Δεν θυμάμαι τι όνειρο έβλεπα. Άκουσα όμως μισοκοιμισμένη να χτυπούν καμπάνες, στην αρχή απόμακρα κι ύστερα πολύ κοντά. Ξύπνησα, ξύπνησε κι η Λενούλα κι ανακαθίσαμε στα κρεβάτια μας. Αφουγκραστήκαμε. Ναι, ήτανε καμπάνες. Κοίταξα το ρολόι. Πέντε και μισή. Είχε αρχίσει να φέγγει κι ύστερα μια φωνή:
– Φύγανεεεεεε, φύγανεεεε. Ξυπνήστε, φύγανεεεεε.
Ήτανε η φωνή του Θανασάκη, του παιδιού της γειτονιάς. Έφερνε βόλτες γύρω γύρω σαν τρελός.
– Ξυπνήστε, ρε. Φύγανε οι Γερμανοί!
Παράθυρα άρχισαν ν’ ανοίγουν. Φωνές να ρωτούν, και πάλι καμπάνες. Η μαμά κι ο μπαμπάς κοντά μας. Κρεμόμαστε όλοι στο παράθυρο. Κι ύστερα κόσμος να βγαίνει στον δρόμο, άλλοι ντυμένοι άλλοι με πιτζάμες.
– Φύγανε οι Γερμανοί, φώναζαν και χοροπηδούσαν.
Κι εμείς οι τέσσερις αγκαλιαστήκαμε και κλαίγαμε.
– Πάμε να ντυθούμε, είπε η μαμά.
Ντυθήκαμε στο λεπτό κι η μαμά έτοιμη.
– Πάμε, είπε.
– Που πάτε; τρόμαξε ο μπαμπάς.
– Στον δρόμο, να δούμε τι γίνεται.
Βγήκαμε και κατεβαίναμε τη σκάλα.
– Να τις έχεις κοντά σου, φώναζε ο μπαμπάς από την κουπαστή της σκάλας. Εγώ θα πάω στην τράπεζα.
Ποιος τον άκουγε πια. Η Λενούλα κι εγώ πήραμε τη Λήμνου, η μαμά… πετούσε κι ανέβαινε τη Λευκωσίας. Η αδελφή μου πήγαινε στην Κυψέλη να βρει τον Γκάτσο. Εγώ ήμουνα σίγουρη, στη γωνία Λήμνου και Πατησίων, μπροστά στο σχολείο του Τυχόπουλου, με περίμενε ο Γιώργος. Αγκαλιαστήκαμε, η Λενούλα μας φώναξε γεια κι άρχισε να τρέχει. Εμείς μείναμε έτσι ακούνητοι σαν να μην το πιστεύαμε. Άρχισαν να έρχονται τα τραμ και να χτυπάνε τα καμπανάκια κι ο κόσμος να σκαρφαλώνει, να τραγουδάει.
– Η πιο ευτυχισμένη μας μέρα, λέει ο Γιώργος. Ποτέ πια, ποτέ πια τίποτα κακό δεν θα μας συμβεί.
Τρέχουμε κι εμείς να σκαρφαλώσουμε στο τραμ. Αγκαλιαζόμαστε με αγνώστους, τραγουδάμε μαζί. Σαν να μην πιστεύαμε ποτέ πως θα έφτανε μια τέτοια μέρα. Μια τέτοια ευτυχία. Είχε πει η Έλλη: “Το μάτι στο καλειδοσκόπιο”, τι σήμαινε; Σήμαινε λευτεριά σίγουρα, μα γιατί καλειδοσκόπιο; Και ποτέ δεν τη ρώτησα. Το είχα ξεχάσει. Και τώρα το θυμήθηκα, είμαι σίγουρη πως το είπε.
Κατεβαίνουμε στην Ομόνοια. Κόσμος, κόσμος στους δρόμους χορεύει και τραγουδάει. Ανεβαίνουμε τη Σταδίου. Κρατιόμαστε σφιχτά μην χαθούμε. Όχι, δεν θα ‘θελα με τίποτα να ‘χανα τον Γιώργο μέσα στο πλήθος. Τον κοιτάζω, λάμπει από ευτυχία, έτσι θα λάμπω κι εγώ κι όλος ο κόσμος δίπλα μας. Δεν μπορώ να πιστέψω πως ποτέ μα ποτέ πια δεν θα δούμε άσχημες μέρες στη ζωή μας. Το είπε ο Γιώργος.
| Άλκη Ζέη | Με μολύβι φάμπερ νούμερο δύο |
O τελευταίος Γερμανός στρατιώτης εγκαταλείπει την Aκρόπολη, μεταφέροντας τη σημαία του