Αρχείο ετικέτας Αγιολογία
Η θέση του Ευγένιου Γιαννούλη στη θεολογική σκέψη του 17ου αιώνα. Θεολογικές σταθερές στις επιστολές του
Δημοσιεύθηκε στα Πρακτικά του Διεθνούς Συνεδρίου της Αρχαιολογικής – Ιστορικής – Λαογραφικής Εταιρείας Θεστιέων, (Ακρόπολη Θεστίας – Θέρμο – Ναύπακτος 9-11 Ιουνίου 2012), Ναύπακτος 2015, σσ. 415-448.
Από τον Νόμο στην Αγάπη. Ακολουθώντας τα εσωτερικά βήματα του αποστόλου Παύλου
Του ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΥΦΑΝΤΗ· Αναπληρωτή Καθηγητή στη Θεολογική Σχολή ΑΠΘ. Ομιλία στην Ιερά Σταυροπηγιακή Μονή Βλατάδων (Παρασκευή 28 Ιουνίου 2019)
Κάθε μέρα του λειτουργικού έτους είναι μια γιορτή ανάμνησης και πνευματικής υπόμνησης. Η λατρευτική αναδιήγηση των κομβικών γεγονότων της ιεράς ιστορίας και του βίου των αγίων δικαιολογεί τον δοξολογικό, πανηγυρικό και κυριολεκτικά, και μεταφορικά ευχαριστιακό χαρακτήρα κάθε εορτής, επίκεντρο και κορύφωση της οποίας αποτελεί η θεία Λειτουργία. Από την άλλη πλευρά, κάθε γιορτή αποτελεί μία πνευματική υπόμνηση εφόσον προσκαλεί τους πιστούς να θαυμάσουν τους τιμωμένους αγίους και να ακολουθήσουν το δικό τους παράδειγμα.
Διαβάστε τη συνέχεια της ομιλίας [εδώ]
Αγάπη και συγχώρεση στον Γρηγόριο Παλαμά και τον Ν. Γ. Πεντζίκη
ΠΗΓΗ
02 Ιανουαρίου· Μνήμη Αγίου Σαραφείμ του Σάρωφ
Του Α. Ι. ΚΑΛΑΜΑΤΑ
Πολυαγαπημένος Άγιος είναι ο Σαραφείμ του Σάρωφ, γράφει ο Φώτης Κόντογλου στη βιογραφία την οποία συμπεριέλαβε στο ωραίο του βιβλίο του Γίγαντες Ταπεινοί, εκδ. Ακρίτας, Αθήνα 1991, σσ. 147-170. Αυτήν τη βιογραφία μάλιστα την έγραψε εμπνευσμένος από ένα μικρό εικονισματάκι, που κάποιος φίλος του τού χάρισε και η οποία παριστάνει τον Άγιο Σεραφείμ να περπατά μέσα στο δάσος, ακουμπισμένο στο ραβδί του με το δεξί του χέρι και στο αριστερό να βαστά ένα κομποσκοίνι. “Το πρόσωπό του”, γράφει ο Κόντογλου, “λαμποκοπά από την καλοσύνη, και το ρασοφορεμένο σώμα του με τα χοντροπάπουτσά του έχει μια σεβάσμια κι’ αξιαγάπητη κίνηση, γεμάτο αγιοσύνη και πραότητα”, (σ. 148).
Ο Άγιος Βασίλειος με τα μάτια του π. Αθανάσιου Γιέφτιτς (1987)
ΠΗΓΗ
28η Σεπτεμβρίου· μνήμη Αγίου Ισαάκ του Σύρου
«Δεν σώζεις τον άνθρωπο με εξωτερικές συμβουλές και προτροπές. Ούτε του προσφέρεις ελευθερία με να του πης: Κάμε ό,τι θέλεις.
Θα πρέπει να μπορή η αγάπη σου άφωνα, σαν ήλιος στοργής και καθαρός αέρας κουράγιου, να του χαρίζη υγεία και να του γεννά όρεξη προσωπική για να ζήση.
