 people were killed Friday in shootings and explosions around Paris, many of them in a popular concert hall where patrons were taken hostage, police and medical officials said. (AP Photo/Jacques Brinon)

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Μπροστά στην βαρβαρότητα, κάθε νοήμων άνθρωπος έχει διπλό καθήκον: Αφενός να σταθεί απέναντί της –ειδάλλως θα χάσει την ανθρωπιά του, θα πάψει δηλαδή να είναι άνθρωπος.

Αφετέρου να κατανοήσει τους μηχανισμούς που την παράγουν, για να ξέρει προς τα που βαδίζει, για να μπορέσει να καταστρώσει μια έξοδο διαφυγής από αυτήν.

Από χθες το βράδυ, οι περισσότεροι που φωνάζουν στα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης, ανακατεύουν παραληρηματικά το ένα με το άλλο, εκτοξεύοντας κάθε ειδών κραυγές κι ανοησίες νομίζοντας ότι με το να διολισθαίνουν στον πανικό και την υστερία –κάθε λογής υστερία– θα τις ξορκίσουν, και θα γλυτώσουν από το επερχόμενο κακό, που κλιμακώνεται κατά κύματα εδώ και πάρα πολλά χρόνια. Διότι, ας το έχουμε στο νου μας, όλα όσα σηματοδοτεί και συνεπάγεται η χτεσινοβραδινή επίθεση στο Παρίσι μένουν ακόμα να συμβούν, και εκείνα με την σειρά τους θα πυροδοτήσουν αντιδράσεις, καταβυθίζοντάς μας σε ένα σπιράλ χάους και αταξίας μπροστά στο οποίο η σημερινή στιγμή φαντάζει ακόμα, αναμφίβολα ως belle époque.

Βρισκόμαστε στα 1938 του 21ου αιώνα. Πως φτάσαμε μέχρις εδώ; Δεν χρειαζόταν μαντικές ικανότητες, ή κάποια υψηλή γνώση της πλανητικής πραγματικότητας στην πρώτη αυγή του 21ου αιώνα, για να κατανοήσει κανείς ότι τα σαλπίσματα περί «τέλους της ιστορίας» τα οποία υποδέχθηκαν οι θιασώτες της παγκόσμιας (και στο μυαλό τους ‘αιώνιας’ –αυτό ακριβώς ήρθε να εκφράσει η ρητορική του ‘τέλους’) δυτικής ηγεμονίας, καλοσωρίζοντας ένα κόσμο όπου τα στρατεύματα, οι τράπεζες και οι πολυεθνικές τους θα ενεργούν προς κάθε αζιμούθιο, έμελλε πολύ σύντομα να διαψευσθούν οδηγώντας τον πλανήτη στην ακραία αντίθετη κατάσταση.

Το είπε προσφάτως ο Ντεμπρέ ότι «όπου δεν υπάρχουν σύνορα υψώνονται τείχη», και η στρατιωτικό-οικονομική παγκοσμιοποίηση της δυτικής κυριαρχίας διέπραξε ακριβώς αυτό το έγκλημα –με το να αξιώσει την καθολικότητά της, συνέβαλε να υψωθούν «τείχη» αμείλικτων πολιτισμικών συγκρούσεων κατανομής της ισχύος και του πλούτου, όχι μόνον στην Βαγδάτη ή το Χαλέπι, αλλά και στο Παρίσι, ή «προσεχώς» στο Βερολίνο, τον Λονδίνο.

Δεν χρειαζόταν και πολύ μυαλό για να το καταλάβει κανείς, ιδιαίτερα αφ’ ης στιγμής δημοσιοποιήθηκε στα διεθνή μέσα στοιχεία, που εμφάνιζαν κατά προσέγγιση τον αριθμό των στρατολογημένων στο ISIS Γάλλων, Γερμανών και Βρετανών πολιτών. Πράγμα που συνεπάγεται ότι από πίσω υφίστανται μηχανισμοί υποστήριξης και διασυνδέσεων μεταξύ της Συρίας ή του Ιράκ, και θυλάκων εντός των δυτικών κοινωνιών. Ήταν θέμα χρόνου, δηλαδή, αυτοί οι μηχανισμοί να ενεργοποιηθούν όχι μόνο για την «έμπρακτη αλληλεγγύη» σ’ έναν αγώνα τον οποίο οι ίδιοι αντιλαμβάνονται ως μια κεντρική μάχη της ισλαμιστικής εξτρεμιστικής «διεθνούς» (για να μιλήσουμε και με οικείους όρους»), αλλά και για την δημιουργία «ενός, δύο, πολλών Ράκα» στην ίδια την Ευρώπη –την οποία οι ίδιοι οι μηχανισμοί της παγκοσμιοποίησης που καθιέρωσε την έχουν καταστήσει τόσο διάτρητη όσο ένα ‘ελβετικό τυρί’.

