Αρχείο ημέρας 9 Οκτωβρίου 2015

Λόγιοι της Τουρκοκρατίας (1453 – 1821)

Του ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ Ι. ΚΑΛΑΜΑΤΑ

Τοις αναγινώσκουσι

Τα άρθρα που θα δημοσιεύονται σ’ αυτήν την κατηγορία, βλέπουν το φως της δημοσιότητας, σε τακτά χρονικά διαστήματα, στο περιοδικό της Ιεράς Μητροπόλεως Μυτιλήνης, Ερεσού και Πλωμαρίου Ο ΠΟΙΜΗΝ. Όπως θα διαπιστώσει ο κάθε ενδιαφερόμενος και η κάθε ενδιαφερόμενη, βιογραφούνται σημαντικοί Λόγιοι της Τουρκοκρατίας. Στόχος των άρθρων είναι να γνωρίσουν οι φίλοι/ες αναγνώστες/τριες πώς ο Νέος Ελληνισμός, στη μακρόσυρτη περίοδο της Τουρκοκρατίας, με το έργο των Ελλήνων λογίων κυριάρχησε στον ευρύτερο ευρωπαϊκό και μεσογειακό χώρο. Τα άρθρα είναι σύντομα, σε γλώσσα εύληπτη, κατανοητή και θα βασίζονται σε έγκυρα βιβλιογραφικά δεδομένα και τεκμήρια. Ωστόσο, θεωρώ αναγκαίο πριν τη βιογράφηση του πρώτου λογίου να δημοσιεύσω λίγες εισαγωγικές σκέψεις για την εποχή της Τουρκοκρατίας, για το λόγο ότι είναι αδύνατη η κατανόηση της παρουσίας των Ελλήνων λογίων της περιόδου αυτής, αν δεν κατανοήσουμε ότι για τέσσερις περίπου αιώνες, διάφοροι θεσμοί και φορείς διαμόρφωσαν και καθόρισαν τον εθνικό χαρακτήρα των νεώτερων Ελλήνων.

Η εποχή της Τουρκοκρατίας

Αν και η περιοδολόγηση της μακρόχρονης Ιστορίας του Ελληνισμού γίνεται για λόγους μεθοδολογικούς, διδακτικούς, για λόγους τιθάσευσης του τεράστιου προς μελέτη υλικού, εκείνο που πάντα προέχει είναι ο βασικός κανόνας της ιστορικής επιστήμης, η Ηρακλείτεια ρήση «τα πάντα ρει». Τα ιστορικά δηλαδή γεγονότα, στη μακρά διάρκειά τους, διαδέχονται το ένα το άλλο.

Ο κορυφαίος Έλληνας ιστορικός της Ιστορίας του Νέου Ελληνισμού Απόστολος Βακαλόπουλος[1], υποστηρίζει ότι η πτώση της Κωνσταντινούπολης (29 Μαΐου 1453) στους Οθωμανούς, αποτελεί «παράδοξο» πράγματι ιστορικό γεγονός, αφού από τότε για τον Ελληνισμό αρχίζει μια νέα περίοδος της ιστορίας του, αυτή που επικράτησε να λέγεται Τουρκοκρατία. Πρόκειται για την πιο σκληρή περίοδο της Ιστορίας του, η οποία διήρκησε τέσσερις αιώνες, μέχρι την Ελληνική Επανάσταση του 1821. Αναμφισβήτητα η τραγική Άλωση της Πόλης των Πόλεων, υπήρξε σημαντικότατος σταθμός της Ιστορίας μας. Δεν σημαίνει όμως ότι από τότε αρχίζει ο Νέος Ελληνισμός. Αντίθετα οι ρίζες του χάνονται πιο πίσω, συγκεκριμένα στους χρόνους της Δ΄ Σταυροφορίας (1204), όταν το βυζαντινό κράτος δέχθηκε το ισχυρότατο πλήγμα της Άλωσης της Πόλης από τους Φράγκους. Από τότε, αργά και σταθερά – μέχρι την Άλωση από τους Τούρκους το 1453 – συντελείται η βαθμιαία μετεξέλιξη από τον βυζαντινό στον νεοελληνικό πολιτισμό, το βαθμιαίο πέρασμα από το εξασθενημένο πολιτικά και στρατιωτικά Βυζάντιο προς τον Νέο Ελληνισμό. Μολονότι η βυζαντινή αυτοκρατορία για δυόμισι περίπου αιώνες (1204-1453) γεωγραφικά συρρικνωνόταν, η συντελούμενη καλλιτεχνική και πνευματική αναγέννηση που κυρίως αναπτύχθηκε στην Κωνσταντινούπολη, τη Θεσσαλονίκη και τον Μυστρά, στους τομείς της φιλοσοφίας, της θεολογίας, της φιλολογίας, της ναοδομίας και ζωγραφικής, έδωσε και τα πρώτα θα λέγαμε σκιρτήματα εμφάνισης του Νέου Ελληνισμού. Σ’ αυτό ακόμη το χρονικό διάστημα, το όνομα «Έλλην»[2] για πρώτη φορά βρήκε την ιστορική του δικαίωση, αφού δυναμικά από τότε με πλήρη εθνική συνείδηση χρησιμοποιούνταν από πολλούς λογίους της εποχής, όπως λόγου χάριν ο Γεώργιος Γεμιστός Πλήθων.