Αυτό γίνεται με τον Αββά Ισαάκ. Φλέγεται ολόκληρος και μεταλαμπαδεύει το πυρένδροσο μυστήριο της Εκκλησίας. Εκπορεύει από την ύπαρξή του αγάπη, που παρέχει χώρο ελευθερίας στον άλλο. Και του χαρίζει δυνατότητας για να πραγματοποιήση τον εαυτό του.
Αγκαλιάζει τον άλλο με το να τον αφήνη ελεύθερο στο σύνολό του»[*].
Αρχιμ. ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ, Καθηγούμενου Ι. Μ. Σταυρονικήτα, (1988), Αββάς Ισαάκ ο Σύρος. Ένα πλησίασμα στον κόσμο του, Αθήνα: Δόμος, σ. 18.
[*] Τηρήθηκε η ορθογραφία του συγγραφέα.
24η Σεπτεμβρίου· μνήμη Αγίου Σιλουανού του Αγιορείτου
«Ο Σιλουανός με την προσευχή και τη μαρτυρία του είναι, όπως αποδεικνύει η εμπειρία, το προζύμι για την καλλιέργεια της συνάντησης και της κοινωνίας μεταξύ των ανθρώπων. Ακολουθώντας τον, με τη χάρη του Αγίου Πνεύματος, στην οδό που μας προτείνει – οδός ταπείνωσης, κένωσης και μετάνοιας, προσανατολισμένη στην αγάπη προς τους εχθρούς – οδηγούμαστε στην υπέρβαση των κάθε είδους διαφορών – ομολογιακών, μορφωτικών, ατομικών. Πρόκειται για ένα εσωτερικό πέρασμα προς τη μεταμόρφωση της καρδιάς. Έχοντας τον στάρετς ως φάρο, μας δίνεται η ευκαιρία να γνωρίσουμε ένα άλλο δρόμο προς την ενότητα των χριστιανών: τον δρόμο της οικουμενικής διάστασης της αγιότητας, χωρίς τον οποίο η λεγόμενη “οικουμενική κίνηση” (που ήδη περνά κρίση) είναι καταδικασμένη να βαλτώσει».
π. ΜΑΞΙΜΟΣ ΕΓΚΕΡ, (2009), Κράτα το νου στον Άδη… Ο Άγιος Σιλουανός και η ελπίδα της Βασιλείας, μτφρ. Σοφία Χατζή, επιμέλεια κειμένου Γιώργος Μπάρλας, επιμέλεια έκδοσης Βασίλης Αργυριάδης, Αθήνα: Εν Πλω, σσ. 10-11.
23η Σεπτεμβρίου· μνήμη αγίου Νικολάου νεομάρτυρος εκ Καρπενησίου
«Εν Κωνσταντινουπόλει επίσης τη 23 Σεπτεμβρίου 1672 απεκαφαλίσθη ο νεομάρτυρυς Νικόλαος εκ Καρπενησίου ορμώμενος. Ο πατήρ αυτού ηθέλησε να διδάξει εις αυτόν την τουρκικήν γλώσσαν μετά την εκμάθησιν της ελληνικής, προς τούτο δε παρέδωκεν αυτόν εις τινα λόγιον Τούρκον. Ούτος όμως, διανοηθείς να εξισλαμίση τον παίδα, ημέραν τινά ενώπιον και άλλων Τούρκων έδωκεν αυτώ προς ανάγνωσιν από χειρογράφου την μουσουλμανικήν ομολογίαν πίστεως. Ο Νικόλαος ανέγνω αυτήν ως μάθημα, αλλ’ οι παρόντες Τούρκοι και ο διδάσκαλος ηξίωσαν ότι ήδη εγένετο μουσουλμάνος. Ήρξατο μακρά και περιπετειώδης διαδικασία, υπεβλήθη ο Νικόλαος εις σκληράς ηθικάς και σωματικάς βασάνους, εκλείσθη εις την φυλακήν και εξήκοντα πέντε ημέρας, ομολογών αδιαλείπτως, εν μέσω φρικτών βασάνων, την χριστιανικήν πίστην, υπέρ ης τέλος ενδόξως απέθανε, προς καταισχύνην των τυράννων Τούρκων και ενίσχυσιν των καταδυναστευομένων χριστιανών».
ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ, (Αρχιεπίσκοπος Αθηνών), (31970), Οι Νεομάρτυρες, Αθήνα: Τήνος, σσ. 67-68.
Με αφορμή τη γιορτή των Αγίων Επτά Παίδων εν Εφέσω (4 Αυγούστου)
Γράφει ο ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ Ι. ΚΑΛΑΜΑΤΑΣ
«Θα ήθελα να ήμουν ένας από τους Επτά Κοιμωμένους της Εφέσου. Οι χριστιανοί αυτοί αδελφοί, κατά τη διάρκεια του διωγμού του αυτοκράτορα Δεκίου (249-251) είχαν φυλακιστεί σε μια σπηλιά, της οποίας εν συνεχεία χτίστηκε το στόμιο. Στις αρχές του 5ου αιώνα, κατά τη βασιλεία ενός εκ των διαδόχων του Δεκίου, του Θεοδοσίου Β΄(408-450), ξύπνησαν για να διαφωτίσουν τον εν λόγω χριστιανό μονάρχη επί ενός σημείου του δόγματος που αφορούσε την έγερση των νεκρών. Φανταστείτε την έκπληξή τους όταν, μπαίνοντας στην πόλη, είδαν το Σταυρό τοποθετημένο πάνω από την κύρια πύλη, άκουσαν ανθρώπους να ορκίζονται ελεύθερα στο όνομα του Χριστού, είδαν να έχει χτιστεί μια εκκλησία, τον χριστιανικό κλήρο να ασχολείται με την επισκευή των τειχών της πόλης, και αντιλήφθηκαν ότι τα ασημένια νομίσματα των παγανιστών αυτοκρατόρων εξέπλησσαν τους ανθρώπους στην αγορά»[1]. Έτσι αρχίζει το βιβλίο του ο Peter Brown για την Ύστερη Αρχαιότητα, όρο που ο ίδιος καθιέρωσε, μελετώντας τη θρησκευτική κουλτούρα της ύστερης ρωμαϊκής αυτοκρατορίας[2], μιας εποχής που αργά και σταθερά σηματοδοτούσε το τέλος του παγανιστικού κοσμοειδώλου της. Από 1ο π.Χ., αιώνα μέχρι και τα μέσα του 4ου μ.Χ., στον ευρύτερο χώρο της Μεσογείου, με κέντρο πάντα τη Ρώμη, εκείνη η θρησκεία που κυριαρχούσε ήταν η ρωμαϊκή[3], η οποία σε αντίθεση με τη χριστιανική που ήταν υπό απηνή διωγμό, συντηρούνταν χάρη στον κρατικό μηχανισμό. Κατά τον Brown, οι πολλαπλές θρησκευτικές αλλαγές που συνέβησαν καθ’ όλη τη διάρκεια της Ύστερης Αρχαιότητας, «μπορούν να θεωρηθούν ανακατανομή και επανορχήστρωση συστατικών που επί αιώνες προϋπήρχαν στον μεσογειακό χώρο». Για τον εκκλησιαστικό ιστορικό που μελετά αυτήν την περίοδο, η παραπάνω άποψη είναι εξαιρετικά σημαντική, στη θεώρηση τόσο της παγανιστικής[4] όσο και της χριστιανικής μορφής της, ιδιαίτερα της χριστιανικής, όπου ο άνθρωπος αντιμετώπιζε το υπερφυσικό ως ένα σύνολο δοξασιών μέσω των οποίων εκδηλωνόταν η «θεία δύναμη»[5]. Ο Χριστιανισμός έκαμε την εμφάνισή του υιοθετώντας αρκετά στοιχεία από τον Ιουδαϊσμό, ταχύτατα όμως ήρθε σε επαφή και με τον κόσμο του Ελληνισμού, γεγονός που δείχνει την προσπάθεια των πρώτων ευσεβών χριστιανών να ξεχωρίζουν την ορθή πίστη από τις ποικίλες αιρέσεις. Υπ’ αυτήν την έννοια η σημερινή έρευνα κατατείνει στην άποψη ότι η χριστιανική πίστη, στην πρώιμη φάση της, ήταν ένα «εξελισσόμενο προϊόν της ιστορίας». Άλλωστε, δεν πρέπει να ξεχνάμε και το εξής: καθώς ο Χριστιανισμός «αναπτυσσόταν και προόδευε, είχε διαρκώς να αντιμετωπίσει νέες καταστάσεις και προβλήματα». Κορύφωμα αυτών προβλημάτων ήταν ο 3ος αιώνας, περίοδος συγκρούσεων και σχισμάτων «γύρω από την αντιμετώπιση εκείνων που είχαν λιποψυχήσει σε καιρούς διωγμών»[6].