Τώρα οι δυτικοί ηγέτες και ταγοί αυτής της παγκοσμιοποίησης προσπαθούν να ξορκίσουν με καταγγελίες αυτό που ήλθε, μάταια, γιατί στην πραγματικότητα ξεπήδησε από το δικό τους κεφάλι, πάνοπλο, σαν την Αθηνά από το κεφάλι του Δία. Too little, too late που λένε και οι Αγγλοσάξωνες.

Δεν υπάρχει καμία διάθεση φτηνού λαϊκιστικού «συμψηφισμού» σε όλες αυτές τις διαπιστώσεις, μόνο μια προσπάθεια να εκλογικευτεί η αλληλουχία των γεγονότων που μας έφερε μέχρι εδώ.

Τώρα; Τώρα τι; Τώρα τα γεγονότα, με μια φριχτή μαθηματική βεβαιότητα διολισθαίνουν προς τα εκεί που όλοι ψυχανεμίζονται:

«Τα ‘ανθρώπινα δικαιώματα’ είναι πολιτικό εργαλείο μέσα σε μια πλανητική κατάσταση, η πυκνότητα της οποίας καθιστά βέβαια απαραίτητη τη χρήση οικουμενιστικών ιδεολογημάτων, μέσα στην οποία όμως η δεσμευτική ερμηνεία των ιδεολογημάτων αυτών συνεχίζει να εναπόκειται στις διαθέσεις και στα συμφέροντα των ισχυρότερων εθνών. Τα ‘ανθρώπινα δικαιώματα’ υπόκεινται στην επαμφοτερίζουσα λογική αυτής της κατάστασης και αντικατοπτρίζουν τις αντιφάσεις και τις εντάσεις που σημαδεύουν κατά τρόπο δραματικό την παγκόσμια κοινωνία. Γι’ αυτό ο αγώνας για την ερμηνεία τους αναγκαστικά θα μετατραπεί σ’ έναν αγώνα μεταξύ ανθρώπων γύρω από ό,τι θεωρεί εκάστοτε ο καθένας τους ως δικό του αναφαίρετο δικαίωμα. Αυτός ο αγώνας περί ερμηνείας έχει αρχίσει από καιρό ανάμεσα σε ‘Βορρα’ και ‘Νότο’ ή ‘Δύση’ και ‘Ανατολή’ και οξύνεται στον βαθμό όπου τα δισεκατομμύρια του ‘Νότου’ ή της ‘Ανατολής’ ερμηνεύουν όχι τυπικά, παρά υλικά τα ‘ανθρώπινα δικαιώματα’, απαιτώντας μιαν ουσιαστική ανακατανομή του πλούτου χωρίς να τους ενδιαφέρει η ηθική των χορτασμένων. Όπως η εσωτερική λογική του ‘ελεύθερου εμπορίου’, έτσι και η εσωτερική λογική των ‘ανθρώπινων δικαιωμάτων’ θα στραφεί σύντομα εναντίον της Δύσης, και τότε αυτή θα εγκαταλείψει τις σημερινές ιδεολογικές της θέσεις» [Παναγιώτης Κονδύλης, Από τον 20ο στον 21ο αιώνα: Τομές στην πλανητική πολιτική περί το 2000, Εκδόσεις Θεμέλιο, Αθήνα 1998, σελ. 67].

Μόνο που πλέον αυτός ο «αγώνας κατανομής» δεν έχει μόνον ως αντικείμενό του τον πλούτο, αλλά έχει μεταγραφεί στο υπαρξιακό πεδίο –είναι ταυτόχρονα σύγκρουση πολιτιστικών ταυτοτήτων, και σύγκρουση κατανομής. Και η Ευρώπη, ανεξάρτητα από το ποιός θα βρεθεί στο τιμόνι αυτής της διαδικασίας [ίσως εκείνος που έχει την πιο συμβατή πολιτικό-ιδεολογική τοποθέτηση, η οποία ούτως ή άλλως σταδιακά καθίσταται κυρίαρχη εντός των ευρωπαϊκών κοινωνιών], θα γυρέψει να περιφρουρήσει τα κεκτημένα της –η εκδοχή της ‘Ευρώπης-Φρούριο’ φαντάζει πλέον βέβαιη –με όλα όσα συνεπάγεται αυτό. Και το «φρούριο» δεν οχυρώνεται μόνον πίσω από τα δικά του τείχη –αλλά οργανώνει και εκστρατείες στην άμεση περίμετρό του, αξιώνοντας να διασφαλίσει την συνοχή του.

