ΤΟ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟ ΦΑΙΝΟΜΕΝΟ ΤΗΣ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ – ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ ΜΑΘΗΤΩΝ-ΤΡΙΩΝ

Στο πλαίσιο του μαθήματος της Λογοτεχνίας (Β΄ γυμνασίου) και πιο συγκεκριμένα της θεματικής ενότητας με τίτλο: «Η αποδημία – Ο καημός της ξενιτιάς – Ο ελληνισμός έξω από τα σύνορα…» επεξεργαστήκαμε αποσπάσματα από το βιβλίο του Θανάση Βαλτινού «Στοιχεία της δεκαετίας του ‘60» και το μυθιστόρημα της Άλκης Ζέη «Η Κωνσταντίνα και οι αράχνες της». Σε μια προσπάθεια να προσεγγίσουμε το θέμα της μετανάστευσης και της ξενιτιάς με τρόπο ενεργητικό, αυθεντικό και βιωματικό σκεφτήκαμε να πάρουν οι μαθητές και οι μαθήτριες συνεντεύξεις από οικονομικούς μετανάστες της πόλης ή επαναπατρισθέντες Έλληνες (γονείς, συγγενείς, φίλους, γνωστούς). Στην τάξη, μέσα σ’ ένα καταιγισμό ιδεών, καταγράφηκαν στον πίνακα οι άξονες της συνέντευξης. Στη συνέχεια ο/η κάθε μαθητής-τρια επεξεργάστηκε τους άξονες αυτούς, διατυπώνοντας τις ερωτήσεις που ήθελε να υποβάλει στους συνεντευξιαζόμενους. Μετά το πέρας της συνέντευξης είχε την ελευθερία να παρουσιάσει όσα συνέλεξε με την τυπική μορφή μιας συνέντευξης ή να αφηγηθεί (ως ετεροδιηγητικός ή ομοδιηγητικός αφηγητής) την προσωπική ιστορία του/της μετανάστη-τριας. Ακολουθεί  ένα μικρό μόνο δείγμα της δουλειάς των παιδιών, η ανταπόκριση των οποίων ήταν πραγματικά μεγάλη.

(Η διδάσκουσα Έλενα Κελεσίδου)


Συνέντευξη από τη Μαριάμ Αντμιρίμ, ετών 21, οικονομική μετανάστρια από την Αλβανία.

Ποια ήταν η αιτία της μετανάστευσής σας στην Ελλάδα;
Τα πράγματα ήταν δύσκολα στην Αλβανία. Οι γονείς μου αναζητούσαν ένα καλύτερο «αύριο», όχι τόσο για αυτούς, αλλά πιο πολύ για μένα και την αδερφή μου. Δεν υπήρχαν χρήματα και η ζωή εκεί ήταν δύσκολη.
Ποια ήταν τα πρώτα βιώματά σας στη χώρα;
Η αλλαγή ήταν μεγάλη και τη νιώσαμε όλοι και με το παραπάνω, δεν το περιμέναμε έτσι. Η βασική δυσκολία ήταν η αντιμετώπισή μας από τους γύρω μας. Αν αυτοί μας συμπεριφέρονταν καλύτερα, ίσως το πρόβλημα να ήταν μικρότερο. Παρ’ όλα αυτά και η γλωσσική δυσκολία επηρέασε την ψυχολογία μας. Νιώθαμε περίεργα (αποκομμένοι από τους γύρω μας), αφού δεν καταλαβαίναμε για τι μιλούσαν. Αμέσως οι γονείς μου βρήκαν δουλειά και τα πρώτα χρήματα μπήκαν στην οικογένεια και έτσι τα πράγματα άρχισαν να καλυτερεύουν.
Νοσταλγείτε τους φίλους και τους συγγενείς σας, διατηρείτε επαφές και αν ναι πώς;
Ναι, συνεχώς. Νοσταλγούμε όχι μόνο αυτούς αλλά και όλη μας τη ζωή εκεί. Κάθε περίοδο διακοπών τους επισκεπτόμαστε. Εκτός αυτού μιλάμε συνεχώς μαζί τους στο τηλέφωνο, αλλά αλληλογραφούμε και τακτικά∙ έτσι μαθαίνουμε νέα τους.
Έχετε σκεφτεί το ενδεχόμενο επαναπατρισμού;
Ναι, έχει περάσει πολλές φορές από το μυαλό των γονιών μου αλλά και το δικό μας. Αφού τα έσοδα αυξήθηκαν, υπάρχει πάντα η σκέψη επιστροφής στην πατρίδα. Παρ’ όλα αυτά κάτι μας κρατάει πίσω. Μετά από οχτώ χρόνια στην Ελλάδα τη νιώθουμε πατρίδα μας, νιώθουμε πλέον Έλληνες και μπορεί να σας ακούγεται περίεργο, αλλά είμαστε περήφανοι, ακόμα και σε αυτούς τους δύσκολους καιρούς που ζούμε, που μένουμε στην Ελλάδα!
Τη συνέντευξη πήρε η μαθήτρια Παναγιώτα Πασσαλή (Β4).

