Η Κυριακή της Ορθοδοξίας ή Θρίαμβος της Ορθοδοξίας είναι η πρώτη Κυριακή της Μεγάλης Τεσσαρακοστής, και γιορτάζεται πανηγυρικά στην Ανατολική Ορθόδοξη Εκκλησία και σε άλλες εκκλησίες που χρησιμοποιούν το Βυζαντινό Τελετουργικό για να τιμήσουν, αρχικά, μόνο την τελική ήττα της εικονομαχίας το 843 και αργότερα, την αντίθεση σε κάθε ετεροδοξία.
Ιστορία
Στα τέλη του 7ου και τις αρχές του 8ου αιώνα, στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία, πνευματικοί άνθρωποι παρουσίασαν θεωρίες, υποστηρίζοντας ότι η προσκύνηση των ιερών εικόνων που υπήρχαν σε σπίτια και στους ναούς ήταν ειδωλολατρική πράξη. Τις θεωρίες αυτές ασπάστηκε ο αυτοκράτορας Λέων Γ´ και το 726 διέταξε την απαγόρευση ύπαρξης και προσκύνησης των εικόνων, ενώ παίρνοντας αφορμή από φαινόμενα εικονολατρίας, επέβαλε την άποψη ότι η χριστιανική πίστη παρακκλίνει στην ειδωλολατρία. Η Εικονομαχία διαίρεσε τους κατοίκους της αυτοκρατορίας σε Εικονομάχους (επίσης αναφερόμενους ως Εικονοκλάστες) και Εικονολάτρες (επίσης αναφερόμενους ως Εικονόφιλους και Εικονόδουλους.
Στο μέσο αυτής της περιόδου, το 787, η Ζ’ Οικουμενική Σύνοδος διατύπωσε τη διδασκαλία που έχει και σήμερα η Ορθόδοξη Εκκλησία και διακηρύσσει την τιμητική προσκύνηση των εικόνων. Παρά, την διδασκαλία αυτή το 787, οι εικονομάχοι άρχισαν να προβληματίζουν ξανά την Εκκλησία. Μετά το θάνατο του τελευταίου εικονομάχου αυτοκράτορα Θεόφιλου, ο μικρός γιος του Μιχαήλ Γ΄, με τη μητέρα του την αντιβασιλέα Θεοδώρα και τον Πατριάρχη Μεθόδιο Α΄, κάλεσε Σύνοδο στην Κωνσταντινούπολη το 843 για να φέρει ειρήνη στην Εκκλησία. Στο τέλος της πρώτης συνεδρίασης, όλοι έκαναν μια θριαμβευτική πομπή από το ναό της Παναγίας των Βλαχερνών στην Αγιά Σοφιά, επαναφέροντας τις εικόνες στον αυτοκρατορικό ναό. Αυτό συνέβη στις 11 Μαρτίου 843 (που εκείνο το έτος ήταν η πρώτη Κυριακή της Τεσσαρακοστής).
Η Σύνοδος αυτή, όρισε να τελείται κάθε χρόνο πανηγυρική γιορτή στην επέτειο αυτής της ημέρας και την ονόμασε «Κυριακή της Ορθοδοξίας»
Η βυζαντινή τέχνη ήταν η τέχνη και τα διάφορα προϊόντα που αναπτύχθηκαν στην Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Η Βυζαντινή τέχνη αναπτύχθηκε για μια χιλιετία, μεταξύ του πέμπτου και του δέκατου πέμπτου αιώνα, πρώτα στην Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία , στη συνέχεια στην Βυζαντινή Αυτοκρατορία , η οποία συγκέντρωσε την κληρονομιά της και της οποίας η Κωνσταντινούπολη ήταν η πρωτεύουσα. την πραγματικότητα, η κύρια γεύση της βυζαντινής τέχνης ήταν να περιγράψει τις προσδοκίες του ανθρώπου προς το θείο. Ωστόσο, η βυζαντινή τέχνη είχε πολύ διαφορετικές στυλιστικές εκφράσεις μεταξύ τους στα περισσότερα από χίλια χρόνια ζωής της, αλλά στην Ανατολική Αυτοκρατορία η τέχνη παρέμεινε σχεδόν αμετάβλητη.από τον 4ο Αιώνα ως την Άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1453, και κατ’ επέκταση η τέχνη που ακολούθησε τις ίδιες αρχές έξω από τα χωροχρονικά όρια της συγκεκριμένης κρατικής οντότητας. Διαχρονικά σημαντικότερο κέντρο της βυζαντινής τέχνης ήταν η πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας Κωνσταντινούπολη, η ακτινοβολία της βυζαντινής τέχνης όμως απλώθηκε σε μεγάλο μέρος του μεσογειακού κόσμου και στην ανατολική Ευρώπη ως τη Ρωσία και την Αρμενία.
Με την επικράτηση του Χριστιανισμού και την εδραίωση της χριστιανικής αυτοκρατορικής εξουσίας στο Βυζάντιο, η βυζαντινή τέχνη έγινε το κατεξοχήν μέσο για την οπτικοποίηση του υπερβατικού κόσμου και τη διάδοση των μηνυμάτων της νέας θρησκείας και της νέας κονωνικοπολιτικής ιδεολογίας. Για τον σκοπό αυτό, η βυζαντινή τέχνη συνέχισε, αφενός, την αρχαία ελληνική παράδοση της ιδιαίτερης προτίμησης στην ανθρώπινη μορφή και στράφηκε, αφετέρου, προς τον μυστικισμό και την εσωτερικότητα της Ανατολής. Τελικά όμως δημιούργησε τη δική της, ιδιαίτερη φυσιογνωμία που της επέτρεψε να κυριαρχήσει στην ορθόδοξη χριστιανική Ανατολή για σχεδόν μιάμιση χιλιετία εκφράζοντας την πνευματικότητα και τη θρησκευτική συγκίνηση πλατειών στρωμάτων του πληθυσμού της.
Στα νεότερα χρόνια, η βυζαντινή τέχνη εκτιμήθηκε με καθυστέρηση, καθώς ο θαυμασμός της ιταλικής Αναγέννησης για την αρχαιότητα και του γαλλικού Διαφωτισμού για τον ορθολογισμό προκάλεσαν γενικότερη αποστροφή για τον Μεσαίωνα και το Βυζάντιο. Με «μούμιες» έμοιαζαν οι «ασκητικές και με γεροντικά χαρακτηριστικά προσώπου μορφές» της βυζαντινής τέχνης για τον θεωρητικό την τέχνης Friedrich Theodor Vischer[1]. «Απίστευτο πείσμα στη συνεχή επανάληψη απαρχαιωμένων μοτίβων» διέκρινε τη βυζαντινή τέχνη και λογοτεχνία κατά τον ιστορικό της αναγεννησιακής τέχνης Jacob Burckhardt [2]. Ακόμα και στην Ελλάδα το κλίμα άρχισε να αλλάζει μόλις στα τέλη του 19ου αι. με την ίδρυση της Χριστιανικής Αρχαιολογικής Εταιρείας (1884). Ακολούθησαν η σύσταση θέσης ειδικού Εφόρου Χριστιανικών Μνημείων στην Αρχαιολογική Υπηρεσία (1910) και η ίδρυση του Βυζαντινού Μουσείου στην Αθήνα (1914).