Στον τρόπο που η χριστιανική πίστη αντιμετωπίστηκε από τους εθνικούς, ζήτημα ευρύ και ιδιαίτερα πολύπλοκο, κυρίαρχα θέματα της φιλονικίας δεν ήταν μόνο τα δογματικά αλλά και οι αντιλήψεις για το θείο, που δημιουργούσαν ανάμεσά τους μια «ψυχολογική διαχωριστική γραμμή». Η διαμάχη εμφανίστηκε σε πολλά κοινωνικά και πνευματικά επίπεδα, με ανθρώπους ιδιαίτερα μορφωμένους και καλλιεργημένους, όπως ο Ωριγένης από τη μερίδα των χριστιανών, ο Πορφύριος και ο Κέλσος από τη μερίδα των εθνικών. Σύμφωνα με τον E. R. Dodds, η σχέση χριστιανών και εθνικών πέρασε από τρεις καθοριστικές φάσεις. Στην πρώτη (2ος αιώνας), καμιά μερίδα, ούτε η παγανιστική ούτε η χριστιανική είχαν διαμορφωθεί ως ένα «κλειστό και ομοιογενές σύστημα». Από την πλευρά των εθνικών η ελληνική φιλοσοφία αναζητούσε τη σύνθεση, την οποία ολοκλήρωσε έναν αιώνα αργότερα ο Πλωτίνος. Από την πλευρά των χριστιανών «η ορθοδοξία δεν χωριζόταν από την αίρεση με σαφή όρια· ήταν εύκολο να γλιστρήσει κάποιος από τη μια στην άλλη, όπως ο Τάκιτος που προσχώρησε από την ορθοδοξία στον βολεντινιανισμό και ο Τερτυλλιανός που πέρασε στο μοντανισμό». Εδώ, σημαντική ήταν η συνεισφορά των Απολογητών Πατέρων προς τους μορφωμένους εθνικούς, για το άνοιγμα που έκαμαν προς αυτούς, ώστε να γνωρίσουν τη χριστιανική πίστη. Η δεύτερη φάση εκτείνεται από τις αρχές του 3ου αιώνα και φτάνει μέχρι τον διωγμό του Δεκίου το 249. Σ’ αυτή κυριαρχεί ο Ωριγένης και το έργο του Κατά Κέλσου. Για τη ρωμαϊκή αυτοκρατορία η περίοδος αυτή ήταν εποχή ανασφάλειας και αθλιότητας, ενώ για τον χριστιανισμό εποχή κάποιας ελευθερίας από το καθεστώς των διωγμών και, βέβαια, εποχή κάποιας αριθμητικής ανάπτυξης και εξέλιξης[7]. Αντίθετα η τρίτη φάση ήταν πολύ διαφορετική. Αρχίζει με το Δέκιο[8] και τελειώνει με το μεγάλο διωγμό του Διοκλητιανού το 311[9]. Ο Δέκιος, φανατικός διώκτης των χριστιανών, πίστευε ότι για την παρακμή της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας κύρια ευθύνη έφερε η νέα πίστη του Χριστιανισμού. Ο διωγμός των χριστιανών επί Διοκλητιανού εξαπλώθηκε σ’ όλη την αυτοκρατορία, από τις πόλεις της Αρμενίας και Μεσοποταμίας μέχρι τη Λισσαβώνα και από την Αραβία, την Αίγυπτο, τη Βόρεια Αφρική μέχρι τα βρετανικά νησιά. Σ’ αυτήν την περίοδο ο Πορφύριος γύρω στα 270 γράφει το