Η συκιά είναι ένα δέντρο που αναφέρεται τόσο στην Παλαιά όσο και στην Καινή Διαθήκη. Το δένδρο της συκιάς ήταν σε αφθονία στην περιοχή της Παλαιστίνης όπου μαζί με τις ελιές και τα σταφύλια αποτελούσαν βασική πηγή τροφής για τον λαό Ισραήλ, αλλά και για τους γειτονικούς λαούς.
Στην Παλαιά Διαθήκη, στη Γένεση, στον Κήπο της Εδέμ αφθονούσε το δένδρο της συκιάς. Με τα φύλλα της ο Αδάμ και η Εύα έκρυψαν την γύμνια τους, όταν την αντιλήφθηκαν μετά την παρακοή τους στο Θεό.
Στο βιβλίο των Κριτών ο Ιωάθαμ (Κρ. 9,11) διηγείται την ιστορία των δέντρων που ήθελαν να ανακηρύξουν μεταξύ τους βασιλιά. Ζήτησαν με τη σειρά από την ελιά, την συκιά και το αμπέλι να γίνουν βασιλιάς τους. Όλα αρνήθηκαν και η συκιά είπε πως δεν ήθελε να αφήσει τους ωραίους και γλυκούς καρπούς της για να κυβερνήσει τα δέντρα.
Στο βιβλίο του Ησαΐα (Ησ. 38,19) βλέπουμε τη χρήση των σύκων ως κατάπλασμα για τραύματα και δερματικές παθήσεις.
Στο βιβλίο του Ιερεμία (Ιε. 41,3…) γράφει: «Μάζεψε σύκα και φέρ’ τα στους αρρώστους του λαού για να τους ευφράνεις και να τους δώσεις μια αναψυχή.»
Στην Καινή Διαθήκη, ο Χριστός ξέρανε την συκιά με έναν Του λόγο. Η γεμάτη φύλλα συκιά αλλά χωρίς καρπούς, συμβολίζει τους Ισραηλίτες αλλά και καθέναν άνθρωπο που ασχολείται πολύ με τον τύπο της θρησκείας και όχι με την ουσία της. Αυτόν τον τύπο του ανθρώπου ο Κύριος θα τον «ξεράνει» δηλαδή θα τον απορρίψει.