«Όπου υπάρχει η ποίηση, εκεί κι ο Θεός. Την ομορφιά εστιάζει. Επιτυγχάνει να συμβιούν η αγαλλίαση κι ο τρόμος, η θλίψη και η ηδονή, η αδιάκοπη μεταβολή και η αιωνιότητα.
Η ποίηση αφαιρεί απ’ τα πράγματα το πέπλο της συνήθειας· καθιστά ορατή την αθέατη όψη του κόσμου· χάρη στην επικράτεια της συνενώνονται όλα τ’ ασυμβίβαστα.
Καθετί που μέσα στο φως της κινείται, ενσαρκώνει το πνεύμα που η ίδια εμπνέει. Μ’ ένα είδος αλχημείας, μετατρέπει σε πόσιμο χρυσό τα δηλητηριώδη νερά που ρέουν από τον θάνατο στη ζωή. Γιατί σκοπός της είναι η κρυμμένη ομορφιά, μ’ άλλα λόγια η απώτερη ουσία του κόσμου.
Τα πάντα υπάρχουν έτσι όπως συλλαμβάνονται, ή τουλάχιστον σε σχέση με όποιον τα προσλαμβάνει. Ο νους βρίσκεται μέσα σ’ ένα δικό του χώρο. Μπορεί να φτιάξει ένα “Παράδεισο από κόλαση ή μια κόλαση από Παράδεισο”.
Η ποίηση μας απαλλάσσει απ’ το να είμαστε δέσμιοι των τυχαίων γεγονότων. Δημιουργεί μιάν άλλη ύπαρξη μέσα στην ύπαρξή μας. Μας αναγκάζει να αισθανόμαστε αυτό που με το λογικό μας γνωρίζουμε, και να φανταζόμαστε αλλιώς αυτό που η γνώση μας έχει αποστηθίσει· που σημαίνει, δημιουργεί απ’ αρχής τον κόσμο».
ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ, «Ο πόσιμος χρυσός κατά τον P. B. Shelley», στο: 2Χ7 ε, εκδ. Ίκαρος, Αθήνα 1996, 33-35.