Συνέντευξη από τον Μπλουσάι Νικόλ, ετών 50, οικονομικό μετανάστη από την Αλβανία.

Για ποιο λόγο μεταναστεύσατε στην Ελλάδα;
Ήρθα στην Ελλάδα πριν 14 χρόνια για μια καλύτερη ζωή, γιατί στην Αλβανία δεν είχα δουλειά και έπρεπε να συντηρήσω την οικογένειά μου, δηλαδή τη γυναίκα μου, τα 3 παιδιά μου και τη μητέρα μου. Όταν ήρθα στην Ελλάδα βρήκα δουλειά και μπορούσα πια να τους συντηρήσω.
Αντιμετωπίσατε προβλήματα, όταν φτάσατε στην Ελλάδα;
Όταν ήρθα στην Ελλάδα, δεν βρήκα δουλειά «με τη μία», αλλά πέρασε ένας μήνας. Δεν ήξερα την ελληνική γλώσσα και μου ήταν πολύ δύσκολο να προσαρμοστώ. Ένα ευχάριστο ήταν ότι είχα την βοήθεια του ανιψιού μου που είχε έρθει πριν από μένα στην Ελλάδα και μου πρόσφερε στέγη και τροφή μέχρι ν’ αρχίσω να δουλεύω.
Ποια αντιμετώπιση είχατε από τους ντόπιους;
Η αντιμετώπισή μου από τους Έλληνες ήταν καλή έως πολύ καλή μπορώ να πω, γιατί μετά από 9 μήνες που είχα έρθει στην Ελλάδα με βοήθησαν να φτιάξω τα χαρτιά μου για να είμαι νόμιμος.
Πώς καταφέρατε να περάσατε τα σύνορα Αλβανίας-Ελλάδας;
Εκείνη την εποχή όσοι δεν είχαν χαρτιά περνούσαν τα βουνά για να έρθουν στην Ελλάδα. Θυμάμαι, όταν ήμουν στη διαδρομή για να έρθω στην Ελλάδα, ήταν 21 του Μάρτη το ’98, ήταν άνοιξη και τα χιόνια δεν είχαν φύγει ακόμη. Τα πόδια μου ήταν παγωμένα. Έκανα 4 μέρες συνολικά για να φτάσω. Αυτές οι 4 μέρες ήταν εφιαλτικές. Έβρεχε, χιόνιζε και είχε πάρα πολύ κακό καιρό.
Θα θέλατε να επιστρέψετε πίσω στην πατρίδα σας;
Θα ήθελα να επιστρέψω πίσω στην Αλβανία, αλλά η οικονομική κατάσταση δεν μου το επιτρέπει. Εγώ ήρθα εδώ στην Ελλάδα για να μαζέψω χρήματα, να φτιάξω το σπίτι μου και να πάω να ζήσω για πάντα εκεί με την οικογένειά μου.

Τη συνέντευξη πήρε η μαθήτρια Μαριέτα Μπλουσάι (Β3), η οποία σημειώνει: «Ο πατέρας μου έζησε πολλά άσχημα πράγματα, πράγματα που εγώ δεν θα ζήσω και γι’ αυτό τον θεωρώ ήρωα, γιατί μπόρεσε και μπορεί να μας συντηρεί με τον καλύτερο δυνατό τρόπο.»


Συνέντευξη από τους Νίκο και Μακρίνα Πασσαλή, ετών 65 και 60 αντίστοιχα, Έλληνες οικονομικούς μετανάστες στη Γερμανία, τη δεκαετία του ’60.

