Χριστούγεννα στο Μπισκοτόσπιτο!

Μια φορά κι έναν καιρό, στο ξέφωτο ενός πυκνού δάσους από έλατα, υπήρχε ένα χαρούμενο, πολύχρωμο Μπισκοτόσπιτο. Πάνω από την πόρτα του, που έμενε συνεχώς ανοιχτή για τους φίλους, κρεμόταν ένα ολόχρυσο κουδουνάκι. Αυτό το κουδουνάκι δεν ήταν από τα συνηθισμένα. Όποιος ήθελε να μπει στο Μπισκοτόσπιτο, έπρεπε να το χτυπήσει. Όταν το χτυπούσες απαλά κι ευγενικά έκανε ΝΤΛΙΝ ΝΤΛΙΝ!, που σήμαινε «Μπες μέσα!». Όταν το χτυπούσες θυμωμένα και απότομα, έκανε ΓΚΛΙΝ ΓΚΛΟΝ!, που σήμαινε «Κάτσε έξω!». Κανένας δεν μπορούσε να το αγνοήσει. Ήταν ένα κουδουνάκι που καταλάβαινε και ξεχώριζε τους φίλους…

Λίγο πιο πέρα, μέσα σε μια γαλάζια λιμνούλα, κολυμπούσε ο Πίπης, ένα χαριτωμένο κίτρινο παπάκι. Και αυτό το παπάκι δεν ήταν από τα συνηθισμένα. Γιατί, αν και ήταν φτιαγμένο από πηλό, δεν έλιωνε μέσα στο νερό. Όταν κουραζόταν από το πολύ κολύμπι, κούρνιαζε κάτω από το πιο όμορφο έλατο του δάσους: αυτό που καμάρωνε στολισμένο με πολύχρωμα φωτάκια, παιχνίδια και μπάλες. Ήταν τόσο όμορφο, που έμοιαζε με άστρο πεσμένο από τον ουρανό! Μία από τις μπάλες του, η ξύλινη, η καφετιά, δεν ήταν από τις συνηθισμένες. Μπορούσε να πραγματοποιεί ευχές. Κάποτε, όχι σήμερα, ίσως χθες λένε οι γλώσσες οι καλές, είχε φέρει έναν φορητό υπολογιστή σε κάποιο παιδί που τον ήθελε πολύ…

Την παραμονή των Χριστουγέννων εμφανίστηκαν στο ξέφωτο του Μπισκοτόσπιτου δύο μικρά σκυλάκια, ο Μότσαρτ και ο Πίβοτι. Ο Μότσαρτ τρελαινόταν να παίζει μουσική στο κουρδιστό του πιανάκι. Στον Πίβοτι άρεσε πολύ ν’ ακούει τη μουσική του Μότσαρτ και να σκέφτεται ωραίες λέξεις για να τις «ντύσει» με αυτή. Οι δύο φίλοι είχαν έρθει στο δάσος εκδρομή. Και βρέθηκαν, ξαφνικά, στο πανέμορφο Μπισκοτόσπιτο μπροστά!

  • Τι όμορφο σπιτάκι!, είπε ο Μότσαρτ.
  • Τι νόστιμο σπιτάκι!, είπε ο Πίβοτι.
  • Πάμε μέσα να δούμε πως είναι; ρώτησε ο Μότσαρτ.
  • Πάμε γρήγορα, για να γλυκαθούμε!, απάντησε ο Πίβοτι.

Και μια και δυο πλησίασαν για να χτυπήσουν το χρυσό κουδουνάκι στην πόρτα του Μπισκοτόσπιτου.

  • Σταθείτε! Περιμένετε! ΠΙ, ΠΙΙ, ΠΙΙΙ! Θέλω να έρθω κι εγώ!, ακούστηκε πίσω τους μια ψιλή φωνή. Ήταν ο Πίπης, το κίτρινο πήλινο παπί.
  • Και τι κάθεσαι; ΓΑΒ, ΓΑΑΒ, ΓΑΑΑΒ! Έλα, λοιπόν, κι εσύ!, του είπαν τα δυο σκυλάκια, ο Μότσαρτ και ο Πίβοτι, με μια φωνή.

Το στολισμένο έλατο που τους άκουσε, τίναξε χαρούμενο τα κλαδιά του και τα πολύχρωμα φωτάκια του έλαμψαν ακόμη πιο πολύ. Φοβούνταν λίγο σκαρφαλωμένα εκεί ψηλά, αλλά η μπάλα η ξύλινη, η πιο καφετιά, τους έριξε λίγη χρυσόσκονη και ψιθύρισε μια μυστική ευχή. Κι αμέσως έγιναν θαρραλέα πολύ. Αναβόσβησαν, κιόλας, τρεις φορές σε μια στιγμή!

Και να ο Μότσαρτ, ο Πίβοτι και ο Πίπης. Χτυπούν απαλά το χρυσό το κουδουνάκι. ΝΤΛΙΝ ΝΤΛΙΝ!, κάνει εκείνο χαρωπά. Και τους αφήνει να μπουν στο Μπισκοτόσπιτο, αφού το χτύπησαν τόσο ευγενικά.

