Γράφει ο Α. Ι. ΚΑΛΑΜΑΤΑΣ
“Κράτος ασυστόλων / και πεσμένων κώλων / κωλοέλληνες».
Διονύσης Σαββόπουλος
Έχει δίκιο ο Σαββόπουλος, είμαστε «κωλοέλληνες» εμείς οι νεότεροι Έλληνες. Άλλοτε ικανοί για το καλύτερο κι άλλοτε ικανοί για το χειρότερο. Μόνο οι περίοδοι που κυριαρχεί το καλύτερο είναι ελάχιστες, ενώ οι περίοδοι που κυριαρχεί το χειρότερο είναι πολλές.
Τον τελευταίο καιρό πολύς λόγος γίνεται για την επιλογή των νέων διευθυντών σχολείων. Το πρώτο, ωστόσο, ερώτημα που από πολλούς διατυπώνεται είναι αν πρόκειται για διαδικασία νέων διευθυντών ή απλά για ακόμη μια τυπική διαδικασία να επανεκλεγούν οι ήδη υπάρχοντες. Μια από τις χειρότερες στιγμές της ελληνικής εκπαίδευσης, εδώ και χρόνια, είναι ότι ένα μέρος των στελεχών που πλαισιώνουν το διοικητικό μηχανισμό της είναι μετριότητες. Αυτή η διαπίστωση φέρνει στο προσκήνιο και το αίτημα που έχει γίνει μόνιμη πια επωδός: αξιολόγηση του έργου όλων όσων εμπλέκονται με την εκπαίδευση. Προσωπικά συμμερίζομαι πλήρως την άποψη ότι η αξιολόγηση είναι όχι μόνον αναγκαία και θεμιτή αλλά και ζωτικής σημασίας για το μέλλον της εκπαίδευσης και της παιδείας γενικότερα. Θα προσπαθήσω σύντομα να φωτίσω μερικά από τα στοιχεία που, κατά τη γνώμη μου, συνθέτουν το οξύτατο πρόβλημα της ευτελούς διαδικασίας για αξιολόγηση του εκπαιδευτικού έργου, ειδικότερα βέβαια, της επιλογής στελεχών, όπως στην παρούσα φάση είναι οι διευθυντές των σχολείων. Σ’ ότι αφορά στην αξιολόγηση γενικότερα του εκπαιδευτικού έργου, είτε αυτό είναι διδακτικό είτε διοικητικό, αυτό πάσχει για δύο κυρίως λόγους. Πρώτον, γιατί είναι ολοκληρωτική η απουσία σημαντικών κριτηρίων αξιολόγησης, καθόσον ποτέ με παιδαγωγική αυτοσυνειδησία δεν προσδιορίζεται ποιος αξιολογεί ποιόν, τι αξιολόγηση κάμει αυτός που αξιολογεί, αν δηλαδή ο αξιολογούμενος είναι ικανός, επαρκής, κατάλληλος, ευσυνείδητος, συνεργάσιμος, συνεπής και, βέβαια, αν όλα αυτά σκοπεύουν στη βελτίωση του εκπαιδευτικού έργου. Στην προκειμένη περίπτωση είναι σημαντική η διαπίστωση ότι χρόνια έχει καθιερωθεί η αναξιόπιστη διαδικασία ζητημάτων επιλογής στελεχών της εκπαίδευσης, η οποία βασίζεται σε εκτιμήσεις τυχάρπαστων υποκειμενικών εντυπώσεων μέσα από ένα σύστημα α-νόητων γραφειοκρατικών δομών. Το τελευταίο αυτομάτως μας οδηγεί στον δεύτερο λόγο, που δεν είναι άλλος από τις κατά καιρούς προϋποθέσεις που καθορίζει το εκάστοτε Υπουργείο Παιδείας για να επιλέξει τους κατάλληλους εκπαιδευτικούς που θα στελεχώσουν τον διοικητικό μηχανισμό της εκπαίδευσης. Αυτές είναι: α) η δημοσιοϋπαλληλική αντίληψη και στον εκπαιδευτικό χώρο· β) η τυπολατρεία και η εμμονή σε κάποιος «άγραφους κανόνες», που θέλουν η επιλογή ενός στελέχους, εκτός από τα «τυπικά» να βασίζεται και στα «διοικητικά προσόντα», τα οποία οι περισσότεροι υποψήφιοι διευθυντές πάντα διαθέτουν μιας και έχουν τη σχετική προϋπηρεσία, αφού κατέχουν τη θέση αυτή για χρόνια, (εδώ ισχύει η λαϊκή σοφία: αυτός «έχει δέσει το γάιδαρό του» άρα αποκαταστάθηκε)· γ) η εμπέδωση σχέσεων στην ιεραρχία (προϊστάμενος εκπαίδευσης, διευθυντής σχολικής μονάδας, σύλλογος διδασκόντων, δάσκαλοι και καθηγητές ως ξεχωριστές προσωπικότητες), με απρόσωπο χαρακτήρα, ή στις περισσότερες των περιπτώσεων παρεΐστικων νοοτροπιών, πουν όχι μόνο δεν τιμούν τον τίτλο εκπαιδευτικός, αλλά και συντρίβουν στην κυριολεξία την ταυτότητα που οφείλει να έχει προς την τοπική κοινωνία κάθε σχολική μονάδα.
