«Την Κυριακή του Πάσχα ο μεγάλος φούρνος της «Απάνω Κουζίνας» άναβε το ξημέρωμα. Γαρδούμια τυλιγμένα και αρνί γάλακτος με τις τεράστιες κυδωνάτες πατάτες ήταν η σπεσιαλιτέ της μέρας. Κι ήταν η μόνη φορά που η γιαγιά καταδεχότανε να φάει μαζί μας, στο μεγάλο σαλόνι υπό τον όρο όλα να εχουν τελειώσει πριν τις τέσσερις το μεσημέρι γιατί η δεύτερη Ανάσταση στο προαύλιο της Παναγίας μας ήταν υποχρεωτική για όλους. Εκεί για πρώτη φορά φορούσαμε τα καινούργια ρούχα και τα πέδιλα κι έτσι ξεκινούσε η «σωστή» εποχή, όπως έλεγε. Στην καλή της τσάντα έκρυβε πάντα δυο αυγά, δυο τσουρέκια και καλιτσούνια να τα φάμε μόλις πει ο παπάς ξανά το «Χριστός Ανέστη»!»
«Γλυκεῖα Πασχαλιά, ἡ μήτηρ τῆς χαρᾶς! Γλυκεῖα μήτηρ, τῆς Πασχαλιᾶς ἡ ἐνσάρκωσις!
Ἀλλ᾽ ὁ Χριστὸς ὑπεσχέθη νὰ πίῃ μὲ τοὺς ἐκλεκτούς του καινὸν τὸ γέννημα τῆς ἀμπέλου ἐν τῇ βασιλεία τοῦ Πατρός Του, καὶ οἱ ὑμνωδοὶ ἔψαλλαν: «Ὦ Πάσχα τὸ μέγα καὶ ἱερώτατον, Χριστέ! δίδου ἡμῖν ἐκτυπώτερον σοῦ μετασχεῖν, ἐν τῇ ἀνεσπέρῳ ἡμέρᾳ τῆς βασιλείας Σου!»
Απόσπασμα από το διήγημα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, «Παιδική Πασχαλιά» (1891).