επιθετικότατο βιβλίο του Κατά Χριστιανών και ο Ιεροκλής την πραγματεία με τίτλο Οι εραστές της αλήθειας, όπου εκθειάζεται ο Απολλώνιος ο Τυανεύς ως αντίπαλος του Χριστού. Υπ’ αυτές τις συνθήκες ξεκίνησαν οι σκληροί διωγμοί κατά των χριστιανών, χωρίς όμως να κλονίσουν τον σκληρό πυρήνα της νέας πίστης[10]. Στην περίπτωση αυτή σημαντικό είναι να τονιστεί το γεγονός πως η εξάπλωση και εδραίωση του Χριστιανισμού μέσα από αιματηρά μαρτύρια των πρώτων χριστιανών, για ένα διάστημα αρκετά μεγάλο – αυτό καλύπτει περίπου δυόμιση περίπου αιώνων (μέσα 1ου αιώνα – Διάταγμα Μεδιολάνων 313)[11] – δεν ήταν μια αναπότρεπτη και σταδιακή διαδικασία. Θωρείται «αναπάντεχη» και «εντυπωσιακή» η εξάπλωση της Χριστιανικής Εκκλησίας γιατί έγινε υπολογίσιμη δύναμη κυρίως στις πόλεις της Μεσογείου. Αυτό, πάνω απ’ όλα, έγινε γιατί ο Χριστιανισμός ριζικά διέφερε από τις άλλες ανατολικές λατρείας, μυστηριακού κυρίως χαρακτήρα. Παρόλο που αυτές παρείχαν ειδικές διδασκαλίες για τη σωτηρία των πιστών τους, ποτέ δεν ωφελήθηκαν από τους διωγμούς των χριστιανών, κυρίως σ’ ότι αφορά την προσχώρηση πιστών. Η μεγαλύτερη πρόοδος που σημείωσαν οι χριστιανοί ήταν σε περιοχές της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας που θρησκευτικά ήταν ρευστές· σε αντίθεση με τις πόλεις της Μ. Ασίας όπου το χριστιανικό στοιχείο σχεδόν παρέμεινε ανέγγιχτο[12].
Γεγονός πάντως είναι ότι, η θρησκευτική ιστορία της περιόδου των τριών πρώτων χριστιανικών αιώνων, όπως αυτή καταγράφεται στις πηγές, η σύγκρουση παγανισμού και Χριστιανισμού ταυτόχρονα εκδηλωνόταν στο εσωτερικό και των δύο. Γνωρίζουμε ότι περί τα μέσα του 2ου μ.Χ., αιώνα στο στρατόπεδο των παγανιστών δύο «προφήτες» ο Αλέξανδρος ο «Ψευδομάντης» και ο Μοντανός ο «Ψευδοπροφήτης», προσπαθούσαν να καταδείξουν τι ήταν αυτό που έλειπε από το θρησκευτικό περιβάλλον της εποχής τους. Ο Δημήτρης Κυρτάτας υποστηρίζει πως ενώ ο «κόσμος της αρχαιότητας εισερχόταν στην τελική του φάση, αυτήν που συνηθίζουμε να αποκαλούμε ύστερη, υπήρχαν πολλοί άνθρωποι που επιθυμούσαν να δουν ένα θεό να γεννιέται ή ένα θεό να κατεβαίνει στη γη, όπως ακριβώς είχαν δει, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς τους, οι πρόγονοί τους». Στο αντίπαλο στρατόπεδο, του Χριστιανισμού, η «εσωτερική κρίση» ήταν πιο