Με βάση τις παραπάνω θλιβερές παθογένειες νομίζω ότι το ερώτημα που χρόνια τίθεται είναι καίριο: υπάρχει αντιπρόταση για αξιολόγηση επιλογής στελεχών των σχολικών μονάδων; Έχω την ταπεινή γνώμη πως ναι υπάρχει, αλλά δυστυχώς κάθε φορά που έρχεται στο προσκήνιο η διαδικασία επιλογής, ουκ ολίγοι περιτέχνως φροντίζουν να τη θάβουν. Ποια είναι αυτή η αντιπρόταση; Ευθύς αμέσως την καταγράφω. Όταν ο υποψήφιος για τη θέση του διευθυντή σχολικής μονάδας έχει το «γνώθι σ’ αυτόν», δηλαδή, γνωρίζει αν έχει τις δυνατότητες και τις δεξιότητες γι’ αυτή τη θέση, και δεν την επιθυμεί για τους γνωστούς λόγους (αύξηση του μισθού, εξουσιολαγνεία, φυγή από τη σχολική τάξη, η νοοτροπία τύπου: «πριν πάρω τη σύνταξή μου ας γίνω και διευθυντής», παλαιότητα σε ένα σύλλογο διδασκόντων, κι άλλα τέτοια ευτράπελα), φρονώ ότι πέραν των τυπικών προσόντων πρέπει να αξιολογείται και με δεδομένη την προσωπικότητά του και το κύρος που αυτή έχει στην εκπαιδευτική κοινότητα και ευρύτερα στην κοινωνία. Αν κοιτάξουμε λίγο προς το παρελθόν, θα διαπιστώσουμε ότι οι περισσότεροι διευθυντές σχολείων, πάνω απ’ όλα ήταν σημαντικές προσωπικότητες της εκπαίδευσης και των γραμμάτων· είχαν όραμα για τα σχολεία που ήταν διευθυντές. κι εδώ όταν ομιλώ για όραμα δεν το αντιλαμβάνομαι ως «ζωτικό ψεύδος», όπως παλαιότερα έλεγε ο Στέλιος Ράμφος, αλλά ως «ζωτική αλήθεια» που συνδέει το σχολείο με την κοινωνία που βρίσκεται.
Συνεπώς, αν επιζητούμε μια παιδεία δημοκρατική κι όχι μια παιδεία της αμάθειας και του βολέματος, το σύστημα αξιολόγησης και επιλογής των στελεχών της που θα τη διοικήσουν, οφείλει να κινείται πάνω στον άξονα αυτονόητων κριτηρίων, συνυφασμένων άμεσα με τη λογική επιλογής των αξιότερων και όχι των μετριοτήτων. Ενάντια σε χρόνιες νοοτροπίες του παρασιτισμού, εκείνο δηλαδή το κοινό πεδίο στο οποίο συναντώνται όλοι οι αρνητές των αξιοκρατικών επιλογών και των αμερόληπτων διαδικασιών αξιολόγησης, από κυβερνητικούς αξιωματούχους των ευνοιοκρατικών διορισμών μέχρι τους «συνδικαλιστές» των αγωνιστικών προσλήψεων και ποικίλων με το αζημίωτο διευκολύνσεων. Προτάσεις προς αυτή την κατεύθυνση πάντοτε υπήρχαν και θα συνεχίσουν να υπάρχουν, το πρόβλημα όμως είναι η απουσία στόχευσης, δηλαδή, τι στελέχη επιθυμούμε να διοικούν το εκπαιδευτικό μας σύστημα.
ΒΑΣΩ ΚΑΤΡΑΚΗ, “Μάσκα”, Πετρογραφία 70χ100 εκ. ΠΗΓΗ: Ινστιτούτο Σύγχρονης Ελληνικής Τέχνης