Στα χρόνια λοιπόν της ατέλειωτης σκλαβιάς στον Ασιάτη δυνάστη, ο Ελληνισμός ανέπλασε το παρόν με το παρελθόν του, συντήρησε τη μακραίωνη βυζαντινή παράδοσή του, αφομοίωσε τις νέες ιδέες, όπως αυτές της Αναγέννησης και του Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού, στόχευσε στην Παλιγγενεσία της Επανάστασης του 1821 και ετοίμασε το Νεότερο Ελληνισμό[3].

Οι παράγοντες που  συνέστησαν την πορεία και την ενότητα του υπόδουλου Ελληνισμού

Η Εκκλησία. Πέρα από το θρησκευτικό της ρόλο απέκτησε και ρόλο εθνικό, πολιτικό και διοικητικό. Με κέντρο το Οικουμενικό Πατριαρχείο, συντήρησε την ελληνορθόδοξη παιδεία και βοήθησε καθοριστικά στην πνευματική αφύπνιση όλων των ομοθρήσκων και ομόδουλων λαών της Ανατολής. Δίκαια έχει υποστηριχθεί, ότι υπήρξε το μεγάλο λαϊκό πανεπιστήμιο[4].

Τα Σχολεία. Από τους δυναμικότερους φορείς που βοήθησαν το Γένος κατά την Τουρκοκρατία. Από τα πρώτα χρόνια της δουλείας, στην Κωνσταντινούπολη λειτούργησε η περιώνυμη Μεγάλη του Γένους Σχολή, η Πατριαρχική Ακαδημία. Στην ίδια τροχιά αργότερα κι άλλα σχολεία έδωσαν δυναμικό παρόν στη διάπλαση συλλογικής συνείδησης και ιδιοπροσωπίας του Μεταβυζαντινού Ελληνισμού, όπως η Αθωνιάδα Σχολή στο Άγιον Όρος, η Ευαγγελική Σχολή και το Φιλολογικό Γυμνάσιο στη Σμύρνη, η Πατμιάδα Σχολή στην Πάτμο, το Ελληνομουσείο στη Θεσσαλονίκη, το Γυμνάσιο Χίου, η Ακαδημία Κυδωνιών, η Μαρουτσαία Σχολή στα Γιάννενα, η Φλαγγίνειος Σχολή στη Βενετία, η Αυθεντική Ακαδημία στο Ιάσιο, κ. ά.

Το Κρυφό Σχολείο. Τέτοια λειτούργησαν στα Γιάννενα (Μονή Στρατηγοπούλου), στην Στερεά Ελλάδα, στην Πελοπόννησο (Μονή Φιλοσόφου) κ. α[5].

Ο Ελληνισμός της διασποράς. Με συνεχή οικονομική και εμπορική εξέλιξη από τα μέσα του 17ου αιώνα, πολύπλευρα βοήθησε στην πνευματική αφύπνιση του Ελληνισμού, με την ίδρυση τυπογραφείων και σχολείων, τη χορήγηση υποτροφιών και το σχηματισμό βιβλιοθηκών. Επίσης, οι πολλές ελληνικές κοινότητες που ιδρύθηκαν στο εξωτερικό, συνέβαλαν στη διάδοση της ελληνικής παιδείας στην Ευρώπη. Τέτοιες κοινότητες ήταν της Βενετίας, της Τεργέστης, της Βιέννης, των Παραδουνάβιων Ηγεμονιών (Ιασίου και Μολδαβίας), της Ρωσίας κ. ά.

Οι Κοινότητες. Ο θεσμός τους αποτέλεσε έναν από τους βασικούς παράγοντες αυτοδιοίκησης του Ελληνισμού. Χάρη σ’ αυτές, ο υπόδουλος Ελληνισμός κατόρθωσε να μετριάσει τα δεινά της τουρκικής κυριαρχίας και δημιούργησε τις προϋποθέσεις ανάπτυξης της τότε εκπαίδευσης[6].

