Γράφει ο Α. Ι. ΚΑΛΑΜΑΤΑΣ
Σ’ ένα ποίημά της, με τίτλο «Μεγάλη Πέμπτη», η κορυφαία σήμερα Ελληνίδα ποιήτρια Κική Δημουλά, γράφει τους παρακάτω σημαδιακούς κατ’ εμέ στίχους: «Όχι όχι μη μου μιλάς για τις αόρατες / συνεχείς εκείνες παρουσίες. Είδαμε / σε τι μαρτύριο ψαύσεως τυφλής μάς υπέβαλαν», (Ήχος απομακρύνσεων, Αθήνα: Ίκαρος, σ. 61). Παίρνοντας αφορμή απ’ αυτούς, τολμώ εδώ να καυτηριάσω όχι, όχι την Ένωση Αθέων που κάθε χρόνο Μεγαλοβδομαδιάτικα και μάλιστα Μεγάλη Παρασκευή οργανώνει τα πάρτι κρεοφαγίας – για την εν λόγω πρακτική βλέπε το ενδιαφέρον άρθρο της Λήδας Σταμπούλογλου: «Είσαι άθεος; Μη μας πρήζεις», στο: http://www.protagon.gr/apopseis/editorial/44341391877-44341391877 – δεν με ενδιαφέρει άλλωστε αυτού του είδους η αθεΐα (αυτή άνετα θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως γραφική, συνεπώς καλό θα ήταν οι εν λόγω αυτοχαρακτηριζόμενοι «άθεοι» να διαβάσουν ολίγον Φ. Ντοστογιέφσκι για να διαπιστώσουν τι τελικά είναι αθεΐα)· με ενδιαφέρουν όμως όλοι εκείνοι που ενώ λένε ότι τάχαμου είναι χριστιανοί, το βράδυ της Μεγάλης Παρασκευής, μετά την Ακολουθία του Επιταφίου, κατακλύζουν όλα τα σουβλατζίδικα και του «δίνουν και καταλαβαίνει»· ενώ απ’ την άλλη τους φταίει η Ένωση Αθέων.
Κατά μέρος αυτές τις μεμψιμοιρίες, ίσως πει κανείς, πως τρέφουν την υποκρισία και την αντιδικία. Οφείλω, όμως, να πω πως δεν κακίζω το παραπάνω γεγονός. Απλά βρίσκω λιγάκι (και συγνώμη για τον καυστικό όρο) λίαν κουτοπόνηρη τη στάση πολλών που, και από τη μια και από την άλλη πλευρά (αθέων και χριστιανομαθημένων), κάμουν απλουστευτικές ερμηνείες.
Τέτοια γεγονότα, για όσους τουλάχιστον έχουν το θάρρος να κάμουν αξιόπιστη κριτική, φέρνουν στο προσκήνιο σημαντικές απόψεις που ενώ γράφονται και ακούγονται σε πολλούς εκκλησιαστικούς και θεολογικούς κύκλους, δεν τους δίνουμε την οφειλόμενη σημασία. Κι εννοώ γραφές αγωνίας όπως η παρακάτω, του αγαπητού συναδέλφου Θανάση Ν. Παπαθανασίου, που σ’ ένα από τα πολλά προλογικά του σημειώματα του περιοδικού που διευθύνει, τη Σύναξη, γράφει τα εξής σημαντικά: «η σκοτεινιά αυτή κρατά καιρό στην Ορθόδοξη Εκκλησία και έχει να κάνει με τα εναγώνια ερωτήματα πότε η Εκκλησία είναι ο εαυτός της και πότε μεταλλάσσεται σε κάτι άλλο, πότε όντως λειτουργεί εκκλησιαστικά και πότε γίνεται μια κλειστή σέκτα, πότε οι άνθρωποί της είναι διάκονοι της αγάπης του Χριστού και πότε υπηρέτες της ανομίας», (Σύναξη, τχ. 93, Ιανουάριος – Μάρτιος 2005, σ. 3).
Τέτοια σημειώματα, έρχονται συχνά στο νου μου, ιδιαίτερα ημέρες της κορύφωσης του Θείου Πάθους, εκεί που δρασκελίζοντας το κατώφλι της εκκλησιάς για να προσκυνήσω τον Επιτάφιο, νιώθω να γίνεται το θαύμα, θαύμα εσωτερικό, καθάριο. Θαύμα που σε καμιά περίπτωση δεν μπορώ να το ταυτίσω όχι μόνο με επιστημονικές αναλύσεις και ορθολογισμούς, αυτό είναι το λιγότερο, δεν μπορώ να το ταυτίσω με όλα εκείνα τα αδιάκριτα και διδακτικά λόγια αρκετών ιεροκηρύκων που κάμουν το φιλακόλουθο εκκλησίασμα να παγώνει, να χάνει την κατάνυξή του και να φεύγει από το ναό.
Υ. Γ. Αυτές οι φευγαλέες σκέψεις γράφτηκαν αργά το βράδυ της εφετινής Μεγάλης Παρασκευής.
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΓΙΟΛΔΑΣΗΣ, “Κορυφή του Άθωνα”, λάδι σε χαρτόνι· 1935