ορατή. Ενώ ο Μοντανός με τις προφητείες γοήτευε το ποίμνιό του, τα μέλη των χριστιανικών κοινοτήτων, χάρη στο απαράμιλλο σθένος των ηγετών τους, ανήκαν σε «καλά οργανωμένες θρησκευτικές ομάδες της αυτοκρατορίας. Διέθεταν ένα συγκροτημένο ιερατείο με ισχυρούς επισκόπους σε κάθε πόλη, και ένα δίκτυο επαφών που επεκτεινόταν σε ολόκληρη της Μεσόγειο». Κι αυτό οφείλονταν στο γεγονός ότι είχαν «ένα σαφώς προσδιορισμένο και κλειστό κανόνα ιερών γραφών»[13]. Η εξέγερση που ακολούθησε εναντίον των μοντανιστών από τους ηγέτες των χριστιανών, έγινε όχι γιατί είχε τεθεί σε αμφισβήτηση η διδασκαλία της χριστιανικής Εκκλησίας, αλλά η δομή και η οργάνωσή της.
[1] PETΕΡ ΒΡΟWΝ, (2001), Η δημιουργία της Ύστερης Αρχαιότητας, μτφρ. Θεοδόσης Νικολαΐδης, Αθήνα: Εστία, σ. 21.
[2] ΔΗΜΗΤΡΗΣ Ι. ΚΥΡΤΑΤΑΣ, (2003), Κατακτώντας την Αρχαιότητα. Ιστοριογραφικές διαδρομές, Αθήνα: Πόλις, σσ. 189-202.
[3] M. L. CLARKE, (2004), Το ρωμαϊκό πνεύμα. Ιστορία της ρωμαϊκής σκέψης από τον Κικέρωνα ως τον Μάρκο Αυρήλιο, μτφρ. Πολυξένη Δημητριάδου – Λεωνίδας Τρομάρας, Θεσσαλονίκη: University Studio Press, σσ. 139-154. PETER GARNSEY & RICHARD SALLER, (1999), Η Ρωμαιϊκή Αυτοκρατορία. Οικονομία, κοινωνία και πολιτισμός, μτφρ. Β. Αναστασιάδης, Ηράκλειο: Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, σσ. 227-246.
[4] Η νεότερη ιστορική έρευνα θεωρεί πως η χρήση του όρου παγανισμός, σ’ ό,τι αφορά τη θρησκευτικότητα της Ύστερης Αρχαιότητας, δεν είναι δόκιμη. Τα επιχειρήματα που χρησιμοποιούνται είναι δύο. Πρώτον, ο παγανισμός εάν δεν ήταν τόσο θρησκεία με όλες τις πρακτικές που συνθέτουν ένα θρησκευτικό φαινόμενο, τότε υπάρχει ο κίνδυνος θεώρησής του ως μιας παραπλανητικής και μονολιθικής εικόνας της ειδωλολατρίας. Και δεύτερον, επειδή ο όρος χρησιμοποιήθηκε ευρύτατα από τους ίδιους τους χριστιανούς, η λατινική λέξη paganus, που σημαίνει χωρικός και πολίτης, ενίσχυσε την αντίληψη ότι η ειδωλολατρία ήταν ιδιαιτέρως ισχυρή στην ύπαιθρο, σε αντίθεση με τις πόλεις όπου ο Χριστιανισμός είχε μεγαλύτερη απήχηση. Ως εναλλακτικός όρος προτείνεται ο πολυθεϊσμός, όρος που καλύπτει τις παραπάνω ενστάσεις. Βλ. Α. ΝΤΑΓΚ ΛΗ, (2000), Παγανιστές και Χριστιανοί στην Ύστερη Αρχαιότητα. Ένα ανθολόγιο πηγών, μτφρ. Χαρίκλεια Τσαλιγοπούλου, Αθήνα: Ενάλιος, σσ. 47-48.