Γιατί αποφασίσατε να μεταναστέψετε στη Γερμανία;

…Γιατί στην Ελλάδα είχαμε οικονομικά προβλήματα.

Μαζί πήρατε την απόφαση αυτή;

Ναι, μαζί την πήραμε και αφορμή στάθηκε η πρόσκληση ενός συγγενικού προσώπου που ζούσε ήδη εκεί.

Ήταν εύκολη η προσαρμογή σας στη Γερμανία; Ποιες ήταν οι βασικότερες δυσκολίες που συναντήσατε;

Κυρίως, ήταν η γλώσσα. Συνεννοούμασταν με νοήματα ακόμα και σε περιπτώσεις έκτακτης ανάγκης, δηλαδή κάποια ατυχήματα ή κάποια αρρώστια.

Πώς ήταν οι συνθήκες ζωής εκεί;

Οι συνθήκες ζωής ήταν δύσκολες στην αρχή. Παρόλο που είχαμε δουλειά, μέχρι να αποκτήσουμε τον πρώτο μας μισθό, δεν είχαμε να φάμε, παίρναμε μόνο τα αναγκαία. Δεν είχαμε δημιουργήσει φιλίες, ήμασταν μόνοι.

Μετά από πόσο καιρό προσαρμοστήκατε;

Μετά από ένα χρόνο μπορέσαμε να προσαρμοστούμε. Μάθαμε τα βασικά για τη γλώσσα έτσι ώστε να μπορούμε να συνεννοηθούμε στις δημόσιες υπηρεσίες. Αναπτύξαμε φιλίες, τυπικές βέβαια, αλλά μας βοήθησαν στο να μην νιώθουμε μόνοι.

Ποιοι σας βοήθησαν στην προσαρμογή σας;

Οι συγγενείς που βρίσκονταν εκεί και μας έκαναν την πρόσκληση να πάμε. Μας βρήκαν δουλειά και ένα επιπλωμένο σπίτι για να μείνουμε.

Νιώθατε την επιθυμία να γυρίσετε πίσω;

Στις αρχές η επιθυμία ήταν έντονη. Αργότερα βέβαια, όταν τακτοποιηθήκαμε, η επιθυμία για την επιστροφή στην πατρίδα δεν ήταν μεγάλη.

Πώς επικοινωνούσατε με τους φίλους και συγγενείς που αφήσατε πίσω;

Με τους συγγενείς και τους φίλους που αφήσαμε πίσω επικοινωνούσαμε με αλληλογραφία, γιατί δεν υπήρχαν τηλέφωνα και άμα υπήρχε έκτακτη ανάγκη, πηγαίναμε στο ταχυδρομείο ή σε κάποια άλλη υπηρεσία όπου υπήρχε τηλέφωνο.

Ήσασταν ευτυχισμένοι;

Τον πρώτο καιρό όχι, γιατί δυσκολευτήκαμε πολύ, αλλά μετά, αφού τακτοποιήθηκαν όλα, περνούσαμε καλά.

Νέους φίλους κάνατε;

Νέους φίλους κάναμε, αλλά όχι ντόπιους, παρά μόνο Έλληνες οι οποίοι βρίσκονταν εκεί για κάποιο λόγο και αυτοί.

Πότε αποφασίσατε να ξαναγυρίσετε στην Ελλάδα και γιατί;

Αποφασίσαμε να ξαναγυρίσουμε στην Ελλάδα μετά από 10 χρόνια, γιατί τα παιδιά μας θέλαμε να μάθουν την ελληνική τη γλώσσα, τις ρίζες τους.

Τι σας άρεσε στη Γερμανία και θα θέλατε να το έχετε και εδώ;

Από την Γερμανία μας έμεινε η άμεση εξυπηρέτηση που είχαμε από διάφορες υπηρεσίες και η καθαριότητα στους δημόσιους χώρους…

Τη συνέντευξη πήρε από τον παππού και τη γιαγιά της η μαθήτρια Ιωάννα Πασσαλή (Β2)

Αφήστε μια απάντηση

Η διεύθυνση του email σας δεν θα δημοσιευθεί.

Αλλαγή μεγέθους γραμματοσειράς
Αντίθεση