Μόνο που όταν μπήκαν στο μπισκοτοσαλονάκι του Μπισκοτόσπιτου, έπιασε τους τρεις φίλους μια τόσο μεγάλη λαχτάρα για γλυκό, που –ΚΡΙΤΣ ΚΡΙΤΣ, ΚΡΑΤΣ ΚΡΟΥΤΣ– ροκάνισαν όλο του το κουφετοπάτωμα! Μόλις το έκαναν αυτό, άρχισαν να κρυώνουν τα πόδια τους. Τότε έκατσαν στον μπισκοτοκαναπέ και χώθηκαν μέσα σε μια ζαχαροκουβέρτα για να ζεσταθούν. Αλλά ήταν τόσο λιχούδικα ζωάκια που –ΚΡΙΤΣ ΚΡΙΤΣ, ΚΡΑΤΣ ΚΡΟΥΤΣ– έφαγαν και την πλάτη του μπισκοτοκαναπέ. Μόλις το έκαναν αυτό, κρύωσε η κοιλιά τους. Έτρεξαν γρήγορα και μπήκαν στο μπισκοτοκρεβάτι, αλλά και πάλι δεν κρατήθηκαν και –ΚΡΙΤΣ ΚΡΙΤΣ, ΚΡΑΤΣ ΚΡΟΥΤΣ– το έφαγαν κι αυτό! Και μετά κάτι άλλο. Κι άλλο. Κι άλλο. Σε λίγη ώρα δεν είχε μείνει ούτε ένα μπισκοτοέπιπλο να φάνε! Τι να έκαναν τώρα για να μην κρυώνουν; Αγκαλιάστηκαν σφιχτά και τους πήρε ο ύπνος έτσι, αγκαλιά.

  • ΝΤΛΙΝ ΝΤΛΙΝ! Εεε, υπναράδες! Ξυπνήστε! Τρίγωνα, κάλαντα ακούγονται ξανά! Ήρθαν τα Χριστούγεννα κι η Πρωτοχρονιά!, ακούστηκε μια φωνή μελωδική.

Ήταν το χρυσό κουδουνάκι που το χτυπούσαν με τη σειρά όλα του σχολείου μας τα παιδιά! Πήραν μαζί τους τον Μότσαρτ και τον Πίβοτι, τα δυο σκυλάκια και τον Πίπη, το κίτρινο πήλινο παπί κι έστησαν έναν τρικούβερτο χορό γύρω από του στολισμένου έλατου τον ψηλό κορμό.

Κι ώσπου να πουν ΧΡΙ ΣΤΟΥ ΓΕ ΝΝΑ!, ακούστηκε ένα ΠΙΦ ΠΑΦ ΠΟΥΦ μαγικό και το Μπισκοτόσπιτο έγινε ολοκαίνουργιο ξανά! Και από πριν ακόμη πιο όμορφο και πιο λαχταριστό! Η μπάλα η ξύλινη, η πιο καφετιά, έριξε λίγη από τη χρυσόσκονή της και σ’ αυτό. Για να γιορτάσουν όλοι πολύ πολύ γλυκά, με υγεία, αγάπη και χαρά.

Και ζήσαμε εμείς καλύτερα και όλοι αυτοί καλά!

 ΤΕΛΟΣ

Οι συγγραφείς της ιστορίας και οι ήρωές τους είναι:

Γιώργος Γ. (Μπισκοτόσπιτο, Πίπης το παπί), Χάρης (Μότσαρτ και Πίβοτι, τα σκυλάκια), Εβελίνα (τα φωτάκια του έλατου), Θοδωρής (το έλατο), Γιάννης Ν. (το κουδουνάκι), Βασιλική (η μπάλα-στολίδι του έλατου) και οι δασκάλες τους Εύη Τσιτιρίδου και Νεκταρία Κορκού.

Επιμέλεια κειμένου: Εύη Τσιτιρίδου

Ψηφιακή επεξεργασία-παρουσίαση: Νεκταρία Κορκού

Η ιστορία αυτή γράφτηκε στο πλαίσιο δραστηριότητας δημιουργικής γραφής, το Δεκέμβριο του 2020, κατά τη διάρκεια μαθημάτων τηλεκπαίδευσης του 2ου Τμήματος του 1ου Νηπιαγωγείου Αγίου Δημητρίου Αττικής.

 

Προπαραμονή Χριστουγέννων σήμερα και τα μαθήματά μας σταματούν για 15 μέρες. Σας χαιρετούμε προσωρινά, με τις καλύτερες ευχές μας να περάσετε όμορφα με τους αγαπημένους σας ανθρώπους! Κι ελπίζουμε τη νέα χρονιά να βρεθούμε και πάλι στο σχολείο μας και να τα πούμε από κοντά.

Ακούστε και τραγουδήστε κι εσείς εδώ τα κάλαντα της Πρωτοχρονιάς και διαβάστε εδώ, παρέα με κάποιον μεγαλύτερο, την παραμυθένια παράδοση που “κρύβεται” σε αυτά!

Γεια σας, παιδιά! Χρόνια πολλά, με υγεία, αγάπη, ειρήνη και χαρά!