Μια φορά κι έναν καιρό, ήταν η τρελή ζούγκλα. Εκεί ζούσαν ζώα που φέρονταν σαν να ήταν άνθρωποι! Μια τίγρη που μίλαγε στο τηλέφωνο, ένα χελιδόνι που έκανε μπάνιο , μια αρκούδα πιλότος , ένας λύκος που κοιμόταν στο κρεβάτι και ένας σκίουρος που έβλεπε τηλεόραση.
Μια μέρα έπεσε στη ζούγκλα ένα κόκκινο μπαλόνι . Πρώτη το είδε η τίγρης . Πήγε λοιπόν , ανέβηκε στο ψηλό βουνό και φώναζε:
« Ένα κόκκινο πράγμα έπεσε στη μέση της ζούγκλας. Ελάτε όλοι να το δείτε» . Όλα τα ζώα μαζεύτηκαν για να δουν το μπαλόνι.
– Τι είναι αυτό;
– Δεν ξέρω.
-Κανένας δεν ξέρει τι είναι.
-Από πού ξεφύτρωσε;
Κανένα ζώο δεν ήξερε πως βρέθηκε εκεί και γιατί. Μόνο ένα ζώο ήξερε πως βρέθηκε εκεί το μπαλόνι. Το χελιδόνι. Ανέβηκε στο ψηλότερο κλαδί και ανακοίνωσε: «Φίλοι μου, εγώ ξέρω από που ήρθε το μπαλόνι. Λίγο πιο μακριά υπάρχει μια φάρμα.
Αυτοί που ζουν εκεί έχουν ένα παιδί. Το λένε Μάρκο και μόνο αυτό το μπαλόνι έχει για να παίζει. Τι λέτε να του το επιστρέψουμε; Θα το ψάχνει».
Τα ζώα , με το χελιδόνι αρχηγό, ξεκίνησαν για τη φάρμα. Ξεκίνησαν μόλις βγήκε ο ήλιος το πρωί και περπάτησαν 3 χιλιόμετρα. Μετά από μια ώρα τα ζώα κουράστηκαν. Η αρκούδα είδε ένα μεγάλο δέντρο για να ξεκουραστούν και είπε: «Εδώ έχει σκιά. Ελάτε». Τα ζώα πήγαν κοντά. « Τι ωραία που είναι στη σκιά» είπε.
Ξεκουράστηκαν αρκετά και άρχισαν ξανά να περπατούν. Ξαφνικά ο λύκος έπεσε πάνω σε μια πέτρα και χτύπησε το πόδι του. « Άου! Είπε. Συνεχίστε χωρίς εμένα». «Αποκλείεται» είπε η αρκούδα και τον πήρε στην πλάτη της.
Όταν έφτασαν στη φάρμα η τίγρη και το χελιδόνι κοίταξαν απ’ το παράθυρο και είδαν το Μάρκο να ψάχνει το μπαλόνι του. «Πώς θα του το επιστρέψουμε;» ρώτησε η τίγρη. «Έχω μια ιδέα». Είπε ο λύκος. « Θα δέσουμε το μπαλόνι σ’ ένα κάγκελο και θα κρυφτούμε. Θα περιμένουμε να βραδιάσει και θα μπούμε μέσα». Τα ζώα συμφώνησαν κι έτσι έδεσαν το μπαλόνι σ’ ένα κάγκελο.
Ο Μάρκος άνοιξε την πόρτα και είδε τα ζώα που κρατούσαν το μπαλόνι του. Αμέσως έτρεξε ,άρπαξε το μπαλόνι και μπήκε στο σπίτι του αλλά μετά ξαναβγήκε και ευχαρίστησε τα ζώα. Ο Μάρκος αποφάσισε να γίνει φίλος με τα ζώα.
Όταν επέστρεψαν οι γονείς του απ’ το λιβάδι είδαν τα ζώα. Εξήγησε στους γονείς του ότι τα ζώα ήταν φίλοι του και ότι του έφεραν το μπαλόνι του. Οι γονείς του για να τα ευχαριστήσουν τους έδωσαν φαγητό και νερό και τα αποχαιρέτησαν.
Έτσι έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα!
ΤΕΛΟΣ
από τη μαθήτρια της Γ΄ δημοτικού Ματίνα