Οι Φαναριώτες. Πολύγλωσσοι και με εξαιρετικά υψηλό πνευματικό επίπεδο Έλληνες, είχαν ισχυρή επίδραση στα της παιδείας και διοίκησης πράγματα. Ο αιώνας της ακμής του ήταν ο 18ος[7].

Οι Μονές. Συνέβαλλαν στη διατήρηση του «ένδοξου βυζαντινισμού» με τα εργαστήρια αντιγραφής κωδίκων, τα εργαστήρια εκκλησιαστικής ζωγραφικής και τη συγκρότηση πλουσιότατων βιβλιοθηκών[8].

Οι λόγιοι. Οι περισσότεροι υπήρξαν Διδάσκαλοι του Γένους. Η κυριότερη συνεισφορά τους υπήρξε η βελτίωση της πνευματικής κατάστασης του υπόδουλου Ελληνισμού. Πλειάδα τέτοιων λογίων καθ’ όλη τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας, οι περισσότεροι ήταν σπουδαγμένοι στην Εσπερία, έγιναν οι πνευματικοί ηγέτες του Γένους. Άνθρωποι του βιβλίου και του σπουδαστηρίου[9], διαδραμάτισαν σημαντικό ρόλο στην κίνηση των ιδεών.

[1] Η πορεία του Γένους. Από το Βυζάντιο στο Νέο Ελληνισμό, εκδ. Οι Εκδόσεις των Φίλων, Αθήνα 1966. Πρβλ. Διονύσιος Α. Ζακυθηνός, Τουρκοκρατία. Εισαγωγή εις την Νεωτέραν Ιστορίαν του Ελληνισμού, Αθήναι 1955.

[2] Π. Χρήστου, Οι περιπέτειες των εθνικών ονομάτων των Ελλήνων, εκδ. Κυρομάνος, Θεσσαλονίκη 19934.

[3] Σημαντική για το θέμα αυτό είναι η μελέτη του Α. Ε. Καραθανάση, Η τρίσημη ενότητα του Ελληνισμού. Αρχαιότητα – Βυζάντιο – Νέος Ελληνισμός, εκδ. Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 19912.

[4] Steven Runciman, Η Μεγάλη Εκκλησία εν Αιχμαλωσία. Το Πατριαρχείο της Κωνσταντινουπόλεως λίγο πριν από την άλωση της Πόλης μέχρι και την Επανάσταση του 1821, μτφρ. Πολυξένη Αντωνοπούλου, εκδ. Γκοβόστης, Αθήνα 2010. Πρβλ. Δ. Αποστολόπουλος, Οι ιδεολογικοί προσανατολισμοί του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως μετά την Άλωση, εκδ. Ίδρυμα Γουλανδρή–Χορν, Αθήνα 1995.

[5] Για το Κρυφό Σχολειό η βιβλιογραφία είναι εκτεταμένη. Ενδεικτικά σημειώνω την πρόσφατη εκδοθείσα σημαντικότατη μελέτη του Γ. Κεκαυμένου, Κρυφό Σχολείο. Το χρονικό μιας ιστορίας, εκδ. Εναλλακτικές Εκδόσεις, Αθήνα 2012.

[6] Γ. Κοντογιώργης, Κοινωνική δυναμική και πολιτική διοίκηση. Οι ελληνικές κοινότητες της Τουρκοκρατίας, εκδ. Λιβάνη, Αθήνα 1982.

[7] Δ. Αποστολόπουλος, Για τους Φαναριώτες. Δοκιμές ερμηνείας και μικρά αναλυτικά,  εκδ. ΕΙΕ/ΙΝΕ, Αθήνα 2003.

[8] Κρίτων Χρυσοχοΐδης, «Μοναστηριακές βιβλιοθήκες και αρχεία. Κιβωτοί τεκμηρίων», στον τόμο: Τάσεις του ορθόδοξου μοναχισμού 9ο –20ος αιώνες, Πρακτικά του Διεθνούς Συμποσίου: Οι δρόμοι του ορθόδοξου μοναχισμού. Πορευθέντες μάθετε, (Θεσσαλονίκη 28 Σεπτεμβρίου – 2 Οκτωβρίου 1994), εκδ. ΕΙΕ/ ΙΒΕ, Αθήνα 1996, 251-260.

[9] Αθανάσιος Καραθανάσης, Οι Έλληνες λόγιοι στη Βλαχία (1670-1714). Συμβολή στη μελέτη της ελληνικής πνευματικής κίνησης στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες κατά την προφαναριώτικη περίοδο, εκδ. Ίδρυμα Μελετών Χερσονήσου του Αίμου 194, Θεσσαλονίκη 1982, 207.