Από την άλλη, η Τουρκία έπαιξε και «έχασε». Τι έπαιξε όμως, και τι χάνει;

Στην Ελλάδα δεν έχουμε ακόμα συνείδηση* ότι το γειτονικό καθεστώς θεμελιώθηκε αποφασιστικά πάνω στις πολλαπλές γενοκτονίες του 1910-1922. Πράγμα το οποίο δεν είναι μοναχά θεωρητική ιστορική διαπίστωση, αλλά πραγματικότητα που λειτουργεί ακόμα και τώρα στην στρατηγική του. Κοινώς, από τις αρχές της δεκαετίας του 2010 το παραλήρημα νεο-οθωμανικής υπερεπέκτασης προς την Μέση Ανατολή στηρίχτηκε αποφασιστικά στην εργαλειοποίηση και την μόχλευση της βαρβαρότητας του Ισλαμικού Χαλιφάτου. Αυτό το γεγονός καταδεικνύεται περίτρανα από την μέχρι τα σήμερα άρνηση της τουρκικής εξουσίας να αναγνωρίσει την απειλή που αντιπροσωπεύει το Χαλιφάτο για την ανθρωπότητα –οι δηλώσεις του Αχμέτ Νταβούτογλου το καλοκαίρι του 2014, ότι το Ισλαμικό Κράτος δεν είναι τρομοκρατική οργάνωσηαλλά μια «κατάσταση» που θρέφεται από την οργή και την δυσαρέσκεια, δεν αφήνουν καμία αμφιβολία ως προς αυτό.

Εκείνο που «χάνει» από αυτήν του την τοποθέτηση ήταν η απώτερη στόχευση των Ερντογάν Νταβούτογλου, να πείσουν τις ΗΠΑ και την Ε.Ε. ότι μπορούν να καταστούν επίκεντρο μιας ενδιάμεσης αυτοκρατορικής ηγεμονίας που θα εξασφαλίζει τη συνέχεια της σταθερότητας μεταξύ της Δύσης και της Άπω Ανατολής. Να αποδεχθούν δηλαδή την Τουρκία ως άξονα ενός «νεο-οθωμανικού κοσμοσυστήματος» που θα συνέχει και θα «ειρηνεύει» σχεδόν ολόκληρο τον Μουσουλμανικό κόσμο, αποτελώντας έτσι ανεξάρτητο εταίρο μιας παγκόσμιας κυριαρχίας. Αυτή είναι η απώτερη στόχευση της θεωρίας περί «Στρατηγικού Βάθους» που εκπόνησε ο Αχμέτ Νταβούτογλου — ένα είδος παλινόρθωσης του ‘modus vivendi’ που προέκυψε αφότου ο στρατός των Οθωμανών ηττήθηκε έξω από τα τείχη της Βιέννης, με όρους του 21ου αιώνα βέβαια.

Αυτό το παραλήρημα, το οποίο διακρίνεται από το αντίστοιχο του Χίτλερ μόνο στο ότι διατυπώθηκε με κομψούς και παραπλανητικούς όρους –το πατροπαράδοτο οθωμανικό ‘τακφίρ’ [προσποίηση] που βρίσκεται στα θεμέλια της τουρκικής πολιτικής δεοντολογίας– οδηγείται σε μια στρατηγική ήττα καθώς πλέον θα βρίσκει την Δύση απέναντί, και όχι δίπλα του. Ή αυτό, ή στην περίπτωση που αναδιπλωθεί, θα έχει να αντιμετωπίσει στο εσωτερικό της τη δράση του ίδιου τέρατος το οποίο εξέθρεψε – και αν στο Παρίσι υπάρχουν 50 ή 500 τζιχαντιστές, είναι βέβαιο ότι στην γειτονική χώρα βρίσκονται αρκετές δεκάδες χιλιάδες.

Το πρόβλημα με αυτήν την νέα διάταξη, είναι ότι το ρήγμα που διανοίγεται μεταξύ Δύσης και Ανατολής, βρίσκεται ακριβώς κάτω από τα δικά μας πόδια, της Ελλάδας. Είναι η μοίρα της μικρής χώρας των συνόρων, να μετεωρίζεται επικίνδυνα στο κενό καθώς μετακινούνται οι τεκτονικές πλάκες της ανθρωπότητας. Και μπροστά σε αυτό, το «μνημόνιο», η οικονομική κρίση δηλαδή, η οποία απορρόφησε τόσο μεγάλο μέρος της ενεργητικότητας τα τελευταία πέντε χρόνια δεν είναι παρά το πρελούδιο μιας πολύ σοβαρής γεωπολιτικής κρίσης, που θέτει επιτακτικό το ζήτημα της επιβίωσης για τον δικό μας τον λαό –μάλιστα στην πολύ ιδιαίτερη κατάσταση αδυναμίας και ανημποριάς στην οποία βρίσκεται.