[5] PETΕΡ ΒΡΟWΝ, (2001), Η δημιουργία της Ύστερης Αρχαιότητας, σσ. 29 κ.ε.
[6] ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΥΡΤΑΤΑΣ, (1992), Επίκρισις. Η κοινωνική δομή των χριστιανικών κοινοτήτων από τον πρώτο έως τον τρίτο αιώνα, Αθήνα: Εστία, σσ. 159-160.
[7] Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του Κόμμοδου (180-192), ενός κακού αυτοκράτορα, του οποίου η στάση έναντι των χριστιανών εικάζεται πως ήταν εξαιρετικά ήπια. Σ’ αυτό τον επηρέαζε η ευνοούμενη παλλακίδα Μαρκία, που ήταν χριστιανή. Την πληροφορία διασώζει ο Ευσέβιος στην Εκκλησιαστική Ιστορία του. Βλ. ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ Ι. ΚΥΡΤΑΤΑΣ, (1999), «Η παλλακίδα, η τροφός και η βασιλομήτωρ», στο: Απόκρυφες ιστορίες. Μύθοι και θρύλοι από τον κόσμο των πρώτων χριστιανών, Αθήνα: Άγρα, σσ. 129-138.
[8] Σημαντικά είναι εδώ όσα γράφει ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΓΛΑΒΙΝΑΣ, (1992), Οι διωγμοί κατά της Εκκλησίας στην προκωνσταντίνεια εποχή, Κατερίνη: Τέρτιος, σσ. 161-181.
[9] Αυτόθι, σσ. 213-234.
[10] Και τις τρείς φάσεις αναλύει ο E. R. Dodds, (1995), Εθνικοί και Χριστιανοί σε μια εποχή αγωνίας. Όψεις της θρησκευτικής εμπειρίας από τον Μάρκο Αυρήλιο ως τον Μ. Κωνσταντίνο, μτφρ. Κώστας Αντύπας, Αθήνα: Αλεξάνδρεια, σσ. 161-211. Για την περίοδο των διωγμών σημαντικό είναι και το βιβλίο του C. E. M. DE STE. CROIX, (2005), Ο Χριστιανισμός και η Ρώμη. Διωγμοί, αιρέσεις και ήθη, μτφρ. Ιωάννα Κράλλη, επιλογή κειμένων – επιμέλεια – πρόλογος Δημήτρης Ι. Κυρτάτα, Αθήνα: Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης. Μολονότι το εν λόγω βιβλίο σ’ ό,τι αφορά το ζήτημα της ιδιοκτησίας και της δουλείας δέχθηκε σφοδρότατες επικρίσεις, φρονώ πως παρά τα όποια λάθη του συγγραφέα, παραμένει έργο αναφοράς. Θεώρησή του βλ. ΔΗΜΗΤΡΗΣ Ι. ΚΥΡΤΑΤΑΣ, (2003), Κατακτώντας την Αρχαιότητα, σσ. 169-187.
[11] ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ Ν. ΜΟΣΧΟΣ, (2008), Συνοπτική Ιστορία της Χριστιανικής Εκκλησίας. Η πρώτη χιλιετία, τ. Α΄, Αθήνα: Ακρίτας, σσ. 53-56.
[12] PETER BROWN, (1998), Ο κόσμος της Ύστερης Αρχαιότητας 150-750 μ.Χ., μτφρ. Ελένη Σταμπόγλη, Αθήνα: Αλεξάνδρεια, σ. 71.
[13] ΔΗΜΗΤΡΗΣ Ι. ΚΥΡΤΑΤΑΣ, (επιμέλεια), (2001), Λουκιανός: Αλέξανδρος ή ο Ψευδομάντης. Μοντανός ο Ψευδοπροφήτης, εισαγωγή Δ. Ι. Κυρτάτας – P. E. Dauzat, Αθήνα: Άγρα, σσ. 39-40.