Αρκεί να αντιπαραβάλλουμε την κρισιμότητα της κατάστασης με το… μέγεθος των πολιτικών προσωπικοτήτων που την διαχειρίζονται από την πλευρά της χώρας μας για να καταλάβουμε ότι έχουμε να κάνουμε με φιγούρες που κείνται υπό το μηδέν. Τι να διαχειριστεί ο εμφανιζόμενος πλέον ως «ζητιάνος» στις πανευρωπαϊκές συνδιασκέψεις Αλέξης Τσίπρας – που κυβερνάει μάλιστα υπό τις σημαίες της… αξιοπρέπειας (!)… Και πως θα απαντήσει στο αμείλικτο ερώτημα που θα τεθεί τις επόμενες ημέρες ή τους επόμενους μήνες, το τι θα κάνει η Ελλάδα μπροστά στο Φρούριο που ορθώνεται – προφανώς ανεξάρτητα από την μηδαμινή της βούληση. Θα μείνει απέξω;  Θα μπει μέσα; Θα βρεθεί μια «τρίτη λύση» που θα την καθηλώσει ως στρατιωτικοποιημένη μεθοριακή ζώνη συγκράτησης των πληθυσμιακών πιέσεων, οι οποίες θα συνωθούνται προς τα τείχη της Ευρώπης Φρούριο; Άδηλον, ακόμα, αλλά ένα πράγμα είναι σαφές, και ως προς αυτό καλύτερα να μην κοροϊδεύουμε τους εαυτούς μας: Αν το διακύβευμα εξαρτιόταν από την εσωτερική δυναμική της χώρας, η γενικευμένη παρακμή πολιτικού συστήματος και κοινωνίας, αποτελεί εγγύηση για τα χειρότερα.

Σε αυτήν την πρώτη, άναρχη, και αναμφίβολα ελλιπή σταχυολόγηση των νέων δεδομένων θα πρέπει να προστεθεί και ένα τελευταίο σχόλιο πάνω στην φύση των σύγχρονων πληθυσμιακών μετακινήσεων –προσφυγικών ή μεταναστευτικών. Πρέπει να διακρίνουμε το ουσιώδες, το οποίο ταυτόχρονα συνιστά και κάτι το καινοφανές: Από τις αρχές της δεκαετίας του 1990,  με κλιμακούμενη ένταση, βιώνουμε μια «κίνηση του εκκρεμούς» μεταξύ παγκόσμιας κοινωνικής και οικονομικής κρίσης, οικολογικής κρίσης, γεωπολιτικής κρίσης. Η ταλάντωση γίνεται με κλιμακούμενη ένταση –ανεπαισθήτως κατά την δεκαετία του 1990, πολύ εντονότερα μέσα στο 2000, με απίστευτη ταχύτητα την δεκαετία του 2010 όπου αυτές οι αλληλοτροφοδοτούμενες κρίσεις τείνουν αναμφίβολα να αγγίξουν το σημείο σύμπτωσης. Η πραγματικότητα του σύγχρονου μεταναστευτικού ζητήματος, συμπυκνώνει μέσα της όλες αυτές τις κρίσεις, καθώς οι άνθρωποι μετακινούνται ως αποτέλεσμα της ταυτόχρονης επίδρασης των συνεπειών τους: Πρόσφυγες πολέμου, οικονομικοί μετανάστες, περιβαλλοντικοί πρόσφυγες διαμορφώνουν ένα γιγάντιο ρεύμα μετακίνησης, κυρίως προς το προπύργιο της παγκόσμιας ευημερίας σε έκταση και εμβέλεια που δεν έχει προηγούμενο στην ανθρώπινη ιστορία.

Αυτές οι μεταναστεύσεις τείνουν να καταστούν η κεντρικότερη εκδήλωση της ολικής παγκόσμιας κρίσης. Ο κόσμος έτσι όπως τον γνωρίζαμε, και η ψευδαίσθηση ασφάλειας και βεβαιότητας που μετέδιδε αλαζονικά ο κυρίαρχος πολιτισμός του, αποσυντίθενται ραγδαία. Το παγκόσμιο σύστημα τείνει να κατακερματιστεί σε φρούρια ισχύος, που περιβάλλονται από ένα no man’s land χάους και αστάθειας. Τα πλήθη που έμειναν απ έξω, συνωθούνται προς τα τείχη των φρουρίων πασχίζοντας να εισέλθουν, με κάθε μέσο, στις εστίες σχετικής ασφάλειας.

Ζούμε την εποχή των τεράτων, και το χειρότερο είναι ότι οι πρότερες ψευδαισθήσεις που είχαμε, μας εκπαίδευσαν στο να γίνουμε σχεδόν αθεράπευτα χαζοχαρούμενοι. Γι’ αυτό και το σοκ της πρόσκρουσης με την πραγματικότητα είναι αμείλικτο.

ΠΗΓΗ

ΑΡΔΗΝ

Συνέχεια